ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ…!
Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Ένα από τα πιο ωραία και διαδομένα δημοτικά τραγούδια που έχω ακούσει είναι και το “Ντιλμπέρι-ντιλμπεράκι”. Η λέξη ντιλμπέρι προέρχεται από την Περσική γλώσσα دختر خوشگل και υιοθετήθηκε από τους Οθωμανούς όπου το μετέφεραν στην Ελλάδα: Dilber ντιλμπέρι (το) είναι η καλλονή, το γοητευτικό, το όμορφο παιδί. Οι Σαρακατσάνοι ντιλμπέρι, λένε τον νέο που έχει δύναμη λιονταριού, ακόμη το νέο κι όμορφο και ναζιάρικο κορίτσι, που κλέβει καρδιές. Επίσης Ντιλμπέρι είναι ένα είδος πουλιού που φέρει αυτή την ονομασία στην περιοχή του Έβρου.
ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ – ΝΤΙΛΜΠΕΡΑΚΙ
Ο ρυθμός του τραγουδιού είναι στα (3/4).
Μωρέ για την καλή - καλή μας συντροφιά,
ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι θα ειπώ ένα τραγουδάκι.
Μωρέ κι αν δεν το ειπώ τόσο καλά,
να ’μαι συμπαθισμένος, ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι.
Μωρέ τι ’μαι κομμάτι ανήμπορος,
και λίγο λαβωμένος, πως το ’παθα ο καημένος.
Μωρέ μήνα σπαθί με λάβωσε,
μήν’ άρμα πολέμου, ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι.
μαϊδέ σπαθί- σπαθί με λάβωσε.
μάϊδ’ άρμα του πολέμου, δεν το ’λπιζα ποτέ μου.
Μόν’ με λάβωσε, ντιλμπέρι- ντιλμπεράκι αμάν
με λάβωσε μωρέ μια λυγερή, με δίκοπο μαχαίρι.
Μωρέ και μου ’κοψε το χέρι.
«Πεντέ, μωρέ πεντέ μερούλες
σήμερα ντιλμπέρι μου ντιλμπέρι
την αγαπώ δεν είδα.
Εχθές μωρέ, εχθές, την είδα στο χορό…»
Το τραγούδι της Σούσας (απόσπασμα)
Μα όποιος δεν εγάπησε και θέλει ν' αγαπήση,
να τονέ φάνε τα θεργιά, κι η θάλασσα, κι η ζήση.
Ετσά κι η Σούσα, η λυγερή, τση Κρήτης η κολώνα,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, στα πλούτη και στα φρόνια.
Ετσά η Σούσα, η λυγερή, τση Κρήτης το καμάρι,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, άντρα να τονέ πάρη.
Ετσά κι η Σούσα, η λυγερή, του Κάστρου το ντιλμπέρι,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, να τονέ κάμη ταίρι.
Το γνωστό τραγούδι της Σούσας, της Κρητικοπούλας που γνώρισε αρκετές παραλλαγές, βρίσκεται στον αντίποδα της επικοηρωικής αφηγηματικής ποίησης. Εδώ περιγράφεται ο έρωτας μιας Κρητικοπούλας, της Σούσας, με ένα νεαρό Τούρκο, τον Σαλή Μπαχρή. Ο αδελφός της όμως που τους ανακαλύπτει, τη μαχαιρώνει. Ο Σαλή Μπαχρής κάνει σαν τρελός για να τη σώσει, επειδή όμως δεν τα καταφέρνει, μαχαιρώνεται και ο ίδιος. Ο έρωτας θριαμβεύει πάνω από εθνικές και θρησκευτικές διαφορές.
Ντουλμπέρια, λεβέντες, αγάπες μου, ομορφιές μου, αδελφοποιητοί μου, βλάμηδες, μέσω του τουρκικού dilber, καλλονή,
από το περσικό delbar, καρδιοκλέφτρα, αγαπημένη. (Περσικό είναι και το ρεμπέτικο ντερμπεντέρης, τσίφτης, λεβέντης,
που αντικατέστησε επιδερμικά το παλιότερο ντιλμπέρης. Derbeder > Dar-ba-dar από πόρτα σε πόρτα, ο αλήτης.)
Τα γνωστό ηπειρώτικο τραγούδι Ντουλμπέρια, σε πωγωνίσιο ρυθμό:
«Άιντε τρώτε για να πίνουμε, μωρέ παιδιά
τρώτε για να πίνουμε, ντουλμπέρια μου.
Κι αύριο στράτες έχουμε, στράτες και στρατέματα.
Νύφη για να πάρουμε κι αν δεν μας τη δώσουνε,
πόλεμο θα στήσουμε, ντουλμπέρια μου.
Και από την Αρκαδία:
το «Ντιλμπέρι, ντιλμπεράκι»
σε τσάμικο
Ωρέ για την καλή, ντιλμπεράκι μου,
για την καλή ωρέ καλή μου συντροφιά,
ντιλμπέρι, ντιλμπεράκι θα πω ένα τραγουδάκι.
Κι ήμουν και λί, ντιλμπεράκι,
κι ήμουν και λίγο άρρωστος,
ντιλμπέρι, ντιλμπεράκι,
και λίγο αποσταμένος.
Η αγάπη με, ντιλμπεράκι μου,
η αγάπη με βαλάντωσε.
Στη Θράκη έλεγαν ένα τραγούδι: «Ο Διγενής, ντιλμπέρι μ’ ιμάν, ψυχομαχάει…»
Σε κάποιο άλλο Θρακιώτικο:
«...στη μέση ήταν γερέντης* μου,
λαλούσι το ντιλμπέρι, γιε μ’,
το λαλούσι κι ίλιγι:
– Ας μη ’χα πάει στη γειτονιά, ας μη ’χα γειτονέψει
κι μ’ έριξαν βαριά ’δικιά πως φίλησα κοράσιον».
*Γιαρέντης, = ο φίλος, ο εραστής, ο γιαρέμ-γιαρέμ.
Οι Βλάχοι, όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν κάποια γυναίκα έξυπνη, μορφωμένη, όμορφη, δυναμική, αρχοντική κ.λπ.… έλεγαν «Ντουλμπέρα». Αυτός ήταν ένας χαρακτηρισμός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου