Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι ένα από τα πρώτα επαναστατικά ντουφέκια, που έπεσαν στον Μοριά και συγκεκριμένα στις 17 Μαρτίου 1821, ήσαν αυτά που έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα, στην στρατηγική θέση Χελωνοσπηλιά και αναντίρρητα ανήκουν στον πρωτοκλέφτη και ατρόμητο πολεμιστή Γιάννη Χονδρογιάννη, από το χωριό Μάζι Καλαβρύτων.
Στο πόνημά μου αυτό προσπάθησα να αποδείξω, ότι το κτύπημα στην Χελωνοσπηλιά, που διαπράχθηκε από τον Ιωάννη Χονδρογιάννη και τα παλικάρια του, δεν ήταν επαναστατική κίνηση, αλλά μια ληστρική επίθεση. Ο Χονδρογιάννης, όμως έδρασε επαναστατικά, για να κτυπήσει τον Τουρκαλβανό Σεϊδή Χαμουτσά, που μετέφερε τον ποιμενικό φόρο, για τις ανάγκες της επανάστασης χωρίς όμως να γνωρίζει τους απώτερους σκοπούς, αυτών που τον διέταξαν, να μετάσχει σ’ αυτό το νόθο προεπαναστατικό επεισόδιο.
Ο Νικόλαος Ταμπακόπουλος, επιφανής ανά τον Μοριά σαράφης (τραπεζίτης, τοκογλύφος) από την Βυτίνα, δάνειζε με υπέρογκα ποσά τους Τούρκους αξιωματούχους και τους προκρίτους της επαρχίας Καλαβρύτων, Ασημάκη Ζαΐμη και Ασημάκη Φωτήλα. Στα μέσα του Μάρτη του 1821, ο Ταμπακόπουλος, αφού είχαν υποπέσει στην αντίληψή του σοβαρές πληροφορίες περί της επικείμενης επανάστασης[1], αποφάσισε να μεταβεί έγκαιρα στην επαρχία των Καλαβρύτων, με σκοπό να μαζέψει όσα περισσότερα χρήματα και ομολογίες από τους δανειολήπτες του. Μαζί του πήγε και ο Λαλιώτης Τουρκαλβανός Σεϊδής Χαμουτσά, που είχε ενοικιάσει τον ποιμενικό φόρο, της επαρχίας Καλαβρύτων για εκείνη την χρονιά.
Οι δε Ζαΐμης και Φωτήλας, με τα χρήματα που δανείζονταν από τον Ταμπακόπουλο, εκμεταλλευόμενοι πάντοτε τους πτωχούς κατοίκους της επαρχίας των, πραγματοποιούσαν εις βάρος των αδυσώπητη τοκογλυφία, δηλαδή τους δάνειζαν με υπερδιπλάσιο τόκο, από ότι δανείζονταν από τον Ταμπακόπουλο. Οι κάτοικοι, μη έχοντας άλλη οικονομική διέξοδο, υπέγραφαν τις εκάστοτε ομολογίες, παρέχοντας πάντοτε σαν αντίκρισμα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά τους στοιχεία και τοιουτοτρόπως για μια ζωή ήσαν έρμαια στα χέρια των κοτζαμπάσηδων.
Καθώς αφίχθη ο Ταμπακόπουλος στην Κερπινή Καλαβρύτων, για να εισπράξει χρήματα και ομολογίες, ο Ζαΐμης, προφασιζόμενος ότι οι δανειολήπτες έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αδυνατούν την συγκεκριμένη εποχή να πληρώσουν, του έδωσε πολύ λίγα χρήματα, τιμαλφή, διάφορα είδη οικιακής χρήσης και ρουχισμό. Πάντοτε οι δανειολήπτες πλήρωναν κατά τον μήνα Σεπτέμβριο, τότε που είχαν πουλήσει τα προϊόντα τους. Ο Ταμπακόπουλος, ναι μεν εισέπραξε από τους Τούρκους αξιωματούχους, αρκετά χρήματα, το ίδιο δεν κατόρθωσε να πράξει και με τους κοτζαμπάσηδες. Αντιλαμβανόμενος ότι του ήταν αδύνατον να εισπράξει χρήματα από τους κοτζαμπάσηδες, εξοργίστηκε και θέλησε δια της βίας να μαζέψει τα χρέη του. Ο γέρο- Ζαΐμης τον απέτρεψε αναλαμβάνοντας να συνυπογράψει όλες τις ομολογίες. Ο παμπόνηρος Ζαΐμης για δυο λόγους του έδωσε χαρτιά (ομολογίες) και δεν τον πλήρωσε. Πρώτον επειδή είχε καταστρώσει σχέδιο καταλήστευσης και εξόντωσης του Ταμπακόπουλου, σκέφθηκε να του δώσει μόνο ομολογίες και όχι χρήματα, διότι είχε τις υπόνοιες ότι τα χρήματα μπορούσαν να εξαφανισθούν, ενώ με τις ομολογίες δεν τον έμελλε, αφού πάλι μετά την προσχεδιασμένη ληστεία, θα έπεφταν πάλι στα χέρια του, επειδή καθώς ήταν αναμενόμενο, ο Ταμπακόπουλος, θα έπεφτε νεκρός από την καλοστημένη ενέδρα των Χονδρογιανναίων. Και δεύτερον, για να μην εκτεθεί στους κατοίκους της επαρχίας, του που τον είχαν πληρώσει, επέμενε να μην ασκηθεί βία εναντίον τους και του έδωσε ανανεωμένες ομολογίες, τις οποίες κατά την σκληρή επιμονή του τοκογλύφου, τις συνυπόγραψε ως εγγυητής, σκεπτόμενος πάντα ότι πετύχει ή αποτύχει η επανάσταση θα μπορούσε να διεκδικήσει τα χρήματά του, σύμφωνα με τις ομολογίες που είχε στα χέρια του. Τοιουτοτρόπως, ο Ταμπακόπουλος ησύχασε, και αφού φόρτωσε στα υποζύγια ότι είχε συλλέξει, κίνησε να επιστρέψει με την ένοπλη συνοδεία του στην Βυτίνα.
Στις 15 Μαρτίου 1821, ο Χονδρογιάννης, έμπιστος της οικογένειας Ζαΐμη, οι οποίοι μάλιστα είχαν εγγυηθεί κιόλας γι’ αυτόν στους Τούρκους το κεφάλι του. Μυημένος από τον γέρο- Ασημάκη Ζαΐμη, βρισκόταν στην Κερπινή Καλαβρύτων στο κονάκι του, ο οποίος συνέτρωγε με τον Ασημάκη Φωτήλα. Ο γέρο- Ζαΐμης ρώτησε τους κλέφτες:
-Τι νέα ρε παιδιά;
Ο Χονδρογιάννης απάντησε:
-Ταχιά, φεύγει από τα Καλάβρυτα για την Τροπολιτσά, ο σαράφης ο σπαής κι ο εισπράκτορας ο Χαμουτσάς με τον λουφέ μας. Αν είναι και με την γνώμη σας, εμείς είμαστε έτοιμοι να τον βαρέσουμε και να φέρουμε τον λουφέ πίσω[2].
Ο γέρο- Ζαΐμης κοίταξε στα μάτια τον Χονδρογιάννη, ήπιε μια γουλιά κρασί, έκανε τον σταυρό του και του λέει:
-Με την ευχή μου, παιδιά μου.
Μετά από την υπόδειξη και υποτροπή του Ασημάκη Ζαΐμη, περί διέλευσης χρηματαποστολής από την περιοχή του και μόλις έλαβε και την συγκατάθεση του, ο Γιάννης Χονδρογιάννης[3] με τα πέντε παιδιά του Ηλία (Λιάκο), Αναστάση, Ανδρούτσο, Γιώργακη και Σωτηράκη, ο Γιάννης Δημόπουλος από του Μάζι, ο Σταμάτης κι ο Λαμπρούλιας από το χωριό Μποντιά της Κατσάνας, ο Πετιώτης από τα Στρεζοβινά και ο Ασημάκης και Γιάννης Ντόλκας από του Κάνι (σημ. Καλλιθέα Κλειτορίας), επέλεξαν ως ιδανικό στρατηγικό σημείο για ενέδρα, την τοποθεσία στο στενό πέρασμα στην θέση Χελωνοσπηλιά, κοντά στις πηγές του ποταμού Λάδωνα, που βρίσκονται κάτω από το χωριό Λυκούρια. Αφού μετέβησαν εκεί, βολιδοσκόπησαν το σημείο και έστησαν μια καλομελετημένη ενέδρα (χωσιά). Εν τω μεταξύ ο Γιάννης Χονδρογιάννης, είχε ειδοποιήσει (γνωστοποιώντας τις διαθέσεις του) τον Πανάγο Οικονομόπουλο, από το χωριό Τοπόριτσα (σημ. Θεόκτιστο) Αρκαδίας, να τον βοηθήσει. Ο Πανάγος Οικονομόπουλος, αμέσως ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και πήγε στην Χελωνοσπηλιά μ’ όλο του το απόσπασμα. Εκεί οχυρώθηκαν στο στενό πέρασμα της Χελωνοσπηλιάς και του Αροανείου ποταμού, έλαβαν και τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας και ανέμεναν με το δάκτυλο στην σκανδάλη.
Εκείνη την εποχή, στην επαρχία Καλαβρύτων, βασίλευε μεγάλη αντιπαλότητα και έχθρα μεταξύ των κοτζαμπάσηδων. Δείγμα αυτής της αντιπαλότητας, είναι και αυτή η προδοσία, κατά μια έννοια του Σωτηράκη Χαραλάμπη, κατά του Ανδρέα Ζαΐμη. Άρα συμπεραίνουμε ότι ο Σωτήρης Χαραλάμπης, όχι μόνο γνώριζε την αποστολή που είχε ανατεθεί στον Γιάννη Χονδρογιάννη, από τον Ανδρέα Ζαΐμη, να στήσει ενέδρα με σκοπό να κτυπήσει τον Ταμπακόπουλο με την συνοδεία του, αλλά γνώριζε επ’ ακριβώς το δρομολόγιο επιστροφής του στην Βυτίνα και το περιεχόμενο των φορτίων του.
Μόλις ο Ταμπακόπουλος καβάλησε τ’ άλογο του για να αποχωρήσει, τον πλησίασε η γυναίκα του Σωτήρη Χαραλάμπη και του ψιθύρισε στο αυτί, λέγοντας να έχει τον νου του, διότι στον δρόμο θα τον κτυπήσουν, δια να του πάρουν τα χρήματα και τις ομολογίες, που χρωστούσαν κάποιοι πρόκριτοι των Καλαβρύτων.
Όταν έφθασαν στο χωριό Κράβαρι, ένας χωρικός ονόματι Κουτσολιάς, που τους φιλοξενούσε στο σπίτι του, είπε στον Ταμπακόπουλο, ότι έχει πληροφορίες ότι θα τον κτυπήσουν και θα του αρπάξουν τα φορτώματα. Δια τούτο ο Ταμπακόπουλος, φόρτωσε αμέσως τα ζώα με τα φορτώματα και τα έστειλε με τους δούλους από άλλο δρόμο, να περάσουν στην Χελωνοσπηλιά, με την οδηγία μετά να κολλήσουν στο Παγκράτι και από εκεί να πάνε στο χωριά Δάρα. Οι πληροφορίες του ανέφεραν, ότι θα τον κτυπούσαν στη θέση Στενό Παγκρατίου στο ποταμό Τράγο. Ο Κουτσολιάς, οδήγησε απ’ άλλο δρόμο τον Ταμπακόπουλο, και τον έστειλε στο χωριό Λυκούρια. Όταν έφθασε εκεί ο Ταμπακόπουλος πήγε κατευθείαν στο σπίτι του Αναγνώστη Μακρή. Αφού κόνεψαν εκεί, ο Μακρής, αν και άρρωστος, επειδή ήταν έμπιστος φίλος του Σωτήρη Χαραλάμπη, άδειασε το σπίτι του και το προετοίμασε για πόλεμο.
Μόλις έκανε την εμφάνισή της, η χρηματαποστολή του Βυτινιώτη τραπεζίτη και τοκογλύφου Νικολάου Ταμπακόπουλου, με τον τούρκο ενοικιαστή και εισπράκτορα του ποιμενικού φόρου της επαρχίας Καλαβρύτων, Λαλιώτη Σεϊντή Χαμουτσά, και με την ένοπλη συνοδεία δέκα έως δεκαπέντε Τούρκων και Ελλήνων, για την ασφάλεια της μεταφοράς των χρημάτων και των ομολόγων, ο Χονδρογιάννης έριξε την πρώτη ντουφεκιά, και με τα παλικάρια του τους κτύπησαν.
Στην μάχη σκοτώθηκε ένας τούρκος ονόματι Γιουσούφ. Οι δε υπόλοιποι, αφού εγκατέλειψαν τα υποζύγια και όλα τα υπάρχοντα, διέφυγαν άτακτα για να σωθούν.
Όταν ο Ταμπακόπουλος έφθασε στα Λυκούρια, το έμαθε ο Αναγνώστης Κολλιόπουλος, προεστός του χωριού και φίλος των Ζαϊμαίων, αμέσως πήγε και βρήκε τον Χονδρογιάννη. Όταν έφθασε ο Χονδρογιάννης στα Λυκούρια, αποφάσισε με τον Αναγνώστη Κολιόπουλο να κάψουν το σπίτι του Μακρή, που ήταν μέσα οχυρωμένοι με τον Ταμπακόπουλο, λέγοντας ότι είχε διαταγή από τον Ασημάκη Ζαΐμη και ότι θα αποζημίωναν το σπίτι. Ο Μακρής, ισχυρίσθηκε ότι ήταν διαταγή του Σωτηράκη Χαραλάμπη να τον προστατεύσει. Τελικά, μετά από διάφορες διαβουλεύσεις, ο Χονδρογιάννης αποχώρησε από τα Λυκούρια, χωρίς να πειράξει τον Ταμπακόπουλο και την συνοδεία του.
Μετά από αυτό ο Κωνσταντής, γιος του Αναγνώστη Μακρή και μερικούς Λουκουριώτες, πήραν τον Ταμπακόπουλο και τον συνόδευσαν μέχρι του Μπούγα το Διάσελο κατά του Φονιά την Καταβόθρα, και εκεί τους άφησαν. Ο Ταμπακόπουλος με την συνοδεία του Μάρκου Κολοκοτρώνη, πήγε στο Ζευγολατιό και μετά έφθασε στην Βυτίνα, χωρίς να γνωρίζει τι απέγινε η συνοδεία και τα φορτώματά του.
Ο δε Σεϊδής Λαλιώτης και αυτός με την συνοδεία του, έφθασε στην Τρίπολη στις 19 Μαρτίου, λιγοψυχισμένος, μετά από την μεγάλη τρομάρα που έπαθε στην Χελωνοσπηλιά. Τα τέσσερα μουλάρια με τα φορτώματα του Ταμπακόπουλου, ο Χονδρογιάννης τα παρέδωσε στους προεστούς.
Εκ των άνω, προκύπτει καθαρά ότι το επεισόδιο στην Χελωνοσπηλιά, δεν ήταν γνήσια επαναστατική πράξη, διότι δεν είχε καθαρά επαναστατικά κίνητρα, αλλά κοινή ληστρική ενέδρα. Αυτή η ληστρική πράξη, είχε απώτερο σκοπό να σβηστούν τα χρέη τινών υπερχρεωμένων προεστών των Καλαβρύτων, μιας και είχε πάρει το δρόμο της η μεγάλη επανάσταση. Το δίλημμα ήταν μεγάλο, διότι τα χρέη των προεστών ήσαν σε ελληνικά χέρια και αν επικρατούσε η αναμενόμενη επανάσταση, μετά την απελευθέρωση αυτοί οι κύριοι, θα βρίσκονταν υπερχρεωμένοι. Αν δε αποτύγχανε η επανάσταση, τότε η τουρκική εξουσία θα κυνηγούσε τον Χονδρογιάννη, για την μεγάλη ληστεία που είχε πράξει σε βάρος του Ταμπακόπουλου και του Λαλιώτη Σεϊδή Χαμουτσά, ήτοι χρήματα του τουρκικού κράτους, λόγω της ποιμενικής φορολογίας. Και τοιουτοτρόπως πάλι ο Χονδρογιάννης, αργά ή γρήγορα, θα κατέληγε σε σίγουρο θάνατο του ίδιου και όλης της οικογένειάς του.
Οι ιστορικοί εκείνης της εποχής, μας ρίχνουν άπλετο φως στα γεγονότα που συνέβησαν με τον Γιάννη Χονδρογιάννη, ο οποίος έπεσε θύμα δολοπλοκίας και τρομερής απάτης. Ο Ασημάκης Ζαΐμης, θεωρείται ο μέγας ηθικός αυτουργός όλης αυτής της τραγωδίας και στο ξεκλήρισμα της ιστορικής οικογενείας των Χονδρογιανναίων, που όχι μόνο έριξε το πρώτο όπλο, αλλά και πολέμησε σ’ αρκετές μάχες, κατά την περίοδο της Επανάστασης.
Ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος, στο βιβλίο του «Απομνημονεύματα των αρχών της επαναστάσεως μέχρι το έτος 1833», γράφει σχετικά με το επεισόδιο της Χελωνοσπηλιάς: «Ο μεν Ταμπακόπουλος μετά της συνοδείας του ανεχώρησεν εκ Καλαβρύτων την 16 Μαρτίου φέρων μεθ’ αυτού τα εισπραχθέντα χρήματα και τα ομόλογα, ο δε Ζαΐμης, είχεν ετοιμάσει, ως λέγεται, τον Ιωάννην Χονδρογιάννην, μεθ’ ικανών οπλοφόρων και τον απέστειλε να ενεδρεύση καθ’ οδόν και τω αφαιρέση τα ομόλογα, φονεύση δε και τους Τούρκους».
Ο ίδιος στην σελίδα 10 γράφει: «Ο Νικόλαος Ταμπακόπουλος εκ Βυτίνης τοκιστής ων (τραπεζίτης) είχε δανείσει το κοινόν της επαρχίας Καλαβρύτων, και κατά τον Μάρτιον μετέβη εις Καλάβρυτα ίνα εισπράξη εκ των δανείων του έχων μεθ’ εαυτού και τινά Οθωμανόν Σεϊδήν ονόματι μετ’ άλλων. Αλλ’ ολίγα εισέπραξε, και δια τα λοιπά ανανέωσε τα ομόλογα, πλείστα των οποίων υπέγραψεν ιδίω ονόματι ο Ζαΐμης μη συγκατατεθειμένων, ως λέγεται, των άλλων προεστώτων να αναλάβουν ιδίω ονόματι τα χρέη της επαρχίας, κατά την επίμονον απαίτησιν του Ταμπακόπουλου».
Ο Φωτάκος γράφει: «Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας ο Νικόλαος Ταμβακόπουλος από την Βυτίνα, τραπεζίτης της Τριπολιτσάς ανεχώρησεν από τα Καλάβρυτα, δια να υπάγη εις την Τριπολιτσάν έχων προς ασφάλειάν του την συνοδείαν τον Σεϊδήν Λαλιώτην και έως δέκα Τούρκους και Έλληνας. Την ώραν δε όπου ανέβη εις το άλογόν του, η γυναίκα του Σωτήρη Χαραλάμπη τον επλησίασε και του είπε κρυφά να έχη τον νου του, διότι εις τον δρόμον θα τον κτυπήσουν δια να πάρουν τα χρήματα και της ομολογίαις όπου εχρεώστουν τινές πρόκριτοι των Καλαβρύτων…»
Ο Ζαΐμης με τον Ασημάκη Φωτήλα, θέλοντας ν’ απαλλαγούν από τα υπέρογκα χρέη προς τον Ταμπακόπουλο, είχαν προμελετήσει και σχεδιάσει την εξόντωση του Ταμπακόπουλου. Τοιουτοτρόπως κάλεσαν τον Γιάννη Χονδρογιάννη να τον φονεύσει και του έδωσαν την συγκατάθεσή τους, να στήσει ενέδρα να τον φονεύσει και ν’ αρπάξει τα φορτώματα. Με αυτή την δολοπλοκία ο παμπόνηρος Ζαΐμης, ήθελε να ξεκάνει τον Ταμπακόπουλο, να αρπάξει τις ομολογίες, να τις καρπωθεί και τοιουτοτρόπως να ξεχρεωθεί μια για πάντα από τον τοκογλύφο τραπεζίτη. Εφόσον δε πέτυχε η επανάσταση, ο Ζαΐμης αποποιήθηκε απασών των ευθυνών και έριξε όλη την ευθύνη για την πράξη της ληστείας στον Γιάννη Χονδρογιάννη, ισχυριζόμενος πάντοτε ότι ο Ταμπακόπουλος εισέπραξε χρήματα από αυτόν, για να καλύψει τα χρήματα που εισέπραττε από τους κατοίκους της επαρχίας του. Σημειωτέον ο Χονδρογιάννης μετά το επεισόδιο της Χελωνοσπηλιάς, όπως είχε υποσχεθεί στον Ζαΐμη, έστειλε τα ομόλογα στους πρόκριτους που βρίσκονταν στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Εξάλλου αυτού δεν του χρησίμευαν σε τίποτα, τι να τα έκανε;
Μετά την απελευθέρωση και την έλευση του Καποδίστρια, οι απόγονοι του τοκογλύφου Νικολάου Ταμπακόπουλο, στηριζόμενοι σε κάποιον νόμο, έκαναν αγωγή κατά των Χονδρογιανναίων και ζητούσαν αποζημίωση για τα ομόλογα και τα ενέχυρα (αντικείμενα που δίνονταν για ασφάλεια δανείου) που πήρανε, όταν κτύπησαν τον Ταμπακόπουλο.
Δυστυχώς, καθώς φαίνεται άθελά του ο Χονδρογιάννης, ήταν το εκτελεστικό όργανο του Ζαΐμη, διότι με την αποστολή που του ανατέθηκε κατά του Νικολάου Ταμπακόπουλου, απάλλαξε τον Ζαΐμη από τα χρεωστικά ομόλογα.
Είναι γεγονός ότι οι Χονδρογιανναίοι μαζί με τους συμπολεμιστές που είχαν στήσει την ενέδρα στην Χελωνοσπηλιά, ότι άρπαξαν από τον Ταμπακόπουλο και την συνοδεία του, δεν ήσαν χρήματα και τιμαλφή, αλλά τα πιο πολλά, ήσαν ομόλογα των πτωχών Ελλήνων, τα οποία ήσαν άχρηστα για ιδία χρήση. Ο πανούργος και δολοπλόκος Ασημάκης Ζαΐμης, εκμεταλλεύθηκε άψογα τους κατοίκους της επαρχίας Καλαβρύτων, τον Νικόλαο Ταμπακόπουλο, τον Γιάννη Χονδρογιάννη και τις δικαστικές αρχές. Στο δικαστήριο εμφανίσθηκε και ο υπηρέτης του Ταμπακόπουλου, Νικόλας Γιαννακόπουλος από την Αλωνίσταινα και ζητούσε και αυτός αποζημιώσεις. Το δικαστήριο[4] δέχθηκε την αγωγή και με την απόφασή του, υποχρέωσε τους Χονδρογιανναίους επιστρέψουν τα κλοπιμαία ή να πληρώσουν την ανάλογη αποζημίωση στους κληρονόμους του Ταμπακόπουλου.
Η εν λόγω απόφαση του δικαστηρίου, είχε σαν αποτέλεσμα την κατάσχεση και εκποίηση όλης της περιουσίας των Χονδρογιανναίων Γι’ αυτό κατασχέθηκε ολόκληρη η κινητή περιουσία, που αποτελούταν από 210 πρόβατα, του πήραν ακόμα 30 οκάδες χαλκώματα (οικιακά σκεύη), 150 οκάδες τυρί και οτιδήποτε άλλο είχε για να θρέψει την οκταμελή οικογένειά του (γυναίκα και επτά παιδιά). Εφόσον δεν επαρκούσαν αυτά που κατασχέθηκαν, ο γέρο-Χονδρογιάννης φυλακίσθηκε στις φυλακές Μπούρτζι του Ναυπλίου.
Ένα μεγάλο ερώτημα προκύπτει, που άφησε ένθετους τους δύο προύχοντες των Καλαβρύτων, τον Ασημάκη Φωτήλα και ιδιαίτερα τον Ασημάκη Ζαΐμη, από τον οποίο πήρε εντολή ο Χονδρογιάννης να κτυπήσει τον Ταμπακόπουλο και την συνοδεία του. Οι προύχοντες αυτοί, επειδή είχαν λερώσει την φωλιά τους, δεν εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο και να υποστηρίξουν τον Χονδρογιάννη, διότι όπως προκύπτει στην εν λόγω δίκη θα αποδεικνυόταν, η αλήθεια, δηλαδή ότι αυτοί πήραν τα χρήματα και τις ομολογίες και τα κατακράτησαν, ενώ δεν τους ανήκαν.
Και μετά από αυτή την καταχθόνια στάση τους, συμπεραίνουμε ότι το κτύπημα στην Χελωνοσπηλιά, ανεξάρτητα αν στην αρχή δημιούργησε επαναστατικές εντυπώσεις, στην πραγματικότητα ήταν μια καθαρή ληστρική επίθεση, με ηθικούς αυτουργούς τον Φωτήλα και ιδιαίτερα τον δολοπλόκο και πανούργο προεστό της Κερπινής Καλαβρύτων Ασημάκη Ζαΐμη.
Καταδικάσθηκαν, γράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης διότι «ήρπασαν μέρος χρημάτων και τινών ενδυμάτων». Το ερώτημα που γεννάται είναι. Θα άφηνε ο γέρο- Χονδρογιάννης να εκποιηθεί η περιουσία του, να βγουν τα παιδιά του στο κλαρί και να σαπίσει ο ίδιος στην φυλακή, αν είχε τα χρήματα της ληστείας;
Όπως προκύπτει, η λεία της ληστείας ήταν μόνον λίγα χρήματα προερχόμενα από τον ποιμενικό φόρο, αρκετές ομολογίες και διάφορα τοπικά προϊόντα και ρουχισμός. Ο πρόκριτος Ασημάκης Ζαΐμης, είχε πετύχει τον απώτερο σκοπό του, αύξησε την σημαντικά περιουσία του, σε βάρος του Καλαβρυτινού λαού, του Ταμπακόπουλου και του αγωνιστή Γιάννη Χονδρογιάννη.
Εάν όμως για διαφόρους λόγους αποτύγχανε η επανάσταση, τότε θα περίμενε να τον κρεμάσουν, ή να τον αποκεφαλίσουν, ακόμα και να τον σουβλίσουν οι Τούρκοι και αυτόν και τα παιδιά του. Ενώ πάλι ο ηθικός αυτουργός και ο επωφελούμενος των ομολογιών, Ασημάκης Ζαΐμης, ενώ ξεχρεώθηκε προς τον Ταμπακόπουλο, δεν θα είχε διδόμενα με τους Τούρκους κατακτητές, παρά με ένα σκλάβο Έλληνα τραπεζίτη, τοκογλύφο, ο οποίος χωρίς τις ομολογίες δεν ήταν δυνατόν να τον κυνηγήσει, διότι πάλι ο Ζαΐμης θα κινούταν εναντίον των Χονδρογιανναίων και της παρέας των, για τα επεισόδια που προξένησαν στην επαρχία του.
Μετά την απελευθέρωση οι Χονδρογιανναίοι, κόντρα στο νεοσύστατο κράτος και στο κατεστημένο, βγήκαν πάλι κλέφτες στο κλαρί, διαπράττοντας διάφορες σοβαρές παράνομες πράξεις εις βάρος του λαού και του κράτους. Πάρα πολλές φορές κυνηγημένοι κατέβηκαν στην Ηλεία[5].
ΠΗΓΕΣ
(- Δαφναίος Ανδρέας, «Καλαβρυτινά δημοτικά τραγούδια και μοιρολόγια», Αθήνα 1994.
- Μελάς Σπύρος, «Ο Γέρος του Μοριά», εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1957.
- Παλαιολογόπουλος Δημήτρης, «Οι κοτζαμπάσηδες των Καλαβρύτων και ο ρόλος τους στην επανάσταση του 1821», εκδόσεις Παρασκήνιο, ΑΘΗΝΑ 2008.
- Πανόπουλος Δημήτριος, «Χονδρογιανναίοι. Η τραγωδία των πρώτων επαναστατών του 1821», Πάτρα 2009.
- Τουτούνης Ηλίας, «Η Ηλεία στο Δημοτικό τραγούδι», Αμαλιάδα 2008.
- Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις Χαρ. Μπούρας, Αθήνα).
[1] Ο Ταμπακόπουλος μπορεί να ήταν τοκογλύφος, αλλά δεν είχε και τις άριστες σχέσεις με τους Τούρκους, που να δικαιολογείται τέτοια επαναστατική κίνηση εναντίον του. Αντιθέτως ήταν ένας αγωνιστής, μυημένος στην Φιλική Εταιρεία, με μεγάλο κύρος στον Μοριά και γνώστης των τεκταινομένων. Πήρε μέρος στην συνέλευση των Καλτεζών, όπου βγήκε η Γερουσία και διετέλεσε μέλος της πενταμελούς εφορίας εφοδιασμού των επαναστατικών στρατευμάτων του Μοριά. Σκοτώθηκε στην μάχη των Τρικόρφων στις 25 Ιουνίου 1825, που διεξήχθη μεταξύ Ελλήνων και των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ Πασά.
[2] Από αυτή την συζήτηση που έγινε μεταξύ Ζαΐμη και Χονδρογιάννη, συμπεραίνουμε ότι ο Χονδρογιάννης, είχε αποστολή να κτυπήσει τον Χαμουτσά και ν’ αρπάξει τον ποιμενικό φόρο που ανήκε στους Καλαβρυτινούς. Φαίνεται ότι ο Χονδρογιάννης, δεν γνώριζε την παρουσία του Ταμπακόπουλου και το παιχνίδι του Ζαΐμη με τις συνυπογραμμένες ομολογίες.
[3] Μας είναι άγνωστο ο Γιάννης Χονδρογιάννης, τι αντάλλαγμα ζήτησε ή του έταξε ο Ασημάκης Ζαΐμης, για να στήσει ενέδρα, να σκοτώσει τον Ταμπακόπουλο με την συνοδεία του και να του αρπάξουν τα φορτώματα.
[4] Η δίκη έγινε με βάση ένα νομοθέτημα της Κυβέρνησης Ιωάννη Καποδίστρια που αφορούσε τις πράξεις σχετικές με αδικήματα που διεπράχθησαν από την αρχή της επανάστασης. Οι διαφορές αυτές δικαζόταν ανέκκλητα από ένα δικαστήριο που αποτελούταν από τρία μέλη. Το ένα από αυτά το διόριζε η Κυβέρνηση και από ένα κάθε αντίδικος. Στην εκδίκαση της υπόθεσης Ιωάννη Χονδρογιάννη, εκπρόσωπος της Κυβέρνησης παρίστατο ο Νικόλαος Φλογαΐτης, εκ μέρους των κληρονόμων Ταμπακόπουλου, ο Ιωάννης Φεϊζόπουλος και από την πλευρά του Χονδρογιάννη ο Χρήστος Καλιοντζής.
[5] Μετά την επανάσταση, όταν έφυγαν οι Τούρκοι ο τόπος ερήμωσε και έμενε ακαλλιέργητος. Τότε στην περιοχή της Πηνείας, άρχισαν να κατεβαίνουν πολλοί από την επαρχία των Καλαβρύτων. Από τα Μαζέϊκα ήρθαν αρκετές οικογένειες και εγκαταστάθηκαν στην Πηνεία. Αυτοί ήσαν που έδιναν κρυφά ή ακόμη και φανερά την υποστήριξη στους Χονδρογιανναίους, όταν ήσαν κυνηγημένοι από τα αποσπάσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου