Η Ηλεία και ιδίως περιοχή της Πηνείας, μας είναι πασίγνωστες, από την αρχαιότητα για τις αξιοθαύμαστες βοτανοθεραπείες, τις εξαιρετικές φαρμακογνωσίες, τις ποικίλες γητείες και τις παραδοσιακές δοξασίες των ηθών εθίμων. Επίσης για τα προμαντέματα και τις μαγείες όλων των περιωνύμων μάγων και μάντεων όπως των Ιαμίδων, Κλυτιδών, Τυλλιαδών, και Καλλιαδών, καθώς και για τον Ομηρικής εποχής μεγάλο και πασίγνωστο μάντη Μελάμποδα από την Ηλειακή Πύλο. Και πράγματι, ακόμη και μέχρι πριν λίγα χρόνια, κάθε πόλη, χωριό και κάθε οικισμός, για τις καθημερινές ανάγκες του, διέθετε τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων της καθημερινότητας και μεταξύ αυτών, είχε τα τυφλά επαγγέλματα, όπως τα ονόμαζαν οι παλαιότεροι, και αυτά ήσαν του φαρμακοτρίφτη, της γιάτρισσας, τη μαμής, της ξεματιάστρας, της καφετζούς, της χαρτορίχτρας, της προξενήτρας και την μάγισσας.
Το πιο σκοτεινό, πανάρχαιο και ιδιόμορφο, ήταν αυτό της μάγισσας. Οι μάγισσες είναι αυτές οι γυναίκες που ερασιτεχνικά και επαγγελματικά, ασκούσαν τηνμαγεία, επικαλούμενες τις υπερφυσικές δυνάμεις με διάφοραξόρκια,φίλτραήτελετές, ενώ μεταφορικά μάγισσα λέμε αυτή πουμαγεύειτους άλλους, τους σαγηνεύει, και τους γοητεύει, ενώ ακόμη σήμερα, μια άσχημη κυρίως γριά γυναίκα, την λέμε και κακιά μάγισσα.
Αυτές οι μάγισσες, εκμεταλλευόμενες πάντοτε τον συνάνθρωπό τους, όταν τον έβρισκαν σε αδυναμία, σε αδιέξοδο, και σε απόγνωση, τον πλάνευαν με τις διάφορες μαντικές ικανότητες, όπως ισχυρίζονταν ότι διάθεταν και τοιουτοτρόπως εξυπηρετούσαν διάφορα οικονομικά αλλά και κοινωνικά συμφέροντα. Αυτή, η μαντική τέχνη, μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά, και μερικοί καιροσκόποι τσαρλατάνοι, εκμεταλλευόμενοι τα προβλήματα των ανθρώπων, πλούτιζαν πάντοτε εις βάρος των χωρίς κανένα επιθυμητό αποτέλεσμα.
Η μαντική τέχνη κατελήφθη κατά μεγάλο ποσοστό, επίσης και από τις περιφερόμενες τσιγγάνες, που αντιλήφθηκαν έγκαιρα τις αδυναμίες των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και της υπαίθρου και προσπαθούσαν με την μαντική τέχνη να εξοικονομήσουν τα προς το ζην.
Τοιουτοτρόπως και η τσιγγάνα της ιστορίας μας, προσπάθησε να εξοικονομήσει χρήματα με διάφορες μαγείες, που ισχυρίζεται στο θύμα ότι γνώριζε και με διάφορα πονηρά γιατροσόφια, που ακόμη επιστημονικά δεν γνωρίζουμε κατά πόσο είναι αποτελεσματικά και μη επικίνδυνα για την υγεία του εκάστοτε ανθρώπου, που αμέριστα τα χρησιμοποίησε ή τα ασπάζεται ακόμη και σήμερα μέρος της κοινωνίας μας.
Λέγεται, μια φορά επί τουρκοκρατίας, στην Πηνεία και συγκεκριμένα στο χωριό Μπαλί (μετονομάστηκε το 1926 σε Αγία Άννα, σήμερα εγκατ. οικισμός, λόγω κατασκευής του φράγματος του Πηνειού ποταμού), ήτανε μια πλούσια και πανέμορφη κοπέλα, η ξακουστή για την εποχή εκείνη η Τρισεύγενη, που ζούσε σ’ ένα μεγάλο κονάκι σαν παλάτι. Ο πατέρας την είχε μονάκριβη και καλομαθημένη, και την είχε μην βρέξει και μην στάξει. Όταν η Τρισεύγενη έγινε δεκαεπτά χρονών, άρχισε να μπαίνει στα μάτια των υποψηφίων γαμπρών, όχι μόνο των πλουσίων αλλά και των φτωχών και ιδίως των εργατών, που είχε ο πατέρας της στο απέραντο τσιφλίκι τους.
Ένας από τους υποψήφιους εραστές, της ήτανε και ένας νεαρός εργάτης ο Διαμαντής, που δούλευε καθημερινά στα κτήματα και στα ζώα του πατέρα της. Αυτός ήτανε ένας σωματώδης και πανέμορφος άνδρας γύρω στα είκοσι πέντε του, αλλά φτωχός και ορφανός από πατέρα, από τα μικρά του χρόνια. Και έτσι η τύχη του τον έφερε για δουλειά στο τσιφλίκι και να ταγίζει και την μάνα του που ήτανε πρόωρα γερασμένη και ανήμπορη να προσφέρει εργασίες στα χωράφια.
Μια ημέρα, ο άρχοντας καβάλησε τ’ άλογό του και κίνησε να πάει στο κεφαλοχώρι για εκείνη την εποχή Μπεζαΐτι (μετονομάσθηκε το 1928 σε Κεραμιδιά), για διάφορες δουλειές. Μόλις αλάργεψε από το χωριό και έφθασε στο αυλάκι, τ’ άλογο του πρόγκηξε και ο άρχοντας έπεσε, αλλά το ζερβί του πόδι κρεμάστηκε από την σκάλα της σέλας και το άλογο τον έσερνε. Λίγα μέτρα πιο κάτω ο Διαμαντής με μια αξίνα στον ώμο του, πήγαινε να ξεμπουκάρει τ’ αυλάκι γιατί λιγόστευε το νερό. Μόλις είδε τον άρχοντα να πέφτει, ξαμολήθηκε σαν σαΐτα και λίγα μέτρα πιο κάτου κατάφερε και τσάκωσε τ’ άλογο από το γκέμι και αφού το ηρέμησε το έδεσε, από ένα κλαρί και στην συνέχεια χωρίς να χάσει καιρό ξεθηλύκωσε το πόδι του άρχοντά του, και τον ξάπλωσε κάτω από μια καρυδιά.
Αφού τον ψηλάφισε σ’ ούλο το σώμα, κατάλαβε ότι είχε σπάσει το ζερβί του πόδι και χέρι του και είχε και πολλές γρατζουνιές και σκισίματα στο κεφάλι στην πλάτη και στα χέρια του, εκεί που έβρισκε το σώμα του, καθώς σουρνώτανε πίσω από το άλογο. Τότε, τον έβαλε μισογόμι στ’ άλογο τον έδεσε και τραβώντας από το γκέμι το άλογο πισωγύρισε στο κονάκι του. Βούιξε ούλο το χωριό και μαζεύτηκε κόσμος τον πλύνανε, τον καθαρίσανε και αφού φέρανε κάποιο εμπειρικό γιατρό του έδεσε το σπασμένο πόδι και το χέρι και του βάλανε κάμποσα γιατροσόφια τον ξαπλώσανε στον οντά του μέχρι να γιάνει. Ο άρχοντας από την πρώτη ημέρα, ζήτησε να βρίσκεται κοντά του ο Διαμαντής, ο εργάτης του, που τον έσωσε από βέβαιο θάνατο. Ο Διαμαντής, αν και λίγο ντροπαλός, δεν ήθελε να μπει στο κονάκι του άρχοντά του. Αλλά μετά από διπλοπαραγγελιά του άρχοντα αποφάσισε και πήγε για να τον ιδεί.
Όταν μπήκε στο αρχοντικό, πήγε κατευθείαν στον αφέντη του και αφού φιληθήκανε σαν χαμένα αδέρφια, έκατσε σιμά στο κρεβάτι να μιλήσουνε και να κεραστούνε από τις γυναίκες του κονακιού. Τότε μέσα στον οντά μπήκε και η πανέμορφη μοναχοκόρη του άρχοντα η Τρισεύγενη. Μόλις την είδε ο Διαμαντής, ταράχθηκε και μετά έλαμψε το πρόσωπό του λες και άστραψε. Το ίδιο και αυτή, λες και γνωριζόσαντε από καιρό, άθελα τα μάτια τους συναντηθήκανε και χτυποκάρδισαν το ίδιο ό ένας για τον άλλο.
Ο αφέντης, μετά από κάμποση κουβέντα που κάνανε, ευχαρίστησε και πάλι τον Διαμαντή και τον όρισε επιστάτη στα κτήματά του και κατά κάποιο τρόπο του έδωσε να καταλάβει ότι τον ήθελε και για σωματοφύλακα όταν φεύγει από το χωριό.
Ο Διαμαντής, από εκείνη την ημέρα πέταγε στα σύγνεφα, επειδής ο αφέντης τον έκανε επιστάτη και για τη φωτιά που του άναψε η Τρισεύγενη. Αλλά ο δόλιος, δεν νόγαγε πως έπρεπε να πράξει του λόγου του με ευτούνη τη φωτιά που άναψε στη στήθια του και τον έκαιγε και τον έλιωνε. Που να το ξομολογηθεί, γιατί αν έπεφτε στ’ αυτιά του αφέντη κάτι τις ποιος τον γλιτώνει από την οργή του. Και ευτούνη η Τρισεύγενη από την μεριά της, περίμενε να κουνήσει πρώτος την ουρά του ο Διαμαντής.
Ευτούνος, από εκείνη την ημέρα, άνοιξε νιτερέσα με τον ίδιο τον εαυτόν του, να της μιλήσει ή να μην, να της στείλει μήνυμα ή να μην, να μπει στ’ αρχοντικό ή να μην. Ευτούνο το διάβολο- βάσανο, βούιζε στο μυαλό του σαν την μέλισσα γύρω από το λουλούδι, μέχρι να κάτσει και να πάρει την γύρη. Τα έφερνε έτσι τα γύριζε τα αλλιώς κι όμως απόφαση δεν έπαιρνε, κάθε μέρα έλειωνε από τον αβάσταχτο καημό της αγάπης και να μαραγκιάζεται σαν το παραγινωμένο κυδώνι.
Μια μέρα, στο δρόμο του, απάντησε καμιά εικοσαριά γυφταραίους με καμιά δεκαπενταριά τσορομπίλια, που πιλαλάγανε σαν τα γουρνόπλα γύρω από την γουρούνα, παγαίνανε να φτιάξουνε τα τσαντίρια τους στην ποταμιά και να γυροβολήσουν[1] κάμποσο καιρό. Εκεί, όπως κουβέντιαζε μ’ ένα γέρο- τσιγγάνο, τον κοντοζύγωσε μια γριά τσιγγάνα, τον τήραξε στα μάτια και του λέει:
-Κουφός σεβντάς και σικλέτι σε σιγοτρώει, τρομάρα σου, καημό έχεις και σε βασανίζει και όπως γλέπω, δεν νογάς να το αποδιώξεις από πάνου σου. Κακομοίρη μου, κακομοίρη μου, μπλουγούριασε η κούτρα σου και δεν νογάς τι να κάμεις.
-Μπα σε καλό σου κερά μου! Όχι! Δεν έχω τίποτις του λόγου μου, τρανός κάματος από την δουλειά, με έχει λιγώσει.
-Μην τα λες σε μένανε, εγώ το είδα στα μάτια σου αφέντη μου, και όχι στο κορμί σου. Μονάχα που τα μάτια, μου είπανε ότι λιώνει το κορμί σου και μου μαρτυρήσανε ότι δεν είναι από το καματίκι, αλλά από άλλο πράμα, που ξέρεις πολύ καλά, σκανταλιάρικο. Κρυφό τριβελάκι και νοιώθω πως είναι και τρανό.
Ο Διαμαντής τα έχασε με τα λόγια της τσιγγάνας, δεν ήξερε τι να της ειπεί, το μόνο που σιγανομουρμούρισε χαμένος στα λόγια της γύφτισσας:
-Καλά, ότι έχω μέσα μου δεν το έχω μαρτυρήσει σε κανένα. Εσύ του λόγου σου, που τα ξέρεις τα ντέρτια μου;
Και η τσιγγάνα, που έριξε πονηρά τα δίχτυα της, τώρα ανέλαβε να αρπάξει το κυνήγι της και να το κατασπαράξει έτσι όπως εκείνη ήξερε. Κουνώντας το κεφάλι πέρα- δώθε, μ’ έτοιμο το γέλιο να σκάσει στα χείλια της, του λέει:
-Να σε πώ! Τα διάβασα στα μάτια σου και νογάω να διαβάζω ξάστερα. Μισοφόρι, ρε μαργιόλικο, σε ντριβελάει, φουστάνι ναζιάρικο και αμίλητο ρε δόλιε μου! Αγροίκα ότι θα σου πω. Το βρακί της γυναίκας, άμα δεν νογάς να το κεντρίσεις, θα σου φάει τα σωθικά σου.
Ο Διαμαντής, την αγκουρμαζότανε μ’ ανοικτό το στόμα μια σπιθαμή και βάλε.
-Και αφού, μου λες ότι ούλα τα ξέρεις, τότε μολόγα μου, πώς να την κεντρίσω, νογάς του λόγου σου να μου πεις τι θα κάμω παρέκει;
-Άάάχ!!! Ρε μαργιόλικο και μετά μου λες ότι δεν είναι ντέρτι της καρδιάς; Έέέ!!!
Άκου! του λέει:
Ταχιά, να ’ροβολήκεις στο ποτάμι, να σου σάξω ένα μαντζούνι, που θα την κάνω τη χάϊδω[2] να γείρει στην αγκαλιά σου, ήτενες το θέλει, ήτενες δεν το θέλει. Κι άμα δεν το σώσω, να θάψω και τα εφτά παιδιά[3] μου, στην ξεροποταμιά.
Ο Διαμαντής, της έκανε γνέμα πως θα πάει, βάρεσε το άλογό του και πήγε στην δουλειά του.
Από εκείνη την ώρα, άλλο τρανό βάσανο τρούπωσε στο μυαλό του μαζί με τ’ άλλα και τώρα άντε να τα ξεμπερδέψει ο μαύρος, τσιμουδιά δεν είχε βγάλει σε κανένα, ούτε σε φίλο, ούτε στη μάνα του ούτε και στ’ άστρα, μόνο το μυαλό του γνώριζε τα πάντα και ως εδεπά και τίποτις παρά πέρα, κι όμως ευτούνη η διαβολο- γύφτισσα σήμερα μέρα μεσημέρι, του διβόλισε το μυαλό.
Περάσανε κάνα δυο-τρεις ημέρες γιομάτες αγωνία και ο Διαμαντής, όταν ξάδιασε από τις δουλειές, το βράδυ ροβόληκε στο ποτάμι πιο πάνου από το Μπαλέϊκο Πετρογιόφυρο και βρήκε την γριά- γύφτισσα. Εκείνη τον περίμενε πως και πως και είχε φτιάξει και κάπνιζε ένα στριφτό τσιγάρο από πούσι[4] και καθότανε σταυροπόδι κοντά στην φωτιά που είχανε ανάψει και βράζανε κάμποσες καβουρομάνες που είχανε μαζώξει για να φάνε. Μόλις είδε τον Διαμαντή, στην αρχή έδειξε κάποια αδιαφορία, μέχρι να τον φέρει με τα νερά της και μετά του λέει:
-Εγώ, του λόγου μου, έφτιαξα το γιατρικό της αγάπης, αλλά θέλω και κάτι από εσένα για να το συμπληρώσω.
-Αν το έχω και μπορώ θα σου το δώκω, πες μου μονάχα τι είναι ευτούνο και στο ’φερα εδεπά.
Του κάνει νόημα να πάνε παρέκει να μην αγκουρμαστούνε κι’ οι άλλοι. Ο Διαμαντής τραβήχτηκε καμιά δεκαριά οργιές παρέκει πίσω από μια τρανή λυγαριά να κουβεντιάσουνε.
Η τσιγγάνα, του είπε να φύγει και να της φέρει την αντρίκια του στάλα (σπέρμα), αφού πρώτα την ξεράνει στον ήλιο[5] για τρεις μέρες.
-Και κάτι τις ακόμη ρε μαργιόλικο, ετούτο το φάρμακο που έχω φτιαγμένο έχω πλερώσει καμπόσους παράδες. Φέρε μου καμιά δεκαριά από δαύτους για να τους βάλω στο πουγκί μου, γιατί θα μου λείψουν για χάρη σου.
Ο Διαμαντής τσίνιξε λιγουλάκι, αλλά μπροστά στην καΐλα του, δεν καταλάβαινε τίποτις. Της είπε ότι δεν τα έχει ούλα αλλά θα τηράξει να τα συνάξει και μαζί τη στάλα θα της τα φέρει.
Εκείνη, φεύγοντας του είπε να μην μαρτυρήσει σε κανένα τίποτις, γιατί δεν θα πιάσουν τα μάγια, του είπε να αναγκάσει να βρει τα γρόσια και να μην περάσουν πολλές ημέρες γιατί το μαντζούνι θα ξεθυμάνει.
Ο Διαμαντής τσίμπησε σαν το πουλάκι. Και τώρα, έφυγε γιομάτος χαρά, να ξεμπερδέψει με τα μάγια της τσιγγάνας και να τον αγαπήσει η Τρισεύγενη. Πάνου στις τρείς ημέρες μόλις σκοτείνιασε να ο Διαμαντής, φάντης μπαστούνι, πάλενες στον χαλιά του ποταμιού, στους γύφτους. Η τσιγγάνα τον περίμενε πως και πως. Σαν έφτασε, τον τράβηξε πάρα πέρα πίσω από την αλυγαριά και αφού της έδειξε τη στάλα, που την είχε σε μια βελανιδόκουπα, ξεραμένη, τριμμένη, σκέτη σκόνη, και δεμένη με το μαντήλι του, της την έδωκε. Εκείνη του είπε να περιμένει να πάει να την φτιάξει. Ο Διαμαντής ζύγωσε κοντά στην φωτιά, που ανάβανε κάθε βράδυ οι γύφτοι, και κουβέντιασε κάμποση ώρα. Όταν ήλθε η γριά τσιγγάνα, του έκανε πάλι νόημα να πάνε πίσω από την αλυγαριά να κουβεντιάσουνε. Ο Διαμαντής ζύγωσε κοντά και εκείνη του ζήτησε πρώτα τα γρόσια και μετά θα του έδινε το μαντζούνι.[6] Αμέσως έβγαλε το πουγκί του από το τσεπάκι του σαλβαριού του, της μέτρησε δέκα παράδες κάτου από την αστροφεγγιά, όπως είχανε συμφωνημένο και εκείνη του το έδωσε και του λέει;
-Πάρτο και θα βρεις ευκαιρία να της το ρίξεις στο φαΐ της και θα περιμένεις καμιά δεκαριά μέρες μέχρι ν’ αλλάξει το φεγγάρι και με την τρυφεροφεγγιά, θα τηνε ιδείς να σούρνεται ξοπίσω σου και από εκεί και πέρα είναι δική σου δουλειά. Και τήρα να ιδείς, ότι είπαμε και κάνουμε τσιμουδιά, γιατί άμα σου φύγει κουβέντα, το ξόρκι πάει χαράμι!
Ο Διαμαντής, το πήρε και την άλλη μέρα ζήτησε να ιδεί τον αφέντη για κάποιες δουλειές. Ο αφέντης το γιόμα τον κράτησε για να φάνε μαζί. Εκεί που κένωνε η μαγείρισσα, ο Διαμαντής προθυμοποιήθηκε να βοηθήκει και στο πιάτο της Τρισεύγενης έριξε την σκόνη από το μαντζούνι της γύφτισσας.
Φάγανε ήπιανε, κουβεντιάσανε και ο Διαμαντής έφυγε γιομάτος χαρά και περίμενε πότε θα αλλάξει το φεγγάρι να έρθει η ώρα της αγάπης. Περάσανε κάνα δυο βδομάδες και παραπάνου ημέρες, αλλά τίποτα η Τρισεύγενη, καμιά κίνηση. Ο Διαμαντής αγανακτισμένος τράβηξε να πάει στο ποτάμι να βρει την γύφτισσα. Αλλά μάταια το γύφτικο καραβάνι είχε γίνει χαϊτό. Η παμπόνηρη γριά γύφτισσα, με τον τρόπο της έδωκε παραθάριο κάμποσες ημέρες στον Διαμαντή, μέχρι να τα μαζέψουνε και να φύγουνε από εκείνο τον τόπο. Από εκείνη την ημέρα, ο Διαμαντής, κατέπεσε από το σικλέτι του, ούτε να δουλέψει ήθελε, αλλά ούτε στου αφέντη το σπίτι να ξαναπάει.
Πέρασε το καλοκαίρι και στον τρυγητή η Τρισεύγενη κατέβηκε στ’ αμπέλια να τρυγήσει μαζί με τα άλλα τα κορίτσια. Εκεί, συνάντησε πάλι τον Διαμαντή, που κουβαλούσε με τις κοφίνες τα σταφύλια. Η Τρισεύγενη, που τον είχε ερωτευθεί και τελευταία είχε αλαργέψει, τον τήραξε στα μάτια και του έδειξε κι αυτή το σικλέτι της. Ο Διαμαντής, χωρίς να υπολογίσει τίποτα, από τον καημό του, την άρπαξε στην αγκαλιά του και την φίλησε. Ευτούνη δεν κουνήθηκε ρούπι αλλά με τον τρόπο της έπεσε άμαχη στην αγκαλιά του Διαμαντή. Την άλλη μέρα στο χωριό τα κουτσομπολιά παίρνανε και δίνανε. Η Τρισεύγενη το εξομολογήθηκε στον πατέρα της και αυτός δίχως καν να αγριέψει της λέει:
-Άντε με το καλό παιδάκι μου και ογλήγορα τα στέφανα.
Η Τρισεύγενη πέταξε από την χαρά της και έστειλε διάτα να φωνάξουνε τον Διαμαντή να έρθει στο κονάκι της.
Ο Διαμαντής, μόλις έλαβε το μαντάτο να πάει στο κονάκι, του κοπήκανε τα πόδια, φοβότανε τον αφέντη «σαν τον Διάβολο το λιβάνι», αλλά τι να κάμει, πήρε την απόφαση και με το κεφάλι σγουφτό πήγε στο κονάκι.
Μόλις μπήκε μέσα στη σάλα, τον περίμενε αφέντης με την Τρισεύγενη. Ο αφέντης του έκανε νόημα να ζυγώσει και του λέει:
-Γιατί ορέ Διαμαντή μου, το έκρυβες τόσο καιρό, και έχει λιώσει το τσουπί μου, από το μαράζι σου;
Ο Διαμαντής δεν μίλησε καθόλου, ενώ η Τρισεύγενη πήγε κοντά του τον αγκάλιασε και είπε στον πατέρα της:
-Και τώρα πατέρα η σειρά σου. Δώσε μας την ευχή σου!
-Την έχουτε παιδιά μου και να ζήστε ευτυχισμένα.
Ο Διαμαντής, τα έχασε και κοίταγε σαν να μην καταλάβαινε τίποτα. Μόλις το μπήκε στο νόημα για τα καλά, άρπαξε την Τρισεύγενη την φίλησε και μετά πήγε και ασπάστηκε τον άρχοντα φιλώντας του τα χέρια.
Σε λίγες ημέρες έγινε ο αρραβώνας και μετά και γάμος, και έτσι ο Διαμαντής παντρεύτηκε τον καημό του, αλλά και έγινε καλός αφέντης.
Λεξιλόγιο:
Αγκουρμάζομαι, = κρυφακούω, στήνω αφτί.
Αλαργεύω, = απομακρύνομαι.
Κούτρα, η = το μυαλό, η σκέψη.
Κοφίνα, η = μεγάλο καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή αλυγαριά, σκίντο κ.λπ..
Μαραγκιάζω, = μαραίνομαι, ζαρώνω από γεράματα ή από κάποια αρρώστια.
Μπλουγούριασε, = ζαλίσθηκε, μεγάλος πονοκέφαλος.
Ντριβέλι, το = ο κρυφός καημός, η στεναχώρια.
Ξεροποταμιά, η = μέρος της κοίτης του ποταμιού, προσχωμένη με αμμοχάλικα.
Πιλαλάω, = τρέχω, βιάζομαι.
Τρυφεροφεγγιά, η = η νέα Σελήνη, μέχρι τριών ημερών.
Τσίνιξε, = κλώτσησε, κακοφάνηκε, νευρίασε.
Τσουπί, το = το κορίτσι.
Άρθρο του Ηλία Τουτούνη στο www.antroni.gr
[1] Οι γύφτοι επαγγέλονταν κυρίως χαλκιάδες (σιδεράδες), και τσαμπάσηδες, επίσης έφτιαχναν και ατσάλωναν διάφορα γεωργικά και οικιακά εργαλεία, τροχούσαν, γάνωναν, επίσης ψάρευαν στο ποτάμι, έκλεβαν κανένα οπωρικό, κυνηγάγανε και κανένα σκαντζόχοιρο και έτσι επιβίωναν, περιφερόμενοι από τόπο σε τόπο. Μάλιστα κάνανε ολιγοήμερες πιασές κυρίως σε πανηγυρίστρες, και λίγο απόμακρα από τους οικισμούς κοντά σε πηγές, ποτάμια, λίμνες και πηγάδια για να μην στερούνται το νερό.
[2] Τις προσωνυμίες χάιδω, ομορφούλης -α, ομορφονιός -νιά, σατράπης, αγαπητικός –ιά, σκύλα, οχιά, αστρίτης, πέρδικα, αϊτός, ζαγάρι, βερεμής, λεβέντης, αγάς, πετρόκαρδη, σκληρόκαρδη, κακιώσα, ναζιάρικο, παλικάρι, κακομοίρης -α, σκανταλιάρικο, νεράιδα, πούτανος, τσαούσω, αγία, θεά, άγγελος, άγιος, θεούσα, χαμηλοβλεπούσα, γκιόσα, χαραμής, μπουνταλάς, στρίγκλα, παρθένα, σημαδιάρικο, ζούδι, μουστερής, λεβέντης, καρμίρης, φοράδα, κ.λπ. ανάλογα με την κάθε περίπτωση, αυτά τα προσφωνούσαν εσκεμμένα οι εκάστοτε μάγισσες, οι καφετζούδες και οι χαρτορίχτρες, επειδή δεν γνώριζαν τα ονόματα των εμπλεκομένων και τοιουτοτρόπως ήθελαν να δώσουν ένα ιδιαίτερο και έντονο χρώμα στα λόγια τους, ώστε να δημιουργήσουν το ανάλογο κλίμα, ν’ αμβλύνουν τις διαθέσεις και την εμπιστοσύνη των πελατών τους, να διαφυλάξουν ουδετερότητα, αλλά και να τους ψαρέψουν κατά κάποιο λόγο, ώστε να αντλήσουν πληροφορίες.
[3] Αυτές οι γυναίκες και ιδίως οι γύφτοι, τους όρκους, τους χρησιμοποιούσαν όπως θα λέγαμε σήμερα «για προσφάι». Επάνω στο βωμό των χρημάτων δεν δίσταζαν να εξαπολύουν ευχές, κατάρες, και να επικαλούνται σκληρούς όρκους και ταξίματα, εμπλέκοντας διάφορα πρόσωπα, ακόμη και τα παιδιά τους, για να πείσουν τον εκάστοτε εμπλεκόμενο.
[4] Πιο παλιά επειδή δεν υπήρχαν τσιγαρόχαρτα, οι καπνιστές για να στρίβουν τον καπνό τους, αναζητώντας λύσεις, ανακάλυψαν τα φύλλα καλαμποκιού. Εδώ στην Ηλεία τα λέμε πούσια, και δεν είναι τα φύλλα του κορμού αλλά από το κάλυμμα του καρπού (ντρουμπούκι) και ειδικότερα τα εσωτερικά, που είναι πολύ ψιλά, τα οποία έδιναν μια άλλη γεύση στο τσιγάρο και ήταν πιο προσιτά καθώς τα καλαμπόκια, αφθονούσαν στον τόπο μας. Αφού δίπλωναν το χαρτί ή το πούσι, τοποθετούσαν μέσα στο εσωτερικό του, τον ψιλοκομμένο καπνό, και με τη γλώσσα τους σάλιωναν την άλλη άκρη του και το έστριβαν με μαεστρία και προσοχή, μέχρι να κολλήσει. Ανάλογα με την ιδιαιτερότητά του, ο καθένας, έφτιαχνε χοντρά ή ψιλά τσιγάρα. Τα τσιγάρα αυτά, τα ονόμαζαν λαθραία, διότι καλλιεργούσαν και εμπορεύονταν τον καπνό αφορολόγητα.
[5] Την αντρίκια στάλα την ξεραίνανε στον ήλιο για τρεις ημέρες, το βράδυ την μαζεύανε να μην την ιδούν τ’ άστρα, και να μην πέσει επάνω του δροσιά και να προσέχουν εκείνες τις τρεις μέρες να είναι γιόμιση του φεγγαριού και μ’ αυτή ποτίζεται η σκληρόκαρδη και πέφτει στα νερά του.
[6] Η σκόνη του μαντζουνιού συνήθως παρασκευαζότανε από ηλιοκαμένη καβουροδαγκάνα, νεκρού κάβουρα. Έπαιρναν τις καβουροδαγκάνες και τις στούμπιζαν με πέτρες και έπειτα αυτή τη σκόνη την ανακάτευαν με σκόνη μαγιοβότανου.
Μαγιοβότανο: Το φυτό Nepeta Cataria ανήκει οικογένεια Lamiaceae. Στην Ελλάδα το απαντάμε με το όνομα γλήχωμα το γαλεόφιλον ή μαγιοβότανο. Το βοτάνι μαζεύεται από τέλη Μαΐου μέχρι τέλος του Ιούνη, σε πλήρη άνθιση, μαζί με τους σπόρους του, οι οποίοι έχουν πιο έντονες ιδιότητες. Στη συνέχεια καθαρίζεται, και βράζεται με νερό. Το εκχύλισμα σουρώνεται και φυλάσσεται μέχρι μία εβδομάδα. Το ρόφημα επιδρά στους άνδρες αυξάνοντας σημαντικά την ανδρική ορμόνη τεστοστερόνη, βοηθά στη σπερματογένεση αυξάνοντας τον αριθμό και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, επίσης αυξάνει τη σεξουαλική διάθεση. Στις γυναίκες τονώνει τη σεξουαλική διάθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου