Μια
φορά σε τούτο τον δικόνε μας τόπο, ήτανε ένας πολύ καλός φτωχούλης άνθρωπος και
μπίτι αγαθούλης, με μια λυκουνιά παιδιά στην λάκκα. Έμενε μακριά από το χωριό
στριμωγμένος σε μια παλιοχαμοκέλα και πιο πέρα είχε και ένα μικρό καλυβάκι με
καμιά δεκαριά μαρτινούλες με λίγα χωραφάκια ξερικά και κανά δυο μεροδούλια
ποτιστικό, κάτου από την βρυσούλα του Αγιάννη. Ήτανε παιδί μυλωνά και είχε
κληρονομήσει ένα καλό μύλο. Έλα μου όμως που μπροστά από κανά δυο χρόνια, έκανε
ένα τρανό σεισμό και στέρεψε το νερό από το κεφαλάρι και έμεινε ο μύλος
ξερικός. Και έτσι ο Γιάννης, έμεινε από δουλειά και έσπρωξε να βρει αλλού,
κανένα άλλο μύλο, αλλά δεν βρήκε πουθενά. Όταν ανοίγανε οι δουλειές στον κάμπο,
έπαιρνε δυο τσόλια σε μια μπαντανία και κατέβαινε μαζί με τους συγχωριανούς του
για σκάψιμο, χαράκι, θέρο, τρύγο και για το λιομάζεμα. Έτσι κουτσά- στραβά με
ευτούνα και με κάτι μαρτινούλες που είχε, πέρναγε και μεγάλωνε και τα παιδιά
του.
Μια
παλιοχρονιά, ο μαύρος ροβολώντας στο σκαλί για να βοσκήσει τα μαρτίνια του
παραπάτησε, έπεσε και έσπασε το ένα του ποδάρι και εκείνη την χρονιά δεν πήγε
για ελιές για να φέρει το λάδι της χρονιάς του. Η γυναίκα του, η Βγενικούλα,
στενοχωριότανε και μέρα-νύχτα μουρμούριζε:
-Τι θα
απογίνουμε φέτος Γιάννη μου, τι θα φάνε τα παιδιά μας; Τι κακοχρονιά, μας βγήκε
τούτη.
-Σώπα,
Βγενικούλα μου! Την ’σύχαζε ο Γιάννης. Σώπα, χρονιά είναι και θα
περάσει. Και να σου πω και κάτι τις. Άμα θέλει ο Θεούλης μας δίνει και μας
παίρνει όλα του τα καλούδια. Βλέπεις ήτανε θέλημα Θεού. Μην φοβάσαι, δεν μας αφήνει
να χαθούμε έτσι, έχει κάνει το κουμάντο του.
Η
Βγενικούλα, που να ’συχάσει η μαύρη, την έτρωγε το ντριβέλι πως θα ζήσει τα
νιάκαρα, πως θα βγάλει τούτο χειμώνα. Ο Γιάννης, λογάριαζε να σκοτώσει το
γουρούνι, νωρίς τις γιορτές (Χριστούγεννα) να μην το αφήκει για τις αποκριές,
όπως έκανε κάθε χρόνο, να λιώσει το λίπος να το βάλουνε στην λαΐνα και να
βολευτούνε ταμάμ μέχρι να πάρει ο Μάρτης για να πάει στον κάμπο για σκάψιμο.
Τα
Νικολοβάρβαρα, ο κόσμος χάλαγε από τα αστροπελέκια και την βροχή. Μετά από κανά
δυο ημέρες που μαλάκωσε ο καιρός, ο Γιάννης με την Βγενικούλα, περάσανε την
αποκεί μεριά από το λαγκάδι για να μαζώξουνε λίγα ξύλα, σιμούλια από το
εκκλησάκι του Αγιάννη, να τα κόψει ο Γιάννης και να τα ζαλωθεί η Βγενικούλα.
Μόλις περάσανε το ξυλογιόφυρο, βρήκανε τον κούφιο γεροπλάτανο ανοιγμένο στα δυο
και ο μισός πεσμένος, κατά το λαγκάδι. Ο Γιάννης μόλις τον είδε σκέφτηκε ότι
κάποια αστροπή θα έφαγε και κοντοζύγωσε κουτσαίνοντας να ιδεί. Μόλις ζύγωσε
ακούμπησε τα χέρια του στην κουφάλα. Τηρώντας μέσα, του κόπηκε η ανάσα, ίσα-
ίσα που έβγαλε μια φωνή και έπεσε χάμου φαρδύς πλατύς. Η Βγενικούλα που είχε
σάξει πιο πέρα για κάτουρο, μόλις είδε τον Γιάννη να πέφτει κάτου, ανάγκασε την
ανάγκη της, μισοσήκωσε το βρακί της, απόλυκε το σηκωμένο φουστάνι της και με
πεντέξι αδρασκελιές βρέθηκε σιμά στον Γιάννη. Ο δόλιος Γιάννης, είχε ολάνοιχτα
τα μάτια, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά, μονάχα έβγαζε βαθιές ανάσες και
τις έδειχνε με το χέρι του την κουφάλα του πλατάνου.
Μόλις
η Βγενικούλα γύρισε και τήραξε στην κουφάλα, έμεινε και του λόγου της ξερή.
Έπιασε φίληγε τον Γιάννη τον σκαμπίλιζε και με μια τρανή χαρά και τήραγε η
μαύρη πώς να τον συνεφέρει.
Μα
τι διάβολο συνέβαινε; Μέσα στην κουφάλα του πλατάνου, κάποιος από παλιά
φαίνεται, είχε κρύψει μπόλικα ολόχρυσα φλουριά. Μόλις έπεσε η αστροπή, ο
πλάτανος άνοιξε στα δυο σαν το σκιζάρι και ο μισός έπεσε. Το πέσιμο έβγαλε στην
φόρα, το χρυσάφι που ήτανε τρουπωμένο στην κοιλιά του, από πότε, ένας Θιός το
ξέρει.
Μόλις
μάτα συνήλθε ο Γιάννης, πέταγε από την χαρά του, ούτε ποδάρι τον πόναγε ούτε
τίποτα, με τέτοια τύχη που τον αντάμωσε, τι να πρωτονοιώσει ο μαύρος. Κάτσανε
κι οι δυο κατάχαμα, αφού μάσανε τις λίρες στην μπροστοποδιά της, παρατήσανε τα
ξύλα, πήρε την τσεκουρίτσα παραμάσκαλα ο Γιάννης και η Βγενικούλα τα φλουριά
και γιομάτοι χαρά αλλά και φόβο, περάσανε το ξυλογιόφυρο και ματαγυρίσανε στο
παλιοκάλυβο.
Κάτσανε
χάμου και τα μετρήσανε και μια και δυο και τρεις φορές, χίλια εφτακόσια δέκα
τρία ολόχρυσα φλουριά. Στα παιδιά δεν μαρτυρήσανε τίποτις. Το βράδυ που να
κλείσουνε μάτι, λες και είχανε τριδόνες, το νυχτέρι το βγάλανε χάμου στην φωτιά
και κρυφοκουβεντιάζανε τι θα κάνουνε με τα λεφτά. Η Βγενικούλα, που ήτανε πιο
ξύπνια, του είπε να πάει πρώτα να βγάλει τα χρέγια από το μπακάλικο που ψώνιζε
και του απανόγραφε, αλλά και που κόντευε να τους πάρει τον κήπο με τις
ομολογίες που έβαλε και υπόγραψε ο Γιάννης, και μετά να φτιάξουνε ένα σπιτάκι
στο χωριό εκεί στον κήπο, που του είχε αφήκει η μακαρίτισσα η μάννα του, γιατί
τους έφαγε η ερημιά.
Την
άλλη ημέρα ο Γιάννης καβάληκε το μουλάρι του και έσαξε κατά το χωριό να βγάλει
τα χρέγια του. Ήτανε η πρώτη φορά μετά από χρόνια που πήγαινε στο μαγαζί με
ψηλά το κεφάλι και γελάγανε και τα μουστάκια του. Μόλις μπήκε στο μαγαζί,
καλημέρισε τον κόσμο και έπιασε ένα τραπέζι και αφού παράγγειλε ένα βραστό
τσίπουρο, διέταξε το μαγαζί να κεράσει ούλους όσοι ήσαντε μέσα. Ο μαγαζάτορας, ο
μπάρμπα– Αντώνης, μεγάλος κερατάς και καλός κουμανταδόρος, βλέπεις είχε πιεί το
ζουμάκι των φτωχών συγχωριανών του λέει:
-Άστα εφτούνα ρε Γιάννη,
εδώ μου χρωστάς του κόσμου τα λεφτά, καθάρισε το κάθικό σου, δείξε μου φως και
εγώ σου τους κερνάω ούλη την ημέρα.
-Πόσα σου χρωστάω
μπάρμπα- Αντώνη;
-Οχτακόσια εβδομήντα φράγκα
βαρβάτα και χωρίς νουρά.
Ο
Γιάννης απλώνει στην τσέπη του, βγάζει ένα χρυσό φλουρί το στρίβει και το
πετάει προς τον μπάρμπα- Αντώνη λέγοντάς του:
-
Σου φτάνει ετούτος ο ήλιος μπάρμπα;
Ο
μπάρμπα- Αντώνης, παρά τα χρόνια του, άρπαξε στον αέρα το φλουρί κι αφού το
τήραξε το ξανατήραξε, έριξε με μια κουτοπόνηρη στραβή ματιά στον Γιάννη του λέει:
- Ωρέ σώνει και
περισσεύει Γιάννη μου.
- Ε! Τότε ξεχρέωνε το
κιτάπι σου και κέρνα μέχρι το βράδυ. Και κάτι ακόμα, γεροκουσκούτη. Βγάζει τότενες μια χούφτα από δαύτα από
την τσέπη και του λέει:
-Φόρτωσε το βασταγούρι σου, με από ούλα τα
καλούδια σου και τράβατα στο κονάκι μου να φάνε τα διαβολάκια μου.
Ο
Μπάρμπα- Αντώνης τσακίστηκε φώναξε την γυναίκα του και το παιδί του, ετοίμασανε
ένα σωρό καλούδια, τα φόρτωσανε το βασταγούρι και τα έστειλε στο κονάκι του
Γιάννη. Βούιξε ούλο το χωριό, μόλις είδανε τον Γιάννη αρματωμένο με λίρες,
μαζευτήκανε στο μαγαζί του Αντώνη να τις ιδούνε με τα μάτια τους. Οι κουβέντες
πηγαίνανε και ερχόσαντε, άλλοι λέγανε έτσι, άλλοι αλλιώς και δώστου να ’χει,
αλλά κανένας δεν ήξερε που τις οικονόμησε. Το κοντόγιομο, ο Γιάννης έκανε
λογαριασμό με τον μπάρμπα Αντώνη πλέρωσε, φόρεσε στραβά την τραγιάσκα του, ούλο
καμάρι, καβάληκε το μουλάρι του κίνησε να ροβολήσει για το κονάκι του.
Σάματις
έφθασε στο κονάκι του, βρήκε ούλη την οικογένεια να έχουνε πέσει με τα μούτρα
στα καλούδια που είχαν ξεφορτώσει από το μουλάρι του μπάρμπα Αντώνη.
Ο
Γιάννης τήραξε και ευτούνος τα καλούδια και καμάρωνε την λυκουνιά του. Μετά
μαζωχτήκανε τρογύρω στον σοφρά και φάγανε και μετά έγειρε κοντά στο παραγώνι
και πήρε λίγο ελαφρούλια τον υπνάκο του, να ντώσει το κεφάλι του από την
σκοτούρα του τσίπουρου.
Μόλις
χαλούπωσε μαζευτήκανε ούλοι πάλε στο παραγώνι τα παιδιά κοιμηθήκανε και
κουβεντιάζανε οι δυο τους τι να κάνουνε με τα λεφτά που τους έστειλε ο
Αγιάννης. Λέγανε και ξελέγανε και απόφαση καμιά δεν παίρνανε, μέχρι που λαγιάσανε
κι εκείνοι από την πύρα και τους πήρε ο ύπνος.
Την
άλλη μέρα, μόλις φώτισε για τα καλά, τηράνε να βγαίνει μια μεγάλη καπνούρα κατά
την μεριά του Αγιάννη. Πιλάλα μπροστά αμολιέται η Βγενικούλα και πίσω ούλη η
οικογένεια πισάχναρα για να δούνε τι γίνεται. Σάματις φθάσανε, είδανε το
εκκλησάκι να έχει λαμπαδιάσει και να καίγεται του καλού καιρού. Αμπολιέται η
Βγενικούλα φέρνει κανά δυο- τρεις καρδάρες και αφού πιάνανε νερό από την γούρνα
της βρύσης το πετάγανε επάνω στην σκεπή για να την σβήσουνε. Είδανε και
αποείδανε μέχρι να σβήσει το λάμπαδο της φωτιάς. Όταν κόπασε ο λάμπαδος, ρίνανε
νερό εκεί που καπίνιζε. Μετά από πολύ ώρα κοιτάξανε μέσα από την πόρτα και δεν
είχε απομείνει τίποτα, μόνο η εικόνα του Αγιάννη είχε μείνει απείραγη, λες και
την φύλαξε ο Άγιος. «Μεγάλη να είναι η Χάρη του!».
Αφού
σβήσανε και την τελευταία σπίθα, αποκαμωμένοι από την κούραση, πήρανε την
εικόνα του Αγιάννη και γυρίσανε στο κονάκι. Έλα μου όμως εκεί που τους περίμενε
μια τρανή λαχτάρα. Βρήκανε το κονάκι κουρσεμένο, λες και είχανε περάσει τούρκοι.
Σκουτιά χάμου πεταμένα, το μπαούλο σπασμένο, τα κατσαρολικά και ο γιούκος
ήσαντε ανεμοτρούλι, οι μπαντανίες ξίστρωτες, ακόμη και το ψωμί από την μαλάθα
πεταμένο χάμου. Ο Γιάννης κέρωσε, τον φάγανε τα μαύρα φίδια. Δίχωτις να βγάλει
άχνα, ανέβηκε στο κοντοσκάμνι και τήραξε στην ρέχτη στην μεριά που είχε
συγυρίσει τις λίρες. Άπλωσε το χέρι του, το ξανά άπλωσε, μα τίποτα, οι λίρες
είχανε κάνει φτερά. Ανέβηκε σ’ ένα τρανύτερο σκαμνί που ήτανε πιο ψηλό και ξανακοίταξε
μα πάλε τίποτις.
Μουρλάθηκε
από το κακό του, τούτο το πράμα δεν το λόγιασε ποτέ ο νους του. Η Βγενικούλα
δεν ήθελε και πολύ να καταλάβει τι γίνεται, και από το κακό που πάθανε, τράβαγε
τα μαλλιά της κι έσκουζε λες και είχε θανατικό στο κονάκι της. Αλλά ότι και να
κάνανε και να λέγανε τίποτα δεν γινότανε, τα λεφτά ήσαντε χαϊτά. Το βράδυ που
να κλείσουνε μάτι, από την στεναχώρια, αλλά και από την σκοτούρα για το ποιος
είχε πάρει τους παράδες τους. Από το πρώτο βράδυ, εκεί που είχανε μουρλαθεί τι να
τα κάνουνε, τώρα κλαίνε για αυτούνα που χάσανε.
Ούλη
την νύχτα έβρεχε ο Θεός με τον Θεό. Μέχρις που χάραξε η αυγή, κι’ η βροχή δεν
έλεγε να ξεκόψει. Ο Γιάννης αν και κουτσός, πήρε παραμάσχαλα την εικόνα του
Αγιάννη και κούτσα- κούτσα τράβηξε για το καμένο εκκλησάκι. Μόλις έφθασε
αποίκου, άφηκε την εικόνα κατάχαμα
μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας και λέει στον Αγιάννη:
-Άκου
Άγιε μου Αγιάννη και άμα θες συγχώρεσέ με. Εγώ ο μαύρος ούτε τα έκλεψα από
κανείνε, ούτε από το κονάκι σου τα πήρα. Εσύ ξέρεις ποιος σ’ έκαψε και ποιος με
έγδυσε. Τήρα να μου δώκεις φώτιση να ξαναβρώ τα λεφτά να τα ταΐσω τα παιδάκια
μου και εσένα να σου ξαναφτιάξω πάλε το κονάκι σου. Αλλιώτικα και τα δικά μου
τσορομπίλια θα πεινάσουνε, αλλά και σένα θα σε φάει το κρύο και ο νοτιάς.
Τότε
ξανάρχισε ένα μπουμπουνηχταριό, κι από ότι φαινότανε ερχότανε τρανή μπόρα. Έκανε
τον σταυρό του, ασπάσθηκε την εικόνα και έφυγε γυρνώντας πάλι στο φτωχικό του. Δεν
πρόλαβε καλά- καλά να μπει στο κονάκι του όταν σήκωσε έναν διαβολαγέρα και
τσάκωσε μια δυνατή μπόρα. Κατά το κολατσιό που κράτησε ο καιρός, ο Γιάννης,
ρουντζωμένος βγήκε όξω στην αυλή του, να ξεσκάσει. Τότενες άκουσε την καμπάνα
του χωριού να βαρεί βαριά. Αλαφιάστηκε, αλλάξανε τα μούτρα του και μίλησε της
Βγενικούλας. Εκείνη βγήκε όξω από το σπίτι σφουγκίζοντας τα χέρια με την
μπροστέλα της και της λέει:
-Μώρ’ Βγενιώ, γι’
άκου, βαριά βαράει η καμπάνα, ήτανε κανένας του θανατά απάνου στο χωριό;
-Όχι Γιάννη μου δεν
έχω ακούσει κάτι τις.
-Θα σάξω κάτ’ απάνου
να ιδώ τι τρέχει.
Καβάληκε
το μουλάρι του και ανηφόρισε γοργά για το χωριό. Μόλις ξαγνάντισε στα πρώτα
σπίτια, είδε μια ανακατωσούρα και άκουγε σκουξίματα. Εκεί βρήκε ένα παιδάκι και
το ρώτησε γιατί βαρεί η καμπάνα.
-Μπάρμπα! του λέει.
Έριξε κακιά αστροπή και σκότωσε το παιδί του μπάρμπα- Αντώνη του μπακάλη.
Βάρεσε
το μουλάρι του και πήγε στο σπίτι του μπάρμπα Αντώνη. Εκεί τι να ιδεί, θλίψη,
μαυρίλα, κλάματα και σκουσμάρια. Το παιδί ο Γιαννάκος, κάπου στα δεκαοχτώ
κοτζάμ πανέριο παλικάρι δυο μέτρα, έχει γίνει κάρβουνο, ξύλο ξερό απάνου σε ένα
ξυλοκρέβατο, να σε πιάνει τρομάρα και να μην ξέρεις πούθενες να σάξεις. Οι γυναίκες του χωριού ούλες
μαυροφορεμένες, με τα μαντήλια στα κεφάλια τους να μοιριολογάνε, να σε πιάνει
τρομάρα και πόνος. Πιο πέρα πεντέξι άνδρες κουβεντιάζανε πως βάρεσε το κακό σε τούτο
το κονάκι. Κανείς δεν μπόργιε να το πιστέψει. Η μάνα του το πρωί, σαν είδε τον
καιρό να φορτώνεται τον σήκωσε ν’ αναγκάσει να πάει στο καλύβι γλήγορα να
συγυρίσει πεντέ- έξι μαρτινούλες, που είχανε, προτού πιάσει η θεομηνία. Μόλις
έφθασε, το παιδί, στην καλύβα άρχισε να αστράφτει και να βροντοκοπάει, χάλαγε ο
τόπος. Τότε ακούστηκε μια δυνατή αστροπή που έσκισε τον ουρανό και βρόντηξε λες
και έπεσε κανόνι. Η μάνα του Γιαννάκου, μόλις άκουσε το βρόντημα αλαφιάστηκε
κοίταξε κατά την καλύβα που ήτανε καμιά εφτακοσαριά οργιές πιο πέρα από το
σπίτι της και έβαλε τις φωνές.
-Κακό που έπαθα η
μαύρη.
-Τι έπαθες της; Της λέει η γριά πεθερά της.
-Έριξε αστροπή στην
καλύβα και έχει πάει το παιδί να συγυρίσει τα πράματα. Πάου να ιδώ.
Το
πήρε πιλάλα και σε δυο λεφτά, μόλις βγήκε στο ξάγναντιο και φάνηκε η καλύβα
είδε να καπινίζε, χωρίς να έχει λαμπαδιάσει.
Πιλάλα
η μαύρη με κομμένη την ανάσα ζύγωσε και φώναζε Γιαννάκο!, Γιάννο μου! Αλλά
καμιά απόκριση δεν πήρε. Έβαλε το μαντήλι στα μούτρα της, για τον καπνό και μόλις
κοντοζύγωσε είδε το παιδί της τον Γιαννάκο και τα ζωντανά της φαρδιά πλατιά σε
ένα αίμα. Η σκεπή της ραποκαλύβας, αν και μουσκεμένη από την μπόρα σιγόκαιγε
και κάπνιζε. Πιάνει το παιδί από τα πόδια, έβαλε ούλη της την δύναμη και σιγά-
σιγά το έσουρε όξω από την καλύβα. Έπεσε απάνου του να τον συνεφέρει, μα που, ο
Γιαννάκος ξύλο ξερό. Αφού δεν μπόργιε να κάνει τίποτα ξαπολιέται για το χωριό.
Δεν πρόλαβε να γυρίσει στο ξάγναντο του χωριού και βλέπει καμιά δεκαριά
νοματαίους να τραβάνε για την καλύβα της. Μόλις την είδανε στα χάλια της
καταλάβανε τι έγινε. Πήγανε και πήρανε το παιδί και το φέρανε στο σπίτι να το
σαβανώσουνε. Το κλάψανε ένα μερόνυχτο, αλλά από τα κλάματα κι από τα
μοιρολόγια, κανείς δεν γυρίζει πίσω. Την άλλη μέρα το πρωί ανοίξανε το μνήμα στο
κιβούρι του παππούλη του Γιάννη και το θάψανε.
Δεν
περάσανε κανά δυο- τρεις μέρες και μια παλιονυχτιά κοντά στα μεσάνυχτα στο
κονάκι του Γιάννη, γινότανε χαμός κι αντάρα μεγάλη, από ποδοβολητό αλόγου και
από τα σκυλιά του.
-Σήκω- σήκω να ιδείς τι γίνεται. Λέει η
Βγενικούλα κάποιος καβαλάρης ζύγωσε, άκουσα ποδοβολητό, σάματις να τον πήρανε
τα ζαγάρια από κοντά.
-Σώπα Βγενικούλα μου.
Βγήκε
όξω ο Γιάννης τήραξε κατά το μονοπάτι δεν άκουγε τίποτα.
Δεν
πέρασε λίγη ώρα και τα σκυλιά πάψανε το ουρλιαχτό και ησύχασε ο τόπος πάλε. Το
πρωί πρώτη σηκώθηκε η Βγενικούλα να πάει για κατούρημα. Μόλις βγήκε όξω από τον
αυλόγυρο μπροστά από την λεσά της αυλής, τα πόδια της διπλωθήκανε με ένα ρολιασμένο
κοντοσούνικο τράστο δεμένο γύρω-γύρω με λιτάρι.
-Τι να είναι και τούτο
πάλε είπε από μέσα της.
Μόλις
έσγουψε να το σηκώσει, επιάστηκε η μέση της από το βάρος. Φωνάζει τον Γιάννη
και του λέει έλα όξω ογλήγορα κάτι τρέχει. Ο Γιάννης, ξεΐγκλωτος κρατώντας το
παντελόνι με το χέρι του, βγήκε στην πόρτα πιλάλα- πιλάλα να ιδεί τι συμβαίνει.
Μέχρι να βγει όξω ο Γιάννης, η Βγενικούλα είχε λύσει το τράστο μέσα είχε την παλιοντεμέλα
της και ήτανε γιομάτη φλουριά, όπως την είχανε αφήκει στην ρέχτη του σπιτιού
τους.
-Γιάννη οι λίρες μας
είναι.
Τις
μετρήσανε, τις ξαναμετρήσανε και δεν έλειπε ούτε μια, το πουγκί δεν ήτανε
μαγαρισμένο, ολάκερο λες και δεν τις είχανε ακουμπίσει χέρια ανθρώπου.
-Άει! Άγιε μου
Αγιάννη, παλιομπαγάσα, πάλε το έκανες το θάμα σου! Θεός να με συγχωρέσει! Λέει ο Γιάννης και γύρισε προς το
μέρος του Αγιάννη έκανε το σταυρό του τρεις φορές και αφού ασπάσθηκε την χάρη
του, πήγε με την Βγενικούλα στο εκκλησάκι να τον ευχαριστήσουνε από κοντά.
Μετά
από λίγο καιρό, ο Γιάννης, ταχτοποίησε το σύφωνο με τον Άγιο, έφτιασε την
εκκλησιά του, τρανύτερη από ότι ήτανε και την έκανε σωστή νυφούλα. Έχτισε και
ένα σπίτι στο χωριό και μάζωξε τα παιδιά του από την ερημιά. Αλλά ποτέ δεν
μολόγησε σε κανένα το τι συνέβηκε τότενες, μόνο όταν πέθανε μετά από πολλά
χρόνια, τα μολόγαγε η Βγενικούλα σαν παραμύθι, στα παιδιά και εγγόνια της.
Τα
δισέγγονα του Γιάννη και της Βγενικούλας ζουν σε χωριό του τόπου μας και η
θερμή παράκληση της γιαγιάς που μου αφηγήθηκε την εν λόγο ιστορία, ήταν να μην
αναφέρω επώνυμο και χωριό.
Αδρασκελιά, η = το άνοιγμα του βηματισμού, ενός ανθρώπου.
Ανεμοτρούλι, το = ανεμοστρόβιλος.
Βασταγούρι, το = το γαϊδουράκι.
Κουσκούτης, ο = ο νωχελικός, ο
τεμπέλης.
Έσγουψε = έσκυψε.
Κιβούρι, το = μνήμα.
Κιτάπι, το = το κατάστιχο.
Λαΐνα, η = πήλινο δοχείο
αποθήκευσης τροφίμων.
Λεσά, η = η ποριά, η πόρτα της
αυλής ή της στρούγκας.
Λυκουνιά, η = τα φτωχόπαιδα, τα
πεινασμένα λυκόπουλα.
Μαλάθα, η = καλάθι με σκέπασμα
για την αποθήκευση ψωμιού.
Μπαντανία, η = χοντρή μάλλινη
κουβέρτα.
Μπίτι = τελείως.
Νιάκαρα, τα = τα μικρά παιδιά.
Ντεμέλα, η = η μαξιλαροθήκη.
Ντριβέλι, το = η στεναχώρια, το
άγχος.
Ξεΐγκλωτος, ο = ξέζωστος.
Πανέριο, το = το μεγάλο.
Πιλάλα, η = γρήγορα, τρέχοντας.
Σιμούλια, = κοντά, δίπλα.
Σκιζάρι, το = κάθετα σχισμένος
κορμός δένδρου.
Σκουσμάρια, τα = δυνατά κλάματα.
Τρανύτερη, η = μεγαλύτερη.
Τριδόνες, οι = οι αιμορροΐδες.
Τρανύτερο, το = το μεγαλύτερο.
Τσόλια, τα = τα φτωχικά ρούχα.
Τσορομπίλια, τα = τα μικρά
παιδιά.
Χαμοκέλα, η = ισόγειος αποθήκη
(από το χάμου= κάτου και το κελάρι.)
Χρέγια, τα = τα χρέη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου