Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Η Βελούδο και η κακιά μητριά

Μια φορά και ένα καιρό απάνου στα βουνά, σ' ένα μικρό χωριουδάκι, ζούσε ένας αντρόγυνο ο Κωνσταντής και η Φροσύνη και είχαν ένα μικρό έξυπνο και πανέμορφο κοριτσάκι που το λέγανε Βελούδω. Μια κακιά ημέρα, η μάνα της Βελούδως, η κυρά Φροσύνη, είχε πάει στον μύλο ν' αλέσει λίγο στάρι. Την ώρα που σκάλωνε τον ανήφορο από τον μύλο φορτωμένη ζαλιά το αλεύρι, έπιασε μια απότομη δυνατή μπόρα και για να γλιτώσει, τρούπωσε κάτω από μια αγριοσυκιά για να μην της βραχεί το αλεύρι. Εκεί καθώς στεκότανε έριξε μια κακιά αστροπή και στην σκότωσε την φουκαριάρα. Και έτσι το κοριτσάκι της, η μικρή Βελουδίτσα έμεινε ορφανό από μάνα από τα οχτώ της χρόνια. Ο πατέρας της, την άλλη χρονιά τα 'φτιασε με μια χήρα, αλλά κι ευτούνη είχε κι ένα τσουπί, την Διαμαντούλα, κανά δυό χρόνια τρανύτερη από την Βελουδίτσα. Δεν περάσανε κάνα δυο-τρείς μήνες και ο Κωνσταντής παντρεύτηκε με την χήρα. Εκείνη στην αρχή έδειξε τρανή αγάπη προς την Βελουδίτσα, όμως επειδή ήτανε πιο έξυπνη και πιο όμορφη από την κόρη της, αγαπούσε μόνο το δικό της κορίτσι, την Διαμαντούλα, αλλά το άλλο, μέρα με την μέρα το τυραγνούσε και το ανάγκαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές. Μια φορά είπε στην Βελουδίτσα, ότι ταχιά, έπρεπε να ροβολίσει ολονυχτίς στο Κακό Λαγκάδι (έτσι λέγανε το λαγκάδι κάτω από το χωριό, λέγανε ότι σ' εκείνο το λαγκάδι πολλοί άνθρωποι είχανε πάθει μύρια κακά), να πάει δυο-τρεις μπατανίες να τις βάλει στο νερό να μουλιάσουνε για τον κόπανο και το πρωί μπονόρα- μπονόρα θα να κατηφορίσει η ίδια και να τις πλύνει. Κατάλαβε τότε το κακόμοιρο το τσουπί, πως η μητριά της ήθελε να της κάνει κακό, γιατί όλοι έλεγαν πως στο λαγκάδι τη νύχτα έβγαιναν ξωτικά και νεράιδες. Φοβισμένο καθώς ήτανε δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά τράβηξε για τη γιαγιά της, να ρωτήσει τι να πρέπει να κάνει.


-Τι να κάνω, βάβα μου, με στέλνει στο Κακό Λαγκάδι ούλη τη νύχτα, για να με πάρουνε τα 'ξωτικά και οι νεράιδες. Της είπε κλαίγοντας.
- Μη φοβάσαι, βαϊζούλα μου. Καθησύχασε η γριά την μονάκριβη εγγονούλα της. Άκου παιδάκι μου, όταν θα κινήσεις για το λαγκάδι θα περάσεις από εδώ κι' εγώ θα σ' ορμηνέψω τι θα κάνεις.
Τα μεσάνυκτα η Βελούδω κίνησε από το σπίτι της φορτωμένη ζαλιά τις σπάρτινες μπαντανίες και αντίς να σάξει προς το λαγκάδι, έστριψε και πέρασε από το σπίτι της γιαγιά της. Η γριά την περίμενε πως και πως στη πόρτα της και μόλις έφθασε η Βελούδω, της έδωσε ένα κόκορα, όπου από νωρίς είχε χώσει το κεφάλι του μέσα σ' ένα πλεχτό σκαλτσούνι.
-Πάρε τον κόκορα, της λέγει, και μόλις ακούσεις τα 'ξωτικά και οι νεράιδες να 'ρχονται, θα βγάλεις την κάλτσα από το κεφάλι του και ο κόκορας θα νομίσει ότι ξημέρωσε και θα λαλήσει. Όταν θ' ακούσουν τον κόκορα ευτούνα τα ζούδια θα φύγουνε, γιατί φοβούνται όταν ακούσουν το λάλημά του, θα νομίσουνε ότι ξημέρωσε και πρέπει να κρυφτούνε πριν τις ιδεί ο ήλιος.
Ύστερα της έδωκε την ευχή της και το κορίτσι καθώς ήτανε φοβισμένο, πήρε τον κατήφορο για το λαγκάδι.
Σαν έφτασε στο λαγκάδι, τήραξε, ξανατήραξε τρογύρω της, αλλά δεν είδε τίποτις, τότε έριξε τις μπαντανίες στο νερό, τις πλάκωσε με ποταμολίθια και μάζωξε το ζαλοσχοίνι να φύγει. Καθώς είχε σγούψει, άκουσε παράξενες φωνές, σαν κελαϊδίσματα πουλιών κι ένιωσε τα 'ξωτικά να ζυγώνουν στο λαγκάδι. Εκείνα, μόλις μπήκανε στα νερά, κατάλαβαν πως έχει άνθρωπο 'κει μέσα αρχινήσανε αγάλια- αγάλια να κοντοζυγώνουν. Το κορίτσι, μόλις είδε τις σκιές τους, έγινε κατακίτρινο σαν το λεμόνι από τον φόβο της. Όμως παρά το τρέμουλο που την έπιασε, δεν το 'βαλε κάτου, με μια απότομη κίνηση έβγαλε την κάλτσα από το κεφάλι του κόκορα και 'κείνος, από την πολύωρη κλεισούρα της κάλτσας, νόμισε ότι ξημέρωσε και λάλησε δυο-τρεις φορές. Τα 'ξωτικά σαν ακούσανε τον κόκορα, νομίσανε κι αυτά ότι ξημέρωσε, τρομάξανε και αφού κοιταχτήκανε μεταξύ τους, κίνησαν να φύγουν, μα προτού φύγουν διπλαρώσανε το κορίτσι και λένε όλα με μια φωνή: «Ζούδια- ζούδια είμαστε, μα τέτοιο πονηρό ζούδι που είσαι εσύ, πάρε τα πλουμίδια μας να μην μας πάρεις την ψυχή».
Και αμέσως απλώσανε τα χέρια τους απάνου στο κορίτσι, και το στολίσανε με πάρα πολλά βενετικά φλουριά και μ' άλλα πανάκριβα πλουμίδια. Πόση ώρα πέρασε δεν κατάλαβε το κορίτσι, όση ώρα το στολίζανε, νόμιζε ότι έβλεπε κάποιο όνειρο. Κάποια φορά που συνήλθε, άρχιζε να χαράζει η αυγή, με τα πλουμίδια στο λαιμό, πήρε τον ανήφορο και γύρισε στο χωριό. Η μητριά κι η θυγατέρα της, είχανε βγει στο μπαλκόνι του σπιτιού που ήτανε προς την μεριά του λαγκαδιού, σαν την είδαν από μακριά να γυρίζει πίσω ζωντανή τα έχασαν. Μα, σαν έφτασε στο σπίτι το κορίτσι κι είδαν και τα ακριβά φλουριά με τα πλουμίδια, λύσσαξαν πλιότερο απ' τη ζήλια τους. Ρωτήσανε το τι και πώς. Η Βελούδω τους είπε ότι έγινε, όμως καθώς την είχε ορμηνέψει η πονηρή βάβα της, αντί για κόκορα τους είπε ότι πήρε ένα γατσούλι και όταν είδε τα ξωτικά άρχισε να κτυπά το γατσούλι της. Αυτές σαν άκουσαν πως έγιναν τα πράγματα, δεν χάνουν καιρό και παίρνουν την απόφαση: «Απόψε θα πάει στο Κακό Λαγκάδι η Διαμαντούλα». Κι έτσι σα πήρανε τα μεσάνυχτα, η Διαμαντούλα ζαλώθηκε το μπόγο της με τα σκουτιά, παίρνει μαζί της κι ένα μαύρο γατσούλι που είχανε στο σπίτι τους, όπως της είπε η Βελούδω και κινάει να κατηφορίσει το καλντερίμι για το λαγκάδι.
Σαν έφτασε, ρίχνει τα σκουτιά στο νερό, τα πλακώνει με ποταμολίθια και περιμένει σιμά σ' ένα τρανό γέρικο πλατάνι, να φανούν τα 'ξωτικά. Και πράγματι κατά τα μεσάνυχτα, ακούει παράξενες γλυκές φωνές, και βλέπει σε λίγο τα 'ξωτικά να χυμάνε στο λαγκάδι. Αρχίνησε τότε να χτυπάει το γατσούλι κι εκείνο να σκούζει, μα τα 'ξωτικά, αντίς να φοβηθούνε και να φύγουνε, αγριέψανε πλιότερο κι ορμήσανε στην Διαμαντούλα και σε λίγη ώρα την κάνανε χίλια κομμάτια.
Σαν έφεξε η αυγή, μπονόρα- μπονόρα, βγήκε η μάνα της Διαμαντούλας στο μπαλκόνι της και την καρτέραγε να γυρίσει. Μα ο ήλιος ψήλωνε κι η Διαμαντούλα δεν έλεγε να φανεί. Τότε αρχίσανε να τη ζώνουνε τα μαύρα φίδια, και αμέσως η κακιά γυναίκα μια και δυο έσαξε τον κατήφορο για το λαγκάδι να ψάξει για τη θυγατέρα της. Σαν έφτασε στο λαγκάδι και δεν τη βρήκε 'κει πέρα αρχίνησε να περπατάει στην λαγκαδιά και να καλεί την τσούπα της:
«Διαμάντω, Διαμαντούλα, Διαμαντένια!!! Είχε πάρει το γιόμα, ο ήλιος ήταν καταμεσής στον ουρανό, ντάλα μεσημέρι κι ακόμα να βρει την Διαμαντούλα. Σε κάποια στιγμή άκουσε τότε τα 'ξωτικά ν' αποκρίνονται: «- Διαμάντω έστειλες, Διαμαντούλα, ψάχνεις, Διαμαντένια δεν βρίσκεις. Μα σαν θες να την βρεις τήρα τ' άντερα της, σ' ένα κλαρί κρεμασμένα, κι όλα είναι κρίματα κυρά μου από σένα».
Μόλις τα είδε η κακιά μητριά, έκλαψε και στεναχωρήθηκε πολύ. Μετά έκατσε σ' ένα ποταμολίθι και κλαίγοντας την πήρε βαθιά ο ύπνος. Αργά το απόγιομα πήρε το λαγκάδι- λαγκάδι, εκεί βρήκε μέσα στο νερό το κεφάλι της Διαμαντούλας και τα μαλλιά της πλεγμένα σε ένα καλαμιώνα. Πήρε το κεφάλι το έθαψε δίπλα στο ποτάμι και μετά χάθηκε για πάντα από το χωριό. Κανείς δεν έμαθε που πήγε και αν ήτανε ζωντανή. Ο Θεός τις τιμώρησε και τις δυο για την κακοψυχιά τους. Η Βελούδω μετά από αυτό έζησε με τον πατέρα της των Κωνσταντίνο και σαν μεγάλωσε παντρεύτηκε και έμεινε στο χωριό της για όλη της την ζωή.
Και έζησε αυτή καλά και εμείς εύχουμαι να ζήσουμε καλλίτερα.
Λεξιλόγιο:
Βάβα, η = η γιαγιά.
Βαϊζούλα, η = μικρό κορίτσι.
Γατσούλι, το = μικρό γατάκι.
Ζαλοσχοίνι, το = το σχοινί που το χρησιμοποιούν να δένουν τ' αντικείμενα που μεταφέρουν οι άνθρωποι στην πλάτη τους.
Ζούδι, το = το αγρίμι.
Καλντερίμι, το = λιθόστρωτο μονοπάτι.
Μπαντανίες, οι = οι χονδρές κουβέρτες, φτιαγμένες από προβατόμαλλο, ή από σπάρτο.
Μπόγος, ο = τ' άτακτα συγκεντρωμένα αντικείμενα.
Μπονόρα, = γρήγορα, πρωί- πρωί.
Πλουμίδια, τα = τα στολίδια.
Ποταμολίθια, τα = οι ποταμόπετρες, πέτρες διαφόρων μεγεθών που βρίσκονται στις κοίτες των ποταμιών.
Σγούψει, = σκύψει.
Ταχιά, = την επόμενη ημέρα.
Τρανύτερη, η = η μεγαλύτερη.
Τσουπί, το = το κορίτσι, η θυγατέρα.
Χυμάνε, = επιτίθενται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: