Στην Ελληνική Μυθολογία οι Κύκλωπες ήταν μονόφθαλμοι γίγαντες με μεγάλη δύναμη, χαμηλή νοημοσύνη, άγρια φύση και αντικοινωνική συμπεριφορά. Ο πιο γνωστός Κύκλωπας ήταν ο Πολύφημος, είναι γνωστός από την Οδύσσεια ήταν γιος του θεού Ποσειδώνα και της Νύμφης Θοώσης, κόρης του Φόρκυος τον οποίο αντιμετώπισε ο Οδυσσέας κατά την επιστροφή του μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Στη Θεογονία, όπου ο ποιητής Ησίοδος περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου, οι Κύκλωπες ήταν τρεις αθάνατοι γίγαντες που γεννήθηκαν από τον Ουρανό και τη Γη στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του σύμπαντος.
Ο Οδυσσέας και οι άνδρες του τυφλώνουν τον Πολύφημο (λεπτομέρεια πρωτοαττικού αμφορέως, περ. 650 π.Χ., Μουσείο Ελευσίνας).
Μολογάγανε οι παλαιοί ότι τους μπιτ παλιούς χρόνους τότενες που ο τόπος ήτανε απάτητος και είχε τρανά δάση, στα Λουμιά παραπάνου από του Περαχώρι, ζούσανε κάτι θεριακωμένοι άνθρωποι που ’χανε μόνο με ένα μάτι στην μέση στο κούτελο και τους λέγανε «Μονόματους» ή «Μονομάτηδες». Μολογάγανε ότι ευτούνοι μένανε τρουπωμένοι μέσα βαθιά στην Μπούκα και δεν βγαίνανε μέρα ποτέ στον όξω κόσμο.
Μια μέρα μια γυναίκα από ένα δικό μας χωριό, έχασε τον δρόμο και εκεί που γυρόφερνε βρήκε ένα μονοπάτι, το πήρε περπατώντας και το μονοπάτι την έβγαλε εκεί που ήσαντε οι μονόματοι. Σαν ζύγωσε σιμά αγκουρμάστηκε τραγούδια και κλάματα. Ζύγωσε κοντύτερα και τότενες είδε τους μονόματους άνδρες γυναίκες και παιδιά. Τότενες αφού είχε χαλουπώσει έριξε το κεφαλομάντηλο απάνω στο κούτελό της να μην φαίνονται ότι είχε δυο μάτια και ζύγωσε κοντά στο χορό. Εκεί που χορεύανε στην μέση είχανε ανάψει μια φωτιά και απάνου σε τρία αγκωνάρια είχανε βάλει ένα λεβέτι με νερό και μέσα βράζανε ένα παιδί σκοτωμένο. Αυτή τρόμαξε και σηκώθηκε η τρίχα της από τον φόβο της. Όμως μπλέχτηκε μέσα στον κόσμο και σιγά- σιγά έσουρε και έφυγε πάλενες από εκεί που ήρθε.
Άντε σιγά- σιγά πήρε το στρατί και αφού έχασε πάλενες μέσα στην Μπούκα τρούπωσε σε μια κουφάλα μια τρανής βελανιδιάς και αποκοιμήθηκε μέχρι που χάραξε η μέρα. Μόλις ξύπνησε πήρε πάλενες το στρατί και βγήκε μέσα από την Μπούκα και γύρισε στο χωριό της.
Μόλις έφτασε εκεί αλαφιασμένη και ξεβγαλμένη από την κούραση και τον φόβο. Μολόγησε στους χωριανούς της, τι είδανε τα μάτια της.
Τότενες οι χωριανοί της καλέσανε και άλλους άνδρες από τα γύρω χωριά και αρματωμένοι πήγανε μέσα στην Μπούκα να βρούνε τους μονόματους. Φτάσανε στο χαλούπωμα και περιμένανε μέχρι τα μεσάνυχτα να λαγιάσουνε και να κοιμηθούνε. Μόλις σωπάσανε και δεν ακουγιότανε τίποτις γαλαριάσανε τρογύρω το χωριό και καρτεράγανε παγανιά με τ’ άρματα στα χέρια. Τότενες κάνανε ντου κάμποσοι από ευτούνους και αφού πρώτα βάλανε φωτιά στις καλύβες τους, μετά γυρίσανε πίσω στους αρματωμένους. Σάματις φουντώσανε οι καλύβες οι μονόματοι αρχίσανε να πετάγουνται όξω σαν τα κουνάβια από τις καλύβες για να γλιτώσουνε.
Κάμποσοι από δαύτους δεν προλάβανε να βγούνε όξω και καήκανε ζωντανοί Όσοι δε προλάβανε και δεν καήκανε και βγήκανε όξω από τις καλύβες, τους καρτεράγανε οι άλλοι και τους ξεκάνανε ούλους και δεν έμεινε κανείς από δαύτους και έτσι ξεβρώμισε ο τόπος.
Καταγραφή: Kώστας Παπαντωνόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου