Κάποτε,
λέγανε όταν σε τούτο εδώ τον τόπο όταν ήσαντε οι Αγαρηνοί Τούρκοι και
όποτε τους καπίνιζε, μπαίνανε στα χωριά και σκοτώνανε όποιον θέλανε και
παίρνανε τ’ αρσενικά παιδιά και τα τσουπιά και ούλα τα καλούδια που είχε
ο καθένας φτωχός στο κονάκι του, δηλαδής ζωντανά, λάδια, στάρια, τυριά,
φασούλια, ψωμί, σκουτιά και ότι άλλο βρίσκανε στη διάβα τους. Μάτι μου
δεν μπόργιε να τους αμποδίκει κανείς, τρέμανε ούλοι στη διάβα τους.
Μια
φορά σ’ ένα από τα δικά μας χωριά, το πιο είναι δεν το ξέρω. Μου ’λεγε η
βάβα μου, ότι πήγανε σ’ ένα φτωχό κονάκι να πάρουνε το βιος. Ήσαντε δυο
Τούρκοι, όμως ο νοικοκύρης του σπιτιού, που τον λέγανε Αρκουδόγιαννη,
είχε παλιό νταραβέρι με δαύτους και που το ’λεγε η περδικούλα του, τα
’μπηξε και τους είπε ότι είναι φτωχός έχει μα λυκουνιά παιδιά και δεν
έχει όχι μονάχα τσουρούλι αλλά ούτε κόρα να τα θρέψει. Τα παλιοζαγάρια,
του ’πανε ότι δεν θέλουνε ζορμπαλίκια και ντράβαλα και να μεριάσει από
μπροστά τους για να μπούνε στη παλιοχαμοκέλα του, ευτούνος δεν εμέριαγε
με τίποτα. Τότενες εκείνοι, τον τσακώσανε από τον λαιμό, του δώκανε μια
τιναξιά, τον πετάξανε χάμου και τηράξανε με το στανιό να σπάσουνε την
πόρτα της παλιοχαμοκέλας. Ευτούνος, παιδάκι μου, δεν το ’βαλε κάτου,
τράβηξε την πιστόλα του, σακάτεψε τον ένα και τον άλλονε τον ξεκοίλιασε,
με το μαχαίρι του. Οι γειτόνοι του, που τηράγανε πίσω από τα παρεθύρια
των σπιτιώνε τους, σάματις είδανε αυτό το τρανό φονικό, που έγινε στο
χωριό τους, χεστήκανε από την τρομάρα τους και το δειλινό μαζωχτήκανε
ούλοι και βγάλανε μια γνέμη, να πάνε ταχιά στο τρανό χωριό να βρούνε τον
αγά και να του πούνε το και το, δηλαδής πως έχουνε τα πράματα. Ο
αφέντης, μόλις τους αγροίκησε, αγρίεψε και έγινε θεριό ανήμερο, τους
διοβολόστειλε από το σαράγι του και τους είπε, ότι άμα δεν του
παραδώκουνε σε τρεις ημέρες τον φονιά, θα κάψει το ούλο χωριό.