Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

ΣΟΥΡΤΑΡΙΑ - ΣΟΥΡΤΑΡΩΤΑ

 Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Η μετακίνηση των κοπαδιών, από τόπο σε τόπο, παλιά γινόταν δια μέσω των παραδοσιακών αγροτικών δρόμων και μονοπατιών. Ο τρόπος μετακίνησης κυρίως για τις μεγάλες αποστάσεις, από τα χειμαδιά προς τα βουνά και αντίθετα, επιτυγχανόταν με την ανάπτυξη του κοπαδιού σε φάλαγγα κατά ζώο, δηλαδή το ένα πίσω από το άλλο κατά σειρά. Αυτή την πομπή της μετακίνησης του κοπαδιού το ένα πίσω από το άλλο σε φάλαγγα κατά ζώο, την ονόμαζαν σουρταριά ή σουρταρωτά. Η ορολογία προέρχεται από την λέξη σύρει- σούρνει = σύρεται.

Κατά την μετακίνηση του κοπαδιού, μπροστά πάντα προηγούταν δυο- τρία τσοπανόσκυλα, αμέσως πίσω ένας τσοπάνης, πιο πίσω μπροστάρης από το κοπάδι ένα κεσέμι και πίσω ακολουθούσε το κοπάδι των προβάτων. Πάλι στο τέλος της σουρταριάς (φάλαγγας), ακολουθούσε ακόμη ένας άλλος τσοπάνης, πίσω άλλα τσοπανόσκυλα και πιο πίσω τα υποζύγια ζώα φορτωμένα με διάφορα κτηνοτροφικά εργαλεία και ρουχισμό. Σε ορισμένα ενδιάμεσα σημεία της σουρταριάς, ανάλογα με το μήκος της, ακολουθούσαν τσοπάνηδες για να ελέγχουν την μετακίνηση της σουρταριάς.

 Ακόμη το κοπάδι το παρακολουθούσαν και καβαλάρηδες τσοπάνηδες οι οποίοι περιφέρονταν μπρος πίσω από το κοπάδι δηλαδή ένας εξ αυτών από εμπρός προς τα πίσω και ο άλλος αντίθετα για να το ελέγχουν, όχι μόνον για να μην ξεφύγουν από την πορεία τους αλλά φοβούμενοι πάντα και τους ζωοκλέφτες και σαρκοφάγα αγρίμια που παραμόνευαν σε κάθε προσιτό σημείο ν’ αρπάξουν ένα ή περισσότερα ζωντανά. Τους καβαλάρηδες συνήθως τους ακολουθούσαν και τσοπανόσκυλα. Αυτή η περίεργη πομπή διεξαγόταν με πλήρη τάξη και επίβλεψη, που θύμιζε μετακινούμενο και συνοδευόμενο άμαχο πληθυσμό, μέσω εχθρικού εδάφους. Τα ζώα ακολουθούσαν πιστά το δρομολόγιό τους, ενώ οι άνθρωποι γνώριζαν άριστα, τις υποχρεώσεις των και τις ευθύνες των.

Η σουρταριά δεν ήταν δύσκολο ν’ αναπτυχθεί με σειρά και τάξη. Τα πρόβατα κυρίως ήσαν συνηθισμένα και τα νεαρά που προστίθενται κάθε χρόνο, όταν γινόταν ανανέωση του κοπαδιού, και αυτά ακολουθούσαν πιστά τα μεγαλύτερα. Μαρτυρίες τσοπάνηδων αναφέρουν ότι ανάλογα με τον αριθμό των μετακινουμένων ζώων μπορούσε το μήκος της κάθε σουρταριάς  να έφθανε ακόμη σε αρκετά χιλιόμετρα. 

Κατά την ξεκούραση ή και διανυκτέρευση, το κοπάδι το βόριαζαν (περιόριζαν) όλο μαζί σε κάποιο προεπιλεγμένο σημείο όπου τα φυλούσαν περιφερειακά άνθρωποι και σκυλιά.

Αφήγηση επεισοδίου που έγινε στην Πηνεία που έγινε απαγωγή γυναίκας κατά την σουρταριά:

«… Κι έτσι την ίδια χρονιά, μάλλον στις 21 Μαΐου 1820, αφού πληροφορήθηκε την ημερομηνία της αναχώρησης των κοπαδιών για τα βουνά, παραφύλαξε με σκοπό να την απαγάγει* και να την ενσωματώσει στο χαρέμι του στο Λάλα. Κατά την αναχώρηση του κοπαδιού, από τον Χαλιά προς τα βουνά, τα γιδοπρόβατα που ήσαν πάρα πολλά ακολουθούσαν, το στενό μονοπάτι, σουρταρωτά (εις φάλαγγα το ένα πίσω από το άλλο) και δημιούργησαν μια ζωντανή αλυσιδωτή κίνηση σε γραμμή μερικών χιλιομέτρων, έχοντας μπροστάρηδες τα τραγιά και τα κεσέμια και έναν καβαλάρη οδηγό. Ο Φίλιππας, καβάλα στην φοράδα του, ακολουθούσε πιο πίσω και πηγαινοέρχονταν από την κεφαλή ως την ουρά του κοπαδιού, για να ελέγχει την ασφαλή μετακίνηση του. Όμως, καθώς το κοπάδι είχε απομακρυνθεί αρκετά από τα γρέκια του και η κεφαλή είχε αρχίσει να μπαίνει στην Κάπελη, ξέχασε να απολύκει τα δεμένα σκυλιά του και καβάλα στ’ άλογό του, ξαναγύρισε βιαστικά πίσω στα γρέκια του, να τα λύσει για να ακολουθήσουν κι’ αυτά. Η Αρχόντω, ακολουθούσε κι αυτή καβάλα σ’ ένα μουλάρι και ακόμη μ’ άλλα δύο- τρία μουλάρια συνοδεία φορτωμένα με τα πράγματά τους, κάπου στην μέση της κίνησης του κοπαδιού. Εκεί κατά την διαδρομή, παραφύλαγαν μια ομάδα από ένοπλους Λαλαίους τούρκους υπό τον Μούρτο Ζαρτοβά  με σκοπό ν’ απαγάγουν την Αρχόντω. Μάλιστα όταν οι Τούρκοι, είδαν τον Φίλιππα να πισωγυρίζει προς τα γρέκια, βρήκαν την ευκαιρία, και παρά τις αντιδράσεις, αρπάξανε την Αρχόντω και την αφού την ανέβασαν στ’ άλογό του αρχηγού της ομάδας, την μετέφεραν για ασφάλεια στου Λάλα, που ήτανε η έδρα και το άντρο των Λαλαίων Τουρκαλβανών και όπως είναι φυσικό κανένας δεν θα τολμούσε να ζυγώσει σ’ αυτή την σφηκοφωλιά…»

Ένας παλιός ζωοκλέφτης μου είχε εξομολογηθεί ότι είχε κλέψει αρκετές φορές ζωντανά από την μετακίνηση των κοπαδιών των Γκογκακαίων τσοπάνηδων που μετακινούσαν τα πρόβατα από τον Φενεό προς τον κάμπο της Ηλείας.

 «…όταν αγκουρμαστήκα απ’ αλάργα ότι διαβαίνανε οι Γκογκακαίοι με τα πράματα, έπιασα μια καλή μεριά, που την είχα ξανά καμωμένο, και παραφύλαγα σαν τον γάτο στην γκατήφορα στο γιδόστρατο, την ώρα που ροβολάγανε, μέσα από τα κατσοπρίνια και τα κουφολόγγια, όταν περάσανε τα πολλά και κοντοζύγωνε η νουρά, άπλωσα την γκλίτσα μέσα από την κρυψώνα μου και φράπ βούτηξα ένα μπερνάκι, από το πισινό του ποδάρι, του έκοψα το λαρύγκι με το κοπίδι και φυλαχτά αποτραβήχτηκα πιο παρέκει και τρούπωσα σ’ ένα ριζοσπηλάκι. Περίμενα κάμποσο και μόλις αλαργέψανε οι Γκογκάκηδες, το ζαλώθηκα και το πήγα παρέκει στο ρέμα, το έγδαρα, το ξεκοίλιασα και αφού το λιάνισα σε τέσσερα κομμάτια το φόρτωσα στην φοράδα και έφυγα…»

Η δημοτική μας μούσα ενέπλεξε την σουρταριά σε κάποιο δημοτικό τραγούδι:

ΛΥΚΟΣ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΡΙΑΡΙ

Εμπήκε ο λύκος στο μαντρί και μπήκε στο κοπάδι.

Ζυγούρι δεν εδιάλεξε και μήδε αρνί να πάρει.

Μον’ διάλεξε και πήρε και το πρώτο μας κριάρι.

Πήρε το σουρταριάρικο, πήρε το κουδουνάτο

που βόσκανε τα πρόβατα στον ίσκιο αποκάτω.

Πετρόπουλος Δημήτριος, «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», σελ. 240, αρ. 50, Αθήναι

Σημειώσεις:

*Η επιλογή του χρόνου της απαγωγής, κατά την μετακίνηση των κοπαδιών, ήταν και η πιο ασφαλής, διότι όσοι συνόδευαν το κοπάδι ακολουθούσαν την πορεία μεμονωμένοι ώστε να έχουν την αναγκαία επιτήρηση της ασφαλούς μετακίνησης και ήταν αδύνατον να κυνηγήσουν τους απαγωγείς, επειδή δεν μπορούσαν ν’ αποχωριστούν το κοπάδι εν μέσω διαδρομής και υπήρχε κίνδυνος να αυτοδιαλυθεί.

Λεξιλόγιο:

Αλογοσούρτης, ο = αλογοκλέφτης, ο ενδιάμεσος που προωθεί σε άλλο τόπο, κλεμμένα άλογα.

Κεσέμι, το = (τουρκ.) το κριάρι που προπορεύεται των προβάτων και αυτός που οδηγεί αυτά, ο μπροστάρης, ο σούρτης. Τα κεσέμια ήσαν κυρίως ευνουχισμένα κριάρια και έφεραν στον λαιμό τους μεγάλο τσοκάνι (μπίπα), για ν’ ακούγεται ο ήχος από μακριά και ν’ αναγνωρίζεται. Κεσέμι (μτφ.) λένε τον ιερωμένο που ηγείται πομπής.

 Δημοτικό τραγούδι: …Κ’ ο Κωσταντάρας φώναξε με το σπαθί στα δόντια."Ποτέ παιδιά δε φίλησα, ποδιά κατουρημένη, τώρα να γδης βρε κερατά μικρέ κωλοπλημένε, του Κωσταντάρα το σπαθί, του Χρόνη το τουφέκι”. Τσακιώντ’ οι Τούρκοι σαν τραγιά, κ’ ο Κώτσας σαν κεσέμι”.

Σούρνει = έλεγαν για τη φοράδα που ζητούσε να ζευγαρώσει.

Σούρτα - φέρτα = πήγαινε –έλα.

Σουρτακόλα, η = το κτύπημα της μαχαίρας από κάτω προς τα άνω.

Σουρταριά, η = η μετακίνηση των κοπαδιών σουρταρωτά.

Σουρταρωτής, ο = καθένας εκ των τσοπάνηδων που συνοδεύουν την σοουρταριά.

Σουρταρωτά = το ένα πίσω από το άλλο.

Σουρταριάρης, ο = ο αρχηγός, ο έχων το γενικό πρόσταγμα κατά την σουρταριά.

Σούρτης ο = ο προπορευόμενος των προβάτων και οδηγών αυτά κριός αλλιώς κεσέμι, ο μπροστάρης.

Σουρτούκεμα = η απόφαση να περιφέρομαι άσκοπα.

Σουρτουκεύω  = περιφέρομαι άσκοπα  στους δρόμους.

Σουρτούκης, ο = αλήτης ο πλάνης, ο έχων την συνήθεια να περιφέρεται στους δρόμους έξω από το σπίτι.

Φράσεις:

«Τους πάει σουρταρωτούς», ήτοι τους έχει βάλει σε σειρά και τάξη.

«Αυτός είναι ασουρτάρωτος», λέγεται προς αυτόν που δεν συνετίζεται.

«Ούλοι μαζί στην σουρταριά, κι ο διάβολος απόξω».

Δεν υπάρχουν σχόλια: