Καταγραφή – Επιμέλεια: Κώστας Παπαντωνόπουλος
Πριν από πολλά χρόνια ένας ανύπαντρος ζωοκλέφτης ονόματι Σίμος από ένα αλαργινό χωριό είχε πιάσει κουμπαριά στο χωριό μας, τον Νικάκη. Με τον Νικάκη ’περετήσανε μαζί το φανταριλίκι και γίνανε άκριτοι φίλοι και μετά από λίγα χρόνια που ’φκιασε οικογένεια ο Νικάκης κουμπαριάσανε, και ο Σίμος λάδωσε (βάπτισε) ένα τσουπί του.
Ο Σίμος που δεν είχε στασιώ στον τόπο του, έφερνε φούρλα ούλα τα χωριά και όπου έβρισκε καλά ζωντανά πρώτα τα παρατήραγε, και μετά από καιρό ερχότανε τα βούταγε και τα ’σουρνε…!
Μια φορά του Άη Κωνσταντίνου ανήμερα είχε φτάσει η χάρη του και στο χωριό μας στον κουμπάρο του τον Νικάκη.
Ο Νικάκης του είχε ένα σπίτι ψηλό στο χωριό και απάνου μένανε και κάτου είχε το κατώι του. Αφού τον καλοδέχθηκε στο σπίτι του ο Νικάκης απάνου στην κουβέντα του είπε για τ’ άλογό του και τον κατέβασε στο κατώι να το ’δει ο Σίμος. Όταν κατεβήκανε πήρε το κλειδί από την μεριά που το τρουπώνανε, ξεκλείδωσε το κατώι και του έδειξε το πανέμορφο άλογό του. Είχε ένα άλογο καράς, κουρεμάδι σαν χέλι το ’βλεπες και το ’φτυνες δέκα φορές μην το ματιάσεις και σκάσει.
Ο Σίμος σαν είδε τ’ άλογο μουρλάθηκε και αμέσως θόλωσε το μυαλό του και θέλησε να μαγαρίσει το λάδι που είχε βάλει στο παιδί του κουμπάρου. Αμέσως του μπήκε η ιδέα πως να βρει ευκαιρία να το σούρει (κλέψει).
Αφού φάγανε και γλεντήσανε το βράδυ έμεινε στο σπίτι του κουμπάρου και την άλλη μέρα ήπιανε το πρωί σηκωθήκανε ήπιανε καφέ και αφού τους ευχαρίστησε τους αποχαιρέτησε και έφυγε.
Τον Αύγουστο της Παναγιάς στο χωριό έχουμε το πανηγύρι μας. Ο Σίμος είχε δουλέψει στο μυαλό του και βάλθηκε πώς να κλέψει τ’ άλογο του κουμπάρου του και να μην κατηγορηθεί.
Ο Σίμος είχε έναν κολέγα του, τον Βασίλα που κάνε μαζί τις μαγαρισιές τους. Αφού το κουβεντιάσανε κανονίσανε να πάνε και να σούρουνε το άλογο. Ο Βασίλας δέχτηκε με τη πρώτη κουβέντα και εκείνος τόνε κατατόπισε που ακριβώς είναι το σπίτι, που βάζει το κλειδί, που κρέμεται η σέλα, που είναι το κριθάρι και από ποιον δρόμο θα το σούρει, όταν θα κλέβανε τ’ άλογο. Πρώτα έφτασε στο χωριό ο Σίμος και ξέχωρα απ’ άλλο δρόμο ο κολέγας του ο Βασίλας με τα πόδια. Ο Σίμος πήγε στο σπίτι του Νικάκη και το βράδυ πήγανε στα όργανα που ήσαντε στην πλατεία του χωριού να φάνε, να πιούνε και να χορέψουνε.
Επειδή στο χωριό τους για το πανηγύρι ερχότανε πολύς ξένος κόσμος και κάθε λογής άνθρωποι, τότενες αμπαρώνανε τα σπίτια και τα κατώγια για να μην τους κλέψουν, όση ώρα λείπανε στο γλέντι.
Ο Σίμος και ο Νικάκης το χαλούπωμα πήγανε στα όργανα, η κουμπάρα τάγισε τα παιδιά που ήσαντε καμιά δεκαριά χρονώνε και μετά τα αμπόληκε να πάνε κι ευτούνα στην πλατεία για παιγνίδι. Μετά κλείδωσε το σπίτι και το κατώι της και πήγε στο πανηγύρι κοντά στον άντρα της που ήτανε με τον κουνιάδο της, την συννυφάδα της και τον κουμπάρο της τον Σίμο.
Ο Σίμος τα είχε ούλα μελετημένα, για να ρίξει στάχτη στα μάτια του κουμπάρου του και στο χωριό, κέρναγε αβέρτικα και έδωκε παραγγελία για χορό. Μόλις ήρθε η αράδα τους και σηκώθηκε η παρέα του να χορέψει, έβγαλε με μια περίσσια κομποφανία από την τσέπη λεφτά και τα πέταξε στα βιολιά.
Ο κολέγας του ο Βασίλας, που ήτανε καλά δασκαλεμένος και κατατοπισμένος, κινάει και παγένει ντουγρού στο κατώι του κουμπάρου, βρήκε το κλειδί εκεί που το έκρυβε η κουμπάρα, πάνου από το απάνου πορτόξυλο σε μια τρούπα που είχε ο τοίχος και μπήκε μέσα στο κατώι. Έκλεισε πάλενες την πόρτα κι άναψε το τσακμάκι του να βλέπει. Τσάκα - τσάκα, πρώτα του φόρεσε το γκέμι του μετά βρήκε τον κρεμασμένο ντορβά. Μέσα στον ντορβά έβαλε κριθάρι μέσα να τρώει τ’ άλογο μέχρι να το σούρει έξω από το χωριό, για να μην χλιμιντρίσει. Μετά το σκαλτσούνιασε με πανιά στα πόδια τ’ αλόγου για να μην ακούγεται το κράπα- κρούπα με το περπάτημά του και ύστερα το σέλωσε με την σέλα του.
Έτσι σιγά- σιγά μες το σκοτάδι το έβγαλε όξω, έκλεισε πάλενες την πόρτα, έφυγε κι αλάργεψε από το χωριό, χωρίς να ακούγονται τα πατήματά του, από το πανιασμένα πόδια. Όταν αλάργεψε για τα καλά, ξεσκαλτσούνιασε τ’ άλογο, πέταξε και τον ντορβά του και βάρεσε να πάει στον δρόμο του.
Ο Σίμος με τον Νικάκη και μ’ όλη την παρέα του, ήσαντε στα βιολιά κρασοπίνανε και τρώγανε κάργα βραστό και χορό μέχρι αργά. Την κονταυγή είχανε γίνει σκνίπα από το μεθύσι έτσι αφού αποκαμωθήκανε σηκωθήκανε να φύγουνε. Η κουμπάρα έστρωσε του Σίμου σ’ ένα δωμάτιο και εκείνος από το μεθύσι έπεσε με τα σκουτιά απάνου και ξεράθηκε.
Το πρωί όταν σηκώθηκε η κουμπάρα να πάει στο κατώι να βγάλει το άλογο και να το δέσει κάτου από την καρυδιά, είδε ότι έλλειπε μαζί η σέλα και ο τορβάς του.
Σκούζει βάνει τις φωνές, αλλά ο άνδρας της βαριοκοιμότανε από το μεθύσι. Ανέβηκε απάνου στο σπίτι τον μπούχισε με νερό τον ξύπνησε και του είπε το και το.
Απάνου στην φαούρα, ξύπνησε κι ο μουσαφίρης ο Σίμος, στρεκλίζοντας και τρίβοντας τα μάτια του, ροβόληκε στο κατώι και άκουσε τι έγινε.
Ο κουμπάρος του είπε ότι, χθες βράδυ που είμαστε στο πανηγύρι του κλέψανε τ’ άλογο με την σέλα του. Ο Σίμος, «που ήτανε τρανή μαγάρα», έκανε ότι τάχατις ταράχτηκε από το κακό μαντάτο π’ άκουσε κι ορκίστηκε «στο λάδι που έβαλε στο παιδί» ότι θα ψάξει να βρει τον κλέφτη και ογλήγορα θα βρει τ’ άλογο και θα το φέρει ξοπίσω.
Το βράδυ καβάληκε τ’ άλογό του και έγινε αμολόητος. Πήγε και βρήκε τον κολέγα του, στην μεριά που είχανε κανονίσει. Ο Βασίλας, πιο τρανύτερο ζαγάρι από τον Νικάκη, είχε βρει από πρου κάποιονε σούρτη και είχε προπουλημένο τ’ άλογο και είχε πάρει και τα λεφτά. Μόλις έφτασε Σίμος, για να δικαιολογηθεί ο Βασίλας, του είπε ότι όταν το ’φερε το έδεσε πίσω από μια χαμοκέλα στ’ αλώνια του, κάτου από μια τρανή συκιά να μην φαίνεται και το ίδιο βράδυ του το σούρανε (κλέψανε).
Ο Σίμος νόησε τι λεκιά (βρωμιά) που ’παιξε ο Βασίλας και τσάκωσε ένα κοντομάτσουκο τον έκανε τ’ αλατιού, τον άφηκε εδεκεί χάμου, μισοπεθαμένο.
Ο Βασίλας για να τον εκδικηθεί που τόνε ζούπισε, τράβηξε ντουγρού για την χωροφυλακή και μαρτύρησε ότι τ’ άλογο του Νικάκη από το τάδε χωριό το ’κλεψε ο Σίμος.
Η χωροφυλακή μετά από λίγες ημέρες, βρήκε τ’ άλογο και το παρέδωκε πάλι στον Νικάκη και αφού τσάκωσε τον Σίμο τόνε έχωσε στα σίδερα. Ο Νικάκης μετά πήγε και τόνε βρήκε στα σίδερα και του έδωκε μια μπουκάλα λάδι και θυμωμένα του είπε :
-Ρε παλιοτσογλάνι “κουμπάρε, πάρε το λάδι που λάδωσες το τσουπί μου, φωτιά και να σε κάψει”, πάρτo πίσω και να μην σε ξανά ’δω στα μάτια μου, μασκαρά μαγάρισες το σπίτι μου, το λάδι σου, το τσουπί μου και την αδερφική φιλία μας.
Ο Σίμος μετά από λίγο καιρό τα κακάρωσε μέσα στην στενή από πλεμονία.
Πηγή:www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου