Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Μια ζωή την έβγαλα να είμαι ζαλιά κάπου 60 οκάδες φόρτο, μέσα στην νύχτα, στο κρύο, στο χιόνι, σε κακοτοπιές, να έχω και του διαβόλου το κουμπί μη με τσακώσουνε και με μπουζουριάσουνε μέσα στα παλιοσίδερα...!
….Μια φορά, είχανε φερμένο ένα τσακαλιάρη νωματάρχη σκυλί, παλιοτόμαρο, λόγιαζε ότι τάχατις θα γίνει στρατηγός και δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί και τότενες τα πράματα ζορίσανε. Τότενες είχαμε ένα λάγιο κεσέμι του κολέγα μου του Σπύρου, που το είχε αναθρέψει από την γέννα το έπαιζε με δαύτο και το είχε καμωμένο μάστορα, ίδιος άνθρωπος νόγαγε, μόνο μιλιά δεν έβγανε. Τότενες κανονίσαμε να κάνουμε μια γκέλα, για να περάσουμε τον καπινό από τ’ αποσπάσματα. Διαλέγαμε τον καιρό να μην είναι βροχερός, γιατί άμα βρεχότανε το πράμα, άναβε και χάλαγε, αλλά και βάραινε και άντε να το κουβαλήσεις ζαλιά. Πήραμε τραβιώντας το κεσέμι, να μην πονηριαστούνε στα χωριά που περνάγαμε, ότι τάχατις να το πάμε τάμα στους Αγιό – Θόδωρους στο Σωποτό, αλλά κωλώσαμε και στρίψαμε ντουγρού στην Μορόχοβα. Το Λεχούρι και το Λιβάρτζι, έβγανε ένα μπασμά καλό καπινό, αλλά σκεβόμαστε και τον έρμο τον δρόμο. Εκεί πήγαμε στο σπίτι του κολέγα μας, που μας περίμενε, κάτσαμε, ξαποστάσαμε, φάγαμε βραστό, ήπιαμε και μια σταλιά κρασί να στανιάρουμε και μετά, αφού στρίψαμε τσιγάρα από το πράμα που θ’ αγοράζαμε για δοκιμή, το σακιάσαμε. Ο κολέγας έφερε και το καντάρι του το ζυγιάσαμε, κάναμε λογαριασμό, τόνε πλερώσαμε ντούκου και μόλις άρχισε να χαλουπώνει, ζαλωθήκαμε και φύγαμε. Το καπινό τόνε βάναμε μέσα στο ματαράτσι με σειρά και τον πατικώναμε καλά και στρωτά, για να χωρέσει μπόλικο. Στο γιόμισμα δεν δέναμε την μούση του, αλλά το ράβαμε με σπάγκο και μια σακοράφα, ανάρια - ανάρια για να μην παγαίνει ο χώρος στράφι και το ματαράτσι γινότανε παστάλι. Ευτούνα τα ματαράτσια που ’χαμε, χωράγανε ταμάμ εξήντα οκάδες. Ήθελε μαστοριά το πατίκωμα και ευτούνος, ο κολέγας μας στην Μορόχωβα, ήτανε μάνα ντεξής, σου το ’φκιανε ταμάμ μπαούλο. Κάπου - κάπου τήραγε πως και πώς να μας την κάνει, έβανε απόξω – απόξω το καλό για μόστρα και μέσα στην βουρλιά είχε τρουπωμένα και σαράπια πατόφυλλα, που ήσαντε μπίτι τούρκος. Μου ξίνιζε λίγο στην αρχή, αλλά δεν πάει στον διάβολο ευτούνα έχει το εμπόριο, και εγώ με την αράδα μου έτρωγα τους άλλους και έτσι δεν με τόσο κακοφαινότανε.
Μια ζωή την έβγαλα να είμαι ζαλιά κάπου 60 οκάδες φόρτο, μέσα στην νύχτα, στο κρύο, στο χιόνι, σε κακοτοπιές, να έχω και του διαβόλου το κουμπί μη με τσακώσουνε και με μπουζουριάσουνε μέσα στα παλιοσίδερα...!
….Μια φορά, είχανε φερμένο ένα τσακαλιάρη νωματάρχη σκυλί, παλιοτόμαρο, λόγιαζε ότι τάχατις θα γίνει στρατηγός και δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί και τότενες τα πράματα ζορίσανε. Τότενες είχαμε ένα λάγιο κεσέμι του κολέγα μου του Σπύρου, που το είχε αναθρέψει από την γέννα το έπαιζε με δαύτο και το είχε καμωμένο μάστορα, ίδιος άνθρωπος νόγαγε, μόνο μιλιά δεν έβγανε. Τότενες κανονίσαμε να κάνουμε μια γκέλα, για να περάσουμε τον καπινό από τ’ αποσπάσματα. Διαλέγαμε τον καιρό να μην είναι βροχερός, γιατί άμα βρεχότανε το πράμα, άναβε και χάλαγε, αλλά και βάραινε και άντε να το κουβαλήσεις ζαλιά. Πήραμε τραβιώντας το κεσέμι, να μην πονηριαστούνε στα χωριά που περνάγαμε, ότι τάχατις να το πάμε τάμα στους Αγιό – Θόδωρους στο Σωποτό, αλλά κωλώσαμε και στρίψαμε ντουγρού στην Μορόχοβα. Το Λεχούρι και το Λιβάρτζι, έβγανε ένα μπασμά καλό καπινό, αλλά σκεβόμαστε και τον έρμο τον δρόμο. Εκεί πήγαμε στο σπίτι του κολέγα μας, που μας περίμενε, κάτσαμε, ξαποστάσαμε, φάγαμε βραστό, ήπιαμε και μια σταλιά κρασί να στανιάρουμε και μετά, αφού στρίψαμε τσιγάρα από το πράμα που θ’ αγοράζαμε για δοκιμή, το σακιάσαμε. Ο κολέγας έφερε και το καντάρι του το ζυγιάσαμε, κάναμε λογαριασμό, τόνε πλερώσαμε ντούκου και μόλις άρχισε να χαλουπώνει, ζαλωθήκαμε και φύγαμε. Το καπινό τόνε βάναμε μέσα στο ματαράτσι με σειρά και τον πατικώναμε καλά και στρωτά, για να χωρέσει μπόλικο. Στο γιόμισμα δεν δέναμε την μούση του, αλλά το ράβαμε με σπάγκο και μια σακοράφα, ανάρια - ανάρια για να μην παγαίνει ο χώρος στράφι και το ματαράτσι γινότανε παστάλι. Ευτούνα τα ματαράτσια που ’χαμε, χωράγανε ταμάμ εξήντα οκάδες. Ήθελε μαστοριά το πατίκωμα και ευτούνος, ο κολέγας μας στην Μορόχωβα, ήτανε μάνα ντεξής, σου το ’φκιανε ταμάμ μπαούλο. Κάπου - κάπου τήραγε πως και πώς να μας την κάνει, έβανε απόξω – απόξω το καλό για μόστρα και μέσα στην βουρλιά είχε τρουπωμένα και σαράπια πατόφυλλα, που ήσαντε μπίτι τούρκος. Μου ξίνιζε λίγο στην αρχή, αλλά δεν πάει στον διάβολο ευτούνα έχει το εμπόριο, και εγώ με την αράδα μου έτρωγα τους άλλους και έτσι δεν με τόσο κακοφαινότανε.