Έρευνα – καταγραφή: Κ. Παπαντωνόπουλος
Χαμοκέλα, λέγεται το ισόγειο τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο οίκημα χωρίς καμιά ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και άνευ εσωτερικών χωρισμάτων. Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από αρχαίο «χαμαί» που σημαίνει κάτω, επί του εδάφους επίπεδα (πελοποννησιακή ντοπιολαλιά χάμο, χάμου), το έτερο συνθετικό της λέξης κελί που προέρχεται από την λατινική λέξη cella, η οποία έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα από το kelna < kel που σημαίνει καλύπτω.
Η χαμοκέλα, όπως ακριβώς μαρτυρά τ’ όνομά της, ήταν ένα χαμόσπιτο συνήθως φτωχό με διάφορες ονομασίες όπως κελί, κελάρι, μουτούπι, κ.ά. Ήταν το σπίτι της φτωχολογιάς, αρκετό για να φωλιάσει η κάθε φτωχή οικογένεια, επίσης χρησιμοποιείτο και σαν αποθηκευτικός χώρος ή και στάβλος.
ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΧΑΜΟΚΕΛΑΣ
Η χαμοκέλα, ανάλογα με την περιοχή που αναγείρονταν, η κατασκευή της ήταν κυρίως από ντόπια οικοδομικά υλικά και ξύλα. Έτσι εντοπίζουμε χαμοκέλες στα πετρώδη εδάφη να έχουν κτισθεί με βασικό υλικό την πέτρα, στα δάση με κορμούς και φυλλωσιές δένδρων και στους κάμπους με χωματόπλιθα και κεραμίδια.
Οι παλαιοί όταν ήθελαν ν’ αναγείρουν μια χαμοκέλα επέλεγαν να τις κατασκευάζουν σε κάποια τοποθεσία του χωραφιού ή του χωριού σε υπερυψωμένο έδαφος, να είναι στεγνός τόπος, να μην μαζεύει νερά και να μην ρέουν τα όμβρια ύδατα.
Επίσης επέλεγαν η πόρτα να είναι προσήλια και όχι βόρεια για να προφυλάσσονται από τους παγωμένους βοριάδες του χειμώνα και την αποσκίλα.
Αφού επέλεγαν την θέση, έριχναν όπως έλεγαν παλιά τα σχέδια, δηλαδή μετρούσαν, γώνιαζαν και κατόπιν έσκαβαν ένα μικρό θεμέλιο μέχρι να βρουν στέρεο έδαφος.
Για την διάνοιξη των θεμελίων δούλευαν άνδρες όπου έσκαβαν και φτυάριζαν τα χώματα όπου τα πετούσαν στο εσωτερικό της χαμοκέλας.
Για την ανέγερση υπήρχαν οι μάστοροι (κτιστάδες), αλλά όταν δεν είχαν να πληρώσουν έπαιρναν ένα μάστορα και συνέβαλαν όλοι οι χωριανοί με την μέθοδο τη ξέλασης.
Επέλεγαν πάντοτε να κατασκευάζουν κτίρια κατά την καλοκαιρινή περίοδο, όπου είναι μεγάλη η ημέρα, και ξεραίνονταν οι χωματόπλιθες πιο γρήγορα. Η χωματόπλιθα όταν έχει βροχές είναι επικίνδυνη στο χτίσιμο. Εξάλλου μια παροιμιώδη φράση μας αναφέρει για την χωματόπλιθα: «Φύλαξέ με από νερό, να σε φυλάξω από σεισμό!»
Πριν ξεκινήσουν να χτίζουν ο νοικοκύρης της χαμοκέλας έπρεπε να αιματώσει (ματώσει) τα θεμέλια. Δηλαδή, έσφαζαν ένα σφακτό και άφηναν το αίμα του να ρέει μέσα στα θεμέλια. Επειδή οι χαμοκέλες ήταν επί το πλείστον οίκημα της φτωχολογιάς και εάν δεν διέθεταν χοντρό σφακτό έσφαζαν κόκορα όπυ η νοικοκυρά τον μαγείρευε και τον έτρωγαν οι εργάτες το μεσημέρι. Τον κόκορα τον έφτιαχναν κυρίως με μανέστρα (χυλοπίτες) για ν’ αυγατίσει.
Πριν ξεκινήσουν να αναγείρουν - σηκώσουν μια χαμοκέλα, είχαν προμηθευθεί και τα ανάλογα υλικά, είτε πέτρες είτε χωματόπλιθες. Είχαν φροντίσει να μεταφέρουν από πριν τις πέτρες στον χώρο ή είχαν κόψει πλίθες, είχαν όμως έτοιμα και τα άλλα υλικά όπως τα κεραμίδια τα καδρόνια, σκορτσόνια, καλάμια, ξυλόβεργες κ.λπ.
Για το κτίσιμο της πέτρας έπρεπε οπωσδήποτε να είναι μαστόροι κτιστάδες, ενώ την πλίθα μπορούσαν και μεταξύ τους. Το κτίσιμο της πλίθας, είχε δύο διαφορετικές τεχνικές το μονοπλίθι και το μπατικό. Το μονοπλίθι ήταν μια πλίθα στην σειρά και η επόμενη σειρά ξεκινούσε από μισή και έτσι σταυρώνονταν οι πλίθες, ενώ το μπατικό ήταν πιο στέρεος και παχύς ο τοίχος και έκτιζαν δύο πλίθες παράλληλα και μια κόντρα (κάθετα σ’ αυτές). Στην επόμενη σειρά ξεκινούσαν με μια κόντρα κάθετα στις παράλληλες και μετά δύο παράλληλες για να σταυρώνουν οι πλίθες. Τις πλίθες τις έχτιζαν με μίγμα λάσπης που αποτελούταν από γλίνα και άχυρο, ενώ στο χτίσιμο της πέτρας χρησιμοποιούσαν ένα μίγμα το λεγόμενο κουρασάνι, που αποτελείτο από άμμο, ασβέστη και τριμμένο κεραμίδι.
Όταν ήθελαν να κτίσουν με χωματόπλιθα, μέσα στα θεμέλια έκτιζαν αρχικά με πέτρα και μετά όταν έφθαναν στο ύψος του δαπέδου συνέχιζαν με χωματόπλιθα. Ο λόγος ήταν επειδή η χωματόπλιθα με το νερό διαλύεται, και έτσι θεμελίωναν το κτίριο με πέτρες.
Για να δεθεί (στερεωθεί) το κτίριο, κατά το χτίσιμο αντί για τα σημερινά σενάζ ή σινάζι, τοποθετούσαν ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο χοντρό καδρόνι ξύλο που είχε πλάτος όσο η τοιχοποιΐα χοντρό και ύψος γύρω στα δώδεκα με δεκαπέντε εκατοστά. Στην περιοχή μας αυτά τα ξύλα ήταν κυρίως από δέντρο δρυς (βελανιδιά), πουρνάρι, κυπαρίσσι έλατο κ.ά. Σε πολλά οικήματα εντοπίσαμε τέτοιες περιμετρικές ξυλοδεσιές η μια στο ύψος του κάτω παραθυρόξυλου και η άλλη στο ύψος του επάνω πορτόξυλου.
Τέτοια ξύλα έβαζαν και πάνω κάτω από τις πόρτες και τα έλεγαν πορτόξυλα ενώ αυτά που έβαζαν στα παραθύρια, τα έλεγαν παραθυρόξυλα. Σε ένα με δυο σημεία στο ύψος του ενός μέτρου περίπου, στερέωναν και κάποια σπασμένη αξίνα όπου το πίσω μέρος, που έμπαινε το στειλιάρι, το άφηναν έξω για να δένουν τα ζώα. Συνήθως σοβάτιζαν το κάτω μέρος εξωτερικά της χαμοκέλας μισό μέτρο περίπου για την υγρασία, αλλά και να μην διαβρώνουν την χωματόπλιθα οι τσιλάγρες της βροχής που εκτινάσσονταν από το στάξιμο των βρόχινων νερών της ρωνιάς.
Πολλές χαμοκέλες τις σοβάτιζαν με άμμο και ασβέστη. Μετά το σοβάτισμα τις άσπριζαν με ασβέστη και μέσα έριχναν χαλκό και δημιουργούσε ένα χρώμα θαλασσί για να φαίνονται όμορφες.
Αν δεν είχαν την δυνατότητα να την σοβατίσουν με ασβέστη τότε την σοβάτιζαν με γλίνα ανακατεμένη με άχυρο και κοζά. Κάθε χρόνο ένεκα της βροχής που διάβρωνε τον σοβά, επιδιόρθωναν τους τοίχους με το ίδιο υλικό.
Στο μπροστινό μέρος δεξιά και αριστερά της πόρτας συνήθως κατασκεύαζαν ένα πέτρινο παγκάκι – πεζούλι ακουμπισμένο στον τοίχο για να κάθονται.
Επίσης όταν είχαν χώρο γύρω από την χαμοκέλα πολλοί κατασκεύαζαν και χαγιάτια και μουτούπια ως προέκταση του οικήματος που χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι.
ΣΚΕΠΗ
Ο σκελετός της σκεπής αποτελούταν από ευθύγραμμους κορμούς διαφόρων διαστάσεων όπως από κυπαρίσσια, έλατα, δρυς πουρνάρια κ.α. μάλιστα σε χωριό της ορεινής Τριχωνίδας μας έδωσαν την πληροφορία ότι το πατερό ήταν από ξύλα σπαρτιάς. Το κάλυμμα της σκεπής αποτελούταν ανάλογα με την τοποθεσία από κεραμίδια, πέτρινες πλάκες, ακόμη και από βλάστηση όπως κλαδιά ελάτου, πεύκης, σαμάκια, καλάμια, αξιφάδα, ράπη κ.λπ. επίσης έχουμε εντοπίσει και ξύλινες πλάκες (πλατιές σανίδες τεμαχισμένες).
Για να κατασκευάσουν την σκεπή, από την προηγούμενη χρονιά είχαν προνοήσει και είχαν προμηθευθεί ξύλα. Έκοβαν κυπαρίσσια με φεγγάρι για να μην σκωροφάνε τα ξεφλούδιζαν και τα άφηναν να ξεραθούν κυρίως στον ίσκιο και όταν έσκαζαν (δημιουργούσαν ρωγμές τα επάλειφαν με βορδιγάλειο πολτό ή χαλκό ή γαλαζόπετρα και ξύδι), ένας πολτός με νερό αλάτι και χαλκό.
Όταν κατασκεύαζαν την σκεπή επάνω στην κορφή του ξύλου που λέγεται παπάς στερέωναν ένα κλαδί ελιάς και ένα λευκό μαντήλι.
Το κλαδί της ελιάς συμβόλιζε την σταθερότητα του σπιτιού όπου όπως η ελιά είναι ένα υπεραιωνόβιο και παραγωγικό δένδρο, έτσι να κρατήσει και το σπίτι. Το δε λευκό μαντήλι σύμφωνα με την παράδοση συμβόλιζε, ότι εκεί που φτιάχτηκε η χαμοκέλα δεν ήταν παλιά μνήματα ή εκκλησία ή ο τόπος που ανήκε σε εκκλησία. Κατά μια άλλη καταγραφή το μαντήλι συμβόλιζε, ότι, αυτό το σπίτι θα είναι ανοικτό για όλο τον κόσμο, επίσης ότι αυτό το οίκημα προσδοκούν να χρησιμοποιηθεί μόνο για χαρές και όχι για λύπες.
Μόλις ο σκεπαντζής ή σκεπάς ή αντικλωτής κατασκεύαζε τον σκελετό της σκεπής- στέγης για να στερεώσουν τα κεραμίδια κάρφωναν επάνω στα καδρόνια σκορτσόνια, καλάμια ή και ξυλόβεργες.
Τέλος, επάνω στον σκελετό τοποθετούσαν τα κεραμίδια και κατόπιν τους καβαλάρηδες ή καβαλαραίους.
Οι σκεπές συνήθως ήσαν δίρεχτες ή τετράρεχτες, ενώ κάποιες μικρότερες ήσαν και μονόρεχτες. Τα κάτω κεραμίδια και τους καβαλάρηδες τους μπούκωναν με λάσπη για να κολλήσουν και να μη τους ξηλώσει κάποιος δυνατός αέρας. Την σκεπή την προέκτειναν κάπου 30 με 50 εκατοστά του μέτρου, για να πέφτουν τα βρόχινα νερά μακριά από τις πλίθες και τις διαβρώνουν. Αυτή η προέκταση της σκεπής στην ντοπιολαλιά λέγεται ρωνιά.
Σε σκεπές που αντί για κεραμίδια έβαζαν σχιστόπλακες, ο σκελετός της σκεπής ήταν πιο ενισχυμένος διότι οι σχιστόπλακες ήσαν πολύ βαριές.
-Ταβάνια δεν έφτιαχναν, όμως μερικοί «μερακλήδες» έπαιρναν καλάμια τα ξεφλούδιζαν και τα κάρφωναν επάνω στα πατερά, το ένα δίπλα στο άλλο και έτσι δημιουργούσαν ένα καλαμένιο ταβάνι.
ΔΑΠΕΔΟ ΧΑΜΟΚΕΛΑΣ
Μόλις τελείωνε το κτίσιμο και το σκέπασμα της χαμοκέλας σειρά είχε πλέον το δάπεδο, σ’ αρκετές περιπτώσεις το μόνο που έκαναν ήταν να ισοπεδώσουν τα χώματα χωρίς καμιά άλλη διεργασία. Πολλές φορές αρκετοί πραγματοποιούσαν μια ειδική κατασκευή που έκανε το δάπεδο πιο στερεό, εύχρηστο και υγιεινό.
Αρχικά το δάπεδο το ανύψωναν λίγο για να μην έχει υγρασία, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες ένεκα των πολλών βροχών.
Πρώτα κουβαλούσαν άμμο από τις ποταμιές και έστρωναν ένα στρώμα άμμο, μετά το χώμα και μετά τις στρώσεις της γλίνας. Τα χώματα προερχόταν από τα θεμέλια και αν δεν έφθαναν έφερναν και ξένα χώματα και το μπάζωναν. Έσπαζαν τις μάτσες (σβώλους) ώστε να είναι μαλακό και εύχρηστο. Έπειτα το έστρωναν με φτυάρια, αξίνες και τσουγκράνες να είναι επίπεδο και μετά το πατούσαν μ’ ένα κομμάτι από χοντρό κυλινδρικό κορμό κυπαρισσιού ή άλλου δένδρου για να καθίσει. Όταν ήταν έτοιμο το πότιζαν και με νερό να καθίσει καλύτερα το χώμα και για να μην αφήσει κενά.
ΧΥΛΙΣΜΑ ΔΑΠΕΔΟΥ
Όταν στέγνωνε καλά το χώμα, τότε το χύλιζαν με τρία χέρια γλίνας (αργιλόχωμα).
Για το χύλισμα διάλεγαν καθαρή γλίνα και την τοποθετούσαν μέσα σε βαρέλια. Μέσα έριχναν νερό και την ανακάτευαν ώστε να γίνει ρευστή. Όταν ήταν έτοιμη έπαιρναν κουβάδες και την σκορπούσαν σε όλο το δάπεδο. Αυτή πλημμύριζε όλο το δάπεδο και επικάλυπτε το χώμα. Την άφηναν δυο τρεις ημέρες και όταν αυτή στέγνωνε μετά το χύλιζαν μ’ ένα δεύτερο χέρι γλίνας ανακατεμένης αυτή την φορά με άχυρα.
Όταν στέγνωνε κι αυτή για τα καλά, και άνοιγε σκασιές (ρωγμές) το δάπεδο τότε χύλιζαν με τελείως νερουλή γλίνα ανακατεμένη με κοζά (τρίχες από γίδια).
Έχουμε καταγραφή στα πεδινά, ότι πριν το πρώτο χύλισμα έστρωναν το δάπεδο μ’ αρκετά φύκια και μετά το χύλιζαν. Ο λόγος ήταν ότι η αλμυρότητα των φυκιών απέτρεπε διάφορα έντομα.
Κατά το χύλισμα, κτυπούσαν με μια σανίδα την γλίνα που είχαν στρώσει για να πάρει τα κενά και να γίνει λεία. Αυτό γινόταν κυρίως κατά το τελευταίο χέρι που την αναμίγνυαν με την κοζά.
Η καλή στρώση της γλίνας ήταν καλαίσθητη και πιο εύκολη στο σάρωμα (σκούπισμα). Ο εχθρός της ήταν μόνο τα νερά, δεν έπρεπε να πέσει νερό μέσα στο δωμάτιο, διότι μαλάκωνε αμέσως και ξέφτιζε.
Το δάπεδο το σκούπιζαν με σαρώματα (σκούπες χόρτου και θάμνων χαμηλής βλάστησης) και όπως προαναφέραμε δεν έριχναν νερά.
Η συντήρηση ή επισκευή του δαπέδου ήταν το επαναχύλισμα όπως γινόταν με το τρίτο χέρι, δηλαδή γλίνα με κοζά.
ΠΟΡΤΟΠΑΡΑΘΥΡΑ
Τα κασώματα ή κουφώματα της πόρτας και των παραθυριών ήσαν κατασκευασμένα από χειροποίητα καδρόνια, ενώ τα παραθυρόφυλα και το πορτόφυλλο από σανίδες. Στις χαμοκέλες δεν τοποθετούσαν τζάμια στα παράθυρα. Για την στερέωση όταν τα έκλειναν και τ’ άνοιγαν τοποθετούσαν τα ζεμπερέκια. Ενώ για το κλείδωμα, κλειδωνιές τις ονομαστές πλάκες. Σε μια φτωχοχαμοκέλα σε χωριό της Ηλείας είδαμε ότι πίσω από την πόρτα είχαν κατασκευάσει ένα είδος ξύλινης μπάρας γι’ ασφάλεια, ενώ παλαιότερα σε κάποιο χωριό αντί για πόρτα είχαν κρεμάσει μια κουρελού.
ΤΟ ΑΠΑΝΟΥ - ΚΑΤΟΥΠΟΡΤΙ
Λέγεται ότι η κατασκευή πόρτα της χαμοκέλας και η λειτουργικότητά της ήταν κάπως περίεργη. Την έφτιαχναν διπλή όχι όρθια (κάθετα) τα φύλλα το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά η πόρτα ήταν στο ύψος του ενάμισι μέτρου και επάνω είχε ένα άλλο φύλλο που άνοιγε προς τα πάνω, όπως το καπό του αυτοκινήτου και το στερέωναν με από ένα καδρόνι και ταυτόχρονα μετατρεπόταν σε μικρό χαγιάτι κατά την καθημερινότητα. Όταν όμως έμελλε να μπει κάποιος ξένος, τότε κατέβαζαν το επάνω μέρος και η πόρτα του σπιτιού όπως προαναφέραμε ήταν χαμηλή (ενάμισι μέτρο). Ο σκοπός τους ήταν ιερός διότι όταν έμπαινε κάποιος ξένος έπρεπε να σκύψει για να εισέλθει στην χαμοκέλα, δηλαδή με αυτή την κίνηση προσκυνούσε το σπίτι που έμπαινε και έπρεπε να το σεβαστεί και να το τιμήσει. Κατά την έξοδο άνοιγαν και το πάνω μέρος και ο ξένος έβγαινε όρθιος. Λέγεται αν κάποιος έμπαινε στο σπίτι και δεν το τίμησε ή δεν το σεβάστηκε, τότε δεν άνοιγαν το επάνω φύλλο δείχνοντας προς αυτόν ότι δεν τίμησε το σπίτι και δεν ξανά είναι ευπρόσδεκτος.
Έλεγαν οι παλαιοί, ότι σε ξένο σπίτι που μπαίνεις να το προσκυνάς και να το τιμάς και να το σέβεσαι και έτσι θα το ξανά βρεις ανοικτό.
ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΧΑΜΟΚΕΛΑΣ
Το εσωτερικό της χαμοκέλας όπως προαναφέραμε ήταν ένα δωμάτιο ελεύθερο δίχως χωρίσματα. Συνήθως το σοβάτιζαν ή το ασβέστωναν εσωτερικά για καλαισθησία, αλλά και για λόγους υγιεινής.
Εκεί ανάλογα με την οικογένεια υπήρχαν απλά ξύλινα κρεβάτια ή κάτω όπου ο ύπνος να γινόταν στην στρωματσάδα. Η νοικοκυρά έστρωνε το βράδυ χοντροσκούτια και κλινοσκεπάσματα και εκεί κοιμόνταν συνήθως τα παιδιά. Σε μια γωνιά ίσως υπήρχε ένας γιούκος με τα κλινοσκεπάσματα και τα σεντόνια, ένας σοφράς και σε καλύτερη περίπτωση ένα τραπέζι, σκαμνιά, μια αλευροθήκη και η μαλάθα με το ψωμί, το βαγένι με το κρασί και το βαρέλι που κουβαλούσαν νερό από την βρύση.
Συνήθως δεν είχε τζάκι παρά μια υπερυψωμένη (μερικών εκατοστών) γωνιά κατασκευασμένη σε κάποια γωνία του δωματίου, όπου εκεί άναβαν φωτιά με ξύλα για να μαγειρέψουν, να ζεστάνουν νερό και για να ζεσταθούν το χειμώνα.
Όταν άναβαν φωτιά όπως είναι φυσικό η χαμοκέλα πνιγόταν στον καπνό που έβγαινε μόνο από τις χαραμάδες της σκεπής, αφού δεν υπήρχε ταβάνι. Γι’ αυτό και οι χαμοκέλες ήταν κατάμαυρες στο εσωτερικό τους από την κάπνα τα δε πατερά γεμάτα καπνιά. Στον τοίχο κρεμόταν το λυχνάρι ή η λάμπα του πετρελαίου δίπλα στην εστία ή στο τζάκι αν υπήρχε.
Κατασκεύαζαν σκέτο περβάζι παραθύρου, χωρίς εξωτερικό άνοιγμα μόνο εσωτερικό, εκεί τοποθετούσαν ράφια με σανίδες και το χρησιμοποιούσαν για πιατοθήκη ή κρεμούσαν τα κουζινικά (ανάχρεια) κ.λπ. Ακόμη σε κάποιο μέρος του τοίχου έσκαβαν ένα στρογγυλό ή τετράγωνο βαθούλωμα και εκεί έκρυβαν διάφορα κοσμήματα, χρήματα, πιστόλι κ.λπ. μπροστά κρεμούσαν μια εικόνα ή μια φωτογραφία για κάλυψη.
Σε μια γωνιά, πάνω από το κρεβάτι ήταν και το εικονοστάσι, με εικόνες και ένα καντηλάκι. Το καντηλάκι το άναβαν την ώρα που πήγαιναν για ύπνο για να φωτίζει όλη την χαμοκέλα, μέχρι να φωτίσει.
Τα κουζινικά (ανάχρεια) ήσαν κρεμασμένα στον τοίχο δίπλα στην γωνιά, άντε να είχαν και μια χειροποίητη πιατοθήκη. Τα ρούχα τους τα κρεμούσαν στους τοίχους με πρόκες και με καμιά πρόχειρη ξύλινη κρεμάστρα με πρόκες. Στα πατερά κρεμούσαν πλέκτρες με κρεμμύδια, σκόρδα, επίσης κυδώνια, αχλάδια προς συντήρηση, ντρουμπούκια καλαμποκιού κ.ά.
Κυρίως τους χειμερινούς μήνες οι νοικοκυρές έστρωναν το δάπεδο με διάφορα τάπητα, κουρελούδες, φλοκάτες μπαντανίες και σαγίσματα. Το δε καλοκαίρι το ξέστρωναν και μέσα ο χώρος ήταν δροσερός.
ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ:
-Απ’ το παλάτι θα φύγεις νηστικός και απ’ την χαμοκέλα χορτάτος!
-Από την χαμοκέλα μέχρι το παλάτι, πολύ μακρύς ο δρόμος!
-Βασιλιάς στην χαμοκέλα μου και δούλος στο παλάτι σου!
-Γι’ αυτό κι εγώ έκαψα την καλύβα μου, να μην με τρων οι ψύλλοι!
-Μην θωρείς την χαμοκέλα μου, θώρα την ψυχή μου!
-Ο αφέντης εκοίτα την παλιοχαμοκέλα και εγέλα, και ο φτωχός του λέει, αν κάποτε χάσεις το παλάτι σου εδώ έλα!
-Ο βασιλιάς στον πύργο του και ο φτωχός στην χαμοκέλα του, τον ίδιο ύπνο κάνουν!
-Ο ξένος και ο οδοιπόρος στην χαμοκέλα θα βρουν αποκούμπι κι όχι στο παλάτι.
-Όποιος γεννήθηκε σε χαμοκέλα, την χαμοκέλα αγάπησε!
-Στην χαμοκέλα ζουν μεγαλόψυχοι και στο παλάτι κακόψυχοι!
-Στην χαμοκέλα χρυσή πόρτα δεν θα βρεις, μόνο χρυσή καρδιά βρίσκεις!
-Της χαμοκέλας η πόρτα πάντα ανοικτή και του παλατιού αμπαρωμένη!
Έναν δημοτικό τραγούδι που έχουμε καταγράψει:
«Ν’ απ’ όξω από την χαμοκέλα, κάθεται μια κοπέλα
με τα μαλλιά της αχτένιγα και λέρα τα σκουτιά της…»
Η χαμοκέλα αυτό το χαμόσπιτο και φτωχόσπιτο ήταν το αρχοντικό της φτώχειας, και ιδίως των ξωμάχων, όπου εκεί μέσα διαχρονικά έζησαν οικογένειες, μεγάλωσαν παιδιά, άλλα πρόκοψαν, άλλα μετανάστευσαν στα ξένα και άλλα έμειναν ως φρουροί της υπαίθρου στον τόπο τους. Αργότερα που ήλθε η ανάπτυξη πολλές χαμοκέλες κατεδαφίστηκαν και στην θέση τους ανέγειραν σπίτια από τσιμέντο (σκυρόδερμα), άλλοι τις επισκεύασαν και τις μετέτρεψαν σε σπίτια, άλλοι σε αποθήκες κ.λπ. Σήμερα υπάρχουν πολύ ελάχιστες που στέκονται όρθιες και μας σηματοδοτούν το παρελθόν και αυτές βρίσκονται σε καθεστώς απαξίωσης και εγκατάλειψης.
Μια άλλη χαμοκέλα:
Χαμοκέλα, η = Η χαμοκέλα (επιστ.) anthus campestris, είναι ένα αποδημητικό πτηνό που καταφθάνει στην χώρα μας κατά την χειμερινή περίοδο.
Χαμοκελιάστηκα, = έλεγαν όταν μετά από σεισμό ή φωτιά πάθαιναν ζημιές τα ψηλά σπίτια και κυρίως ο επάνω όροφος. Κατά τις επισκευές κατεδάφιζαν τον όροφο και επισκεύαζαν το ισόγειο. Μια παροιμία το συνδέει: «Απ’ τα ψηλά στα χαμπηλά…!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου