Καμίνι
λέγεται η ιδιόμορφη κτιριακή εγκατάσταση με ειδικές και ποικίλες
κατασκευαστικές μορφές, στο εσωτερικό της οποίας αναπτύσσονται υψηλές
θερμοκρασίες. Αυτή η κατασκευή χρησιμοποιείται κυρίως για την
απανθράκωση ξύλων, την τήξη μετάλλων, την καύση λίθων για
ασβεστοποίηση, το ψήσιμο πηλού κ.λπ. Υπάρχουν αρκετά είδη καμινιών και
έχουν λάβει την ονομασία, από το αντικείμενό τους. Μερικά από αυτά είναι τα ξυλοκάμινα, ή καρβουνιάρικα παράγουν κάρβουνο, τα ασβεστοκάμινα ή χορίδι παράγουν ασβέστη, τα σιδεροκάμινα ή γυφτοκάμινα μεταποιούν μεταλλικά αντικείμενα και τα καμίνια κεραμοποιίας, που με πρώτη ύλη την άργιλο ή κοκκινόχωμα φτιάχνουν κεραμίδια, τούβλα, μαγειρικά σκεύη, γλάστρες, πιθάρια, βίκες κ.λπ.
Ακόμη καμίνια μπορούμε να ονομάσουμε και τους φούρνους, οι οποίοι είναι
ένα είδος μικρού καμινιού καθημερινής χρήσης, ανεξάρτητα με το είδος
χρήσης τους.
1.Ασβεστοκάμινα.
Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τον ασβέστη, σαν ένα
υλικό πρώτης ανάγκης στην καθημερινότητα. Τον χρησιμοποιούσε, για το
καθάρισμα, άσπρισμα, φαρμακευτική, χτίσιμο, απολύμανση, σοβάτισμα,
γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο ασβέστης[1] είναι ένα αδρανές υλικό, που παράγεται μόνον μετά από την υψηλή καύση της πέτρας.
Προϊστορική ασβεστοκάμινος (κατά Schiele)