Μόλις άρχισε η επανάσταση το 1821 ο Νενέκος διακεκριμένος για την ανδρεία του και την σκληρότητά του, με λίγους κατοίκους, κυρίως από τον οικισμό της Παλιάς Βίδοβας[1] που ήταν το πρώτο χωριό του, μπήκε σιγά- σιγά στον αγώνα. Κοντά του συνέτρεξαν πολλά παλικάρια απ’ όλα τα Ζουμπατοχώρια και η δύναμή του έφθασε γύρω στα τετρακόσια ως πεντακόσια ντουφέκια. Μεταξύ των παλικαριών που έτρεξαν κοντά του αναφέρονται οι Αγγελής Γκότσης από τον οικισμό Φράγκα, ο Ηλίας Γεωργιόπουλος και Ζερδεβάς από τον οικισμό Λιμνοχώρι, ο καπετάν Βέρρας από την Βουπρασία, οι Πανταζοπουλαίοι και Φράγκας από τον οικισμό Φράγκα, οι οποίοι έγιναν και τα πρωτοπαλίκαρα του Νενέκου.
Ιμπραήμ Πασάς |
Μετά από μερικές σοβαρές αψιμαχίες και μάχες ο Νενέκος άρχισε να αποκτάει μεγάλη περιφερειακή φήμη. Νεαρότατος, αγράμματος, δίχως στρατιωτικές γνώσεις, έγινε ένας κλεφτοκαπετάνιος που τ’ όνομά του και η δόξα του, ξεπέρασαν τα όρια της επαρχίας του και εξαπλώθηκαν σ’ ολόκληρη την Αχαΐα ακόμη και στην βόρεια Ηλεία. Η μεγάλη φήμη και η αξία του έφερε την διχόνοια στο στρατόπεδό του, από τους αδελφούς Σαγιάδες, και Σπανοκυριάκο και άλλους, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι το καπετανλίκι του Νενέκου.
Ο Νενέκος κατά την έναρξη της επανάστασης βρήκε την ευκαιρία να δείξει την παλικαριά του και την αξία του. Έδωσε πρώτος το παρών στο κάλεσμα του Έθνους μας για την πολυπόθητη Ελευθερία και το 1821 ορκίστηκε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου της Πάτρας. Την 24ην Μαρτίου 1821 οι κοτζαμπάσηδες Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ανδρέας Λόντος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Θεοχαρόπουλος, οι καπεταναίοι Νενέκος, Σαγιάς, Κουμανιώτης και πολλοί άλλοι με σκοπό να καταλάβουν την Πάτρα, μπήκαν στην πόλη. Όλοι τους συνάχθηκαν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, εκεί ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, αφού έκανε πρώτα την λειτουργία, τους κάλεσε να ορκιστούν ότι θα αγωνισθούν για την πολυπόθητη Ελευθερία Του Έθνους, ειδάλλως να πεθάνουν. Τον όρκο αυτό τον κράτησε ο Νενέκος μέχρι την ώρα που πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ πασάς στον Μοριά. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν την είσοδο των προκρίτων και κλεφταρματολών στην Πάτρα, μαζεύτηκαν και κλείσθηκαν στο φρούριο της Πάτρας, ήταν ο πρώτος αέρας της ελευθερίας που άρχισαν να αναπνέουν οι κάτοικοι της Πάτρας.
Κατά τις παραμονές του Πάσχα του 1821, οι Πατρινοί ετοίμαζαν να γιορτάσουν την Ανάσταση του Θεανθρώπου με την Ανάσταση του Γένους. Η αιώνια φιλοδοξία των Ελλήνων και τώρα των κοτζαμπάσηδων και των προκρίτων της Αχαΐας για την αρχηγία, έγινε η αιτία να γνωρίσει η Πάτρα την μεγαλύτερη καταστροφή και να οδηγηθούν ως ερίφια στην σφαγή, εκατοντάδες Πατρινοί από τους Τούρκους.
Ο Νενέκος είχε υποστηρίξει την γνώμη του Καρατζά, να γίνει η επίθεση κατά των Τούρκων άμεσα, χωρίς χρονοτριβές και να προσπαθήσουν να καταλάβουν το φρούριο, που τόσα χρόνια κατείχαν οι Τούρκοι. Οι αυτοδημιούργητοι στρατηγοί και οι πρόκριτοι, ανέβαλαν συνεχώς την επιχείρηση ώσπου να ορισθεί κάποιος αρχηγός, που θα είχε το γενικό πρόσταγμα, κατά την διάρκεια της επίθεσης. Αυτή η παρατεταμένη κωλυσιεργία, έδωσε την χρυσή ευκαιρία, στους κλεισμένους στο φρούριο Τούρκους, να ζητήσουν βοήθεια από την Κόρινθο.
Παρά ταύτα ο Νενέκος, ήταν ένας πανάξιος οπλαρχηγός, και έδειξε περίσσια παλικαριά στην πολιορκία της Πάτρας. Τον Μάρτιο του 1822, με εντολή των επαναστατημένων οπλαρχηγών, εκστράτευσε στην Δυτική Ρούμελη με 70 άνδρες υπό τις διαταγές του Κανέλλου Δεληγιάννη. Αρχικά χρησίμευσε ως οδηγός του σώματος του Γενναίου Κολοκοτρώνη, ενώ στην συνέχεια μετακινήθηκε στο Μακρυνόρος και ακολούθησε τον Ανδρέα Ίσκο. Ήταν όμως φίλαρχος και ζηλόφθονος και το 1822 σκότωσε τον αντίζηλό του, οπλαρχηγό Σπανοκυριάκο. Η επιρροή του ήταν μεγάλη στα Αρβανιτοχώρια, όπως φαίνεται από την αναφορά που έστειλαν στον αρχιστράτηγο Τζώρτζ, οι κάτοικοι των χωριών της Πάτρας και Αρβανιτοχωριών.
«Εξοχώτατε!
Όσον μεν δια τον Καπετάν δημήτριον νενέκον είμεθα κατά πάντα ευχάριστοι και τον θέλομεν εξ όλης ψυχής και καρδίας, με το να έδειξε πραγματικώς επτά ολοκλήρους χρόνους την αξιότητάν του και την ανδρείαν του δια των οποίων δύο φυσικών αυτού προτερημάτων εφυλάχθημεν και ημείς και η κινητή και ακίνητη περιουσία μας άχρι τούδε… τον οποίον όλοι υμείς οι φέροντες όπλα θέλομεν τον ακολουθή με την πλέον μεγαλητέραν προθυμίαν και ευπείθιαν». (όπου δυστυχώς και έκαμαν). Αρχεία Κ. Μπότσαρη, σελίδα 127.
Έφιππος ανδριάνρας του Θ. Κολοκοτρώνη στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας, τόπος γέννησης του «Γέρου» |
Ο Κολοκοτρώνης ανεγνώριζε την αξία του, αφού στέλνοντας τον γιο του Γενναίο στη Μεσσηνία, του έγραφε να πάρει μαζί του και τον καπετάν Νενέκο με ολίγους καλούς συντρόφους του. Την αξία του Νενέκου την είχε εκτιμήσει, κατά πολύ, και ο κοτζαμπάσης της Πάτρας Μπενιζέλος Ρούφος, ο οποίος τον είχε αναγνωρίσει και σαν αντιπρόσωπο του στην περιφέρεια της Ζουμπάτας και τον είχε σαν προστάτη του.
Κάποτε ο Νενέκος φιλονίκησε και με τον Θ. Κολοκοτρώνη στην Ζήρεια του Ερινεού, όταν ο Κολοκοτρώνης του ζήτησε να τιμωρηθούν οι πρόκριτοι Αχαΐας, για την αποτυχία της πολιορκίας της Πάτρας. Ο Νενέκος, οπλαρχηγός και άνθρωπος του Ρούφου, υποστηρίζοντας τους πρόκριτους φώναξε, για ν’ αποστομώσει τον Θ. Κολοκοτρώνη.
- «Εσύ δεν έχεις λόγο να σωπαίνεις. Δουλειά σου, ορέ, εσένα είναι να βγάνεις τα παιδιά του Ρούφου περίπατο στον ώμο σου», του είπε θυμωμένα ο Γέρος. Ο Νενέκος το πήρε βαριά προσβολή και έβρισε με χυδαία λόγια τον Κολοκοτρώνη.
- «Ορέ κλέφτη και χασάπη, τινός τα λες αυτά ρε παλιο...» και τράβηξε το σπαθί του.
Αγρίεψε ο Κολοκοτρώνης, όρμισε επάνω του να τον κομματιάσει με το γιαταγάνι, είδαν κι έπαθαν να τους χωρίσουν οι άλλοι που παρευρισκόταν δίπλα τους την ώρα εκείνη. Από τότε ο Δημήτρης Νενέκος μισούσε θανάσιμα τον Γέρο.
Μετά τις πρώτες νίκες των Ελλήνων (που καλλιέργησαν πανευρωπαϊκά το ιδεολογικό κίνημα του Φιλελληνισμού), ακολούθησαν οι εσωτερικές συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τους δυο εμφυλίους πολέμους. Ως εκ τούτου, η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση, αμέλησε να λάβει προστατευτικά μέτρα και ο Αιγυπτιακός στρατός πάτησε το πόδι του στην Πελοπόννησο, συντρίβοντας τα ελληνικά στρατεύματα, σε όλες τις κατά παράταξη μάχες, και με μια άνευ προηγουμένου τρομοκρατία εξανάγκασε τον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό να προσκυνήσει. Με την εισβολή του Ιμπραήμ η Ελληνική Επανάσταση μπήκε σε νέα σκληρή περιπέτεια.
Τότε ο Θ. Κολοκοτρώνης, ήταν ο πρώτος Έλληνας στρατηγός που εφάρμοσε στην πράξη τη θεωρία του κλεφτοπολέμου (ανταρτοπολέμος = συνεχής φθορά του εχθρού, με αποφυγή της κατά παράταξην μάχης). Σε αυτή τη νέα φάση της Επανάστασης, οι δυνάμεις του Γέρου του Μοριά προξένησαν σημαντικές φθορές στον τουρκοαιγυπτιακό στρατό. Το ίδιο έκανε στην Ρούμελη ο Καραϊσκάκης. Σ’ αυτές τις πολύ δύσκολες φάσεις του αγώνα ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Γ. Καραϊσκάκης κράτησαν ζωντανή την ελπίδα για την πολυπόθητη ελευθερία[2].
Ο Ιμπραήμ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελληνικές επιτυχίες, εκμεταλλεύθηκε τη φτώχεια, τον υποσιτισμό και τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης του μαχόμενου ελληνισμού, προσφέροντας σωρηδόν προσκυνοχάρτια τα περίφημα «ράι μπουγιουρντιά» στους λιπόψυχους, που είχαν τάσεις προς την υποταγή. Έχοντας και υπ’ όψιν του το παράδειγμα του Κιουταχή, που με ήπιο τρόπο πέτυχε, την υποταγή της Ρούμελης, αλλάζει κι αυτός το σύστημα και δοκιμάζει με το καλό, παρέχοντας πολλές ευκολίες, να τους καταφέρει να προσκυνήσουν.
Οι χωρικοί της Επαρχίας Πατρών, είχαν πάντοτε προβλήματα λόγω της συνεχούς παρουσίας Οθωμανών, στην περιοχή τους που μετακινούνταν από και προς το φρούριο της Πάτρας, τα οποία επιδεινώθηκαν περισσότερο μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ Πασάς και ο Δελή Αχμέτ Πασάς προσέλκυσαν τους χωρικούς των Ζουμπατοχωρίων, εκμεταλλευόμενος την άθλια κατάστασή τους και τις καλές σχέσεις που ανέπτυξαν αυτοί με τους επίσης ομιλούντες την αλβανική γλώσσα, έγκλειστους στην Πάτρα, μωαμεθανούς του Λάλα.
Γιάννης (Γενναίος) Θ. Κολοκοτρώνης, απεικονίζεται σε προχωρημένη ηλικία. (Παρίσι, Έθνική βιβλιοθήκη – Πανόραμα της Ελληνικής Επαναστάσεως) |
(Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως τόμ. Α' Χρυσανθόπουλος Φώτιος – Φωτάκος, σελ. 395).
Οι χωρικοί άρχισαν να επισυνάπτουν ελεύθερα εμπορικές αλλά και φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Πάτρας, χωρίς να τους ενοχλεί κανείς κατόπιν εντολών των πασάδων. Στην προσπάθειά του αυτή βρήκε πραγματικά πρόθυμο, τον Δημητράκη Νενέκο, από την Ζουμπάτα, που και πριν έδειχνε διάθεση να πάει με τους Τούρκους και βρίσκονταν σε μυστική συνεννόηση μαζί τους.
Όταν ο Ιμπραήμ από την Πάτρα ξεκινούσε για τα Καλάβρυτα με τον στρατό του και το Νενέκο με 2.000 δικούς του, στο χάνι του Βερβένικου, ο Ιμπραήμ παραδρόμησε (πολλά λέγονται και ακούγονται για ποιόν λόγο βρέθηκε ακάλυπτος) και περιπλανήθηκε μέσα στο δάσος, ώσπου έπεσε πάνω στο Νενέκο και τους Αρβανιτάδες του. Φ Φθάνοντας στην Βρύση του Δεσπότη, καθώς προχωρούσαν αυτός με τη νέα του συνοδεία κοιμήθηκε. Στην διάρκεια του ύπνου του όμως τον φύλαγαν καλά οι Νενεκαίοι γι’ αυτό σαν έφτασε στο στρατόπεδό του. Η πίστη του Νενέκου στον Ιμπραήμ, έκανε τον τελευταίο να τον επαινεί και να τον χαϊδεύει μπροστά στους Τούρκους επισήμους… (πράγμα που ήταν αδιανόητο για κάποιον Πασά, να αγγίξει ο ίδιος ή να τον αγγίξει άλλος άνθρωπος). Μετά από αυτό ο Ιμπραήμ κολάκεψε κατά πολύ τον Νενέκο, του έδωσε χρήματα, τόπους, άλογα, βόδια και πλήρη απαλλαγή από φόρους για όλη την φάρα του.
Το περιστατικό περιγράφεται από τον Φωτάκο Ο Ιμπραήμ βρέθηκε στο έλεος του Νενέκου, όταν χάθηκε μόνος του σε δάσος, αλλά ο Νενέκος πιστός στην συμφωνία τους τον περιποιήθηκε και τον οδήγησε ασφαλή στο στρατό του.
Εἰς δὲ τὸν Ἰμβραὴμ ἐρχόμενον, ὡς εἴπαμεν, ἀπὸ τὰς Πάτρας εἰς τὰ Καλάβρυτα συνέβη τὸ ἀκόλουθον συμβάν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἐκεῖ ἐπαραδρόμησε, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν φρουράν του ἐπλανᾶτο ἐμβὰς μέσα εἰς τὸ πλησίον δάσος. Ἀφοῦ δὲ ἐπλανήθη ἕως ἕνα διάστημα, ἐννοήσας τὴν παραδρομήν, ἐπέστρεφε πάλιν ὀπίσω, καὶ κατὰ τύχην ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκοπροσκυνημένων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διαταγήν του παρηκολούθουν τὸν στρατόν του ὡς ὀπισθοφύλακες. Ὁ Πασᾶς ἦτο μόνον καὶ ἀκολούθει αὐτὸν μόνον ἕνας Τοῦρκος τσιμπουκοδότης. Ὁλόκληρος δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐβάδιζε μὲ τὸν Νενέκον, καὶ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς Ἕλληνας. Ἀπὸ δὲ τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἕως τὸ Λιβάδι τῆς Σάλμενας, ὅπου ἐστρατοπέδευσε τὸ διάστημα εἶναι ὀκτὼ περίπου ὡρῶν. Καθ᾿ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ἐκοιμήθη πολλὴν ὥραν ἀπὸ κάτω εἰς ἕνα δένδρον ἕως ὅτου ἡ ζέστα ἐπέρασεν. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ ἐξύπνησεν, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωκαν τροφὴν καὶ ἔφαγε, καὶ μετὰ ταῦτα συνώδευσαν αὐτὸν ἕως τὸ βράδυ καὶ τὸν ὡδήγησαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον. Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους τοὺς σωματάρχας του. Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων. Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον· οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των· ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους. Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε· (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον.
Με την μεσολάβηση του Νενέκου, ο Ιμπραήμ, άφησε ελεύθερους όλους τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του, που φυσικά έγιναν οπαδοί και προπαγανδιστές του, και από μέρα σε μέρα πλήθαιναν οι οπαδοί του Νενέκου. Η επιρροή του, που και πριν ήταν μεγάλη στ’ Αρβανιτοχώρια, μεγάλωσε πιο πολύ και τελικά όλοι οι Αλβανόφωνοι (και οι καπεταναίοι τους) συμπορεύθηκαν με το μέρος του, (προσκύνησαν) και ο Νενέκος αναγνωρίσθηκε από τον Ιμπραήμ αρχηγός τους.
Και πραγματικά, το προσκύνημα εξαπλώθηκε σα μίασμα κολλητικό και η Επανάσταση δεχόταν θανάσιμα πλήγματα. Ο Νενέκος οργάνωσε με τους επίσης προσκυνημένους οπλαρχηγούς 2.000 ενόπλους της περιοχής του, που ακολουθούσαν πιστά τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, σαν οπισθοφυλακή με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες. Πέραν των μεμονωμένων περιπτώσεων «προσκυνήματος», πολλοί οπλαρχηγοί δέχονταν το προσκυνοχάρτι, έπειτα από προσφορά χρηματικών αμοιβών, συνάμα συμπαρασύροντας, τεράστιες ομάδες πληθυσμού στην υποταγή. Ο δε Ιμπραήμ είχε δώσει ρητή εντολή, να μην πειράξουν ούτε μία τρίχα από όσους προσκυνούν. Τότε βγήκε και η παροιμιώδης φράση «Προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται».
Το 1827 με αναφορά του Ιμπραήμ προς τον σουλτάνου, δόθηκε διαταγή και ο Νενέκος, πήρε τον τίτλο του Μπέη, αφού προηγουμένως ο είχε πολεμήσει εναντίον ελληνικών στρατευμάτων για την καταστολή της Επανάστασης.
Ο Κολοκοτρώνης μαθαίνοντας ότι ο Νενέκος είχε τον Ιμπραήμ στα χέρια του και δεν τον σκότωσε, και βλέποντας τον Νενέκο με τους Τουρκοπροσκυνημένους να πολεμούν ηρωικά εναντίον των Ελλήνων και να κερδίζουν και μάχες, ορκίστηκε να τους πολεμήσει μέχρι θανάτου. Γι’ αυτόν τον λόγο τιμώρησε πάρα πολύ σκληρά τους Έλληνες οπλαρχηγούς, που προέτρεπαν τους Έλληνες χριστιανούς να τουρκέψουν κι έκαψε και ολόκληρα χωριά γεμάτα προσκυνημένους.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, αγανάχτησε που «…ωρκίσθει παρρησία ημών εις τον Μεγάλον Θεόν των Ελλήνων και είπεν, ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου, και αν τον εύρισκε πουθενά με τα ίδια του τα χέρια τον εφόνευεν, πράγμα πολύ παράξενον και πρωτάκουστον απο το στόμα του Κολοκοτρώνη να ομιλή περί φόνου, και ότι μόνος του θέλει να τον κάμη».
Πραγματικά, με σκληρά μέτρα, ο Γέρος του Μοριά συγκράτησε το λαό της Πελοποννήσου από την ατίμωση και την προδοσία. Όσα ελληνικά χωριά αρνούνταν την επανένταξη στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις των αγωνιστών. Σ’ ολόκληρο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος και όσοι αρνούνταν να επιστρέψουν στην επανάσταση, συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού. Όπως αναφέρει ο Φωτάκος γρήγορα, σύντροφοι του Νενέκου στο προσκύνημα, οι οπλαρχηγοί Κοντογεωργακαίοι, Σταμάτης Μποτιώτης, Χαρμπίλας, Γκολφίνος Λουμπεστιάνος, Τσετσεβίτες, Κώστας Γκερμπεσιώτης, οι Αγιοβλασίτες αδελφοί Οικονομόπουλοι διασπάστηκαν από τους προδότες χωρίς να έλθουν σε επαφή με τους Τούρκους, αλλά τα αποτελέσματα δεν άλλαξαν πολύ, αφού τα πλήθη των χωρικών ακολουθούσαν τυφλά τον Νενέκο.
Παρ’ όλα αυτά ο Νενέκος δρούσε ακάθεκτος, δίχως να υπολογίζει τον Αρχιστράτηγο των Ελληνικών Επαναστατικών δυνάμεων, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Οι προσκυνημένοι, σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν εκείνη την εποχή, μεγάλο πρόβλημα για την έκβαση της Επανάστασης και την έθεταν σε άμεσο κίνδυνο. Ήταν τότε, που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βλέποντας τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων, να πηγαίνουν χαμένοι, εξ’ αιτίας του προσκυνήματος, (στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου»), αντέτεινε το ιστορικό «τσεκούρι φωτιά στους προσκυνημένους» και ξαναζωντάνεψε την ετοιμοθάνατη Επανάσταση.
1. ΤΟΥ ΝΕΝΕΚΟΥ
- Νενέκο μου, τι προσκύνησες, καημένε μου Δημήτρη.
Δημήτρη σε θαυμάζουμε, θαυμάζουμε τη νιότη σου,
Δημήτρη την παλικαριά σου.
Νενέκο μου, σε λυμπίζουμαι, Δημήτρη σε λυπούμαι,
που πήγες και προσκύνησες τον άτιμο Μπραΐμη,
δεν λόγιασες τ’ άρματα και την παλικαριά σου,
μον’ τα χρυσά φλουριά, τ’ άτιμο μπεηλίκι.
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης (το αντίγραψα από τον Γεώργιο Τσαφούλια, δικηγόρο Πατρών, στις 16 Ιουνίου 1989).
Μια μέρα πηγαίνοντας ο Ιμπραήμ προς τις Κατσάνες της Κλειτορίας, βρήκε στον δρόμο ένα κρεμασμένο Έλληνα, που στο στήθος του επάνω ήταν με μεγάλα γράμματα ένα έγγραφο,[3] με την απόφαση που έβγαλε το πολεμικό δικαστήριο που σύστησε ο Θ. Κολοκοτρώνης για τους τουρκοπροσκυνημένους.
Ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή, τον ξεκρέμασαν και τον έθαψαν και πιάνοντας τα γένια του, αγρίεψε κι’ φοβέριζε, «Θα του δείξω εγώ πόλεμο του Κολοκοτρώνη».
Στις 26 Μαρτίου 1828, ο Δημήτρης Νενέκος πήγε και σκλάβωσε μια οικογένεια από την Καρύταινα που ζούσε στην Πάτρα και της πήρε 6.000 σφαχτά. Ο Θ. Κολοκοτρώνης αγανακτισμένος τότε έγραψε στον Σαγιά,[4] που του είχε παλιότερα αναθέσει να τον σκοτώσει ή να τον πιάσει ζωντανό. Γράφοντας μεταξύ άλλων: «…Άπιστε γιατί δεν τον σκοτώνεις, που είναι ακόμα με τους Τούρκους, αφού ήρθε ο Κυβερνήτης…»
Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά στα απομνημονεύματά του την οριστική εντολή του για την εκτέλεση του Νενέκου, που παρέμενε πιστός στους Τούρκους ακόμα και όταν έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος.
Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα, ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.
Ο Νενέκος είχε σκοτώσει τον Σπανοκυριάκο και τον αδελφό του Σαγιά, Ασημάκη. Για να τον πλησιάσει ο Θανάσης Σαγιάς, χρησιμοποίησε διαφόρους τρόπους και ζήτησε από φίλους και συγγενείς να παρέμβουν ώστε να αποκατασταθούν οι σχέσεις των δυο καπεταναίων. Με τον καιρό αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο οπλαρχηγών. Ο Σαγιάς κάλεσε τον Νενέκο να βαπτίσει ένα παιδί τους. Μετά την βάπτιση ακολούθησε φαγοπότι σε μια καλύβα της οικογένειας των Σαγιάδων. Οι φίλοι του Νενέκου του πρότειναν να μην πάει, γιατί θεώρησαν ότι ήταν παγίδα των Σαγιάδων. Αυτός όμως δεν τους άκουσε, αλλά και αρνήθηκε να πάρει μαζί του μερικά από τα παλικάρια του. Πήρε μόνο το πρωτοπαλίκαρο του και γραμματέα του Αγγελή Σκιαδά και πήγαν στη θέση Τρανή Βρύση, δυο χιλιόμετρα μακριά από τον οικισμό Βετέικα κοντά στην παλιά Βίδοβα.
Μετά τη βάπτιση ακολούθησε μεγάλο γλέντι με τραγούδια και χορούς. Όταν άρχισε ο ήλιος να γέρνει και είχαν έλθει στο κέφι, ο Νενέκος τραγούδησε ένα κλέφτικο τραγούδι της τάβλας, ήταν το πιο αγαπημένο του τραγούδι και το τραγουδούσε σ’ όλα τα ζεύκια (γλέντια).
2. (ΒΛΕΠΩ ΚΑΙ ’ΤΟΙΜΑΖΟΣΑΣΤΕ)
Άιντε, βλέπω και ’τοι- βλέπω και ’τοιμαζόσαστε παιδιά μου,
στον τόπο μας να πάτε.
Άιντε, κι εμένα που μ’ α- κι εμένα που μ’ αφήνετε, ν’ οπού είμαι λαβωμένος.
Άιντε, ποιος θα μου ’γειά- ποιος θα μου ’γειάνει, παιδιά μου, την πληγή,
Άιντε, να γιατρευτώ λιγάκι…
Τότε ακούστηκε μια φωνή από κάποιον από τους Σαγιάδες:
-«Που είσαι καημένε Ασημάκη Σαγιά, να δεις τη συναδέλφωσή μας». Ήταν το σύνθημα για τη δολοφονία. Μια ομοβροντία ακούστηκε και έπεσαν νεκροί ο Δημήτρης Νενέκος και ο Αγγελής Σκιαδάς. Οι Σαγαίοι μετά από αυτό καβάλησαν τ’ άλογά τους και εξαφανίστηκαν μέσα στο δάσος. Η αποστολή τους επιτελέστηκε με απόλυτη επιτυχία.
Όταν ο Καποδίστριας βρισκόταν στο Μεσολόγγι, ο Βενιζέλος Ρούφος μ’ άλλους κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας, πήγανε και παραπονέθηκαν για την δολοφονία του Νενέκου, κατηγορώντας τον Ασημάκη Σαγιά και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Κυβερνήτης όμως δεν έδωσε καμιά σημασία. Και έτσι τελείωσε μια από τις πιο θλιβερές σελίδες της ιστορίας μας, που αμαύρωσε την μεγάλη επανάσταση του 1821.
3. ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ ΝΕΝΕΚΟΥ
Μαθές και τι, μώρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και ’δικοί
μαθές και τι να γίνηκε, ο καπετάν Νενέκος
μάιτε σε γάμο μωρ’ Αγγελή, τον κλαίνε φίλοι και εδικοί
μάιτε σε γάμο φαίνεται, μάϋτε σε πανηγύρια.
Στην Πάτρα βγή –μωρε Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και εδικοί
στην Πάτρα βγήκε ά – νάρρωστος, μα είναι, μωρέ, μα είναι λαβωμένος.
Δέκα γιατροί, μωρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και εδικοί
δέκα γιατροί των κα – ναρτερούν, δέκα, μωρέ, δέκα τον παραστέκουν.
Κι’ ένας γιατρός, μωρ’ Αγγελή, τον κλαίνε φίλοι κ’ εδικοί
κι ένας γιατρός, καλός γιατρός, μέσα μωρέ, μέσα από του Ζουμπάτα.
Του γράφει μια, μωρ’ Αγγελή, δεν κλαίτε φίλοι και ’δικοί
του γράφει μια πικρή – νη γραφή, πικρή μωρέ και φαρμακωμένη.
«Νενέκο, μη, μωρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι κι εδικοί
Νενέκο, μη, ξοδευ – νεύεσαι, μη χα – μωρέ, μη χάνεις το βιός σου.
Και συ γιατρειά, μωρ’ Αγγελή, χαίρονται ξένοι και εδικοί
και συ γιατρειά δεθε - νελαβρής, και για – και γιατρεμούς δεν έχεις».
«Η Λάστα και τα μνημεία της», Νικόλαος Λάσκαρης, μέρος 11ον σελίδα 881, τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1930.
.-.
4. (ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ …)
Τρεις περδικούλες, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά.
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στη ράχη στην Ζουμπάτα.
Η μια τηράει την Αχαγιά
κι ή άλλη την Λαπάτα.
Κι η Τρίτη η καλύτερη
μοιρολογάει και λέει:
Σκοτώσανε το, μωρέ Σαγιά,
σκοτώσανε το Νενέκο μας
στη ράχη στη Ζουμπάτα.
«Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης, σελίδα 78, έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
5. (ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ …)
Τρεις περδικούλες, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά.
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στη μέση στο Λεβίδι.
Είχαν τα νύχια κόκκινα
και τα φτερά βαμμένα.
Είχαν και στα κεφάλια τους
μαντήλια λερωμένα.
Η μια τηράει την Λιβαδειά
κι ή άλλη την Ζουμπάτα.
Κι η Τρίτη η καλύτερη
μοιρολογάει και λέει:
Σκοτώσανε, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά,
σκοτώσανε το Νενέκο μας
στη ράχη στη Ζουμπάτα.
«Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης, σελίδα 66, έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
6. ΤΟΥ ΝΕΝΕΚΟΥ
Δεν κλαίτε δένδρα και κλαριά και σεις Ζουμπατοχώρια
Δεν κλαίτε για τον στρατηγό Νενέκο…
(Ρωμαίος Κωνσταντίνος, «Πελοποννησιακά Α΄, σελ. 430)
Αρβανίτικοι θρήνοι για τον Καπετάν Δημήτρη Νενέκο.
7. ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΝΕΚΟΥ
Αρβανίτικο:
Ατε μπατάνε με κιτάνε,
βάνε τρι μόστρα ερίνε-κλάνε
βράνε Νενέκο καπετάνε,
ε νιέρε ιφσίνε γκιάνε,
ε νιέτρα ντρέθ μουσαινε.
Μετάφραση:
Εκεί απέναντι από ’δω
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο
πήγαν τρεις αδελφές και τον κλαίνε
η μία του σφούγγιζε τα αίματα
και η άλλη του ’στριβε τα μουστάκια.
Θρήνος για τον Νενέκο, που διέσωσε ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Αγγελλόπουλος.
8. ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΝΕΚΟΥ
Αρβανίτικο:
Ατιε μπατάνε μαπετάνο
βράνε Νενέκο καπετάνο
έδε Αγγελή Σκιαδάνο.
Αϊ άτιμο Σαγιάνο
ε καλέσι τι πακζιώνι νι ντιάχι
αι ιβράσι μπαμπεσί.
Μετάφραση:
Απ’ εδώ στο λαγκάδι κι’ από κει
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο
και τον Αγγελή Σκιαδά.
Αϊ άτιμε Σαγιά
σαν τους κάλεσες να βαφτίσουν το παιδί
αυτούς έφαγες μπαμπέσικα.
Θρήνος για τον Νενέκο, που διέσωσε ο συμβολαιογράφος Δημήτριος Ζαλογγίτης.
Ο Δημήτρης Νενέκος, ο οπλαρχηγός και ήρωας της επανάστασης κατά το έτος 1821, από την Ζουμπάτα Αχαΐας, έμελλε να γίνει παράδειγμα, όχι προς μίμηση, αλλά προς αποφυγή. Ο όρος «Νενέκος» και «Νενεκισμός», έκτοτε προσδιορίζει τη χειρότερη μορφή κάθε προδοσίας και ξεπουλήματος πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας, αρχών αλλά και αξιών του ανθρώπου. Τ’ όνομα του γενικά ταυτίστηκε με τον προσκυνημένο Εφιάλτη, το δουλοπρεπή άνθρωπο, το μίασμα, τον προδότη, τον άνθρωπο που δεν έχει σε τίποτα να ξεπουλήσει τις ιδέες του, την αξιοπρέπεια του, την εθνική, την αγωνιστική του ταυτότητα, προδίδοντας τους παλιούς φίλους και συναγωνιστές του και συμπράττοντας και συμπαρασύροντας παλιούς αντιπάλους του, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συγκυριακά του συμφέροντα. Ο όρος «Νενέκος», είναι συνώνυμος της εθνικής προδοσίας και μάλιστα του χειρίστου είδους, καθώς ο προδότης δεν περιορίζεται απλά στην επαίσχυντη πράξη της προδοσίας, αλλά παίρνει εμφανώς το μέρος του εχθρού, τασσόμενος εμπράκτως εναντίων των συμπατριωτών του.
Τελευταία ο όρος χρησιμοποιείται στην ελληνική πολιτική σκηνή και ιδίως στις αντιπαραθέσεις των αντιθέτων πολιτικών. Προφανώς νομίζω, ότι αρκετοί εξ αυτών που τον χρησιμοποιούν, ίσως να μην γνωρίζουν ακόμη ποιος ήταν ο ΝΕΝΕΚΟΣ πως προέκυψε ο κακός προδότης Νενέκος και ο Νενεκισμός.
Άραγε αν δεν υπήρχε αυτή η λυκοφιλία των πολιτικών που έφερε τ’ αναμενόμενα χείριστα αποτελέσματα για την πατρίδα μας, θ’ αναδυόταν ο Νενέκος και ο Νενεκισμός. Τι συντέλεσε και τις πταιει και η ομαλή εξέλιξη του αγώνα μετατράπηκε σε καταστροφή για την νεοσύστατη Ελλαδίτσα, η οποία κινδύνεψε άμεσα, να υποταχθεί ξανά στους Τούρκους και άδικα να πάνε χαμένοι τόσοι αγώνες και τόσες θυσίες, που συντελέστηκαν από το 1821 μέχρι την εισβολή του Ιμπραήμ πασά;
Ίσως χρειάζεται ένα μεγάλο κεφάλαιο, μια μεγάλη συζήτηση, και μια επιστημονική και εμπεριστατωμένη εργασία, από ανθρώπους του πνεύματος που ενδιαφέρονται για τον τόπο να μας διαφωτίσουν γιατί προέκυψε ο Νενέκος και ο ΝΕΝΕΚΙΣΜΟΣ.
ΠΗΓΕΣ:
(-Βαγενάς Θάνος, «Απομνημονεύματα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», γενική επιμέλεια, Παναρκαδική Ομοσπονδία Ελλάδος- Κέντρο Κολοκοτρωνικών Ερευνών, Αθήναι 1970.
- Δεληγιάννης Κωνσταντίνος, «Απομνημονεύματα», τόμος Α΄.
- Παπατσώνης Παναγιώτης, «Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄», επιμ. Εμμαν. Γ. Πρωτοψάλτη, Αθήνα 1957.
- «Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Νάστου.
-Αγγελόπουλος Γεώργιος, «Αυτοδιοίκησης και δικαιώματα ετεροδημοτών, δάσος και δασικές εκτάσεις ~ Ζουμπατοχώρια και η προδοσία Δημ. Νενέκου, η Μακεδονία μας», Πάτρα 1992, σελ. 82.
- Γούδας Αναστάσιος, «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», τόμοι 1-8, Αθήνα 1871-75.
- Γκουρβέλος Σπυρίδων, «Η Ιστορία των Νεζερών», εκδόσεις Γραφικές Τέχνες, Πέτρος Κούλης, Πάτρα 2007.
- Γριτσόπουλος Τάσος, «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836».
- Κολοκοτρώνης Ιωάννης, «Ελληνικά Υπομνήματα», Αθήνα 1856.
- Λελέκος Μ., «Επιδόρπιο», Αθήναι 1888.
- Λάσκαρης Νικόλαος, « Η Λάστα και τα μνημεία της», τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1930.
- Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης , «Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
- Σταματόπουλος Τάκης, «Οι τουρκοπροσκυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1974.
- Σταματόπουλος Τάκης, «Ο κίνδυνος του Εικοσιένα- Νενέκος, ο προσκυνημένος του εικοσιένα», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1959.
- Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, «Βίοι Πελοποννησίων ανδρών», ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 2003).
[1] Το σπίτι του Νενέκου, απείχε από την Παλιά Βίδοβα περί τα εκατό μέτρα.
[2] Προειδοποιητική προκήρυξη Θ. Κολοκοτρώνη προς όλα τα προσκυνημένα χωριά.
«Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων Νεζερών και Πάτρας, ιερείς και λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους, άνδρας και γυναίκας:
Ως γενικός αρχηγός και πατριώτης, ως Έλλην και χριστιανός σας έγραψα, σας εσυμβούλευσα και σας παρεκίνησα να μετανοήσετε διά την αισχράν πράξιν, όπου επράξατε, άλλ’ ως σήμερον είτε αναισθητούντες, είτε απατούμενοι από άλλους δεν εμετανοήσατε.
Πατριώται! Το έθνος είναι εύσπλαχνον, συγχωρεί τους αμαρτάνοντας εις αυτό, διά τούτο σας συμβουλεύω και με την παρούσαν μου να μετανοήσετε εξ όλης καρδίας και αύριον Πέμπτην έως την Παρασκευήν το πρωί να ελθήτε εις εμένα να ομιλήσωμεν και προσωπικώς, και να σας συγχωρήσω εξ ονόματος του έθνους το σφάλμα σας, αν είναι εις αυτήν την διορίαν δεν ελθήτε, θα μετανοήσετε ανωφελώς, και το κρίμα εις τον λαιμόν σας διότι θα πέσουν τα στρατεύματα του έθνους εις τα χωρία σας να σας γδύσουν, να σας σκοτώσουν, να μην σας αφήσουν τίποτε, και τα χωράφια σας, τα αμπέλια σας, το οσπήτια σας θα γίνουν εθνικά. Αν όμως ελθήτε σας κάμνω όρκον ως στρατιώτης, ότι δεν θα πειραχθήτε ούτε μία τρίχα και διαλέξετε το καλλίτερον δια να μη παραπονήσθε ύστερον.
13 Ιουλίου 1827 Ο Γεν. Αρχηγός των Πελοποννησιακών. Στρατευμάτων
Θ. Κολοκοτρώνης
[3] «Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Έλληνας όσοι επροσκύνησαν εις τον Ιμπαχίμην και δεν μετανοήσουν να κινηθούν κατ’ αυτού άνδρες τε και γυναίκες. Τοιούτον θάνατον θα λάβουν και όσοι έχουν αυτό το άτιμον φρόνημα και δεν το αποβάλλουν. Ακόμη και όσοι ελεύθεροι Έλληνες ιερείς τε και λαϊκοί δεν πιάσουν τα όπλα εις τοιάυτην κρίσιμον περίστασιν και δεν τρέξουν εναντίον του εχθρού με προθυμίαν. Ο παρών Γιάννης από Μπούμπουκα ήτο σταλμένος από τον Ιμπραχίμην τσιασίτης (κατάσκοπος) και επιάσθη και λαμβάνει τον θάνατον δι’ αγχόνης».
Την 21 Ιουνίου 1827
Εκ του κατά Φενεόν Γενικού Στρατηγείου
ο Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου
Θ. Κολοκοτρώνης
[4] Αθανάσιος Σαγιάς, Οπλαρχηγός και καπετάνιος από την Ζουμπάτα της Αχαΐας. Προ της επανάστασης ήταν κλεφτοκαπετάνιος με μικρό σώμα ανδρών. Εξάδελφος του Δημητρίου Νενέκου. Κατά την επανάσταση βρέθηκε με σώμα στρατιωτών από τους γείτονές του Αλβανούς. Παρευρέθηκε στο Χλεμούτσι για να βοηθήσει τον Σισίνη κατά την πολιορκία του Χλεμουτσίου. Πήγε στην πολιορκία της Πάτρας όπου και πολέμησε. Ο Σαγιάς ήταν με τον Κολοκοτρώνη ενώ ήταν και εξάδελφος του Δ. Νενέκου. Ο Κολοκοτρώνης του έδωσε γραπτή άδεια να τον φονεύσει, όπου και τον σκότωσε το 1828.
Άδοξο ήταν και το τέλος του Σαγιά. Την ίδια εποχή σκοτώθηκε από Γάλλους στρατιώτες του Μαιζώνος, αφού θεωρήθηκε ότι ήταν κατάσκοπος. Κάποια νύχτα, διερχόμενος από το φρούριο της Πάτρας και χωρίς να γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα για ν’ απαντήσει στην προσταγή του Γάλλου φρουρού, αυτός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.
(Εφημερίδα «Μορέας», Τριπόλεως, 11 Αυγούστου 1929)
Πηγή:http://antroni.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=630:-1821-1-&catid=128:2009-05-23-16-56-36&Itemid=255#comments
Πηγή:http://antroni.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=630:-1821-1-&catid=128:2009-05-23-16-56-36&Itemid=255#comments
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου