Στην καθημερινή μας ομιλία, για να ολοκληρώσουμε τις σκέψεις μας, συνεχώς και αναπόφευκτα αναφερόμαστε σε πολλές προτάσεις που προσδιορίζουν πλήρη αντίθεση αλλά και σε προτάσεις με επαναλαμβανόμενες λέξεις.
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Αγάλι- αγάλι φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι.
Αγάλι- αγάλι, γίνεται η αγουρίδα μέλι
Αγάλια- αγάλια κοτούλα μου και εγώ θα σε μαγειρέψω.
Άρον- άρον σταύρωσον αυτόν.
Αυτός έχει πολύ μπλά- μπλά.
Βούρλο το βούρλο, έδεσε τον κόσμο ούλο.
Γλυκό το κρέας την Λαμπρή, πικρό του χούϊ- χούϊ.
Γύρω – γύρω όλοι στην μέση τον Μανώλη.
Έτσι κι έτσι
Έφθασε τσίμα- τσίμα, να πέσει στο βράχο.
Η αναπαράσταση έγινε καρέ- καρέ
Η δουλειά έγινε τσάκα- τσάκα
Η δουλειά θα γίνει μπάμ- μπάμ.
Ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς.
Η τιμή- τιμή δεν έχει και χαρά σ’ όποιον την έχει.
Ηλί- Ηλί λαμά σαβαχθανί.
Ήρθανε μπάρα- μπάρα.
Ήρθανε πάτσι- πάτσι (ισοπαλία).
Ίσα- ίσα που μ’ έφτασε.
Καρέτα- Καρέτα (ονομάζεται η Χελώνα του Ιονίου πελάγους).
Κλάψε- κλάψε το μωρό έβαλε την μάνα του στο χορό.
Κούνα- κούνα το κουρούτι έκανε το μυαλό κουρκούτι.
Λέγε- λέγε το κοπέλι κάνει την κυρά και θέλει.
Μαθεύτηκε το νέο από στόμα σε στόμα.
Μάνι- μάνι που έφτασε το ύφασμα.
Μικρός – μικρός παντρέψου ή τρανός καλογερέψου.
Μπέσα για μπέσα.
Μπούρ- μπούρ μου θόλωσε τα μυαλά από την μουρμούρα.
Ντίλι- ντίλι το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι.
Ντούπου- ντούπου το καζάνι σερνικό παιδί να κάμνει.
Ξύσε- ξύσε το σπυρί, άνοιξε τρανή πληγή.
Παρουσιάστηκε με αρώματα και φρου- φρού.
Πέρασε πόρτα- πόρτα ο ταχυδρόμος.
Περπατούσανε και οι δύο σιμά- σιμά.
Πλιάτσα- πλιάτσα στα νερά, πήρα την γρίπη πεθερά.
Προύτσου- προύτσου, έκανε την δουλειά του κι έφυγε.
Σιγανά- σιγανά πάει η παπαδιά στην εκκλησιά.
Σταλαγματιά- σταλαγματιά γιόμισε η στάμνα η πλατιά.
Τάκα- τάκα και θα τελειώσεις.
Τάξε- τάξε η κυρά, μας επήρε τον παρά.
Την δουλειά την πάει λάου- λάου.
Τι κάνει νιάου- νιάου στα κεραμίδια.
Το πάει τζούρου- τζούρου να μαλώσουμε.
Το πάει φυρί- φυρί να μαλώσουμε.
Το πήρε πίρι- πίρι βρέχοντας.
Το πήρε τσίρι- τσίρι και μας έκανε μούσκεμα.
Το πήρε χέρι- χέρι και πήγανε στο σχολείο
Το πολύ το βάϊ- βάϊ κάνει τον αγά και σκάει.
Το πολύ το φίκι- φίκι, το φουσκώνει το κορίτσι.
Τον τσίμπησε μύγα τσε- τσε.
Τους βλέπεις όλη την ώρα πίτσι- πίτσι.
Τσίρι- τσίρι το πουλί, χάθηκε από την αυλή.
Τσούκου- τσούκου έφτασε η γριά στο χωριό.
Φασούλι το φασούλι, γιόμισε η γριά το σακούλι.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΥΝ ΑΝΤΙΘΕΣΗ
Άγνωστοι και γνωστοί όλοι στην ίδια την τιμή.
Αγοράζει φθηνά και πουλάει ακριβά.
Άλλοι τραβούσαν κι άλλοι έσπρωχναν.
Άλλος το κοντό του κι άλλος το μακρύ του.
Αλλού νυχτώνεται και αλλού ξημερώνεται.
Αλλού τα στεγνά κι αλλού τα βρεγμένα.
Αλλού φυτρώσανε δασιά κι αλλού αραιά.
Άμα δεν ήσαντε οι κουτοί πως θα ζούσαν οι έξυπνοι;
Άμα κολλήσουν τα σκυλιά κινδυνεύουν να ξεκολλήσουν.
Άνδρες και γυναίκες όλοι στην ίδια μοίρα.
Ανεβοκατέβαινε τις σκάλες.
Ανοιγοκλείνει τα μάτια του.
Ανοιγοκλείνει το στόμα του σαν να χάφτει μύγες.
Αντάμα δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.
Απ’ τα ψηλά έφτασε στα χαμηλά.
Από Δήμαρχος Κλητήρας.
Από έξω κούκλα και από μέσα πανούκλα.
Από καλόγερος βρέθηκε πολύτεκνος.
Από μικρό παιδί, τρανό λόγο άκουσα.
Από τα άγραφα βρέθηκε στα γραμμένα.
Από τα ανώγεια κατάντησε στα κατώγεια.
Από τα σκληρά στα μαλακά.
Από την αρχή ως το τέλος.
Από την ελευθερία βρέθηκε ξαφνικά στην σκλαβιά.
Από την ζωή στον θάνατο.
Από την κόλαση στον Παράδεισο.
Από την φθήνια στην ακρίβεια.
Από το Άλφα ως το Ωμέγα.
Από το βράδυ ως το πρωί μήτε φαί μήτε στρωμνή.
Από το ένα μπαίνει και από το άλλο βγαίνει.
Από τα έρμα παίρνει ο λύκος κι από τα φυλαγμένα ο Θεός.
Από το ψέμα στην αλήθεια.
Από τον μπροστινό ως τον πισινό είναι μακρύς ο δρόμος.
Άστραψε και βρόντηξε.
Αυτός έχει πολλά πάρε δώσε.
Αυτός ράβει και κόβει εκεί μέσα.
Άφησε το παρελθόν σου και κοίτα το μέλλον σου.
Βάλε αλλού τα κρυφά κι αλλού τα φανερά.
Βάλε- βγάλε στο τσουβάλι, έφτασε σ’ αυτό το χάλι.
Βίρα- μάϊνα τις άγκυρες.
Βλέπει το φεγγάρι στην γιόμιση και στην χάση.
Βρήκα ανοιχτή την πόρτα του, μα κλειστή την καρδιά του.
Γλυκά – ξινά σταφύλια κρασί στην ίδια την μποτίλια.
Γλυκό το τυρί την Λαμπρή, πικρό τα χάϊ- χούϊ.
Γράψε σβήσε στο δευτέρι, του επιάστηκε το χέρι.
Δείξε ανωτερότητα και όχι κατωτερότητα.
Δίδαξε αριστερά και πράξε δεξιά.
Διπλώνει ξεδιπλώνει, απλώνει και μαζώνει.
Δούλευε με χέρια και με πόδια.
Δούλευε πότε ο ένας πότε ο άλλος.
Δουλεύει μέρα νύκτα σαν δούλος.
Δουλεύει ως φορτοεκφορτωτής.
Δούναι και λαβείν.
Εγώ θα σε ρωτάω και εσύ θα απαντάς.
Είπα και ξείπα.
Έκανε την νύχτα ημέρα για να τα βγάλει πέρα.
Ένα βήμα μπροστά και δυο βήματα πίσω.
Έναν καφέ ναι και όχι.
Εντός εκτός και επί τα αυτά.
Έφερε τα απάνω – κάτω.
Έφερε τα μπερδέματα και τώρα λέει καλά ξεμπερδέματα.
Έχει ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Έχεις δεν έχεις θα πληρώσεις.
Η καημένη η Καλομοίρα που είχε κακομοίρα.
Ή κερδισμένος ή χαμένος.
Ή όλα ή τίποτα.
Ή όλοι ή κανένας.
Η ομόνοια διώχνει την διχόνοια.
Ή στα νιάτα ή στα γεράματα.
Η ψηλή γυναίκα για το μάτι κι η κοντή για το κρεβάτι.
Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί μ’ ένα τσούκαλο κρασί.
Ήξερες δεν ήξερες τα απάνου κάτου ήφερες.
Ήρθανε οι όμορφες και πάψανε οι άσχημες.
Ήρθανε τα άγρια να διώξουνε τα ήμερα.
Καθαρά βρωμισμένα όλα στο ίδιο καλάθι.
Και με τα πολλά στην φυλακή και με τα λίγα μέσα.
Καλά τα θολά καλά και τα λαγαρά νερά.
Καλός κακός ο γείτονας, αυτός είναι.
Καλού- κακού πάρε και κάποιον για συντροφιά.
Κλείσε το στόμα σου και άνοιξε τα αυτιά σου.
Κοντή γυναίκα πέρδικα ψηλή καρακαϊδόνα.
Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.
Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Μέσα άκρα γνωρίζω τον ρόλο μου.
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει.
Μια άστην μια πιάστην δεν ήξερε τι να πρώτο κάμνει.
Μια ημέρα είναι ανοιχτά και μια ημέρα κλειστά.
Μία λαδάτη μία ξυδάτη και ο καιρός περνάει.
Μία στο καρφί μία στο πέταλο.
Μικροί μεγάλοι όλοι στο ίδιο το τσουβάλι.
Μπαινοβγαίνει σε ξένες πόρτες.
Μπροστινά πισινά όλα την ίδια πατούσα έχουν.
Να μην γνωρίζει η δεξιά σου τι πράττει η αριστερά σου.
Ντύσου- γδύσου έχασες την τιμή σου.
Ξεβράκωτος βρακί δεν είχε, φόρεσε βρακί και χέστηκε.
Ξένοι και γνωστοί ούλοι στον ίδιο παρανομαστή.
Ο αγουροφάγος έφαγε και ο γουρμοφάγος ακόμη περιμένει.
Ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης.
Ο Διάβολος και ο Χριστός ποτέ δεν πάνε παρέα.
Ό ένας αρνήθηκε και ο άλλος δέχθηκε.
Ο ένας γράφει και ο άλλος σβήνει.
Ο ένας στραβός κι ο άλλος ανοιχτομάτης.
Ο ένας την διώχνει κι ο άλλος την μαζεύει.
Ο καλλίτερος άνθρωπος στα χειρότερα χέρια.
Ο καλός ο κακός και ο άσχημος.
Ο πλους και ο απόπλους είναι καθημερινό φαινόμενο.
Ο χονδρός και ο λιγνός.
Ο ψηλός και ο κοντός.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες.
Όλη την ημέρα μέσα- έξω, άρπαξε το κρύωμα.
Όλη την ημέρα το έκτιζαν το βράδυ γκρεμιζόταν.
Όξω φτώχεια μέσα πλούτη.
Όποιος γεννιέται στο σκοτάδι, στο σκοτάδι πεθαίνει.
Όποιος γρήγορα απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται.
Όποιος λέγει μεγάλα λόγια, μικρά έργα πράττει.
Όποιος λέει πολλά στο τέλος σωπαίνει.
Όποιος ξένο άλογο καβαλάει στα μισά του δρόμου ξεπεζεύει.
Όποιος παγαίνει για μαλλί γυρίζει κουρεμένος.
Όποιος πολύ φουσκώνει γλήγορα ξεφουσκώνει.
Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη.
Όποιος χάνει την τύχη του βρίσκει την αμοιριά του.
Ότι ανεβαίνει κατεβαίνει.
Ότι γεννιέται πεθαίνει.
Ότι πεθαίνει δεν ανασταίνεται.
Ότι πετάει και ότι κολυμπάει στο τηγάνι πάει.
Ότι πιάνει δεν το αφήνει
Ότι σε ρωτάω θα απαντάς.
Ούλη την εβδομάδα το είχε σύρε κι έλα στο χωριό του.
Ούτε ζεστό ούτε κρύο.
Ούτε με λύνεις, αλλά ούτε και με δένεις.
Ούτε που τον είδα ούτε που τον άκουσα.
Ούτε σε ξέχασα, αλλά ούτε και που σε θυμάμαι.
Πάει πότε ίσια και πότε στραβά.
Πλούσιοι και φτωχοί, ούλοι στην ίδια γη.
Πλυμένα άπλυτα στο ίδιο καλάθι.
Ποιος έχασε λίρα να την βρει ο φτωχός.
Πότε άδεια πότε γιομάτη φέρνει την ποδιά η παπαδιά.
Πότε γεμίζει, πότε αδειάζει δεν το καταλαβαίνεις.
Πότε έρχεται με γεμάτα και πότε με αδειανά τα χέρια.
Πότε κλαίει και πότε γελάει.
Πότε ξέρα πότε βροχή, πέρασε η εποχή.
Πρώτα εισπνοές και μετά εκπνοές.
Ράβε – ξήλωνε δουλειά να μην σου λείπει.
Σε ότι τον ρώτησα, απάντηση δεν πήρα.
Σε σένα τα λέω πεθερά για να τα ακούσει η νύφη.
Στην δουλειά που είναι παίρνει και δίνει ούλη την ημέρα.
Στου χαζού την πόρτα πουλάει ο έξυπνος αέρα.
Τα καλά λόγια με κάνουν και κλαίω και τα κακά με κάνουν και γελώ.
Τα χυμένα μαζεμούς δεν έχουν.
Την μια είναι κοιμισμένος την άλλη ξύπνιος.
Το βράδυ πεθαίνω και το πρωί ανασταίνομαι.
Το είχε όλη την ημέρα πέρα- δώθε.
Το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας.
Τον άρπαξε στο άψε (άναψε)- σβύσε.
Τον άρχοντά σου δούλο κι αν τον ιδείς να τον προσκυνήσεις.
Τον έχει όλη την ημέρα σήκω- κάτσε.
Του βλάχου το μακρύ σχοινί δεν έφθανε, το κοντό του περισσεύει.
Του δώσανε γλυκά και τα έφερε ξινά.
Του έδωσε ευχές και πήρε τις κατάρες.
Του έκανε το άσπρο μαύρο.
Του παλικαριού η μάνα κλαίει και του κιοτή γλεντάει.
Τράβα ο ένας, σπρώξε ό άλλος το κόψανε το σχοινί.
Τρώνε και πίνουνε στου μακαρίτη την πόρτα.
Φίλοι και εχθροί.
Χοντρά λιανά στην ίδια την μεριά.
Χορτάτοι νηστικοί, όλοι φύγανε μαζί.
Χώρια στα στέρφα από τα γαλάρια.
Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια.
Χωρίς ερώτηση, απάντηση δεν υπάρχει.
Ψιλά- χοντρά όλα στον ίδιο μπεζακτά.
Ψόφια ζωντανά ούλα στην ίδια την φωλιά.
Πηγή: www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου