Ελίσσα-Διδώ. Σικελοκαρχηδονική νομισματοκοπία
Ο χείμαρρος που αποτελείται από δύο βραχίονες και ο ένας ρέει βόρεια της Αμαλιάδας, και ο άλλος πηγάζει ανατολικά αυτής και διαρρέει την πόλη κατά τους αρχαίους χρόνους λεγόταν Ελίσα, ή Ελίσων ή Ελισσούς, ενώ κατά τους νεότερους μέχρι και σήμερα η ονομασία του βόρειου βραχίονα είναι Κουρλέσα ή Πουρλέσα ή και Πορλέσκα[1],
ενώ αυτού που την διαρρέει την πόλη λέγεται Σοχιά. Κατά καιρούς, πλήθος
από άρθρα έχουν δημοσιευθεί σχετικά με αυτόν τον χείμαρρο, που πηγάζει
βόρεια της Αμαλιάδας και εκβάλει βορειοδυτικά αυτής στο Ιόνιο πέλαγος
και συγκεκριμένα στον Χελωνίτη κόλπο, με σκοπό να διαφωτίσουν το κοινό
για την ιστορική και γεωφυσική εξέλιξη του χειμάρρου. Το πόνημα μου αυτό
είναι μια μικρή προσπάθεια για να γνωρίσουμε τις πηγές, την ροή, την
εκβολή, την ιστορική του εξέλιξη, αλλά και από που και πως προήλθε το
παλιό του όνομα Ελίσα και το σημερινό Κουρλέσα.
Ελισσών, Ελίσων, Έλισα ή και Ελισσσούς
Η
Έλισα αναφέρεται ως ιερό ποτάμι που διέρρεε όλη την περιοχή της
σημερινής Αμαλιάδας, και κυλούσε τα άφθονα νερά του, νωχελικά μεν, αλλά
με πολλά παρακλάδια, όπου λίμναζε σ’ όλο τον κάμπο της Έλισας και
δημιουργούσε νησιά ξηράς στα απέραντα και επικίνδυνα έλη.
Ο Στράβων, (Γεωγραφικά H C388), αναφέρει: «…αυτού δε που και ο ελίσων ή έλισα ρει εν τη λεχθείσα μεθορία….» δηλαδή τοποθετεί αυτό το μικρό χείμαρρο στα όρια μεταξύ Κοίλης Ήλιδας και Πισσάτιδας, αναφέροντας ότι κάπου εκεί ρέει και ο ποταμός Ελίσων ή Έλισα. Στα βουκολικά άσματα, διαβάζουμε για τα λιβάδια του Βασιλιά Αυγεία στο στίχο: «έπ’ όχθαις αμφ’ Ειλίσσοντος», ενώ ο Meineke διορθώνει σε Ελισσούντος. Πιθανότατα πρόκειται για μια συνηθισμένη παραλλαγή της ονομασίας του χειμάρρου Έλισα. Το τοπωνύμιο επομένως κατά μια πιθανότητα νομίζω να οφείλεται σ’ αυτούς, ελληνοποιημένο μεν στην συνέχεια σε Ελισσών, Ελίσων, Έλισα ή και Ελισσσούς[2], όπως αναφέρει ο Θεόκριτος. Τέτοιες ονομασίες υπήρχαν πολλές στους Φοίνικες[3] και τους Εβραίους, με ποιο γνωστό αυτό της Διδούς ή Ελίσσας[4], πριγκίπισσας της Τύρου, που ίδρυσε το 814 π.Χ. την Καρχηδόνα και που μάλλον σ’ αυτή θα πρέπει να καταφύγουμε για να διερευνήσουμε την θηλυκή[5] ονομασία του χειμάρρου. Η παρουσία, όχι μακριά από εδώ, των ποταμών Ιάρδανου και Κήθυρου, που με τα ονόματά τους αναδύουν ανάμνηση Φοινίκων εμπόρων, ενισχύει αυτήν την εκδοχή. Στην περιοχή που αναφέρει ο Στράβων, ρέει ένας ποταμός που σχηματίζεται από δύο βραχίονες. Ο μεγαλύτερος είναι αυτός που σήμερα ονομάζεται Σοχιά και διασχίζει τώρα πια καλυμμένος την Αμαλιάδα. Ο άλλος βραχίονας σχηματίζεται βορειότερα με το σημερινό όνομα Γκουρλέσα. Τα δυο ρέματα που συνεχίζουν να ρέουν, ενώνονται και χύνονται στην παραλία Χελωνίτη λίγο πιο κάτω από τις εκβολές του Πηνειού. Άλλη μια σοβαρότατη εκδοχή περί του ονόματος εικάζεται, τ’ όνομα Ελίσσα, να προήλθε από τους πολλούς και συνεχόμενους ελιγμούς (στροφές) που παρατηρούνται κατά την ροή του ιδίως στα πεδινά μέρη.
Άλλη
μια πιθανότητα είναι να προήλθε το όνομα από τα απέραντα έλη που
υπήρχαν στην σημερινή πεδιάδα της Ηλείας. Ο Άγγλος περιηγητής Έντουαρντ
Ντόντουελ, “Οδοιπορικό στην Ηλεία” (1801-1805-1806), γράφει: «….Στις
22 εγκαταλείψαμε την Παλαιόπολη. Και λίγο δρόμο μετά το χωριό κολλήσαμε
σε κάτι έλη, που μας έφεραν μια προσωρινή καθυστέρηση. Πιθανώς το όνομα
Ήλις οφείλει την καταγωγή του στη γεμάτη έλη τοποθεσία του: ο Στράβων
ισχυρίζεται ότι οι πόλεις Έλος, Έλεον και Ειλέσιον, ονομάστηκαν έτσι
«από των ελών» από την γειτνίασή τους με τα έλη. Είναι μοναδική σύμπτωση
των περιστάσεων που οι περισσότερες από τις πόλεις που το όνομά τους
αρχίζει από «ΕΛ» βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο και γενικά ελώδες
έδαφος….».
Πως προήλθε το όνoμα Κουρλέσα;
Οι κύριες πηγές[6] του, ενός κλεψυδρικού χειμάρρου κατά τους θερινούς μήνες βραχίονα της Κουρλέσας, βρίσκονται γύρω από τον λόφο Κορτέσα[7]
(Σλαβ.). Ο λόφος αυτός βρίσκεται μεταξύ του οικισμού Τσιχλεΐκων και του
οικισμού Κρυονέρι (πρώην Λόπεσι), και δεξιά επί της οδού Αμαλιάδας
Κρυονερίου στο ύψος του οικισμού Μπουμπούνα. Σ’ αυτόν τον λόφο υπήρχε
και ο ιστορικός οικισμός Ρένεσι, με καταφύγιο, μικρό κάστρο σε υψόμετρο
περίπου διακοσίων μέτρων από την θάλασσα, και συγκεκριμένα στην
τοποθεσία που ακόμη και σήμερα ονομάζεται Καστράκι ή Παλιόπυργος.
Αριστερά
και δεξιά του λόφου υπήρχαν οι κύριες πηγές του χειμάρρου. Ενώ από τα
πρανή του χωριού Ανάλυψη (πρώην Ζερόν 350 μετρ. υψομ.) πήγαζε το ρέμα Μηλιές.
Πιο κάτω από το Καστράκι τα νερά του ρέματος Μηλιές, ενώνονταν με τα
νερά του Καστρακίου και σχημάτιζαν ένα πιο μεγαλύτερο ρέμα το γνωστό Πλατανέας ή Πλατανιάς.
Ένα
άλλο ρέμα, με παλιό όνομα Κορτεσιάνικο, πήγαζε από μεταξύ του λόφου της
Κορτέσας και του λόφου Ψίληθρα που βρίσκεται αριστερά της οδού
Αμαλιάδας- Κρυονερίου στο ύψος μεταξύ του οικισμού Μπουμπούνας[8] και Βρεταιΐκων. Αυτά τα δύο ρέματα ενώνονται στο ύψος της Μπουμπούνας[9]
και δημιουργούν το γνωστό σε όλους μας χείμαρρο Κουρλέσα. Ο Χείμαρρος
αυτός συνέχεια ρέει νότια του λόφου της Κορμόραχης ή Νουσαΐτικα, βόρεια
από τον πρώην οικισμό Κοκλάκι[10] και ενώνεται με το Ρέμα της Ιτιάς.
Το
ρέμα της Ιτιάς, είναι ένα διαφορετικό και παράλληλο ρέμα, που πηγάζει
από το νότιο τμήμα του λόφου Ψηλή Ράχη (194 μετρ. υψομ .), δυτικά του
λόφου Πίπιζα (336 μετρ. υψομ.) και βόρεια από τον λόφο Χαλίκι (339 μετρ.
υψομ.). Επίσης πηγές υπήρχαν και εντός του οικισμού Κρυονέρι (πρώην
Λόπεσι) και στην τοποθεσία Πλατανιά που βρίσκεται μεταξύ του οικισμού
Χαβαρίου και του οικισμού Κρυονέρι και από τους λόφους Ψηλή Ράχη,
Ψίληθρα, Μπαρλιάκι και από την τοποθεσία Αγραπιδόλακκα. Αυτό το ρέμα
λέγεται Συκούλα, (λόγω της ομώνυμης πηγής που βρίσκεται στην
Πλατανιά), κατ’ άλλους Λαγκάδι της Πλατανιάς. Το ρέμα ρέει νότια από τον
οικισμό Χάβαρι και βόρεια από το λόφο Μπαρλιάκι, ενώ από το ύψος του
Χαβαρίου και δυτικά το ρέμα ονομάζεται Ιτιάς Ρέμα. Σ’ αυτό το
ρέμα χύνεται και η Μπεκιαρόβρυση, που βρίσκεται νοτιοανατολικά του
οικισμού Χάβαρι στον δρόμο προς Νουσαΐτικα, αμέσως μετά το λαγκάδι της
Πλατανιάς.
Λίγα
μέτρα πιο κάτω από την επαρχιακή οδό Αμαλιάδας Χαβαρίου στο ύψος του
πρώην οικισμού Κοκλάκι, το Ρέμα της Ιτιάς χύνεται στην Κουρλέσα, στο
σημείο που βρίσκεται η γέφυρα του, περίπου στο μέσον μεταξύ των οικισμών
του Αγίου Ιωάννου και Χαβαρίου.
Μετά την συνένωση, η Κουρλέσα, ρέει μεταξύ των τοποθεσιών Ακοβίτικα[11] και Κάκαβος και πιο δυτικά στην θέση Νησί ενώνεται ακόμη μ’ ένα μικρό ρεματάκι, το λεγόμενο Ρέμα του Αγιάννη.
Αυτό
το ρέμα είχε ως κύρια πηγή την Καλογερική που βρίσκεται στην τοποθεσία
Καλογερικά (σημ. Άγιος Ανδρέας Τσιχλεΐκων), όπου υπάρχει και μικρό
ομώνυμο ναϋδριο, αφιερωμένο στον Άγιο Ανδρέα και στην Ζωοδόχο Πηγή.
Ακόμη κατά την ροή του μέχρι τον Άγιο Ιωάννη, υπήρχαν κι άλλες ασήμαντες
πηγές που κυλούσαν μέσα στο ρέμα, ναι μεν γνωρίζω την θέση τους, όμως
σήμερα δεν υπάρχουν. Αυτές ήταν η Βρύση της Κοκκινιάς, το Βρωμόβρυσο, η
Βρύση της Λεβεντόστανης (τοπ. Λεβεντόστανη[12]) και η Σάπια[13] Βρύση.
Το
ρέμα του Αγιάννη στην τοποθεσία Νησί χύνεται στην Κουρλέσα, στην
συνέχεια διαρρέει πιο δυτικά την τοποθεσία Καμίνια, δυτικότερα την
τοποθεσία Σαρακινάδα και Σαρακίνα που βρίσκονται μεταξύ Αμαλιάδας και
του οικισμού Αμπελόκαμπος και εκεί λίγο ανατολικά του οικισμού της
Ροβιάτας, ενώνεται μ’ ένα ακόμη γνωστότατο χείμαρρο στην περιοχή μας, το
Ρέμα της Σβάρνας.
Το Ρέμα της Σβάρνας
έχει τις πηγές του βορειοδυτικά του υψώματος με την ονομασία Γεράκι
(υψομ. 234) και από το Ψηλό Τούμπι, που βρίσκεται νοτιοανατολικά των
οικισμών Τσαφλαίϊκα και Δριβελαιΐκα. Άλλες πηγές βρισκόταν στα
Χαριταίϊκα στα Σκανδαμαίϊκα και στο Μπελεκανιό, στην Μαύρη Λάκκα και στο
Τρανό Ίσιωμα. Ο χείμαρρος διαρρέει την τοποθεσία Μαλεκάντο (σημ.
Μπελεκανιό ή Πελεκανιό) πιο δυτικά την τοποθεσία Σβάρνα (τοποθεσία
μεταξύ Αμαλιάδας και Τσιχλεΐκων), στην συνέχεια την Ρένια (τοποθεσια
μεταξύ Αμαλιάδας και τοπ. Καμίνια), την Κάτω Λούτσα, ενώ ακόμη
δυτικότερα την τοποθεσία Τσιλιγκέρι που βρίσκεται μεταξύ Αμαλιάδας και
του οικισμού Σαβάλια και στην συνέχεια χύνεται στον χείμαρρο Κουρλέσα.
Στην
Σβάρνα χυνόταν και τα νερά της πηγής Βρυσούλες που βρίσκονταν δεξιά της
επαρχιακής οδού Αμαλιάδας - Χάβαρι, στο ύψος του ρέματος Σβάρνα.
Ο έτερος βραχίονας του χειμάρρου, είναι το ρέμα με την ονομασία Σοχιά. Αυτό είναι περίπου ίδιο στο μέγεθος με την Κουρλέσα, παρά ταύτα όμως ήταν πολύ επικίνδυνο[14]
κατά τους χειμερινούς μήνες, διότι μετά των καταρρακτωδών βροχών, τα
όμβρια ύδατα απειλούσαν και πολλές φορές πλημμύρισαν και επέφεραν
μεγάλες καταστροφές στην πόλη της Αμαλιάδας, λόγω ότι ρέει εντός αυτής.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές επεμβάσεις στο ρέμα
και έχει επικαλυφθεί σχεδόν όλη η κοίτη εντός της πόλης.
Οι
κύριες πηγές της Σοχιάς βρίσκονται κάτω από τον οικισμό Αστερέϊκα, στο
σημείο εκείνο που σμίγουν ακόμη τρία ρέματα το Μπεσεραίϊκο, το
Παλιολανθίτικο και το ρέμα του Μύλου, που πηγάζει από τα υψώματα του
οικισμού Περιστέρι (πρώην Μπεσερέ) και γενικά από τον λόφο Δρυμός που
βρίσκεται μεταξύ των οικισμών Ανάληψη και Περιστέρι, επίσης από την
τοποθεσία Λιτρίβα, τον Αντίλαλο και την Κουτσουπόλακκα.
Βραχίονας
της Σοχιάς είναι και το Σιμολάγκαδο, αυτό είναι ένα μικρό ρέμα που
βρίσκεται νοτιοδυτικά του οικισμού Γεράκι και πηγάζει στην συμβολή του
Άσπρου Βράχου και του Αρκουδόβατου, όπου εκεί υπάρχει ακόμη μια πηγή
στην τοποθεσία με το όνομα Γριά ή Γέρου. Ακόμη στο Σιμολάγκαδο,
συμβάλλουν και οι πηγές του κάστρου της Κουκουβίτσας (σημ. Κορυφής). Στο
Σιμολάγκαδο υπάρχουν δυο γεφύρια, το ένα εξυπηρετεί τους διερχόμενους
προς την τοποθεσία Ψηλά Αλώνια. Λίγα μέτρα πιο κάτω από την συμβολή του
Σιμολάγκαδου με την Σοχιά[15]
υπάρχει ένα γεφύρι του Βάκρου, ή Κάτου Γιοφύρι. Επίσης στην Σοχιά
χύνονταν η Βρύση του Κούνα που βρίσκεται στην θέση Σφοντύλα, από εκεί
υδρεύονταν κάποτε οι κάτοικοι του οικισμού Μάρμαρα και η Βρύση στις
Λίμνες. Το ρέμα στην συνέχεια διαρρέει του Αράπη την Κοφίνα, την
Μαθιόλακκα την Μαύρη Λάκκα (περιοχή γηπέδου), εκεί παλιά υπήρχε και μια
πηγή δίπλα από του Παπαχριστόπουλου κοντά την Πηγάδα ή Παλιοπήγαδο, και
στην συνέχεια η Σοχιά ρέει μεταξύ των δύο οικισμών Καλίτζα και Ντερβίς-
Τζελεμπή (σημ. Αμαλιάδα).
Άλλο
ένα μικρό και ασήμαντο ρεματάκι, πήγαζε βορειοδυτικά της Αμαλιάδας
κοντά στον Άγιο Νικόλα, αυτό ενώνεται με το επίσης μεγάλο χείμαρρο της
Αμαλιάδας την Σοχιά και στην συνέχεια δυτικότερα με την Κουρλέσα
νοτιοδυτικά της Ροβιάτας στο ύψος της Εθνικής οδού Πύργου Πατρών. Σ’
αυτό το σημείο που ήταν το παλιό πέτρινο γεφύρι, ενώ το έτος 1928
κατασκευάστηκε μια σύγχρονη για την εποχή γέφυρα για την διέλευση των
τροχοφόρων οχημάτων. Από την Εθνική οδό και μετά την τελευταία ένωση οι
χείμαρροι Κουρλέσα και Σοχιά, συνεχίζουν την ροή τους με την ονομασία
πλέον Κουρλέσα. Ο εν λόγω χείμαρρος, εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος και
συγκεκριμένα στην ομώνυμη παραλία του Κασιδιάρη αφού τελευταία διαρρέει
την τοποθεσία με τ’ όνομα επίσης Κασιδιάρης, που βρίσκεται δυτικά του
οικισμού της Μαραθιάς.
Νομίζω ότι το όνομα του χειμάρρου Ελίσσα[16]
ξεχάστηκε ή αφομοιώθηκε ίσως κατά τα Βυζαντινά χρόνια αλλά και κατά τα
μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, λόγω της επέλασης κατά καιρούς διαφόρων
φυλών, όπως Ρωμαίοι, Σλάβοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Φράγκοι κ.λπ.
Από
τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, που κατά καιρούς αποκαλύπτονται κοντά
στις όχθες του χειμάρρου Κουρλέσα, αντιλαμβανόμαστε την προσοδοφόρα
αξία, αλλά και την ιστορικότητα του. Η Κουρλέσα, πριν από πολλά χρόνια,
πρέπει να ήταν ο ζωοδότης χείμαρρος της περιοχής, εφόσον είχαν
αναπτυχθεί αρκετοί οικισμοί βασιζόμενοι πάντοτε στις πηγές και στα ύδατα
της ροής του. Από αυτούς τους οικισμούς, οι γνωστοί σε μας σήμερα είναι
οι κάτωθι: Ρένεσι, Μαυρομαντήλα[17], Λόπεσι, Νιοχώρι, Κώμη, Παλιοκώμη, Βρεταίϊκα, Μπουμπούνα, οικισμός Μπαρλιάκι[18],
Κοκλάκι, Ακοβίτη, Τσιχλέϊκα, Άγιος Ιωάννης, Τσαφλαίϊκα, Δριβελαίϊκα,
οικισμός στην θέση Κεραμίδι της Ροβιάτας, Ροβιάτα, άλλος ένας οικισμός
δίπλα στον Κουρλέσα και δυτικά του Αμπελόκαμπου Ρωμέϊκα[19]
και Κασιδιάρης. Ακόμη από διάφορα ευρήματα, εικάζεται ότι πρέπει να
υπήρχε ακόμη ένας μεγάλος αρχαίος ή Βυζαντινός οικισμός στην τοποθεσία
Μαλεκάντο (Μπελεκανιό). Επίσης πλήθος από διάσπαρτες και μεμονωμένες
οικίες, είχαν αναπτυχθεί δεξιά και αριστερά στις όχθες του χειμάρρου
καθ’ όλη την διαδρομή του.
Στον
βραχίονα της Σοχιάς είχαν αναπτυχθεί αρκετοί οικισμοί, όπως Παλιολάνθι,
Περιστέρι (πρώην Μπεσερέ), Αστερέϊκα πρωτοκατοικήθηκε το 1893, Γεράκι,
Μάρμαρα, Καλίτζα και Ντερβίς- Τζελεμπή.
Η
αίγλη αυτών των χειμάρρων με τις πετρόκτιστες πηγές, τους νερόμυλους,
τα τοξοτά γεφύρια, τις ξύλινες περαταριές, τα δροσερά πλατάνια, τις
ιτιές, τα ψάρια, τα χέλια, τις λούμπες, (λιμνίτσες), τις δέσες
(αυτοσχέδια υδάτινα φράγματα), τα πλυσταριά, τα μυλαύλακα, τα νεραύλακα,
τα θερινά παιχνίδια των παιδιών με τα νερά, τις νερογέννητες νεράϊδες,
τα στοιχειά, τον στάλο των αιγοπροβάτων κ.λπ. δεν υφίστανται πια. Τα
τελευταία χρόνια, η υπερβολική και ανεξέλεγκτη χρήση των υδάτινων πόρων,
οι αμέτρητες πυρκαγιές[20],
και η ακαταλόγιστη εκχέρσωση των δασικών εκτάσεων στράγγισε τις πηγές.
Ενώ η απόρριψη εντός των χειμάρρων διαφόρων αποβλήτων, ιδίως χημικών και
η χρήση των, ως αποστραγγιστικό του δικτύου άρδευσης από το φράγμα του
Πηνειού, μετέτρεψε τα υπέροχα και ανεξάντλητα δώρα της φύσης σε
επικίνδυνες εστίες μόλυνσης. Η παρόχθια χλωρίδα, που κάλυπτε την κοίτη
του, αποτελούμενη από πλούσια υπεραιωνόβια πλατάνια, από υδρόφιλες
ιτιές, λεύκες, φραγκοσυκιές, αλόη και από εκατοντάδες άλλα είδη,
μετατράπηκε σε απέραντους καλαμιώνες και βατουκλιές. Η δε πανίδα,
(βίδρες, ψάρια, χέλια, καβούρια, βατράχια, νερόφιδα κ.λπ.), πλήρωσε και
αυτή με την σειρά της, πρώτον από την έλλειψη των υδάτων, και δεύτερον
από την ρίψη διαφόρων λυμάτων εποχιακών βιοτεχνιών, από την κατάληξη
γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων και λόγω απόθεσης απορριμμάτων εντός
της κοίτης των.
Η
πολιτεία ηθελημένα αγνόησε και ποτέ δεν φρόντισε να προστατεύσει τους
χείμαρρους, αλλά ούτε ν’ αναδείξει τουλάχιστον τα πολιτιστικά μνημεία
των όπως: πηγές, νερόμυλους, γεφύρια, περαταριές κ.λπ., μόνο που χωρίς
περιβαλλοντολογικές μελέτες, εκμεταλλεύθηκε τις κοίτες των,
χρησιμοποιώντας αυτές ως αποστραγγιστικούς τάφρους (του αρδευτικού έργου
του φράγματος Πηνειού), επίσης για αποκομιδή αδρανών υλικών και τέλος τον εμπλουτισμό
αυτών με διάφορα επικίνδυνα απόβλητα (χημικά, ελαιοτριβείων,
βοθρολύμματα, στερεά απορρίμματα κ.λπ.). Ακόμη οι πυρκαγιές των
τελευταίων ετών, έχουν μεγιστοποιήσει τους κινδύνους (ιδίως της Σοχιάς)
για καταστροφικές πλημμύρες. Τοιουτοτρόπως οι ζωοδότες χείμαρροι
Κουρλέσα και Σοχιά έχουν μετατραπεί σε επικίνδυνες θανατηφόρες βόμβες,
που ανά την στιγμή είναι πανέτοιμες να εκραγούν και να τιμωρήσουν τον
μοναδικό τους εχθρό, τον άνθρωπο.
Με
αφορμή τις ραγδαίες και δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις, όσον αφορά τα
νέα οικονομικά δεδομένα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά και επιζητούμε
διάφορες εναλλακτικές λύσεις, για να ανταπεξέλθουμε αυτής της σκληρής
πραγματικότητας που διανύουμε, πρέπει να στραφούμε και προς το παρελθόν.
Αν όντως η περιοχή της Έλισας παρήγαγε την πορφύρα από το όστρακο Haustellum brandaris και το porpura haemostoma, ο
αγροτικός κλάδος του δήμου μας, έχει τις δυνατότητες ν’ αναζητήσει
πρότυπες αξιοπρεπείς εναλλακτικές λύσεις πράσινης ανάπτυξης και ν’
ασχοληθεί επίσημα και εντατικά σε επιστημονική βάση, με την βιολογική
καλλιέργεια
εκτροφή, παραγωγή και την παρασκευή αυτής της χρωστικής ουσίας της
πορφύρας και να δώσει μια έξυπνη και κερδοφόρα ανάπτυξη, ως αυτή των
Αρχαίων Ελισσαίων.
ΠΗΓΕΣ:
(-Κ. Π. Δάρμος, «Οι αρχαίοι ποταμοί της Πελοποννήσου», σελ. 212, εκδόσεις ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ, Αθήνα 2007.
- Ιωάννης Θ. Παπαδόπουλος, «Το Γεράκι Ηλείας», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2011.
- Μιχάλης Γ. Δημητρόπουλος (Μιχαλάκος), «Το Χάβαρι και οι Χαβαραίοι», Πάτρα 1991.
-
«Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου,
έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ
Παραδρομής», Λεχαινά 1990.
- «Ηλειακή Πρωτοχρονιά Πανόραμα 2008», ετήσια – λαογραφική – λογοτεχνική έκδοση, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα Αμαλιάδα 2008.
-
«Ηλειακά», Ντίνος Δ. Ψυχογιός, περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και
γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
- Καρνάρος Κ. Λεωνίδας, «Αμαλιάδα 1821-1914», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2002.
-«Οικιστικά
Στοιχεία & Χριστιανικά Μνημεία του τ. Δήμου Ήλιδας & Ελίσσας»,
Παναγιώτη Ανδριόπουλου, έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας.
- Περιοδικό Αλφειός, «Ξένοι Περιηγητές στην Ηλεία», τόμος 3ος σελίδα 59.
-«Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος – 18ος αιώνας», Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 1985.
- «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787 – 1797)», Φελίξ Μπωζούρ, Παρίσι έτος VIII (1800), εκδόσεις Αφων Τολίδη Αθήνα 1974.
-Πρακτικά
του έκτακτου Ηλειακού πνευματικού συμποσίου 2001, «Οικισμοί και
τοπωνύμια στην Αμαλιάδα», Εύη Πάλλα- Χρονοπούλου, Αθήνα 2003.
- «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700 – 1800, Κυρ. Σιμόπουλου, ενάτη έκδοση, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2001.
-«Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος 1973.
-«Προσωπικές
εντυπώσεις και ιστορικά ντοκουμέντα για την πόλη της Αμαλιάδας
1900-1950», Θεόδωρος Ι. Σιμιτζής, εκδόσεις Γκοβότση, Αθήνα 1993.
[1] Ο Φρανσουά- Σαρλ - Υγκ - Λοράν Πουκεβίλ (γαλλ. François Charles Hugues Laurent Pouqueville, 1770-1838), ήταν Γάλλος ιατρός, περιηγητής, διπλωμάτης, ιστορικός συγγραφέας, ακαδημαϊκός και σπουδαίος φιλέλληνας. Ο οποίος στο βιβλίο του “Ταξίδι στην Ελλάδα”, νομίζω ότι από λάθος έχει αποδώσει τ’ όνομα Πουρλέσκα, αντί Κουρλέσα.
[2]
Ελίσσομαι εκ του ελίσσω, ελίττω (ρήμα) = στρέφομαι περί το κέντρο,
συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι, κινούμενος διαγράφω αλλεπάλληλους
καμπύλες, «ελίσσομαι σαν όφις», «ελίσσεται ο ποταμός στην πεδιάδα», στρατ. «κινούμαστε δι’ ελιγμών για την κατάληψη του υψώματος».
Στην Αιτωλοακαρνανία, παραπόταμος του ποταμού Εύηνου, ονομάζεται
«Φίδιαρης», λόγω των πολλών ελιγμών που ακολουθεί μέχρι την ένωση του με
τον κυρίως ποταμό.
[3]
Οι Φοίνικες έμποροι και ναυτικοί προσέγγισαν τον Χελωνίτη κόλπο, με
σκοπό ν’ εμπορευθούν και να εξαγάγουν στη Τύρο το πολύτιμο κογχύλι που
αφθονούσε στ’ απέραντα έλη, από το οποίο παραγόταν τον πορφυρούν (βαθύ
κόκκινο) χρώμα, πλούσιο αλλά και πολύτιμο προϊόν της περιοχής που
χρησίμευε για το βάψιμο των υφασμάτων. Όπου κατά πάσα πιθανότητα ίδρυσαν
κάποιο εμπορικό σταθμό ή και τόπο επεξεργασίας του κογχυλιού, μάλλον με
την ονομασία Έλις. Μάλλον πρέπει να αποκλεισθεί ότι Έλισα ήταν ένας
οικισμός και μάλλον πρέπει να υιοθετήσουμε ότι ήταν μια μεγάλη περιοχή
αποτελούμενη από οικισμούς γύρω από το ποτάμι Έλισα (σημ. Κουρλέσα) και
ενδιάμεσα από την Πισσάτιδα και την Ήλιδα.
Η πορφύρα
είναι χρωστική ουσία που παράγεται με την επεξεργασία του οστράκου
Haustellum brandaris και η οποία δίνει ένα ανεξίτηλο βαθυκόκκινο χρώμα.
Ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη λόγω της δυσκολίας παρασκευής και της
σπανιότητας των οστράκων από τα οποία παράγεται, οπότε η χρήση ενδυμάτων
βαμμένων με πορφύρα ήταν από την κλασσική αρχαιότητα ένδειξη πλούτου
και εξουσίας. Χρησιμοποιούσαν
το Murex brandaris και το porpura haemostoma, για να βάψουν τα
πανάκριβα πορφυρένια ενδύματα (και όχι μόνο). Το πορφυρένιο ύφασμα, με
το χαρακτηριστικό ανεξίτηλο βαθυκόκκινο χρώμα του, ήταν πανάκριβο και
(κατά τον Θεόπομπο), ισοδυναμούσε με την αξία του ασημιού ή των
πολύτιμων λίθων. Ήταν συνώνυμο της απόλυτης όχι μόνο πολυτέλειας, αλλά
και της χλιδής. Κατά τη Ρωμαϊκή, εποχή (στα χρόνια του Νέρωνα), υπήρχε
νόμος που απαγόρευε στους κοινούς θνητούς να φοράνε πορφυρένια ρούχα. Το
κάθε όστρακο έδινε, μόνο, μια σταγόνα χρωστικής ουσίας. Αρκεί να
αναλογιστείτε ότι από 12.000 κοχύλια, του είδους Murex brandaris,
μπορούσαν να καρπωθούν ελάχιστα γραμμάρια πορφύρας ικανά να βάψουν ένα
μόνο ύφασμα. Η βαφή δεν ήταν κατάλληλη μόνο για τα ενδύματα, αλλά και
για το βάψιμο των ανακτόρων ή ακόμα για καλλυντικά προσώπου των γυναικών. Έτσι, με το χρώμα της πορφύρας βάφονταν μεταξύ άλλων ορισμένα ενδύματα βασιλιάδων και αυτοκρατόρων.
Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (913-959 μ.Χ.). Το
επίθετο του Κωνσταντίνου Ζ’, «Πορφυρογέννητος», παραπέμπει στην αίθουσα
του παλατιού, την ενδεδυμένη με πορφύρα, όπου ερχόταν στον κόσμο τα
νόμιμα τέκνα των εν ενεργεία αυτοκρατόρων. Φαίνεται ότι υιοθέτησε
το επίθετο, για να δώσει έμφαση στα νόμιμα δικαιώματά του στο θρόνο
(ενώ τυπικά δεν ήταν εντελώς πορφυρογέννητος). Γενικά οι Πορφυρογέννητοι
γιοι είχαν προτεραιότητα έναντι των άλλων που είχαν γεννηθεί πριν ο
πατέρας τους γίνει βασιλεύς. Μεταγενέστεροι αυτοκράτορες είχαν το χαρακτηρισμό «Πορφυρογέννητος» (Ρωμανός Β’, Ζωή κ.λπ.).
[4] Στο βιβλίο του Προφήτη Ιεζεκίηλ εγκωμιάζεται η πορφύρα των νησιών Ελεισά: «Το επισκήνωμα… ….πορφυρούν από τα νησιά Ελεισά». Από ότι γνωρίζουμε, οι Φοίνικες είχαν κάποια παρουσία στις δυτικές Πελοποννησιακές ακτές, όπου παραγόταν πορφύρα.
[5]
Αξιοπερίεργο είναι και αυτό χρειάζεται μια ιδιαίτερη επιστημονική
μελέτη, ότι ποτάμια, χείμαρροι και μικρά ρέματα, μόνον και μόνον της
Βορειοδυτικής Πελοποννήσου και ιδιαίτερα της Ηλείας, κατά μεγάλο ποσοστό
φέρουν θηλυκά ονόματα, όπως: Η Νέδα, η Τσεμπερούλα (νυν Διάγων), η
Κόβιτσα (νυν Αχέρων Ηλείας), η Παρθενία (νυν Μπακιρέϊκα πηγάζει δυτικά
του Λάλα και χύνεται στον Αλφειό), η Ντουάνα ή Δοάνα ή Ντάλομη (νυν
ποταμός Ερύμανθος, πηγάζει από το όρος Ερύμανθος και χύνεται στον
Αλφειό), η Λεστένιτσα (νυν Ενιπέας), η Σοχιά (διαρρέει την Αμαλιάδα), η
Κουρλέσα (βόρεια της Αμαλιάδας), η Μαργαρίτα (μεταξύ Κουρλέσας και
Πηνειού), η Βέργα που διασχίζει την Βουπρασία, η Μάνα (νυν Λάρισος), και
τέλος η Καμινίτσα (νυν Πείρος νομού Αχαΐας).
[6]
Σήμερα οι χείμαρροι είναι σχεδόν κατά τους θερινούς μήνες παραμένουν
ξερικοί (ξερολάγκαδα). Μέχρι και την δεκαετία του 1970, είχαν νερό όχι
μόνον τον Χειμώνα, αλλά και ολόκληρο το Καλοκαίρι. Σε μερικές πηγές
ακόμη τρέχουν ακόμη λίγα νερά, τα οποία μετά από λίγα μέτρα χάνονται στο
έδαφος και ποτέ δεν φθάνουν στην κοίτη των ρεμάτων. Κατά τους
Χειμερινούς μήνες και μετά από έντονες βροχοπτώσεις ο χείμαρρος πολλές
φορές υπερχειλίζει, χωρίς ποτέ να καταστεί επικίνδυνος, Ενώ τα νερά των
χειμωνιάτικων πηγών πάντοτε στα μέσα της Άνοιξης στερεύουν μέχρι τις
επόμενες βροχοπτώσεις.
Το
φαινόμενο της ξήρανσης των πηγώ,ν κατά πλείστον οφείλεται στις
αμέτρητες γεωτρήσεις ύδατος που υπάρχουν στην περιοχή μας, οι οποίες
έχουν αλλάξει την στάθμη των υπόγειων υδάτων και έχουν μετακινήσει
βυθομετρικά, τον προϋπάρχοντα υδροφόρο ορίζοντα.
[7]
Το όνομα Κουρλέσα (θηλ.), υποθέτω πρέπει να υιοθετήθηκε από τις κύριες
πηγές του, που τότε ήσαν στην περιοχή Κορτέσα, η (θηλ.). Συνήθως και
κατά πλειονότητα, οι χείμαρροι και τα ποτάμια της Ηλείας λάμβαναν το
όνομα από την κύρια πηγή τους. Όπως ο Πηνειός ή Γαστουναίϊκο, η κύρια
πηγή του ονομάζεται Γαστουνιά και βρίσκεται στον οικισμό Κρυόβρυση
(πρώην Βερβινή). Ένα άλλος χείμαρρος που πηγάζει από την Ορεινή (πρώην
Μοστενίτσα ακόμη σήμερα ονομάζεται Μοστενιτσάνικο). Ακόμη στην περιοχή
μας ο Πηνειός ποταμός, αναφέρεται με πλήθος από ονόματα που έχουν
υιοθετηθεί από στις περιοχές που διαρρέει, όπως: Βερβιναίϊκο λόγω των
πηγών από τον ομώνυμο οικισμό, Κακοταρέϊκο στο τμήμα που διαρρέει στον
οικισμό Κακοτάρι, Καλφαίϊκο εκεί που διαρρέει τον οικισμό Κάλφα,
Ξενιέϊκο στον οικισμό Ξενιές και Γαστουναίϊκο για τον οικισμό της
Γαστούνης. Ακόμη ένα κομμάτι του Σελληέντα (παραπόταμος του Πηνειού),
ονομάζεται Λαγαναίϊκο επειδή διαρρέει τον οικισμό Λαγανά.
Τοιουτοτρόπως
και τ’ όνομα Κουρλέσα, νομίζω ότι πρέπει σίγουρα να προήλθε από τις
κύριες πηγές του, που ήσαν γύρω από τον λόφο Κορτέσα και συν τον χρόνο ο
ορισμός Κορτέσα και γλωσσολογικά να μετεξελίχθηκε σε Κουρλέσα. Και από
αυτό προκύπτει ότι ο χείμαρρος έχει θηλυκό όνομα. Κουρτέ(σ)σα. Όμως μας
είναι άγνωστο ακόμη, αν υπήρχε και κάποια πηγή στον εν λόγο λόφο, μ’
αυτό το όνομα.
Το
όνομά της μπορεί να έχει σχέση με τη βυζαντινή οικογένεια των
Κουρτέσηδων. Επειδή όμως συνώνυμα τοπωνύμια συναντώνται στην Ήπειρο και
συγκεκριμένα στο Μαργαρίτι, την Πρεμετή και τη Σκόδρα, κατοικούμενα μόνο
από Μουσουλμάνους, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι υπήρξε μάλλον κίνηση
εποίκων από Ήπειρο προς Καρδίτσα, Ηλεία και Κορινθία, στην οποία πρέπει
να αποδοθεί η προέλευση του τοπωνυμίου «Κουρτέσσα» από την αλβανική λέξη
«Κουρτέσι».
Έτερη
άποψη αναγνωρίζει στο τοπωνύμιο από διάφορες προελεύσεις όπως: Κουρτ
(Σλαβ.) =νεροσυρμή, υδρορροή. Ομώνυμες κουρτίκι, κουρτέσι Κορτέσα κ.λπ.
Κουρταλώ (ρήμα μετβ.) = κροταλίζω, κρούω, κτυπώ επανειλημμένος κάτι. Ο
Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό μας Ύμνο αναφέρει: «…δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η χρεία σου κουρταλεί…». Κουρτεσία η, κουρτεσά,
κουρτεσιά, κουρτεχία, = Ευγένεια, καλή συμπεριφορά. Έκφρ. διά
κουρτεσιάν ή για κουρτεσάν = για το χατίρι μου· παρακαλώ:
[<προβ. courtesia ή <ουσ.κουρτέσης + κατάλ. –ία].
Κούρταλα = τα τύμπανα, τα μουσικά όργανα. Δημοτικό τραγούδι» «….ν’ οπού βαρούν τα κούρταλα, κι ακούγονται τραγούδια…».
Ίσως επειδή το άφθονο νερό έρρεε στις απότομες πλαγιές, του λόφου και
ίσως να προκαλούσε θόρυβο, οι πρώτοι οικιστές ν’ απόδωσαν αυτό το όνομα.
Κουρντίζω = συγχρονίζω τα έγχορδα μουσικά όργανα, εξοπλίζω με τσοκάνια
το κοπάδι.
Κούρτη = (Βυζαντ.) = στρατιωτικό τάγμα, ενώ κατά την Φραγκοκρατία
σήμαινε Συμβούλιο Ηγεμόνος, κατά την Ιταλική γλώσσα σημαίνει αυλή
οικίας, αυλόγηρος, και κατά την Ελληνική η κουρτίνα σημαίνει
παραπέτασμα.
[8]
Μπουμπουνίτσα, η = μεγάλη φωτιά. Μπουμπούσι, το = το σκαθάρι, το
ζωύφιο, το στοιχειό. Μπουμπουτίζω, = ποτίζω αργά- αργά. Μπουμπουνίζω, =
χτυπάω με τον κόπανο χόρτα, χορτοκοπανίζω, κτυπάω δυνατά. Μια τοπική
φράση που ακούγεται μέχρι και σήμερα για κάποιον που άναψε φωτιά
αναφέρει: «Την μπουμπούνιξε την φωτιά», Μπουμπουνητό = ο εκκωφαντικός
ήχος (βρόντος) μετά την αστραπή (φυσικό φαινόμενο). Εξ’ ου και η φράση
«Αστράφτει και βροντά».
[9]
Το όνομα Μπουμπούνα κατά μαρτυρίες των γεροντότερων, προήλθε από το
δυνατό βουητό του νερού που έπεφτε από ψηλά στην κρέμαση του μύλου, για
να γυρίσει την φτερωτή, που βρισκόταν στην συμβολή των δύο ρεμάτων στο
ύψος του σημερινού οικισμού Μπουμπούνα. Μάλιστα όπως αναφέρεται, οι
περαστικοί που δεν γνώριζαν την ύπαρξη του μύλου, όταν άκουγαν το δυνατό
θόρυβο νόμιζαν ότι μπουμπουνίζει.
[10]
Στο ρέμα υπήρχε και νερόμυλος, ο λεγόμενος μύλος του Μπέρδα ή
Μπερδαίικος μύλος. Η θέση εκεί που βρισκόταν ο μύλος, σήμερα λέγεται
Παλιόμυλος.
[11]
Μεταξύ των οικισμών Κοκλάκι και Ακοβίτη, υπήρχε ένας νερόμυλος που
γύριζε με τα νερά της Κουρλέσας. Όπως μου ανέφεραν οι γεροντότεροι,
υπήρχε μεγάλη διένεξη μεταξύ Κουκλακαίων και Ακοβιταίων, αφού πολλές
φορές είχαν έρθει σε αψιμαχίες μεταξύ τους και αιτία ήταν το νερό του
λαγκαδιού που χρησίμευε για την άρδευση και λειτουργία του μύλου των
Ακοβιταίων, ενώ έπρεπε να αρδεύσουν ταυτόχρονα και τα ποτιστικά χωράφια
τους με τα νεραύλακα, που είχαν κατασκευάσει δεξιά και αριστερά της
κοίτης του χειμάρρου.
[12]
Λεβεντόστανη λέγεται η τοποθεσία εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η
επιχείρηση με τους στάβλους και τα σφαγεία των υιών Κωνσταντίνου Αθ.
Νικολόπουλου. Πρώτος έκανε την «πιασά» ο Βασίλης Νικολόπουλος, γνωστός
με το όνομα «Βασίλας», ακολούθησε ο Χρήστος Νικολόπουλος που ήταν
γνωστός με το παρατσούκλι «Σκαλτσάς».
[13]
Σάπια ονομαζόταν η πηγή νότια του οικισμού Τσιχλέϊκα και νοτιοδυτικά
της τοποθεσίας Χέρωμα και συγκεκριμένα στον αγροτικό δρόμο που ενώνει
τον οικισμό με το ναΰδριο του Αγίου Ανδρέα. Λεγόταν Σάπια, διότι το νερό
της κατά πάσα πιθανότητα περιείχε σίδηρο και τα νερά της αφήναν ίχνη
σκουριάς.
[14]
Μετά από διάφορα αντιπλημμυρικά, έργα επικάλυψης του χειμάρρου εντός
της πόλης της Αμαλιάδας, η Σοχιά είναι πλέον ακίνδυνη ακόμη και παρά την
οικολογική καταστροφή μετά από τις πυρκαγιές του 2007, όπου όλα όμβρια
ύδατα από τα πρανή εδάφη που καταλήγουν εντός της κοίτης της έχουν
αποτεφρωθεί και συμβάλλουν αρνητικά στην κατακράτηση των επικίνδυνων
όμβριων υδάτων.
[15] Στην Σοχιά υπήρχε ο νερόμυλος του Κρισάρα, που βρισκόταν πιο πάνω από το Γεράκι προς το Περιστέρι. Ένας
διπλός νερόμυλος, ο μύλος του Μαστρογιαννόπουλου (Κατσουρίδα), ακόμη
υπήρχε στην Σοχιά αριστερά όπως ανεβαίνουμε την οδό Γηπέδου ενδιάμεσα
της οδού Δερβενακίων και Οινομάου, η δε τοποθεσία λέγεται Παλιόμυλος.
Άλλος ένας νερόμυλος βρισκόταν στο κέντρο της πόλης στην σημερινή
πλατεία Μπελογιάννη και στην συμβολή των οδών Αρχαίας Ήλιδος και Ρήγα
Φεραίου, κάτω από πρώην καφενείο του Κίντου, όπου εκεί υπήρχε και το
πρώτο γεφύρι. Το δε κεντρικό γεφύρι που ένωνε το Καλίτζα με το Ντερβίς
Τζελεμπή, λεγόταν Γιοφύρι του Κουρουπά και κτίσθηκε κατά το έτος 1915,
επί προεδρίας του ιατρού Βασ. Παπακωνσταντίνου.
[16]
Με την απελευθέρωση από τους Τούρκους, με Β.Δ. στις 10/1/1834,
δημιουργείται ο Δήμος Ελίσσης Β΄ τάξεως, με έδρα το Δερβή - Τσελεπή και
τους γύρω οικισμούς. Ο νεοσυσταθείς δήμος, δανείζεται τ’ όνομα από την
μυθική Έλισσα, κέντρο επεξεργασίας πορφύρας των Φοινίκων, που βρισκόταν
στις εκβολές του Ελισσαίου (σημ. Κουρλέσα) ποταμού.
[17] Το
Ρένεσι είναι εγκαταλελειμμένο πλέον χωριό στην περιοχή του δήμου
Αμαλιάδας μεταξύ του οικισμού Μπουμπούνας και Ανάληψης (Ζερόν). Ήκμασε
την περίοδο της τουρκοκρατίας, οπότε ήταν και έδρα αγά. Εικάζεται ότι
στο χωριό αυτό ζούσαν μόνο Τούρκοι, οι οποίοι ήταν πολύ σκληροί με τους
Έλληνες κατοίκους της γύρω περιοχής. Ίχνη μιας εκκλησίας, του Αγίου
Ιωάννου, υπάρχουν στην περιοχή «Μαυρομαντήλα», ένα χιλιόμετρο περίπου
βορειοδυτικά από το Ρένεσι. Την ονομασία της, η περιοχή, λέγεται ότι την
πήρε από τα πολλά μαύρα μαντήλια που φορούσαν οι γυναίκες. Η παράδοση
έχει διασώσει την πληροφορία, ότι υπήρχαν εκεί πολλές χήρες, γιατί
κάποιος αγάς του Ρενεσιού σκότωσε όλους τους άνδρες του χωριού. Ίσως
αυτή να είναι η αιτία που το χωριό σιγά-σιγά έσβησε, ενώ η περιοχή ακόμη
και σήμερα λέγεται «Μαυρομαντήλα».
[18]
Η τοποθεσία Μπαρλιάκι απόκτησε αρχαιολογικό ενδιαφέρον, διότι πρόσφατα
ανακαλύφθηκαν αμφορείς, που εικάζεται ότι είναι ευρήματα κάποιου αρχαίου
νεκροταφείου.
[19]
Ρωμέϊκα σπίτια ή Ρωμέϊκη ρούγα ή Ρωμαίϊκα λεγόταν κατά την
τουρκοκρατία, και ιδίως από τους Τούρκους, οι διάφοροι οικισμοί ή
γειτονιές ανά την επικράτεια της Μωαμεθανικής αυτοκρατορίας, που
κατοικούσαν μόνο Ρωμιοί (Έλληνες).
[20]
Οι πυρκαγιές και η συνεχιζόμενη ανεξέλεγκτη εκχέρσωση, συνέβαλαν
αρνητικά ώστε τα όμβρια ύδατα κατά την εποχή των βροχοπτώσεων να μην
συγκρατούνται και να μην αποθηκεύονται στην γη, αλλά κυλούν ανεξέλεγκτα
στις πλαγιές των λόφων και να ρέουν εντός των χειμάρρων και να προκαλούν
πλημμύρες. Αντίθετα η φυλλωσιά των δένδρων, και ιδίως αυτή που έχει
απορριφθεί από τα δένδρα, συγκρατούσαν τα νερά και το έδαφος απορροφούσε
όλα τα βρόχινα νερά και τα αποθήκευε στις δεξαμενές του, τροφοδοτώντας
με την σειρά του όλες τις πηγές της περιοχής και τα ρέματα.
Πηγή: www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου