Ο Κουμανιώτης Γεώργιος Τσακριλής (Σαμαράς) 1896 – 1993 συστήνεται ως Ιεροψάλτης, ερασιτέχνης ποιητής. Γνωρίζουμε ότι είχε και άλλα ταλέντα όπως να παίζει κλαρίνο και όπως έχουμε ξαναπεί εδώ, κατείχε το πρώτο κλαρίνο που ήλθε στην Ηλεία που προερχόταν από τον δεξιοτέχνη του κλαρίνου, Νικολάκη Σουλεϊμάνη.
Τα ποιήματά του περιστρέφονται κυρίως γύρω από το χωριό του αλλά παράπονο δεν έχουμε και εμείς οι Αντρωναίοι.
«Στο χωριό μου Κούμανι», αναφέρεται σε όλη σχεδόν την ιστορία του χωριού που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του Αντρωνίου όπως αναφέρει και στους στοίχους του:
Να μάθουν και να ξέρουνε
πως Κούμανι κι’ Αντρώνι,
Τουρκαλβανοί το είπανε
Θεός να τους γλειτώνει.
«Στον παπά Ζώρα», τον Κουμανιώτη και τα κατορθώματά του.
Στην «28η Οκτωβρίου 1940»
«Στην Ηλεία» και τα μνημεία της, τον Ερμή, στην Ολυμπία, το Λάλα, το Πούσι τον Βιλαέτι τον Ιατρίδη και τον δοξασμένο συγχωριανό του τον παπα Κοσμά.
«Ο δρόμος της ζωής» του και η φιλοσοφία του από τότε που μπουσούλαγε ως τα άσπρα του μαλλιά.
Στην νύκτα στο χωριό του, στα αστέρια, στον βοσκό, τα πουλιά και τα ζώα!
«Ο έρωτας» και η μαγεία του.
«Στο Φεγγάρι».
«Το δάσος» η αξία και η προστασία του.
Χρησιμοποιεί επίσης σκωπτική ποίηση όπως το παρακάτω (δεν φαινόταν και αναγκάστηκα να το αντιγράψω) όπου ο λόγος του εμπεριέχει στοιχεία: σατυρικά, καυστικά, πειραχτικά, κοροϊδευτικά, σαρκαστικά περιπαιχτικά κλπ.
«Η χήρα και το κτήμα της»
Εργάτης ήμουν άριστος τα περασμένα χρόνια
ποτέ για σκάλο μ´ έπερναν ή να ξιαρίσω αλώνια,
μ´ έπερναν για χαράκωμα ή για να ξεφυλλίζω, κι άλλοτε με τη μηχανή τ´ αμπέλια να ραντίζω.
Μια μέρα εκεί που ράντιζα με βλέπει κάποια χήρα πως είχα σύνεργα καλά κι ντούρο ψεκαστήρα.
Με ρώτησε αν δέχομαι μ´ αυτήν να συμφωνήσω,
το κτήμα της το χέρισο να πάω να ραντίσω
Τέλος εσυμφωνήσαμε και πήγα την άλλη μέρα και βλέπω να είν´ το κτήμα της χέρισο πέρα πέρα!
Γιατί το άφησες χριστιανή... της λέγω με απορία.
Εργάτη γύρευα καλόν μου λέγει κι ευκαιρία…
Πέρασαν χρόνια αρκετά, μου λέγει που με χήρα, και εργάτη για το κτήμα μου σε βεβαιώ δεν πήρα,
είδα εσέ και ζήλεψα το μπόι το κορμί σου και ακόμη περισσότερο την ντούρα μηχανή σου!
Εμπρός μου λέγει ράντιζε και πιάνει το σωλήνα και μόνη της τον έφερε απέναντι στο κλήμα.
Αμέσως το σακάκι μου βγάζω και το πετάω,
τον ψεκαστήρα βάζω μπρος και αρχίζω να ραντάω,
Αδειάζω πρώτη μηχανή, αδειάζω και δευτέρα, αδειάζω κι άλλες τέσσερες ως που παρήλθε ημέρα.
Αλλά αυτή δεν ήθελε καθόλου να σκολάσω, αν και δεν είχα άλλο χαλκό στο κτήμα της ν´ αδειάσω.
Κυρά εσώθηκε ο χαλκός και εβγήκανε τα αστέρια.
Μα δεν με φτάνουν χριστιανέ μου λέγει έξι χέρια!
Στη θέση πουν το κτήμα μου για να μ´ ευχαριστήσεις τουλάχιστον δέκα φορές πρέπει να το ραντίσεις.
Κι ενώ ετοιμαζόμουνα τη μηχανή να λύσω, να πλύνω το σωλήνα της και να τον καθαρίσω, μ´ αρπάζει ευθύς το λάστιχο η χήρα χέρι χέρι να τις περάσω ήθελε ακόμα ένα χέρι.
Πάρω όλο που δεν έβγαζε, εγώ εξακολουθούσα, τρομπάροντας με το στανιό, όμως δεν ημπορούσα, θυμώνω φεύγω βιαστικά παίρνω τον ψεκαστήρα, στο δρόμο εβλαστήμαγα το κτήμα και τη χήρα.
Έκτοτε ποια ορκίστηκα, ποτέ να μην πατήσω, σε κτήμα ακαλλιέργητο να πάω να ραντίσω. Σας συμβουλεύω φίλοι μου εσείς όπου ραντάτε, σε κτήμα ακαλλιέργητο, χήρας ποτέ μην πάτε. Όποιος σε χήρας κτήμα μπει και ντούρος να’ταν πάλι θα σκάσει ο ψεκαστήρας του και ας είναι κι απ´ ατσάλι!!!
Το παραπάνω το αφιερώνει στον κουμπάρο του με την ακόλουθη αφιέρωση: Αγαπητέ μου κουμπάρε, επειδή πλησιάζει η εποχή της καλλιέργειας των κλημάτων και ιδιαιτέρως του ραντίσματος σου αποστέλλω το παρόν να έχεις υπόψιν σου μην σου χαλάσει η ψεκαστήρα;
Και τέλος,
«Προσέξτετα παρακλώ».
Τα ποιήματα, μας τα έστειλε ο γιός του ο Λευτέρης Τσακριλής και τον ευχαριστούμε.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο: Χαράλαμπος Σ. Παπαγιάννης Κουμανιώτικες ανέκδοτες ιστορίες. Αθήνα 2010.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Γενάρης 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου