Όλα τα παράξενα του κόσμου, γύρω από τον δόλιο άνθρωπο μπορεί να συμβούν, αλλά να μπει μέρα μεσημέρι, ο κατσικοπόδαρος διάβολος μες του παπά το σπίτι, αυτό είναι ανήκουστο. Κι όμως ο διάβολος πως το έκανε πως το φτιάσε, ήρθε και τρούπωσε εκεί που δεν τον περίμεναν.
Τα παλιά τα χρόνια, ένα μπουλούκι, από καμιά εικοσαριά γύφτος, γύρνοβόλαγε από χωριό σε χωριό και κάνανε πότε τον τσαμπάση, πότε τον καλαντζή, τον χαλκιά, τον διακονιάρη, τον καλαθά, τον μάγο, τον οργανοπαίκτη, τον αρκουδιάρη, τον μαϊμουτζή και ότι άλλο μπορούσανε, για να βγάλουνε ένα κομμάτι ψωμί.
Μαζί τους με τ’ άλλα ζωντανά, όπως γαϊδούρια άλογα και σκυλιά που είχανε, τραβολογάγανε κοντά τους και μια κατάμαυρη μαϊμού που ήτανε σαν παιδί κάπου τριών- τεσσάρων χρονώνε, το που την βρήκανε δεν ξέρω. Την είχανε να την δείχνουνε στον κόσμο και να βγάνουνε κανένα φράγκο, μιας και ευτούνο το ζούδι δεν το είχε ξαναδεί κανένας, αλλά ούτε που ξέρανε ότι υπάρχει τέτοιο ζωντανό στη γης.