Γραφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Τα πιο επικίνδυνα χούια (ελαττώματα) που είχαν τ’ άλογα, τα γαϊδούρια και τα μουλάρια ήταν το πρόγκηγμα και το κλώτσημα που ως το πιο επικίνδυνο εξ αυτών θεωρείται το μουλάρι (ημίονος).
Μια λαϊκή μας παροιμία λέει: «Να σε φυλάει ο Θεός από τα μπροστινά του καλογέρου και από τα πισινά μουλαριού!». Οι πιο επικίνδυνες κλωτσιές που έριχναν ήταν αυτές με τα πισινά πόδια τους. Μπορούσαν να κλωτσήσουν απροειδοποίητα «στα καλά καθούμενα» και πολλές φορές όταν ήταν σε πλήρη χαλάρωση.
Η ταυτόχρονη κλωτσιά με τα δύο πισινά πόδια όταν ζύγωνε κάποιος το ζώο από πίσω, ήταν πολύ επικίνδυνη ιδίως για μικρά παιδιά που ανάλογα με το ύψος τους τα κτυπούσαν στο κεφάλι ή στην κοιλιακή χώρα.
Το ζώο που κλωτσούσε στην τοπική διάλεκτο έλεγαν «τσινάει» ή είναι «τσινιάρικο».
Οι άνθρωποι που είχαν τέτοια ζώα είχαν «γευθεί» τις κλωτσιές τους, άλλοι μ’ ελαφρά κτυπήματα, τραυματισμούς, κατάγματα οστών και άλλοι έμειναν ανάπηροι ή και θανατώθηκαν.
Μια καταγραμμένη παρόμοια περίπτωση στην Γορτυνία, όπου ένα μουλάρι κτύπησε με τα δυο πισινά του πόδια τον ιδιοκτήτη του, αυτός έπεσε κάτω και ενώ μισοζαλισμένος προσπαθούσε να ξανασηκωθεί, αυτό του ξανά έδωσε και δεύτερη κλωτσιά και του έσπασε το κεφάλι. Ο άνθρωπος πέθανε ακαριαίως, διότι το ένα πόδι του μουλαριού τον χτύπησε στο κούτελο και του έσπασε το κρανίο.
Οι τσαμπάσηδες (πλανόδιοι έμποροι ζώων) όταν ήθελαν να πουλήσουν κάποιο ζώο που κλωτσούσε, πριν το παζαρέψουν το τάγιζαν κριθάρι. Πριν όμως το κριθάρι το είχαν ρίξει σ’ ένα σούγλο με ούζο ή και κρασί όπου το κριθάρι απορροφούσε το ούζο και φούσκωνε. Είχαν προνοήσει και είχαν αφήσει νηστικό το ζώο που κλωτσούσε. Το κριθάρι το έβαζαν μέσα σ’ ένα ντορβά και το κρεμούσαν στο κεφάλι του ζώου και εκείνο όταν το έτρωγε μεθούσε, ηρεμούσε και έτσι μισοζαλισμένο δεν είχε δυνατότητα να αντιδράσει και συνεπώς να κλωτσήσει.
Σημειωτέο ότι οι τσαμπάσηδες, γνώριζαν άριστα την ποσότητα (δόση) του ούζου που έριχναν στο κριθάρι, ώστε μόνον να το ζαλίσουν τόσο όσο για να μην κλωτσάει, μέχρι να το πουλήσουν.
Από την άλλη, όταν ήθελαν να αγοράσουν ένα ζώο φτηνά και επειδή οι ζωοπανηγύρεις και γενικά οι μεταπωλήσεις των υποζυγίων γίνονταν το καλοκαίρι, οι τσαμπάσηδες είχαν μαζέψει αλογόμυγες μέσα σε τούλι που τις ξαμολούσαν με τρόπο στα σκέλια του ζώου και αυτό άρχιζε να τσινάει - κλωτσάει. Τότε παζάρευαν το ζώο ως προβληματικό για να κατεβάσουν την τιμή αγοράς του.
Οι αγοραστές που παζάρευαν το ζώο, το εξέταζαν λεπτομερώς για τα χούγια του. Ένα εξ αυτών που ήταν και το πιο σοβαρό ήταν ο έλεγχος για το κλώτσημα. Με προφυλάξεις πήγαιναν πίσω από το ζώο και το κεντούσαν μ’ ένα ξύλο, την γκλίτσα, ή με μια βίτσα. Αν το ζώο κλωτσούσε δεν το έπαιρναν, αν ήταν ήρεμο τότε το παζάρευαν. Το μεθυσμένο - μαστορεμένο ζώο πάντοτε στεκόταν ήρεμο, μέχρι να ξεμεθύσει.
Άλλοι για να μην κλωτσάει ή τσινάει το άλογο, στα πίσω πόδια του έδεναν σακούλι γεμάτα με άμμο και έπειτα πήγαινε κάποιος πίσω του και το παρενοχλούσε, αυτό προσπαθούσε να σηκώσει τα πόδια και να κλωτσήσει αλλά το υπερβολικό βάρος που του είχαν δέσει στα πόδια δεν του επέτρεπε να τα σηκώσει και να τα εκτινάξει.
Άλλοι πάλι το ζώο που κλωτσούσε, το έδεναν αρκετές ημέρες σε ένα παλούκι, το τάγιζαν και το πότιζαν και συνέχεια το παρενοχλούσαν μέχρι που κουραζόταν ή εμπέδωνε ότι δεν μπορεί να κλωτσήσει. Μετά από αυτή την δοκιμασία το φόρτωναν με βαρύ φορτίο και πάλι το παρενοχλούσαν μέχρι που σταματούσε οριστικά να κλωτσάει. Όμως στο ζώο που κλωτσούσε δεν υπήρχε ποτέ εμπιστοσύνη προς αυτό.
Λέγανε ότι: Το μουλάρι το μόνο που σκέπτεται είναι πως θα σκοτώσει τον αφέντη του!»
Μερικοί έμπηγαν δυο παλούκια βαθιά στο έδαφος και έδεναν επάνω σε αυτά τα πισινά πόδια του. Μετά πήγαιναν πίσω και το τζόλευαν, αυτό προσπαθούσε να κλωτσήσει, αλλά δεν μπορούσε αφού ήταν δεμένα τα πόδια του.
Άλλοι στους κάμπους το πήγαιναν σε ένα μπουρότοπο που βούλιαζε αρκετά το ζώο και φυσικά δεν μπορούσε να κλωτσήσει.
Ακόμη του έδεναν την χαβιά του (χαλινάρι) με τα πίσω πόδια και όταν προσπαθούσε να κλωτσήσει αμέσως τραβιόταν και το κεφάλι του προς τα κάτω και το πονούσε η κάτω σιαγόνα του και έτσι το μουλάρι θα μπορούσε να συνετιστεί.
Μερικοί έδεναν τα ζώα με το καπίστρι κοντά σε ένα παλούκι ή δένδρο και το κτυπούσαν αλύπητα για να το συνετίσουν. Αυτή όμως η τακτική δεν απέφερε αποτελέσματα διότι αυτά δεν καταλάβαιναν για ποιο λόγο τα βασάνιζαν.
Μια άλλη μέθοδος ήταν να πεδουκλώνουν το ζώο που κλωτσούσε παράλληλα ή χιαστί τα μπροστινά με τα πισινά πόδια, δηλαδή ένα πεδούκλι με ένα μπροστινό και ένα πισινό. Τότε το ζώο δεν μπορούσε να κλωτσήσει. Το προκαλούσε από πίσω ο ιδιοκτήτης ή ο εκπαιδευτής του ζώου να κλωτσήσει, αυτό δεν μπορούσε λόγω πεδουκλώματος και έτσι μετά από επανειλημμένες προσπάθειες καταλάβαινε ότι είναι αδύνατον να κλωτσήσει και με αυτόν τον τρόπο σιγά – σιγά εκπαιδευόταν και σταματούσε το κλότσημα.
Προσεκτικοί στην επιλογή υποζυγίων ήσαν οι αγωγιάτες που μετέφεραν ανθρώπους. Οποιοδήποτε ζώο τους, είχε τάσεις να κλωτσάει το απομάκρυναν αμέσως από την δουλειά τους. Επίσης προσεκτικοί ήσαν και αυτοί που τα ζώα τους τα χειρίζονταν τα παιδιά τους.
Η αφεντιά μου μεγάλωσε σε ένα μεγαλόσωμο άσπρο άλογο τον Τσίλη. Μια μέρα το παρενόχλησα στα σκέλια, δεν με κλώτσησε αλλά με έσπρωξε με το ένα πόδι και με έριξε κάτω.
Όπως είπαμε παραπάνω οι αλογόμυγες το καλοκαίρι παρενοχλούσαν αρκετά τα ζώα και εφόσον δεν μπορούσαν να τις απωθήσουν με την βοήθεια της ουράς τους, τότε εκνευρίζονταν και κλωτσούσαν.
Όταν ένα ζώο ήταν ήρεμο και δεν κλωτσούσε έλεγαν: «Ρίχτου μια χούφτα αλογόμυγες για «να ιδείς πόσα απίδια πιάνει ο σάκος!».
Κατά το ζευγάρωμα των ζώων όταν το θηλυκό δεν επιθυμούσε…, τότε κλωτσούσε το αρσενικό ή γύριζε το κεφάλι του και το δάγκωνε.
Για τα ανυπάκουα ζώα όλες οι μέθοδοι επαναλαμβάνονταν συνέχεια μέχρι να τα συνετίσουν. Όμως τα ζώα τραβούσαν μαρτύρια κυρίως δεμένα στον ήλιο νηστικά και χωρίς νερό και σαμαρωμένα. Ο Σωκράτης είχε πει την φράση: «Αν ένας γάιδαρος σε κλωτσήσει, δεν έχει νόημα να τον κλωτσήσεις και εσύ!» Πάντως όποια μέθοδο κι αν ακολουθούσαν οι ιδιοκτήτες και όσο κι αν τα συνέτιζαν η απόλυτη εμπιστοσύνη δεν βασίλευε μέσα τους, πάντα όταν βρίσκονταν πίσω από το εν λόγο ζώο είχαν τον φόβο μην γευθούν τις κλωτσιές τους.
Έλεγαν οι παλαιότεροι, ότι τα ζώα που τσινάνε έχουν υπερβολικές δυνάμεις και αντοχές.
Στον Ελληνικό στρατό χρησιμοποιούσαν μουλάρια για να μεταφέρουν φορτία στα κακοτράχαλα βουνά. Αυτοί που τα επιμελούνταν τους ονομάζανε ημιονηγούς κοινώς μουλαράδες. Αν κάποιο μουλάρι σκότωνε κάποιον στρατιώτη με κλωτσιές, τότε αυτό το ζώο περνούσε στρατοδικείο.
Παραθέτω παρακάτω μια σχετική καταγραμμένη Αντρωνιώτικη ιστορία με τον αείμνηστο Γεώργιο Χ. Μπαντούνα, (Μπαμπόγιωργα), αγωγιάτη και εξημερωτή ζώων.
Ο Μπαμπόγιωργας και ο Γύφτος
Ο Μπαμπόγιωργας ασχολείτο με την εξημέρωση των ζώων. Χρησιμοποιούσε καρότο χωρίς μαστίγιο.
Είχε στην τσέπη του δερμάτινου (κάτι μεταξύ σακακιού και παλτού) της δουλειάς όπου στην μια τσέπη είχε πάντα ζάχαρη και ψωμί.
Μόλις έβλεπε άγριο μουλάρι η άλογο, έβγαζε από την τσέπη του ψωμί βουτηγμένο στην ζάχαρη και πλάνεβε το ζώο. Το ζώο με αυτόν τον τρόπο του έδειχνε εμπιστοσύνη δηλαδή δεν τον έπαιρνε με κακό μάτι.
Το μουλάρι επτά φορές την ημέρα σκέφτεται να σκοτώσει το αφεντικό του!
Ο Μπαμπόγιωργας τι έκανε; Φόρτωμα στο μουλάρι και φαί. Φόρτωμα όσο περισσότερο μπορούσε. Δηλαδή ότι και να έκανε το μουλάρι, δεν το αγρίευε, δεν το έδερνε ποτέ. Ακόμη και στο χωράφι, κούναγε μόνο την ξάλη να ακούσει τον θόρυβο χωρίς πάλι να το αγγίζει. Και όσα ξένα ζώα που κράταγε να τα ημερώσει το μόνο που τους έκανε ήταν να τα παραφορτώνει και να τα εκμεταλλεύεται στα αγώγια.
Η συμφωνία που έκανε με τον ιδιοκτήτη του ζώου ήταν να πληρωθεί εάν τα εξημερώσει αλλιώς δεν έπαιρνε δεκάρα!
Υπήρξαν όμως και ζώα που δεν εξημερώνονταν.
Του είχε δώσει ο Παναής Παπαντώνης (ο μετέπειτα συμπέθερος του) ένα μουλάρι που δεν εξημερωνόταν με τίποτα. Πάρτο του λέει του Παναή δεν εξημερώνεται. Δεν το θέλω κράτα το του απαντάει ο Παναής, μη μου σκοτώσει και κανένα παιδί.
Ερχόταν κάποιοι γύφτοι το καλοκαίρι προς στο χωριό.
Ο Μπαμπόγιωργας κατέβαινε από το Χάνι του Μπάμπη με το άλλογο και το άλλο το Μουλάρι την Μουργούλα. Του Παναή το μάγαρο το είχε δέσει στον Παλιόμυλο με ένα μακρύ σχοινί και άστο να τρώει. Νερό είχε το μυλαύλακο και άμα δίψαγε έφτανε και ρούφαγε.
Του άλλαζε όμως κάθε τόσο θέσεις για νάχει να βοσκάει.
Ο γύφτος έφερνε ένα πολύ μεγάλο μουλάρι, γερό μουλάρι.
Το μουλάρι αν έχει δουλέψει φαίνεται από τα σημάδια από τα μπαλτίμια, από το σαμάρι, από την κοιλιά από κάτω επίσης φαίνεται αν έχει κάνει χωράφι ακόμη το δουλεμένο μουλάρι έχει και σημάδια αν έχει πεταλωθεί.
Συναντήθηκε στο δρόμο με τους γύφτους ο Μπαμπόγιωργας και παρατηρούσε το μουλάρι τους.
Τον πλησιάζει ο γύφτος που ήθελε να του το πουλήσει. Η αλήθεια είναι ότι το μουλάρι (η μετέπειτα Μαρίκα) ήταν άσπρο μεγαλόσωμο αλλά άγριο.
Λέει του γύφτου, το βλέπεις και εσύ ότι το μουλάρι σου είναι γέρικο (εξύψωνε τον γύφτο) αλλά εμένα μου κάνει γιατί το θέλω μόνο για όργωμα. Ναι συμφώνησε και ο Γύφτος.
Έχω ένα, του λέει ο Μπαμπόγιωργας αλλά είναι μικρόσωμο και δεν κάνει μαζί με το άλογο που το βάζω μαζί να κάνουν χωράφι. Η συζήτηση γινόταν στη δεμοσιά στο Σισιμάδι λίγο πιο κάτω από την Αγία Παρασκευή.
Προχώρησαν παρακάτω στο ύψος του Παλιόμυλου και δείχνει στο γύφτο το μουλάρι από μακριά που το είχε δεμένο δίπλα από το ποτάμι.
Φέρτο του λέει ο γύφτος. Ώπα, απαντάει ο Μπαμπόγιωργας θα τα συμφωνήσουμε και ύστερα θα φέρω το μουλάρι για να γίνει σωστά η τράμπα, η σεμπριά.
Ο γύφτος όμως είχε μαστόρεψε το μουλάρι του για να είναι ήρεμο, ήσυχο.
Όταν πάρεις οινόπνευμα, το βάλεις στο στόμα σου και φυσήξεις στα αυτιά του ζώου αυτό ναρκώνεται, ηρεμεί για όσο χρόνο δεν πιει νερό.
Συννενογιέται με τον παππούλη μου τον Πλίεγκα (καθότι ήταν αχώριστοι), με τον Παπαδόγιαννη και με τον Νίκο τον Νικολετόπουλο που ήταν πρόεδρος στο Αντρώνι να φτιάξει και τα χαρτιά.
Οι παραπάνω λειτούργησαν και σαν αβανταδόροι του Μπαμπόγιωργα προκειμένου να κοροϊδέψουν τον γύφτο.
Έλεγαν, μην κάνεις την ανταλλαγή δεν βλέπεις ότι το
μουλάρι του κουμπάρου (γύφτου) δεν είναι καλό και διάφορα τέτοια. Του δίνεις και του κόσμου τα λεφτά του γύφτου, θα του έδινε και πεντακόσιες δραχμές επιπλέον από το μάγαρο του Παναή. Το μουλάρι του γύφτου άξιζε 3-4 χιλιάδες ενώ το άλλο του Παναή δεν άξιζε τίποτα.
Πήγε και το έφερε το μουλάρι ο Μπαμπόγιωργας από τον Παλιόμυλο αλλά πριν το είχε μαστορέψει κι αυτός όπως ο γύφτος.
Έγινε η τράμπα και ο Μπαμπόγιωργας πήρε το μουλάρι και το πήγε κάτω στην Λήμνα για να το κρύψει. Ήξερε ότι μόλις ποτίσουν το μουλάρι, οι γύφτοι θα γύριζαν.
Πράγματι μόλις έφτασαν οι γύφτοι στο Χάνι του Μπάμπη, είχε νερό η βρύση εκεί και το μουλάρι την ήξερε και έπεσε πάνω στον κούτουλα να ξεδιψάσει.
Οι γύφτοι είχαν βάλει στο μουλάρι και ένα παλιοσάμαρο και απάνω είχαν φορτώσει τα συμπράγκαλά τους και μισόγομι τα γυφτόπουλα.
Μόλις άφησε το κεφάλι από το νερό το μουλάρι, «ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε». Έφυγε το μουλάρι κλωτσώντας και τα πέταξε όλα από πάνω του, δεν δεχόταν σαμάρι.
Γύρισαν αμέσως πίσω οι γύφτοι στο Χωριό και οι επιτήδειοι λένε στους γύφτους, τι του κάνατε ρε του μουλαριού και έγινε έτσι;
Και το δικό σας είναι άγριο το μουλάρι, του έφυγε του ανθρώπου και πάει στου Κούμανι στην αστυνομία να σας καταγγείλει!
Μόλις άκουσαν αστυνομία οι γύφτοι, όπου φύγει - φύγει και δεν ξανά γύρισαν πάλι στο Αντρώνι.
Αφήγηση: Αντωνάκης Γ. Μπαντούνας Τρίτη, 10 Σεπτεμβρίου 2019
Φράσεις που αναφέρονται στο κλώτσημα:
-Άλογο που κλωτσάει ο λύκος το τρώει!
-Αν δεν κλωτσήσει ο γάιδαρος δεν τον ξεφορτώνουν.
-Βαράει την δεκάρα στον αέρα!
-Εφόσον έχει μουλάρι θα έχει και κλωτσιές.
-Κλωτσάει σαν Αραχωβίτικο μουλάρι!
-Κλωτσιούνται τ’ άλογα; Αλίμονο στα γαϊδούρια.
-Μη στέκεται μπροστά από τα ντουφέκια και πίσω από τα μουλάρια.
-Μουλάρι που δεν τσινάει, σ’ ανήφορο δεν τραβάει!
-Όσες κλωτσιές δίνει ο γάιδαρος στον τοίχο τόσες λαβαίνει.
-Όταν το ζω μουλαρώσει ή θα πετάξει το φόρτο ή θα σε σκοτώσει!
-Της μουλάρας το χούι να σκοτώσει τον αφέντη της.
-Το τσινιάρικο μουλάρι του Διαβόλου κάνει την χάρη!
-Το τσινιάρικο μουλάρι, αλαργινός θε να το πάρει!
-Το χορτάτο μουλάρι κλωτσάει.
-Του ήρθε γαϊδουροπεταλιά!
-Του μουλαριού τα πισινά δεν σηκώνουν χωρατά!
-Του μουλαριού το ποδάρι και το στειλιάρι τον ίδιο πόνο έχουν!
-Τσινάει λίγο στην τιμή!
-Τσινιάρα γυναίκα!
-Τσίνιξε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου