Το έθιμο να πίνει κρασί ο άνθρωπος, αναφερόμενος κυρίως στην υγεία την ευημερία, την ευτυχία και την καλοτυχία, χρονολογείται από την αρχαιότητα. Ακόμη σήμερα, μας είναι άγνωστο σε ποια σπονδή, που και πότε σηκώθηκε το πρώτο ποτήρι, προς τιμήν κάποιου αρχαίου θεού ή για την υγεία συγγενών, φίλων κ.λπ. Αυτό που ξέρουμε μόνο είναι ότι το έθιμο της πρόποσης για την υγεία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Στην αρχαία Ελλάδα η σπονδή ήταν ένα είδος προσευχής συνδυασμένης με πρόποση, κατά την οποία, ο ιερέας μοιραζόταν το κρασί με τους θεούς. Σύμφωνα με το ομηρικό τελετουργικό για την πράξη αυτή, ο ιερέας στεκόταν όρθιος κρατώντας στο δεξί χέρι ένα κύπελλο γεμάτο κρασί, προσήλωνε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό, έχυνε λίγες σταγόνες στο βωμό ή στο έδαφος, και με τα δύο χέρια με υψωμένα κρατώντας πάντα το κύπελλο προσευχόταν, στη συνέχεια έπινε ο ίδιος το υπόλοιπο.
Ο Οδυσσέας, στην Ομήρου Οδύσσεια, έπινε στην υγεία του Αχιλλέα. Ένα πανάρχαιο ελληνικό έθιμο αναφέρεται για πρόποση με τρία ποτήρια, ένα αφιερωμένο στον Δία, ένα στον Ερμή, και ένα στις Χάριτες. Με την πάροδο του χρόνου, η απλή πράξη της πρόποσης, εμπλουτίστηκε μ’ αρκετά πολλαπλά στοιχεία. Οι σημερινοί άνθρωποι, πίνοντας προς τιμή κάποιου, συμπεριφέρονται από ορισμένες απόψεις, παρόμοιες με την έκχυση στις αρχαίες σπονδές. Σε περίπτωση που ο αποδέκτης της τιμής είναι ο εορταζόμενος, ο κουμπάρος, ο σπιτονοικοκύρης κ.λπ., τότε εκείνος που κάνει την πρόποση, σε ένδειξη σεβασμού στέκεται πάντοτε όρθιος, όπως επίσης και όλοι οι υπόλοιποι στέκονται και αυτοί όρθιοι. Η πρόποση με τη σημερινή σημασία της λέξης, άρχισε να χρησιμοποιείται περίπου από το δέκατο έβδομο αιώνα.
Σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της εξέλιξης αυτού του εθίμου, προστέθηκαν ή αφαιρέθηκαν μερικά στοιχεία, που ίσως το μετάλλαξαν ριζικά. Για παράδειγμα προστέθηκε η κίνηση να τσουγκρίζουν ποτήρια ή κούπες προτού πιούν το κρασί και κατά την διάρκεια των ευχών, όπου έγινε η πράξη αυτή έγινε πολύ δημοφιλής. Στην αρχή υπήρχε η εντύπωση, ότι το τσούγκρισμα ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της χριστιανικής εποχής. Η αρχική πρόθεση του τσουγκρίσματος ήταν ότι χτυπώντας οι πότες τα ποτήρια παράγουν ήχο, με σκοπό να εκδιώξουν το διάβολο, ο οποίος κατά την τότε αντίληψη που είχαν, απομακρύνονταν όταν άκουγε κουδούνια.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι, στην αρχαία Ελλάδα τσούγκριζαν τα ποτήρια από υποψία για να προστατευτούν από ύποπτες δολοφονικές δηλητηριάσεις. Το δηλητήριο στην αρχαιότητα, ήταν ένα πολύ κοινό μέσο άμεσης και αθόρυβης, αλλά και ύπουλης δολοφονίας. Κάθε φορά που κάποιος ήταν καλεσμένος, βρισκόταν σε συνεχή και έντονη ανησυχία, εάν του είχαν ρίξει κάτι μέσα στο κρασί του, ενώ με το τσούγκρισμα των ποτηριών, χυνόταν λίγο από το ποτό του ενός μέσα στου άλλου. Τοιουτοτρόπως, αν κάποιος είχε σκοπό να δολοφονήσει τον άλλον, θα χυνόταν το δηλητήριο και στο δικό του ποτήρι. Η χειρονομία αυτή έδειχνε πως ο οικοδεσπότης, δεν είχε δόλο μέσα στο μυαλό του.
Επίσης το τσούγκρισμα θεωρούταν ότι ήταν και ένας τρόπος συμφιλίωσης. Δηλαδή, μπορούσε σε κάποιο τραπέζι να παρευρίσκονταν άτομα που δεν είχαν εχθρικές σχέσεις μεταξύ των, το τσούγκρισμα του ποτηριού, πολλές φορές τους έδινε την ευκαιρία να μιλήσουν να χαιρετίσουν και να συνευχηθούν και με αυτόν τον τρόπο «έσπαγε ο πάγος» μεταξύ των.
Για το τσούγκρισμα των ποτηριών υπάρχει ακόμη άλλη μια άλλη εξήγηση. Πιστεύεται ότι στην πόση πρέπει να συμμετάσχουν και οι πέντε αισθήσεις. Τοιουτοτρόπως ο εκάστοτε πότης, για ν’ απολαύσει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από ένα ποτό, επινόησε το τσούγκρισμα των ποτηριών. Πρώτη είναι η γεύση όταν βάζεις το κρασί στα χείλη, δεύτερη η αφή όταν κρατάς το ποτήρι, τρίτον η όραση όταν εξετάζεις προσεκτικά το χρώμα και την καθαρότητα του κρασιού και του ποτηριού, τέταρτον η οσμή όταν οσμίζεσαι τα αρώματα του κρασιού, και τελευταία η ακοή με το τσούγκρισμα.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Στο τραπέζι ή στην τάβλα, η πόση είχε τις δικές της περίεργες και εύθραυστες ιδιαιτερότητες. Σε όσα τραπεζώματα, κι αν παρευρέθηκα τα τελευταία χρόνια, συνεχώς αντιλαμβάνομαι, ότι σήμερα οι τραπεζοπότες, όχι μόνον δεν γνωρίζουν τα εθιμοτυπικά κουπάρια[1] ή την πορεία του ποτηριού στο τραπέζι, αλλά ταυτόχρονα πραγματοποιούν σωρεία από αστειότητες, αγένειες, σοβαρές ατασθαλίες και πλήθος από απρόοπτες πρωτοτυπίες και παρατυπίες επίδοξων πότων χωρίς σκέψη, σεβασμό, ηθική και παράδοση. Δεν καταλέγω ευθύνες σε κανένα, αλλά νομίζω ότι οι συμμετάσχοντες στα εκάστοτε τραπεζώματα, και κυρίως οι πότες σήμερα, για να οργανώσουν ένα καλό και όμορφο γλέντι δεν πρέπει ν’ αγνοούν παντελώς το έθιμα του κουπαριού[2]. Τοιουτοτρόπως, από τόπο σε τόπο και από τραπέζι σε τραπέζι, λόγω άγνοιας, δημιουργούνται πολλαπλά προβλήματα και συνεχώς επαναλαμβάνονται διάφορες παρεξηγήσεις και παρερμηνεύσεις, άνευ σοβαρού λόγου.
Το πόνημα μου αυτό, είναι μια λαογραφική εργασία, που αποσκοπεί να ξαναθυμηθούμε τα παλιά μας έθιμα και να ανασυντάξουμε τις εθιμοτυπικές μας παραδόσεις, όσον αφορά το έθιμο της πρόποσης του κρασιού με το ποτήρι[3].
Κατ’ αρχήν δεν επιτρεπόταν να αρχίσουν να τρώγουν φαγητό, να γεμίσουν τα ποτήρια[4] και να πιουν οποιοδήποτε ποτό, προτού τελεσθεί η προσευχή για το φαγητό. Την προσευχή συνήθως την απεύθυνε, εάν παρευρίσκονταν στο τραπέζι ιερωμένος, ή ο σπιτονοικοκύρης ή και το τιμώμενο πρόσωπο[5] και κατά τόπους ο μεγαλύτερος σε ηλικία συνεστιαζόμενος.
Σε κάθε τραπέζωμα, ο πρώτος που θα άρχιζε την πρόποση, έπρεπε υποχρεωτικά να κάθεται στο ένα κεφαλάρι[6] του τραπεζιού. Τα δε ποτήρια που τοποθετούνται εμπρός από κάθε συνεστιαζόμενο, πρέπει να είναι ίδια ή ίσα σε μέγεθος και δεν επιτρεπόταν ο εκάστοτε συνεστιαζόμενος να χρησιμοποιεί δυο ποτήρια.
Κατά την πλήρωση (γέμισμα) των ποτηριών, ο γεμιστής ή κεραστής, ή ο χαιρετητής όταν αναλάμβανε την πρωτοβουλία ή είχε διαταχθεί από την πορεία του ποτηριού, ήταν υποχρεωμένος να σηκώνεται πάντοτε όρθιος να γεμίζει πρώτα όλα τα ποτήρια της παρέας και τελευταίο το δικό του. Κατά την διαδικασία της πλήρωσης (γιόμισης), όλοι είχαν την υποχρέωση να αφήσουν τα ποτήρια επάνω στο τραπέζι, να τα γεμίσει ο κεραστής. Θεωρούταν προσβολή εάν κάποιος σκέπαζε με την παλάμη το ποτήρι του, ή να το πάρει από το τραπέζι, με σκοπό ν’ αποτρέψει την γέμιση. Όταν δε κάποιος για οποιανδήποτε λόγο, κρατούσε το ποτήρι στο χέρι του, ο κεραστής, ήταν υποχρεωμένος να υπενθυμίσει στο συνεστιαζόμενο την υποχρέωσή του να τοποθετήσει το ποτήρι επάνω στο τραπέζι, για να κεραστεί. Ο γεμιστής, ήταν υποχρεωμένος να γιομίσει όλα τα ποτήρια ισόποσα και δεν επιτρεπόταν να ξεχειλίζει το ποτήρι, παρά να αφήνει τον αέρα του ποτηριού, δηλαδή κάπου ενάμιση εκατοστό από το χείλος του. Ήταν ανεπίτρεπτο να προκαλείται κάποιος από την παρέα και να πιέζεται ώστε πιεί παραπάνω από ότι θέλει. Ο κεραστής έπρεπε μόνον να συμπληρώνει όσο έλειπε και να είναι ισόποσο με τα υπόλοιπα.
Κατά την διάρκεια της πόσης, έπρεπε όλοι να σηκώσουν τα ποτήρια τους, να συνευχηθούν και να πιούν όλο το περιεχόμενο. Αν κάποιος δεν ήθελε να πιεί, είχε υποχρέωση να σηκώσει το ποτήρι του, υποχρεωτικά να συνευχηθεί και να το οδηγήσει στα χείλη του, έστω να προσποιηθεί τουλάχιστον ότι πίνει και ας μην πιεί καθόλου. Το να μην σηκώσει κάποιος το ποτήρι ή να μην πραγματοποιήσει την κίνηση προς τα χείλη του, θεωρούταν προσβολή, προς τον κεραστή, προς την παρέα και προς τον διατάζοντα το ποτήρι. Επίσης προσβλητικό ήταν κάποιος να κρύψει το ποτήρι του, συνήθως κάτω από το τραπέζι, για να μην το γεμίσουν. Τα ποτήρια έπρεπε να είναι τοποθετημένα επάνω στο τραπέζι να γεμίζονται και ο κάθε συνεστιαζόμενος έπινε πάντοτε κατά βούληση, δηλαδή όσο αυτός ήθελε.
Ενώ αντίθετα, πάντοτε ο κεραστής, είχε υποχρέωση να πίνει το ποτήρι έως και την τελευταία σταγόνα του[7].
Σε περίπτωση που κάποιος για ιδιαίτερους λόγους, όπως υγείας, ανωτέρας βίας κ.λπ. δεν μπορούσε να πιει κρασί αλλά έπρεπε να παρευρίσκεται στο τραπέζι, ο κεραστής ήταν υποχρεωμένος να του συμπληρώνει με κρασί το ποτήρι και αυτό έπρεπε σε εκάστοτε κέρασμα να είναι γεμάτο μέχρι την αναχώρηση του συνεστιαζόμενου.
Σ’ αρκετά τραπέζια, πολλές φορές, κάποιοι αφελείς από τους πότες, θέλοντας να γελάσουν ή να μεθύσουν κάποιον από το τραπέζι, έριχναν μέσα στο ποτήρι του που είχε κρασί, λίγη στάχτη, συνήθως από το τσιγάρο που κάπνιζαν. Η στάχτη σε συνδυασμό με το οινόπνευμα, δημιουργεί αντίδραση, η οποία παρουσιάζει επικίνδυνες επιπλοκές στο στομάχι, ακόμη ζάλη, εμετό και έντονο πονοκέφαλο. Πάρα πολλοί, μετέπειτα αποδίδουν σε απροσεξία ή τυχαίο γεγονός να πέσει στάχτη στο ποτήρι. Όμως απ’ ότι γνωρίζουμε όλοι, επί το πλείστον, γίνεται από πρόθεση για να μεθύσουν κάποιον να τον γελοιοποιήσουν κ.λπ. Για αυτόν τον λόγο οι πότες, δεν άφηναν ποτέ το ποτήρι με κρασί, πριν απομακρυνθούν για οποιονδήποτε λόγο προσωρινά από το τραπέζι. Έπρεπε οπωσδήποτε να το πιούν ως την τελευταία σταγόνα, για ν’ αποφύγουν τυχόν δολιοφθορά, εις βάρος των. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι όταν έπρεπε να απομακρυνθούν από το τραπέζι, έπιναν όλο το περιεχόμενο του ποτηριού, στην συνέχεια το γύριζαν ανάποδα (κούπα το ποτήρι) και στο ανάποδο ποτήρι ο κεραστής δεν όφειλε να το γυρίσει και να το γεμίσει με κρασί. Όταν επέστρεφε ο κύριος του ποτηριού, το έβρισκε όπως το είχε αφήσει και τοιουτοτρόπως απέφευγε τυχόν δολιοφθορές, κατά την ώρα της πόσης.
Όταν χαιρετούσαν και απεύθυνε ευχές, το τιμώμενο πρόσωπο ή ο κεραστής, όλοι οι όπως και όλοι οι συνεστιαζόμενοι, έπρεπε να είναι όρθιοι και να κρατούν τα ποτήρια στα χέρια τους. Όταν τελείωναν οι ευχές και έπιναν το κρασί, έπρεπε να περιμένουν πότε θα καθίσει αυτός που απεύθυνε τις ευχές ν’ αποθέσει το ποτήρι του στο τραπέζι και τότε ακολουθούσαν και οι συνεστιαζόμενοι, δηλαδή κάθονταν στο κάθισμά τους και απόθεταν τα ποτήρια τους και αυτοί επάνω στο τραπέζι. Θεωρούταν μεγάλη αγένεια να το αποθέσουν πριν από αυτόν που απεύθυνε ευχές.
Όταν κάποιος έπρεπε να πιει με κάποιον άλλον με σταυρωτά[8] τα ποτήρια το κρασί, τότε όλοι σηκώνονταν όρθιοι όση ώρα κρατούσαν οι ευχές και η πόση μεταξύ των.
Πιο παλιά που δεν υπήρχαν ποτήρια και ήσαν δυσεύρετα και ήταν αδύνατον να εξυπηρετήσουν όλους τους συνεστιαζόμενους, χρησιμοποιούσαν μόνον δυο ποτήρια, ένα για τους άνδρες συνήθως το μεγαλύτερο και ένα για τις γυναίκες, εάν υπήρχε κάπως μικρότερο από των ανδρών. Τότε ο κεραστής γιόμιζε το πρώτο ποτήρι, έδινε τις ευχές το έπινε και στην συνέχεια πήγαινε δίπλα σε κάθε συνεστιαζόμενο του γιόμιζε το ποτήρι, αυτός σηκωνόταν όρθιος απεύθυνε τις ανάλογες ευχές, και συνέχιζε ο κεραστής προς όλους. Όσον αφορά τις γυναίκες, η γυναίκα ή η μάνα ή η κόρη του ή κάποια γυναίκα οικεία του τιμώμενου, αναλάμβανε ν’ ακολουθεί κοντά τον κεραστή και να κερνάει όσες γυναίκες συμμετείχαν στη συνεστίαση.
Επειδή σε φτωχικούς γάμους πήγαινε ο καθένας το ψωμί, το κρέας και το κρασί του, όσον αφορά το κρασί, μάζευαν όλα τα κρασιά τα έριχναν σε ένα μεγάλο δοχείο και μετά από αυτήν την μίξη έπαιρναν και πληρούσαν τις μπουκάλες. Ο λόγος ήταν διότι δεν έπρεπε να πίνουν πότε από το ένα και πότε από το άλλο αλλά και όχι ο καθένας ξεχωριστά από την δική του προσφορά.
Επίσης δεν επιτρέπονταν το κτύπημα του ποτηριού στο τραπέζι, εφόσον είχε κεραστεί το ποτήρι (όπως συνήθως γίνεται στα σημερινά τραπεζώματα που κτυπούν το κάτω μέρος του ποτηριού στο τραπέζι και λέγουν: «Γεια μας στην παρέα, φίλε, γείτονα εορταζόμενε κ.λπ.»). Το κτύπημα στο τραπέζι ήταν λόγος παρεξήγησης με τον γεμιστή, ή με κάποιον από την παρέα. Ο δε κεραστής εάν κάποιο από τα ποτήρια ήταν γεμάτο, όφειλε να ρίξει τουλάχιστον μια σταγόνα εις ένδειξη συμπλήρωσης για να τιμήσει το πρόσωπο που το κρατούσε. Ακόμη όπως προανέφερα, το ποτήρι για κανένα λόγο ποτέ δεν σηκωνόταν πριν την προσευχή της συνεστίασης.
Όσον αφορά κατά την διαδικασία όταν πίνουν νερό, δεν τσουγκρίζουν ποτέ τα ποτήρια, ενώ αντιθέτως απευθύνουν ευχές, μόνον προς υγείαν. Ακόμη επειδή σήμερα, μερικοί πότες εντός του ποτηριού, τοποθετούν τεμάχια από φρούτα ή οτιδήποτε άλλο για την γεύση, όπως άλλωστε ισχυρίζονται, δεν πρέπει να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Στην ίδια περίπτωση όταν σε κάποιον είχε προσφερθεί το γλύκισμα βανίλια με νερό (το γνωστό σε όλους μας υποβρύχιο), δεν χαιρετούσαν ούτε καν απεύθυναν ευχές, για αυτό τον λόγο υπήρχε και δεύτερο ποτήρι μόνον με νερό, για χαιρετισμό.
Σε τραπέζια που ακολουθούν σε περίπτωση θανάτου, μνημόσυνου, και σε παρηγοριές δεν τσουγκρίζουν ποτέ τα ποτήρια, μόνο εύχονται υπέρ αναπαύσεως συγχωρέσεως της ψυχής του κοιμωμένου. Εδώ για κανένα λόγο, δεν ισχύουν τα έθιμα του ποτηριού.
ΕΝ ΧΟΡΟ
Κατά την διάρκεια του χορού, ο εκάστοτε κεραστής, έπαιρνε ανά χείρας την μπουκάλα, ή μποτίλια, ή μποτσόνα, ή κολοκύθα, ή κανάτα, ή τσίτσα, ή κουπαριά γεμάτη με κρασί και ένα κρασοπότηρο. Κατ’ αρχήν άφηνε τους χορευτές να φέρουν την πρώτη στροφή ή γύρα και έπειτα πάντοτε χορεύοντας και κρατώντας την μπουκάλα συνήθως με το δεξί χέρι και το ποτήρι με το αριστερό, έμπαινε κεφάτος στο κέντρο του περίγυρου των χορευτών. Αφού γιόμιζε το πρώτο ποτήρι, άνοιγε όπως λέγανε το κέρασμα, πίνοντας πάντοτε την πρώτη ποτηριά, εις υγείαν και μακροημέρευση των χορευτών και έπειτα με την σειρά κερνούσε έναν-έναν τους χορευτές και όταν τελείωνε και ο τελευταίος, ο κεραστής έκλεινε το κέρασμα πίνοντας αυτός το τελευταίο ποτήρι.
Σε κατά τόπους περιπτώσεις, ο κεραστής, έπινε το πρώτο ποτήρι, στην συνέχεια ο πρώτος χορευτής, πάλι μετά ο κεραστής μετά ο δεύτερος χορευτής πάλι ο κεραστής και ούτω καθεξής μέχρι τον τελευταίο χορευτή και πάλι έκλεινε τον κύκλο ο κεραστής.
Αρκετοί υποστηρίζουν, ότι έπρεπε να αδειάσει η οινοχόος με το κρασί και τότε έκλεινε ο κύκλος του κεράσματος εν χορό. Έπρεπε το κέρασμα να ολοκληρωθεί οπωσδήποτε πριν τελειώσει το τραγούδι[9]. Δια αυτόν το λόγο εάν καθυστερούσε ή δεν προλάμβανε ο κεραστής να τελειώσει, την παράταση του τραγουδιού τότε την αναλάμβαναν οι οργανοπαίχτες και ιδίως ο κλαρινίστας ή ο βιολιτζής ή αυτός που έπαιζε φλογέρα. Για αυτόν το λόγο οι επιδεικτικές φιγούρες του πρωτοχορευτή, γίνονταν για δύο λόγους πρώτον για να εντυπωσιάσουν τους παρευρισκόμενους και δεύτερον και να δοθεί ο ανάλογος χρόνος στο κεραστή να ολοκληρώσει το κέρασμα.
Αν για κάποιο λόγο διακοπτόταν ο χορός, τον πρώτο λόγο για εξήγηση ή παρεξήγηση τον είχε ο κεραστής, διότι θεωρούσε προσωπική προσβολή την διακοπή του κεράσματος. Αν ο πρωτοκεραστής δεν αναλάμβανε τον λόγο της διακοπής, τότε ο πρωτοχορευτής ζητούσε τις ανάλογες εξηγήσεις για την προσβολή της διακοπής του χορού όταν γινόταν η διακοπή με δόλο. Πάντοτε για την άμεση λήξη της παρεξήγησης της διακοπής του χορού, αναλάμβανε ο σπιτονοικοκύρης, το τιμώμενο πρόσωπο, ο καταστηματάρχης η και ο αρχηγός του συγκροτήματος. Μετά από κάθε διακοπή συνήθως από παρεξήγηση, το κέρασμα σταματούσε, ενώ ο κεραστής, είχε την υποχρέωση ν’ αρχίσει πάλι το κέρασμα από την αρχή, στο επόμενο τραγούδι.
Η υποχρέωση των χορευτών και του κεραστή, ήταν να αδειάζουν το ποτήρι πίνοντας όλο το περιεχόμενό του, μέχρι τελευταίας σταγόνας. Όταν κάποιος από τους χορευτές δεν ήθελε να πιεί, από τον κεραστή, ήταν κι αυτός ένας λόγος παρεξήγησης. Ο δε κεραστής, όταν γνώριζε ότι κάποιο από τα πρόσωπα, που σέρνουν τον χορό, δεν είναι της αρέσκειάς του, δεν αναλάμβανε ποτέ να γίνει κεραστής του χορού, εκτός κι αν ήταν άνθρωπος της παρεξήγησης της προσβολής και των επεισοδίων.
Μετά το πέρας του κεράσματος στον χορό ο κεραστής έβαζε το ποτήρι ανάποδα επάνω στην
σκούφια του ή στην μπουκάλα, και πιανόταν τελευταίος στο χορό μέχρι να ολοκληρωθεί το τραγούδι. Αν πιανόταν στον χορό, έπρεπε να έχει αδειάσει όλο το κρασί από την μπουκάλα. Αν υπήρχε κρασί στην μπουκάλα δεν συμμετείχε στον χορό και έπρεπε ν’ αποσυρθεί.
Ο κεραστής κατά την διάρκεια του κεράσματος στον χορό, ήταν υποχρεωμένος να κοιτάζει τον εκάστοτε κεραζόμενο χορευτή και όπως αναφέρει το έθιμο, ήταν υποχρεωμένος να τον ακολουθεί χορεύοντας απέναντι όπως τον αντικριστό χορό μ’ αυτόν. Όταν ο κεραστής ήταν άνδρας, έπρεπε να χορεύει με άνδρες, ενώ όταν στον χορό συμμετείχε και γυναίκα, απαγορευόταν αυστηρά να χορέψει μαζί της, εκτός αν η γυναίκα αυτή ήταν συγγένεια πρώτου βαθμού. Η δε γυναίκα όταν δεν ήθελε να κεραστεί, επιδεκτικά έσκυβε μπροστά στον κεραστή την ώρα που έφθανε η σειρά της δείχνοντας του, ότι δεν επιθυμούσε να πιεί μαζί του. Αν ο κεραστής επέμενε να την κεράσει ήταν κι αυτός ένας λόγος προς παρεξήγηση.
Αν για κάποιο λόγο έπεφτε η μπουκάλα και έσπαγε ή μόνον να χυνόταν το κρασί τότε υπήρχε μια δεισιδαιμονία, ότι κάποιο κακό θα συμβεί στον τόπο τους.
Κατά την διάρκεια του χορού δεν επιτρεπόταν να πίνουν κρασί σταυρωτά εξάλλου δεν υπήρχε και δεύτερο ποτήρι, αν για κάποιο λόγο εμφανιζόταν και δεύτερο ποτήρι τότε υπήρχε λόγος παρεξήγησης με αυτόν τον χορευτή που το κρατούσε στα χέρια του.
Αν ο κεραστής εμφανιζόταν με δυο μπουκάλες έπρεπε πρώτα να πιεί την μία μέχρι τελευταία σταγόνα και μετά να συνεχίσει το κέρασμα με την άλλη.
Επίσης δεν επιτρεπόταν ο κεραστής ν’ αρχίζει το κέρασμα από τον τελευταίο χορευτή, πάντα άρχιζε από τον πρωτοχορευτή. Γενικά το κέρασμα γινόταν μόνο σε χορό πηδηχτό (σημ. τσάμικο, επειδή δεν συμμετείχαν γυναίκες), σε συρτό χορό, δεν επιτρεπόταν κέρασμα, διότι έκοβε όπως λένε την ροή του χορού ενώ στον πηδηχτό, το σταμάτημα του χορού εκτός του πρωτοχορευτή ήταν πάντοτε στις ρυθμικές κινήσεις των χορευτών ή στις χορευτικές ικανότητες και επιδείξεις του πρωτοχορευτή.
Ποτήρι στο κεφάλι εν χορό μπορούσε να τοποθετεί και να χορεύει μ’ αυτό μόνον ο πρωτοχορευτής ή ο τελευταίος του χορού.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΓΑΜΟΥΣ[10]
Το τραπέζωμα των προσκεκλημένων ήταν ο εξαγνισμός της ψυχής και το επιστέγασμα όλων των πολυήμερων κουραστικών προσπαθειών και προετοιμασιών. Μετά από τα πολλά έξοδα, τρεχάματα και το άγχος, νομίζω ότι ήταν οι στιγμές πλέον της ψυχικής ευχαρίστησης και της ψυχαγωγίας. Για αυτό τον λόγο ένα «τραπέζι», για να έχει απόλυτη επιτυχία ήθελε μια ιδιαίτερη ευαισθησία και μια ειδική τεχνική, από κάποιους έμπειρους τραπεζόφιλους πότες. Η επιτυχία του, έγκειτο στο να διατηρηθεί το τραπέζωμα, όσο το δυνατόν ακμαιότατο μέχρι πρωίας. Δηλαδή, να μη «σπάσει[11]» ο κόσμος (όπως συνήθως συμβαίνει σήμερα), να διατηρηθεί το κέφι, το τραγούδι και προπάντων η ομόνοια. Για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά κατά γράμμα, απαιτούνταν κάποιοι να είναι ικανοί τραπεζοκρασάδες ή κάποιοι άλλοι σωστοί τραγουδιστάδες,[12] ακόμη και καλοί μάγειροι και ικανοί τραπεζοκόμοι[13]. Και επειδή τέτοιου είδους ταλαντούχοι υπήρχαν σχεδόν σ’ όλα τα χωριά, η σωστή διεκπεραίωση του θέματος του τραπεζιού δηλαδή το «καλό τραπέζι», εκ των προτέρων λάμβανε αναμενόμενη και πραγματική του πορεία.
Στους γάμους, κάθονταν στο τραπέζι, αφού πρώτα τρώγανε και για ν’ αρχίσει το γλέντι, σηκωνόταν πρώτος ο έχων το γενικό πρόσταγμα του γλεντιού, συνήθως ο πατέρας του γαμπρού, ο κουμπάρος, ο παπάς, ή ο καλλίτερος τραγουδιστής, ανάλογα με την περίσταση. Αυτός γέμιζε τα ποτήρια με κρασί και αφού έπαιρνε ανά χείρας το ποτήρι του, σηκώνονταν όρθιος στην συνέχεια σήκωνε ψηλά το γεμάτο ποτήρι του και άρχιζε την πρόποση. Όταν ο γαμπρός ήταν ορφανός από πατέρα πάντοτε τον πρώτο λόγο τον είχε ο κουμπάρος, εάν δεν είχε κανέναν από τους δυο γονείς τότε τον λόγο τον είχε ο πιο αγαπητός μπάρμπας του.
Στην πρόποσή του, άρχιζε πρώτον αναφερόμενος εις υγείαν, των νεόνυμφων, του κουμπάρου, των γονιών, των συγγενών και των συμμετασχόντων. Και γεμάτος χαρά και ευθυμία έλεγε:Στην περίπτωση γάμου έλεγε:
Το παρών ποτηράκι το πίνω εις υγεία του οικοδεσπότη, των νεονύμφων. Να ζήσετε και να ευτυχήστε!
Του κουμπάρου. Να τους χαίρετε και πάντα άξιος!...
Των γονιών. Να ζήσουν τα παιδιά σας και στων υπολοίπων (όταν υπήρχαν ανύπαντρα παιδιά στην οικογένεια) και να δείτε σύντομα εγγόνια!....
Των συγγενών. Να ζήσουν τα ανιψίδια, τα εξαδέρφια και στα δικά σας για εσάς τους ανύπαντρους!...
Της παρέας. Στα δικά σας οι ανύπαντροι!...
Ευτυχισμένοι οι παντρεμένοι!... να μας ζήσουν τα νεόνυμφα, κ.λπ. και (Βασίλη μου) με το καλό να σ’ εύρω….. Και ανάφερε το όνομα κάποιου από την παρέα, συνήθως του καλλίτερου τραγουδιστή. Και στην συνέχεια ενώ είναι ακόμη όρθιος, έπινε το κρασί από το ποτήρι του ως την τελευταία στάλα, έπειτα κάθονταν στο κάθισμά του και έλεγε συνήθως το τραγούδι:
Φίλοι καλώς ορίσατε φίλοι κι αγαπημένοι.
«Εμείς, καλά τον ηύραμε το σπιτονοικοκύρη,
με τα γλυκά του τα κρασιά, με τις καλές κουβέντες.
Να ζήσει χρόνους εκατό, κι άλλους πενήντα ακόμα,
να κάμει γιούς μαλάματα, κόρες αρχοντοπούλες…»
Έπειτα ο επόμενος (εδώ ο Βασίλης) που τον βρήκε το ποτήρι, (όπως λέγεται) σηκωνόταν και αυτός όρθιος και έλεγε προς (τον Κώστα) που τον προσκάλεσε:
Καλώς να ορίσεις Κώστα μου! (δηλαδή αποδεχόταν την πρόκληση και πρόσκληση να τραγουδήσει).
Έπειτα καθόταν στο κάθισμά του και έπιανε συνήθως ένα ελαφρύ τραγούδι εφόσον το πρώτο ήταν της τάβλας, αυτός για λόγους εθιμοτυπίας έπιανε ένα ελαφρύ για να μπάσει το κέφι στην παρέα όπως λέγανε:
Απόψε σαν σμίξαμε σε τούτο το κονάκι,
στη γεια σου, νοικοκύρη μου, θα πιούμε ποτηράκι.
Γιομίστε τα ποτήρια σας και άδεια μην αφήστε
και το κανάτι στείλτε το να το ξαναγιομίστε.
Να σηκωθούμε ούλοι μας μαζί σου για να πιούμε,
για σένα, νοικοκύρη μου, ούλοι να ευχηθούμε.
(δίνονται ευχές)
Το ποτηράκι, φίλοι μου, θέλει να περπατήσει,
ποιος είν’ άξιος και γλήγορος να το ξαναγιομίσει;
Δυο ποτηράκια μόνος του να πιει για την υγειά του
και πάλε ξαναγιόμιστο και διώχτο από κοντά του….
Και έπειτα έμπαινε στο γλέντι συνήθως με το τραγούδι:
«Ας πάν να ιδούν τα μάτια μου
πως τα περνάει η γι’ αγάπη μου.
Μην ηύρε αλλού κι αγάπησε
και μένα με παράτησε.
-Ποιος το ’πε δεντρουλάκι μου…».
Το παρών ποτηράκι που διέταξε ο Κώστας το πίνω εις υγείαν….. και έδινε τις ανάλογες ευχές) και το έπινε μέχρι τελευταίας σταγόνας. Έπειτα ξαναγέμιζε το ποτήρι του και έλεγε.
Το ποτηράκι αυτό το πίνω εις υγείαν των κουμπάρων ή των γονιών του… τάδε!. (Έδινε τις πάλι τις ανάλογες ευχές) και το έπινε όλο.
Πάλι γέμιζε και τρίτο ποτήρι έλεγε:
Το ποτηράκι το πίνω εις υγεία της καλής μας παρέας και (ανέφερε κάποιου το όνομα που παρευρισκότανε στο γλέντι) και σένα αγαπητέ μου φίλε- κουμπάρε- γείτονα- συμπέθερε καλό να σε εύρω! Τοιουτοτρόπως όριζε τον επόμενο που θα τραγουδήσει και θα σηκώσει το επόμενο ποτήρι και θα έπινε τα τρία ποτήρια!. Και δεν ήταν ορισμός απλός, αλλά προσταγή Νόμος απαράβατος, ο ποτηρονόμος όπως λέγανε οι πότες!.. Είχε δε βαριές υποχρεώσεις έναντι στην παρέα στην συνέχεια του γλεντιού. Πρώτον, πριν να κάνει τις προπόσεις έπρεπε να πιει αυτός, ή μόνος, ή με την παρέα του ένα τραγούδι. Δεύτερον, να μη ξεχάσει πίνοντας το τρίτο ποτήρι να βρει τον επόμενο. Αν ξεχνούσε, έπινε άλλα τρία ποτήρια μόνον για τιμωρία!. Οι προπόσεις ήταν σχεδόν οι ίδιες. Αρχίζοντας δε ο καθένας έπρεπε να υπενθυμίζει την εντολή και τον διατάζοντα αυτόν!. Κατά διαταγή του …το πρώτο ποτηράκι… κλπ. Και πριν το πιεί, συμπλήρωνε : Και εσένα αγαπητέ τάδε…. καλώς να σ’ εύρω. Στην πρόοδο του χαιρετητού προστίθενται – αν δεν ήταν εξ αρχής – άλλα δύο ποτήρια. Το ένα ήταν για τον μάγειρα και το άλλο για κάποια αγαπημένα πρόσωπα που συνήθως ήταν ξενιτεμένοι ή έμεναν μακριά κ.λπ. Τα ποτήρια ήταν πάντα σε μονό αριθμό. Με τον κύκλο του χαιρετητού, ουσιαστικά τέλειωνε και το τραπέζι του γάμου.
Μόλις τελείωνε με τις ευχές, έπινε όρθιος το κρασί έως την τελευταία σταγόνα. Στη συνέχεια, αυτός που δεχόταν τις ευχές, απαντούσε αποδεχόμενος την πρόσκληση να τραγουδήσει και έλεγε: «Καλώς να ορίσεις…» και άρχιζε το τραγούδι.
Συνήθως, τα πρώτα τραγούδια ήταν ελαφρά και απευθύνονταν κυρίως στον σπιτονοικοκύρη, ως ένδειξη ευχαρίστησης, που τους κάλεσε στη χαρά του.
Όταν πλησίαζε η ώρα για να διαλύσουν το γλέντι και να φύγουν τραγουδούσανε επιδεικτικά το παρακάτω τραγούδι:
Πολλά τραγούδια είπαμεσταλιά κρασί δεν ήπιαμε.
Σηκώστε τα χεράκια σας
πιάστε τα ποτηράκια σας.
Ούλο το κρασί να πιούμε
τραγουδάκια για να πούμε.
Όταν όμως πλησίαζε η ώρα να αφήσουν το τραπέζι και να πάνε στα σπίτια τους οι καλεσμένοι, ο νοικοκύρης του σπιτιού έλεγε:
Παιδιά μου, για δεν τρώτε, για δεν πίνετε,
που πήρατε τα καπέλα σας να φύγετε;
Μήπως το φαΐ μας δεν σας άρεσε;
Ο μάγειρας είναι εδώ και τον αλλάζουμε.
Μήπως το κρασί μας δεν σας άρεσε;
Ο ταβερνιάρης είναι εδώ και τον αλλάζουμε.
Η απάντηση προς τον νοικοκύρη ήταν κι αυτή το επόμενο τραγούδι, που έκλεινε και τον κύκλο του γλεντιού:
Εμείς καλά τον βρήκαμε τον σπιτονοικοκύρη,
με τα γλυκά του τα κρασιά, με τις καλές κουβέντες.
Να ζήσει χρόνια εκατό κι άλλα πενήντα ακόμα,
να κάνει παιδιά μαλάματα, κορίτσια λουλουδάτα…
Κατά τα ξημερώματα οι τραπεζωμένοι που είχαν απομείνει για να ανακαλύψουν τις οικοκυρικές ικανότητες της νύφης και να καθυστερήσουν το σπάσιμο του τραπεζιού, έλεγαν τα κάτωθι τραγούδια:
- Κι αν δεν μας κεράσει η νύφη
Τότε έβγαινε η νύφη και κερνούσε όλη την παρέα και συνέχιζαν να λένε και τραγούδια παινέματα για την νύφη. Μετά από αρκετή ώρα ξανακαλούσαν την νύφη δια μέσου αυτού του τραγουδιού να τους κεράσει και γλυκό:
- Κι αν δεν μας φέρει και γλυκό
εμείς δεν φεύγουμε απ’ εδώ.
Και τέλος όταν ξημέρωνε ζητούσαν ακόμη και καφέ από την νύφη πάλι με ένα ωραίο δίστιχο τραγουδάκι:- Κι αν δεν μας φτιάξει και καφέ
[1] Το κουπάρι προέρχεται από την λέξη κούπα. Προτού γενικευθεί η χρήση των ποτηριών, οι παλαιότεροι έπιναν κρασί με τις κούπες, κατασκευασμένες από πηλό. Το μικρό κουπάρι το ονόμαζαν κουπαράκι.
[2] Τα κουπάρια ήταν ένα από τα καλύτερα έθιμα της Τριφυλίας. Η λέξη «κουπάρια» και μόνο θύμιζε σε όλους τα μεγάλα γλέντια κι όλα τα ευχάριστα γεγονότα της ζωής τους.
Στους αρραβώνες, στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές και γενικά στις εκδηλώσεις χαράς οι ντόπιοι είχαν το έθιμο και «όριζαν ή διέταζαν» κουπάρια. Το έθιμο αυτό συνέβαλε στη δημιουργία και τη διατήρηση για ατέλειωτες ώρες του κεφιού και του γλεντιού. Έδινε την ευκαιρία, αλλά και ταυτόχρονα δημιουργούσε την υποχρέωση συμμετοχής όλων των μελών της παρέας στο γλέντι.
Στις χαρούμενες αυτές εκδηλώσεις, σε κατάλληλη στιγμή κι όταν το φαγοπότι είχε αρχίσει για τα καλά, κάποιος από τη συντροφιά, ανάλογα την περίσταση «όριζε» τα κουπάρια. Στους αρραβώνες, στο γάμο και στα βαφτίσια τα κουπάρια, συνήθως τα όριζε ο προξενητής, ο κουμπάρος και ο νονός αντίστοιχα και στα πανηγύρια ή γενικά στα τραπέζια ένα σεβαστό ηλικιωμένο πρόσωπο.
Το κουπάρι είχε τη δική του σειρά και τάξη, τους δικούς του κανόνες και τα λόγια ήταν γεμάτα εγκαρδιότητα και ζεστασιά. Κάποιος έπρεπε «να διατάξει» το κουπάρι για να το πιουν όλοι με ορισμένη σειρά εις υγείαν ενός άλλου. Αυτός, στην υγεία του οποίου έπιναν το κουπάρι, ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, τιμώμενα δε πρόσωπα κάθε φορά ήσαν διαφορετικά.
Εκείνος που θα διέταζε το κουπάρι, ζητούσε ένα πιάτο, γέμιζε ξέχειλο ένα ποτήρι κρασί και το έβαζε στο πιάτο, χτυπούσε με ένα πιρούνι το πιάτο για να γίνει ησυχία. Σηκωνόταν όρθιος κρατώντας με το αριστερό χέρι το πιάτο και με το δεξί το ποτήρι και άρχιζε την πρόποση ως εξής: «Ορισμός» ενώ οι άλλοι κρατούσαν ησυχία. «Του Θεού» απαντούσαν όλοι. «Αγαπητοί συγγενείς και φίλοι. Αυτό το κουπαράκι θα σας παρακαλέσω να το πιούμε όλοι εις υγείαν (έλεγε ποίου) και να του ευχηθούμε (οι ευχές ήταν ανάλογες με την περίπτωση). Σας ευχαριστούμε που ήρθατε στο σπίτι μας να μας τιμήσετε (ανέφερε και το γεγονός). Εύχομαι σε όλους σας ότι ποθείτε, να είσαστε καλά και στα δικά σας σπίτια να κάμουμε τέτοια τραπέζια...». Τελείωνε την πρόποση, έπινε λίγο από το κρασί και λέγοντας «γεια σου (τάδε)» έβρισκε εκείνον που θα συνέχιζε το κουπάρι. Έπινε τότε και το υπόλοιπο κρασί και καθόταν.
Αυτό ίσχυε για όλους που θα έπιναν το κουπάρι. Το πιάτο με το κουπάρι πήγαινε μετά στο δεύτερο. Αλλά στο μεταξύ εκείνος που το είχε διατάξει, είχε αρχίσει το πρώτο «τραπεζίτικο» τραγούδι. Το έλεγε μόνος του ή τον συντρόφευε και η παρέα του. Συνήθως οι μετέχοντες στο γλέντι χωριζόντουσαν σε δύο μέρη, δηλαδή σε δύο παρέες. Κάθε στροφή του τραγουδιού την έλεγε πρώτα η μια παρέα και μετά την επαναλάμβανε η άλλη.
Όταν τελείωνε το τραγούδι, σηκωνόταν ο δεύτερος, γέμιζε το ποτήρι κρασί, ευχαριστούσε τον πρώτο για την τιμή που του ’κανε να τον βρει πρώτον και όρθιος πάντοτε και κρατώντας το πιάτο με το κουπάρι άρχιζε την πρόποση λέγοντας:
«Ο αγαπητός συγγενής μας υποχρέωσε να πιούμε αυτό το κουπαράκι εις υγείαν του... Το πίνω στην υγεία του και του εύχομαι...», έλεγε ευχές για το γεγονός που γινόταν το τραπέζι και για όλους κι έπινε το μισό ποτήρι, έβρισκε άλλον και καθόταν.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το κουπάρι γύριζε από τον ένα στον άλλο και έφθανε στο τιμώμενο πρόσωπο, που το έπινε τελευταίος. Το πρώτο κουπάρι στα μεγάλα τραπέζια, γάμους, βαφτίσια κ.λπ., διαρκούσε μία περίπου ώρα, τα επόμενα λιγότερη ώρα. Στο διάστημα που γύριζε έτρωγαν, έπιναν με γεμάτα ποτήρια κρασί και το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο.
Ερχόταν η σειρά του τιμώμενου προσώπου να χαιρετίσει το κουπάρι. Γινόταν ησυχία, σηκωνόταν όρθιος, γέμιζε κρασί το ποτήρι και άρχιζε την πρόποση:
«0 αγαπητός μας... σας υποχρέωσε όλους και ήπιατε ένα κουπάρι στην υγειά μου. Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάματε και για τα καλά σας λόγια. Ας είστε καλά. Πίνω και εγώ με τη σειρά μου το κουπάρι στην υγεία όλων σας και σας εύχομαι...». Έπινε όλο το κρασί και καθόταν κι ερχόταν η σειρά του δεύτερου κουπαριού.
Ο ίδιος τώρα, το τιμώμενο κάθε φορά πρόσωπο, ήταν υποχρεωμένος να διατάξει και δεύτερο κουπάρι. Κι αυτό γινόταν με την ίδια σειρά και τάξη όπως το πρώτο και έφτανε η σειρά του τρίτου, τέταρτου κ.λπ. Στην περίπτωση που ήθελαν να τιμήσουν πολλά πρόσωπα, 2 - 3 και η ώρα φυσικά δεν επαρκούσε, έβαζαν στο πιάτο δύο και τρία ποτήρια και τα έπιναν το ένα μετά το άλλο, στην υγειά των προσώπων αυτών. Αποφεύγονταν, όμως τα πολλά ποτήρια, γιατί μεθούσε ο κόσμος, γινόταν φασαρία και διαλυόταν γρήγορα το τραπέζι. Όταν η ώρα περνούσε και έπρεπε να διαλυθεί το τραπέζι, εκείνος που είχε το κουπάρι δε διέταζε άλλο για, επόμενο πρόσωπο, αλλά για τη διάλυση. Το κουπάρι της διάλυσης το έπιναν όλοι μαζί, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και ύστερα λίγοι- λίγοι αποχωρούσαν.
Δεν έπιναν μόνο αυτά τα κουπάρια, αλλά έπιναν και κουπάρια «σταυρωτά». Αυτά τα έπιναν συνήθως σε διαφορετικό χρόνο «κατά διαταγήν». Γέμιζαν τα ποτήρια τους, εύχονταν ο ένας στην υγειά του άλλου και αφού σταύρωναν τα δεξιά τους χέρια (φέροντας ο καθένας το δεξί του χέρι εσωτερικά στο δεξί χέρι του άλλου) έπιναν τα κουπάρια, τα οποία έπιναν και κατά τη διάρκεια του χορού. Όποιος ήθελε, πήγαινε και έπινε σταυρωτά με αυτόν που χόρευε μπροστά.
Το έθιμο των κουπαριών, μεταξύ άλλων, ήταν ένας τρόπος μετάδοσης από γενιά σε γενιά των δημοτικών μας τραγουδιών, τα οποία αναμφισβήτητα αποτελούν την κιβωτό των εθνικών μας παραδόσεων. Στην εποχή μας, αυτό το έθιμο έχει σβήσει μαζί με άλλα έθιμα του τόπου μας γιατί η εξέλιξη της κοινωνίας άλλαξε τον τρόπο διασκέδασης στις εκδηλώσεις.
(«Δημοτικά Τραγούδια της Ορεινής Τριφυλίας» του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη).
Στους αρραβώνες, στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές και γενικά στις εκδηλώσεις χαράς οι ντόπιοι είχαν το έθιμο και «όριζαν ή διέταζαν» κουπάρια. Το έθιμο αυτό συνέβαλε στη δημιουργία και τη διατήρηση για ατέλειωτες ώρες του κεφιού και του γλεντιού. Έδινε την ευκαιρία, αλλά και ταυτόχρονα δημιουργούσε την υποχρέωση συμμετοχής όλων των μελών της παρέας στο γλέντι.
Στις χαρούμενες αυτές εκδηλώσεις, σε κατάλληλη στιγμή κι όταν το φαγοπότι είχε αρχίσει για τα καλά, κάποιος από τη συντροφιά, ανάλογα την περίσταση «όριζε» τα κουπάρια. Στους αρραβώνες, στο γάμο και στα βαφτίσια τα κουπάρια, συνήθως τα όριζε ο προξενητής, ο κουμπάρος και ο νονός αντίστοιχα και στα πανηγύρια ή γενικά στα τραπέζια ένα σεβαστό ηλικιωμένο πρόσωπο.
Το κουπάρι είχε τη δική του σειρά και τάξη, τους δικούς του κανόνες και τα λόγια ήταν γεμάτα εγκαρδιότητα και ζεστασιά. Κάποιος έπρεπε «να διατάξει» το κουπάρι για να το πιουν όλοι με ορισμένη σειρά εις υγείαν ενός άλλου. Αυτός, στην υγεία του οποίου έπιναν το κουπάρι, ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, τιμώμενα δε πρόσωπα κάθε φορά ήσαν διαφορετικά.
Εκείνος που θα διέταζε το κουπάρι, ζητούσε ένα πιάτο, γέμιζε ξέχειλο ένα ποτήρι κρασί και το έβαζε στο πιάτο, χτυπούσε με ένα πιρούνι το πιάτο για να γίνει ησυχία. Σηκωνόταν όρθιος κρατώντας με το αριστερό χέρι το πιάτο και με το δεξί το ποτήρι και άρχιζε την πρόποση ως εξής: «Ορισμός» ενώ οι άλλοι κρατούσαν ησυχία. «Του Θεού» απαντούσαν όλοι. «Αγαπητοί συγγενείς και φίλοι. Αυτό το κουπαράκι θα σας παρακαλέσω να το πιούμε όλοι εις υγείαν (έλεγε ποίου) και να του ευχηθούμε (οι ευχές ήταν ανάλογες με την περίπτωση). Σας ευχαριστούμε που ήρθατε στο σπίτι μας να μας τιμήσετε (ανέφερε και το γεγονός). Εύχομαι σε όλους σας ότι ποθείτε, να είσαστε καλά και στα δικά σας σπίτια να κάμουμε τέτοια τραπέζια...». Τελείωνε την πρόποση, έπινε λίγο από το κρασί και λέγοντας «γεια σου (τάδε)» έβρισκε εκείνον που θα συνέχιζε το κουπάρι. Έπινε τότε και το υπόλοιπο κρασί και καθόταν.
Αυτό ίσχυε για όλους που θα έπιναν το κουπάρι. Το πιάτο με το κουπάρι πήγαινε μετά στο δεύτερο. Αλλά στο μεταξύ εκείνος που το είχε διατάξει, είχε αρχίσει το πρώτο «τραπεζίτικο» τραγούδι. Το έλεγε μόνος του ή τον συντρόφευε και η παρέα του. Συνήθως οι μετέχοντες στο γλέντι χωριζόντουσαν σε δύο μέρη, δηλαδή σε δύο παρέες. Κάθε στροφή του τραγουδιού την έλεγε πρώτα η μια παρέα και μετά την επαναλάμβανε η άλλη.
Όταν τελείωνε το τραγούδι, σηκωνόταν ο δεύτερος, γέμιζε το ποτήρι κρασί, ευχαριστούσε τον πρώτο για την τιμή που του ’κανε να τον βρει πρώτον και όρθιος πάντοτε και κρατώντας το πιάτο με το κουπάρι άρχιζε την πρόποση λέγοντας:
«Ο αγαπητός συγγενής μας υποχρέωσε να πιούμε αυτό το κουπαράκι εις υγείαν του... Το πίνω στην υγεία του και του εύχομαι...», έλεγε ευχές για το γεγονός που γινόταν το τραπέζι και για όλους κι έπινε το μισό ποτήρι, έβρισκε άλλον και καθόταν.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το κουπάρι γύριζε από τον ένα στον άλλο και έφθανε στο τιμώμενο πρόσωπο, που το έπινε τελευταίος. Το πρώτο κουπάρι στα μεγάλα τραπέζια, γάμους, βαφτίσια κ.λπ., διαρκούσε μία περίπου ώρα, τα επόμενα λιγότερη ώρα. Στο διάστημα που γύριζε έτρωγαν, έπιναν με γεμάτα ποτήρια κρασί και το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο.
Ερχόταν η σειρά του τιμώμενου προσώπου να χαιρετίσει το κουπάρι. Γινόταν ησυχία, σηκωνόταν όρθιος, γέμιζε κρασί το ποτήρι και άρχιζε την πρόποση:
«0 αγαπητός μας... σας υποχρέωσε όλους και ήπιατε ένα κουπάρι στην υγειά μου. Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάματε και για τα καλά σας λόγια. Ας είστε καλά. Πίνω και εγώ με τη σειρά μου το κουπάρι στην υγεία όλων σας και σας εύχομαι...». Έπινε όλο το κρασί και καθόταν κι ερχόταν η σειρά του δεύτερου κουπαριού.
Ο ίδιος τώρα, το τιμώμενο κάθε φορά πρόσωπο, ήταν υποχρεωμένος να διατάξει και δεύτερο κουπάρι. Κι αυτό γινόταν με την ίδια σειρά και τάξη όπως το πρώτο και έφτανε η σειρά του τρίτου, τέταρτου κ.λπ. Στην περίπτωση που ήθελαν να τιμήσουν πολλά πρόσωπα, 2 - 3 και η ώρα φυσικά δεν επαρκούσε, έβαζαν στο πιάτο δύο και τρία ποτήρια και τα έπιναν το ένα μετά το άλλο, στην υγειά των προσώπων αυτών. Αποφεύγονταν, όμως τα πολλά ποτήρια, γιατί μεθούσε ο κόσμος, γινόταν φασαρία και διαλυόταν γρήγορα το τραπέζι. Όταν η ώρα περνούσε και έπρεπε να διαλυθεί το τραπέζι, εκείνος που είχε το κουπάρι δε διέταζε άλλο για, επόμενο πρόσωπο, αλλά για τη διάλυση. Το κουπάρι της διάλυσης το έπιναν όλοι μαζί, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και ύστερα λίγοι- λίγοι αποχωρούσαν.
Δεν έπιναν μόνο αυτά τα κουπάρια, αλλά έπιναν και κουπάρια «σταυρωτά». Αυτά τα έπιναν συνήθως σε διαφορετικό χρόνο «κατά διαταγήν». Γέμιζαν τα ποτήρια τους, εύχονταν ο ένας στην υγειά του άλλου και αφού σταύρωναν τα δεξιά τους χέρια (φέροντας ο καθένας το δεξί του χέρι εσωτερικά στο δεξί χέρι του άλλου) έπιναν τα κουπάρια, τα οποία έπιναν και κατά τη διάρκεια του χορού. Όποιος ήθελε, πήγαινε και έπινε σταυρωτά με αυτόν που χόρευε μπροστά.
Το έθιμο των κουπαριών, μεταξύ άλλων, ήταν ένας τρόπος μετάδοσης από γενιά σε γενιά των δημοτικών μας τραγουδιών, τα οποία αναμφισβήτητα αποτελούν την κιβωτό των εθνικών μας παραδόσεων. Στην εποχή μας, αυτό το έθιμο έχει σβήσει μαζί με άλλα έθιμα του τόπου μας γιατί η εξέλιξη της κοινωνίας άλλαξε τον τρόπο διασκέδασης στις εκδηλώσεις.
(«Δημοτικά Τραγούδια της Ορεινής Τριφυλίας» του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη).
[3] Το έθιμο της πορείας του ποτηριού αφορά μόνον το κρασί και κανένα άλλο όπως: Τσίπουρο, ούζο, κονιάκ, ουίσκι, μπύρα, ή οτιδήποτε άλλο οινοπνευματώδες ποτό.
[4] Λέγεται ότι τα κρασοπότηρα έπρεπε να έχουν μέγεθος τόσο, ώστε μέσα να χωράει ακριβώς ένα όρθιο μέτριο αυγό κότας. Τοιουτοτρόπως υπολογίζονταν τα κρασοπότηρα σε ύψος και περιφέρεια.
[5] Επίσης πιο παλιά κατά την αναχώρηση κάποιου οικείου για την ξενιτιά, το προηγούμενο βράδυ τραπέζωνε φίλους, συγγενείς, κουμπάρους γείτονες κ.λπ. και οι περισσότερες ευχές που ακούγονταν ήταν: «Καλό ταξίδι», «Καλή επάνοδο», «Με το καλό να γυρίσεις στο σπίτι σου», «Καλό ή τρανό καζάντι», κ.λπ.
[6] Κεφαλάρι στο τραπέζι, λέγονται οι άκρες του παραλληλόγραμμου τραπεζιού. Συνήθως τα τιμώμενα πρόσωπα λάμβαναν την μία θέση από τα κεφαλάρια για να μπορούν να βλέπουν όλους τους συνεστιαζόμενους.
[7] Πιο παλιά αναφέρεται και μάλιστα έχω στο αρχείο μου ποτήρια κατασκευασμένα από κέρατο του βοδιού. Έκοβαν το κέρατο μ’ ένα αιχμηρό αντικείμενο το καθάριζαν το απολύμαιναν και το έκαναν ποτήρι. Αυτό το ποτήρι όσο είχε μέσα κρασί, έπρεπε να το κρατάν στο χέρι ανάποδα, για να μην χυθεί το περιεχόμενό του. Για να το αφήσει κάποιος στο τραπέζι έπρεπε υποχρεωτικά να το πιει έως την τελευταία σταγόνα, διαφορετικά θα χυνόταν. Διότι δεν ήταν δυνατόν τα τοποθετηθεί στο τραπέζι, χωρίς να χυθεί το περιεχόμενό του. Και τοιουτοτρόπως ήταν υποχρεωμένος ή να το πιεί ή να κρατάει στο χέρι του, όσο είχε μέσα περιεχόμενο. Ακόμη κατασκεύαζαν και ποτήρια αυγουλοτά (δηλ. σχήματος αυγού), για να μην δύναται ο πότης να το αποθέσει επί του τραπεζιού, προτού πιεί όλο το περιεχόμενό του.
[8] Γενικά το σταύρωμα των ποτηριών επινοήθηκε ναι πραγματοποιείται μεταξύ ανθρώπων που είχαν ψυχραθεί και δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Όταν έσπαγε ο πάγος, οι γνωστοί των τους υποχρέωναν να πιουν κρασί σταυρωτά και να ξαναγίνουν φίλοι. Λέγεται δε ότι εκείνος από τους δυο που κινούσε την διαδικασία της επανασύνδεσης, έπαιρνε το ποτήρι με το δεξί χέρι του, το προσάρμοζε στα χείλη του δημιουργώντας ένα κύκλο με το χέρι του και ο άλλος έπρεπε να περάσει το γεμάτο ποτήρι πάντα και αυτός με το δεξί του χέρι μέσα από τον κύκλο του πρώτου και να φέρει το ποτήρι στα χείλη του για να πιουν σταυρωτά. Η κίνηση αυτή όπως προανέφερα πρόσδιδε στην φιλική επανασύνδεση αυτών των ανθρώπων.
[9] Στον χορό συμμετείχαν επτά άτομα ανεξαρτήτου φύλλου. Ενώ στον πηδηχτό (σημ. τσάμικο), δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχουν γυναίκες.
[10] Κατά την διάρκεια του μυστηρίου του γάμου, ο γαμπρός και η νύφη πίνουν από το ίδιο ποτήρι γλυκό κρασί, προσφορά του κουμπάρου, ενώ από το ίδιο ποτήρι πίνει και αυτός. Το ποτήρι με το κρασί συμβολίζει ότι όλες οι στιγμές της ζωής τους θα είναι κοινές και ότι θα μοιράζονται τα πάντα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά όλα θα τα δοκιμάζουν μαζί, και τις χαρές και τις λύπες.
[11] Σήμερα το παραδοσιακό τραπέζωμα έχει μεταλλαχθεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Συνήθως τα τραπεζώματα των γάμων είναι μια κοινή και συνηθισμένη εμπορεύσιμη διαδικασία, που αποσκοπεί μόνον σε θεατρινισμό, επίδειξη και σπατάλη χρημάτων άνευ ουσίας. Τα καταστήματα δεξιώσεων, έχουν τροποποιήσει όλη την εθιμοτυπική διαδικασία και έχουν μεταλλάξει όλη την σπονδή με δικούς τους κανόνες, με κύριο γνώμονα μόνον και μόνον το συμφέρον και την διαφήμισή τους για τους επόμενους υποψήφιους πελάτες τους. Και τοιουτοτρόπως τα τραπεζώματα (σημ. δεξιώσεις) των γάμων, μας παρουσιάζουν μια χυδαία εικόνα, σε όλη την διαδικασία, πρώτον για αυτούς που πραγματοποιούν την σπονδή και πληρώνουν αδρά το τίμημα της χαράς των και δεύτερον για αυτούς που συμμετέχουν. Το «σπάσιμο του τραπεζιού», τις περισσότερες φορές αρχίζει προτού καλά- καλά τελειώσει το φαγητό. Και ο λόγος είναι ότι οι νεόνυμφοι δύναται να αργοπορήσουν να εμφανισθούν στο τραπέζι, άλλος λόγος είναι οι λίστες των τραπεζιών, η μουσική, η πολυκοσμία, το λανθασμένο σερβίρισμα των φαγητών, οι υποχρεώσεις της επόμενης ημέρας των συμμετασχόντων κ.λπ. Ίσως θα έπρεπε να ασχοληθούμε μ’ ένα ολόκληρο κεφάλαιο για αυτή την σημερινή εμπορική κατάντια.
[12] Πάρα πολλές εξαιρέσεις, στο ποιος θα τραγουδήσει καλλίτερα ή πως θα κινηθεί το ποτήρι, έγιναν αιτία όχι μόνον για το χάλασμα του τραπεζιού, αλλά για παρεξηγήσεις ακόμη και για μικροσυμπλοκές. Απ’ ότι θυμάμαι, σε πάρα πολλά γλέντια, αναφέρουν ότι στον τάδε γάμο πιαστήκανε οι τάδε για ένα τραγούδι, για το ποτήρι κ.λπ. Αυτές οι μικροδιενέξεις νομίζω ότι δεν οφείλονται σε παρεξηγήσεις εκείνης της στιγμής αλλά σε διάφορα παλαιότερα διδόμενα που είχαν μεταξύ τους.
[13] Οι μάγειροι και οι τραπεζοκόμοι, κανόνιζαν και διευθετούσαν την ροή των φαγητών με τέτοιο τρόπο που οι συμμετάσχοντες έτρωγαν λίγο- λίγο και συνέχεια, όσον αφορά το κύριο φαγητό και αργά σερβίριζαν κατά διαστήματα το αλατοπιπερωμένο βραστό σφάγιο. Η τακτική αυτή απόβλεπε να μην βαρύνουν γρήγορα, νυστάξουν, και να μην μεθύσουν εύκολα, ακόμη οι πότες έπρεπε να έχουν συνέχεια λίγο και πάντα φρέσκο και πικάντικο φαγητό για να συνοδεύουν το κρασί τους.
Πηγή: www.antroni.gr
Πηγή: www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου