Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Τούτες τις μέρες, επικοινώνησε μαζί μας από την Ιταλία που βρίσκεται ο Νικόλας Μανουσόπουλος, ένας φίλος και συμπατριώτης από το Λέπρεο[1] και μας παρότρυνε να ερευνήσουμε για τον θρύλο ενός υποβρυχίου που είχε προσαράξει κατά την διάρκεια της κατοχής, πλησίον των λουτρών Καϊάφα. Μας είπε ακόμη, ότι το υποβρύχιο το έβλεπες και όταν ταξίδευες με το τρένο από την Ζαχάρω προς τον Πύργο και αντίστροφα εάν τήραγες προς την θάλασσα.
Ήταν κάτι το αξιοθέατο, πρωτόγνωρο για τους ανθρώπους της επαρχίας που προσέτρεχαν από περιέργεια και το επισκεπτόταν αλλά κανένας δεν γνώριζε τι ήταν ακριβώς και πως βρέθηκε εκεί.
Το μπέρδευαν με καράβι διότι όσα υποβρύχια έχουν κατασκευαστεί ως τότε, ήταν πλοία που μπορούσαν και να καταδυθούν ενώ τα σημερινά υποβρύχια είναι μεν ευέλικτα στο βυθό αλλά δυσκίνητα στην επιφάνεια.
Όπως στην συνέχεια μας αφηγείται ο Νικόλας, κατέβαινε στον Καϊάφα από τσορομπίλη και κολυμπούσε στην ακτή όμως κάποια από τα παιδιά κολυμπούσαν ως το υποβρύχιο και βουτούσαν από τον πυργίσκο του που εξείχε μερικά μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Εκεί στην Ιταλία που ζει, έψαξε εκτεταμένα να μάθει για την ιστορία του περίεργου αυτού σκάφους και μας εκμυστηρεύτηκε όσα ανακάλυψε.
Βρήκε, ότι το εν λόγω σκάφος ήταν Ιταλικό υποβρύχιο με το όνομα Axum και ότι προσάραξε - κόλλησε εκεί στις 28.12.1943. Είχε ξεκινήσει πριν 3 μέρες από τον Τάραντα της Ιταλίας με κυβερνήτη τον Τζιοβάνη Σορετίνο.
Αποστολή του Axum ήταν να παραλάβει από τον Κυπαρισσιακό κόλπο βρετανούς μυστικούς πράκτορες που δραστηριοποιούνταν στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Πελοπόννησο.
Το υποβρύχιο ήταν σχετικά καινούριο, επτά χρόνων, κατασκευής του 1936 όπου τα τρία πρώτα χρόνια του πολέμου, έδρασε πλάι στον «άξονα» και εναντίον των Συμμάχων. Όταν όμως υπογράφηκε η συνθηκολόγηση των Ιταλών, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, ζήτησαν οι νικητές, να παραδοθεί ο Ιταλικός Βασιλικός στόλος στα συμμαχικά λιμάνια.
Έτσι το Axun επιτάχθηκε από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής με πρώτη αποστολή του στις 30.11.1943 να μεταφέρει από την κατεχόμενη Ελλάδα, Αμερικανούς πράκτορες στην επίσης κατεχόμενη Ιταλία.
Λίγο αργότερα στις 25 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους με κυβερνήτη το Giovanni Sorrentino αναχώρησε από τον Τάραντα για το τελευταίο ταξίδι του. Έπρεπε να παραλάβει βρετανούς πράκτορες από τις ακτές της Πελοποννήσου.
Έφτασε στο προκαθορισμένο σημείο πλησίον στου Καϊάφα στις 8 το βράδυ της 27ης Δεκεμβρίου 1943 όταν είχε πηχτώσει για τα καλά το σκοτάδι. Μαζί με το πλήρωμα ταξίδεψε και ένας Εγγλέζος που έκανε τις συνεννοήσεις.
Οι πράκτορες ανέμεναν το υποβρύχιο κοντά στην χαρακτηριστική «μπούκα», στο ποταμάκι που συνδέει την λίμνη του Καϊάφα με την θάλασσα. Μόλις άκουσαν τον θόρυβο από τις μηχανές του Υ/Β, κούνησαν τα φανάρια που κρατούσαν και έδωσαν σινιάλο στον καπετάνιο να πλησιάσει.
Ο κυβερνήτης όμως έκανε λανθασμένες κινήσεις με αποτέλεσμα να κολλήσει το υποβρύχιο στην άμμο. Ο ίδιος εκ των υστέρων (στο απολογιστικό του σημείωμα), ισχυρίστηκε ότι, στην μανούβρα που έκανε προκειμένου να γυρίσει το πλοίο, βρήκε και προσάραξε σε ξέρα.
Δεν ευσταθεί όμως αυτή η εξήγηση όπως διαπιστώνει και ο Νικόλας διότι η ακτογραμμή από το Κατάκολο[2] ως την Κυπαρισσία είναι αμμουδερή και χωρίς υφάλους.
Ο έμπειρος κυβερνήτης του Υ/Β Αξούμ θα έπρεπε πριν πλησιάσει στην ακτή να είχε προσθέσει νερό στα θαλασσέρματα ούτως ώστε να κατέβει - βυθιστεί το σκάφος 1 - 2 μέτρα και στην περίπτωση που θα κόλλαγε στην άμμο ή σε ύφαλο, θα αφαιρούσε το νερό από το σκάφος ώστε να αποκολληθεί και να φύγει, όμορφα και ωραία. Θα έκανε δηλαδή την κίνηση όπως θα έκανε σε μια φυσιολογική «ανάδυση».
Εμείς όμως που περάσαμε από παρόμοια υποβρύχια[3] θα διακινδυνεύσουμε μια άλλη εξήγηση για το πως μπορεί να κόλλησε και ας μας διορθώσουν οι καπεταναίοι εάν μας βλέπουν.
Ο κυβερνήτης όταν είδε το σινιάλο με τα φανάρια έκανε κακή εκτίμηση της απόσταση του πλοίου από την ακτή και προκειμένου να πλησιάσει θα διέταξε «πρόσω» η «πρόσω ολοταχώς» αντί «πρόσω ηρέμα», το πλοίο έφυγε μπροστά προς την ακτή και όταν το σκάφος «έγλυφε» την άμμο δεν το αντιλήφθηκε μέχρι που τελικά κόλλησε.
Δεν γνωρίζουμε εάν πήρε αμέσως κλίση όπως το βλέπουμε στις φωτογραφίες ή έγειρε περισσότερο όταν έκανε τις μανούβρες για να αποκολληθεί.
Πήρε δηλαδή πολλές μοίρες δεξιά κλίση, αυτό που λέμε κατάρα του υποβρυχίου όπου και να είναι η κλίση, είτε δεξιά - αριστερά, είτε πάνω - κάτω (+-} που γίνεται «μολύβι» και δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό έγινε και εδώ, μπάταρε το υποβρύχιο και γέμισαν τα θαλασσέρματα[4] νερό και άμμο και επήλθε το τέλος του Υ/Β Αξούμ εκεί στα «άνεμοκούλουμα»[5] του Καϊάφα. Δεν μπορούσε λόγω της μεγάλης κλίσης να κενώσει τις δεξαμενές θαλασσέρματος για να αποκολληθεί. Όπως είναι γνωστό το νερό από τα θαλασσέρματα φεύγει μόνον με υψηλή πίεση αέρα που διοχετεύεται από το πάνω μέρος της δεξαμενης όταν το Υ/Β είναι ισορροπημένο ή σε ορισμένες μοίρες (+-25 περίπου) ενώ εδώ που το σκάφος είναι γερτό στο πλάι με πάνω από 45 μοίρες και ο αέρας διαφεύγει από τις ελεύθερες οπές εφόσον δεν δύναται να σπρώξει το νερό ώστε να αδειάσουν οι δεξαμενές[6].
Ο πλοίαρχος λέει επίσης στην αναφορά του ότι έβγαλε βάρκα να παραλάβει τους Εγγλέζους. Ίσως λόγω του σκότους δεν είχε καταλάβει την ζημιά που είχε προξενήσει. Όταν επιβιβάστηκαν όλοι και πήγε να κάνει ανάποδα πρροκειμένου να στρέψει το υποβρύχιο για να απομακρυνθεί από την ακτή τότε θα κατάλαβε ότι το σκάφος έχει κολλήσει στην άμμο με αποτέλεσμα και λόγω της μανούβρας να πήρε μεγαλύτερη κλίση όπου εκεί τέλειωσαν όλα.
Σύμφωνα με όσα εξετάσαμε παραπάνω οι αναφορές του κυβερνήτη ήταν ελλιπείς με αρκετές ασάφειες που δεν συνάδουν με το ιστορικό των δράσεων του όπου διαπιστώνεται ότι ένας έμπειρος καπετάνιος σε ήρεμες καιρικές συνθήκες κόλλησε το σκάφος στην άμμο. Οι τότε επικρατούσες συνθήκες του πολέμου δεν άφησαν περιθώρια για περεταίρω εξέταση των πραγματικών αιτίων της προσκόλλησης του Υ/Β.
Δεν γνωρίζουμε πόσοι πράκτορες ήταν απ’ έξω εκείνη την νύχτα, το πλήρωμά του Υ/Β όμως ήταν 32 άτομα. Σύμφωνα με τον καπετάνιο μετά το συμβάν βγήκαν οι 27 άνδρες έξω και σμίξανε με τους άλλους και οι 5 που έμειναν στο υποβρύχιο το αυτοβύθισαν το πρωί της 29ης και κατόπιν φύγανε όλοι μαζί για τα βουνά.
Δεν ευσταθεί επίσης ο όρος ότι αυτοβυθίσανε το υποβρύχιο διότι ούτως ή άλλως ήταν βυθισμένο - κολλημένο. Ίσως να έβαλαν μερικά εκρηκτικά όπως ακούστηκε για να καταστρέψουν ότι δεν ήθελαν να πέσει στα χέρια των Γερμανών. Πήραν όμως τον φορητό οπλισμό και ότι άλλο θα μπορούσε να μεταφερθεί. Κάποιες άλλες πληροφορίες λένε ότι το παρέδωσαν στους Έλληνες αντάρτες που πήραν τρόφιμα και άλλα εφόδια, πυρομαχικά και ότι θεώρησαν χρήσιμο. Παρότι μέρος του υποβρυχίου ήταν ορατό, οι Γερμανοί κατακτητές, άργησαν να το πάρουν χαμπάρι. Έφτασαν εκεί στις 22 Γενάρη αλλά δεν βρήκαν κάτι που να τους ήταν χρήσιμο διότι το πλοίο είχε πλέον λεηλατηθεί.
Όπως είπαμε, οι ναυαγοί και οι πράκτορες πήρανε τα βουνά και που βγήκανε κανείς δεν έμαθε. Λέγανε τότενες ότι τους πήρε άλλο καράβι για να τους πάει στην Αίγυπτο. Μάθαμε όμως από τα αρχεία των Ιταλών ότι έμειναν κρυμμένοι στα βουνά για ένα μήνα και ότι στις 22 Γενάρη ένα αεροσκάφος της RAF (βασιλικής βρετανικής αεροπορίας) τους έριξε, τρόφιμα ρούχα και παπούτσια με αλεξίπτωτο για να αντέξουν στον δρόμο προς την διαφυγή τους. Έτσι στα τέλη του Γενάρη 1944 και με πενθήμερη πεζοπορία έφτασαν στο νησί Πρώτη στην Μαραθόπολη των Γαργαλιάνων όπου τους παρέλαβε η τορπιλάκατος Ardimentoso και τους αποβίβασε την επόμενη μέρα στον Τάραντα.
Το υποβρύχιο έμεινε εκεί βυθισμένο 28 χρόνια. Συστάθηκε μετά τον πόλεμο ένας οργανισμός ανέλκυσης Ναυαγίων (Ο.Α.Ν) για την εκκαθάριση ακτών και λιμένων από τα ναυάγια του πολέμου. Τότε πουλήθηκε και το AXUM σε εργολάβο αλλά δεν κατάφερε να το ανελκύσει. Αργότερα το 1953, έδωσε άδεια το ΥΕΝ (υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας) στην Κροατική εταιρία Brodospas που τότε ανήκε στην Γιουγκοσλαβία αλλά λόγω των καιρικών συνθηκών δεν κατάφεραν και αυτοί να αποκολλήσουν το Axum από την άμμο. Το κουφάρι του Υ/Β έμεινε εκεί για άλλα είκοσι χρόνια περίπου ώσπου ανέλαβαν την ανέλκυσή του το 1971 δύο έμπειροι Έλληνες δύτες, οι αδελφοί Θεόφιλος και Νικήτας Κλήμης. Αρχικά λόγω του ανοιχτού πελάγους πηγαινοερχόντουσαν 2+2 ώρες καθημερινό ταξίδι και διανυκτέρευαν με ασφάλεια στο λιμάνι του Κατακόλου. Αφού είδαν και αποείδανε με το πήγαινε - έλα όπου ο χρόνος και τα καθημερινά έξοδα ήταν ασύμφορα, έφτιαξαν μια παράγκα στην ακτή και έδεσαν το σκάφος τους από το μισοβυθισμένο πυργίσκο του Υ/Β. Χρησιμοποιούσαν και εκρηκτικά για να μετακινήσουν την άμμο από το μισοβυθισμένο υποβρύχιο όπου ο ένας αδελφός εισέπνευσε μολυσμένο αέριο που διέρρευσε από σπασμένη φιάλη του υποβρύχιου. Τον μεταφέρανε στο νοσοκομείο Κρεστένων όπου οι γιατροί με υπεράνθρωπες προσπάθειες τον έσωσαν. Τέλος, οι δύτες στεγανοποίησαν κάποια ανοίγματα του σκάφους και με αέρα κατάφεραν να το βγάλουν στην επιφάνεια και από κει το μετέφεραν στο Πέραμα για διάλυση.
Όμως στις τορπιλοσωλήνες του Axum υπήρχαν φορτωμένες - οπλισμένες οι τορπίλες του.
Επενέβη τότε το Πολεμικό Ναυτικό και διέταξε την κοπή και αφαίρεση μέρος των τορπιλοστασίων που περιείχαν τους τορπιλοσωλήνες.
Στην συνέχεια φορτώθηκαν σε γερανοφόρο σκάφος και μεταφέρθηκαν ανοιχτά της ξεχασμένης βραχονησίδας Σαν Τζώρτζη (12 ν.μ από το Σούνιο) όπου τα ποντίσαν και αναπαύονται ως σήμερα στον βυθό του Σαρωνικού.
Πηγές:
Περιοδικό Ναυτική Εβδομάδα
Ανελκύοντας την Ιστορία: Η εποποιία της ανέλκυσης ναυαγίων στην μεταπολεμική Ελλάδα, Μπιλάλης Άρης – Θωκταρίδης Κώστας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2017
Υποσημειώσεις:
[1] Το Λέπρεο βρίσκεται πλησίον στην Ζαχάρω και τον Καϊάφα.
[2] Στην παραλία του Κυπαρισσιακού κόλπου περάσαμε πολλά καλοκαιρια από την ζωή μας αλλά την εχουμε και διαβεί με σκάφος αρκετες φορές από Κατάκολο ως Κυπαρισσία..
[3] Υπηρετήσαμε 13-14 χρόνια ως μηχανικός σε παρόμοιου τύπου υποβρύχιο.
[4] Θάλασσα + έρμα: θαλασσινό νερό που τοποθετείται στη δεξαμενή πλοίου ή υποβρυχίου, για να διατηρηθεί η σταθερότητα του πλοίου ή για να μπορεί να καταδυθεί άμεσα το υποβρύχιο. Ο χώρος ή η δεξαμενή που δέχεται το θαλασσινό νερό μπορεί να δεχτεί και καύσιμα για να έχει μεγάλη αυτονομία το πλοίο ή το υποβρύχιο. Στο Π.Ν. όπως έχει επικρατήσει οι δεξαμενές αυτές να λέγονται θαλασσέρματα.
[5] Άνεμμοκούλουμα = αμμόλοφοι
[6] Έτσι έγινε το 1961 με την τραγωδία του Σοβιετικό Υ/Β, S-80 στα όρια του Αρκτικού Κύκλου που το κύτος, αφού έλαβε κλίση 45 μοιρών, ανατράπηκε και επικάθησε στον βυθό σε βάθος 196 μέτρων με αποτέλεσμα όλο το πλήρωμα των 68 ανδρών να πνιγεί και η μοίρα τους να αγνοείται για 7μιση χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου