Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Το τσουκάλι ήτανε ένα χαλκωματένιο αγγείο με χέρι που έμοιαζε με κανάτα. Το τσουκάλι το βάζανε συνήθως κοντά στην φωτιά ή στο σταχτοφούρνι για να έχει πάντοτε χλιαρό νερό, για κάθε ανάγκη της νοικοκυράς.
Τα τσουκάλια τα χρειάζονταν να μετράνε τον μούστο, το κρασί, το λάδι, το ξύδι, το γάλα κ.ά.
Σαν αγγείο μέτρησης το λέγανε μπότσα. Μετράγανε τα κρασιά και λέγανε: «Αυτός έκανε τόσες μπότσες κρασί, ή και τόσες μπότσες λάδι».
Η μπότσα ήταν μονάδα μέτρησης υγρών πριν από την οκά (1,28 κιλά) και χωρούσε δυόμιση οκάδες κρασί, υπήρχαν και άλλες που χώραγαν ένα καρτσούτσο και τις έλεγαν καρτσουτσάρικες.
Οι μπακάληδες με τις εμποροχωριάτικες κουτοπονηριές τους παράγγελναν στους τσουκαλάδες τρεις μπότσες, την «Αγόρω» που χωρούσε δυόμιση και ένα τέταρτο οκάδες και με αυτήν αγόραζαν, την «Πούλω» που χωρούσε δύο και ένα τέταρτο της οκάς κρασί και με αυτήν πωλούσαν και την «Νόμω» που χωρούσε ακριβώς δυόμιση οκάδες, αυτήν την χρησιμοποιούσαν για τον νόμο και τους ελέγχους της εξουσίας.
Αυτό γινόταν με κάθε εργαλείο βάρους και όγκου, όπως με καντάρια, παλάντζες κάρτα, βαρέλες, κουβέλια, γαλοβάρελα κ.λπ.
Τσουκαλάδικα παλιά έλεγαν τα εργαστήρια που έφτιαχναν τα χάλκινα τσουκάλια.
Η αγγειοπλαστική (σήμερα τσουκαλάδικα) είναι μια από τις αρχαιότερες τέχνες που αναπτύχθηκαν και αγαπήθηκαν στη χώρα μας. Οι τσουκαλάδες κατασκεύαζαν όλα εκείνα τα πήλινα αντικείμενα για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων της υπαίθρου και των πόλεων που απαιτούσε η οικιακή χρήση. Μερικά από τα αντικείμενα αυτά ήταν τα πήλινα πιάτα, τα ταψιά, τα τσουκάλια, η στάμνα, το σταμνί, το λαγήνι, το κιούπι, το λαδικό, ο κεσές, οι λεκάνες, τα πιθάρια, οι γλάστρες κ.λπ.
Διάφορα:
-Επειδή τα τσουκάλια τα έβαζαν κοντά στην φωτιά για να κρατάνε ζεστό το νερό, μαύριζαν. Μαυροτσούκαλο ή και γυφτοτσούκαλο, έλεγαν τους μελαχρινούς και χωρίς ίχνος ρατσισμού έτσι έλεγαν και τους γύφτους.
-Σε παλιά προικοσύμφωνα έχουμε εντοπίσει τσουκάλια που δίνονταν σαν προίκα.
- Τσουκαλιάστηκα = μαύρισα, μουτζουρώθηκα.
- Όταν θέλουν να αναφερθούν στην προίκα φτωχιάς κοπέλας, έλεγαν: «Πήρε προίκα ένα τσουκάλι και μια κουρελού!»
- Τσουκαλόμαγκας, λέγεται ο ψευτόμαγκας, ο απερπάτητος.
Επώνυμα:
Τσούκαλης, Τσούκαλος, Τσουκαλάς, Τσουκαλόπουλος, Τσουκαλίδης, Τσουκαλάκης κ.ά.
Παροιμιώδεις φράσεις:
-Άδειασε ο τσούκαλος, έφυγε ο μουσαφίρης.
-Άμα δεν χορταίνει στο τσουκάλι, ποτέ δεν θα χορτάσει στο πιάτο.
-Αν δεν ανακατώσεις το τσουκάλι χυλό δεν τρως.
-Η καλή νοικοκυρά φτιάνει κουκιά στο τσουκάλι και λαγό στον τέντζερη.
-Θα σε τσακώσω στο τσουκάλι. (Έλεγαν προς τους τεμπέληδες, δηλαδή θα πεινάσει και θα βρει το τσουκάλι άδειο).
-Όσο νερό κι αν ρίξεις στο μύλο με το τσουκάλι, ο μύλος δεν αλέθει!
-Πίνανε κρασί με το τσουκάλι. (Λέγεται προς τους μπεκρήδες).
-Ρίχνει νερό με το τσουκάλι.(Λέγεται όταν βρέχει ασταμάτητα).
-Στο τσουκάλι το σκυλί δεν τρώει.
-Της καλής νοικοκυράς το τσουκάλι γυαλίζει και της τεμπέλας καρβουνίζει.
Δημοτικά τραγούδια:
1). «Σαράντα δυό τουρκόπουλα την Λάμπρω κυνηγάνε…
Να φέρνω μπότσες το κρασί…»
2). «Ο Μπουλοδήμος έσκουζε και σαν λύκος αγουριόταν…
-Για λύστε τους αλύσους μου, για σπάστε τα μαντέμια…
Να πίνω με την μπότσα το κρασί, το αίμα με το τσουκάλι..!»
3). «…Να βγω στην ρούγα για διακονιά, και στο παζάρι για ψώνια,
να πάρω και το τσουκάλι μου, μαζί και τον ντορβά μου…!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου