Καταγραφή – επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Κατά την διαδικασία της γέννας μιας ετοιμόγεννης γυναίκας, εκτός από την αυτή, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζε και η μαμή με τις βοηθούς της. Τις παλιές εποχές, επειδή στην ύπαιθρο και κυρίως στα χωριά δεν υπήρχαν ούτε νοσοκομεία, ούτε ο ανάλογος εξοπλισμός, οι μαιευτήρες και οι μαίες ούτε οι μετρημένοι γιατροί στα δάκτυλα του ενός χεριού, γιατροί δεν μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν για να καλύψουν τις μαιευτικές ανάγκες, για αυτό τον λόγο την γέννα την αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου οι πρακτικές μαμές που, γνώριζαν όλη την διαδικασία της γέννας, από την αρχή έως το τέλος.
Η μαμή, σε κάθε χωριό, συνήθως ήταν μια ώριμη ευρηματική και πανέξυπνη γυναίκα, που είχε μάθει την τέχνη κοντά σε κάποια άλλη πρακτική μαμή και κατείχε, για τον κάθε τόπο, άριστα την διαδικασία της βοήθειας μιας μαίας κατά την γέννα.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΕΝΝΑΣ
Η μαμή, όταν και όπου καλούνταν, ήταν υποχρεωμένη, να παρατήσει οποιαδήποτε δουλειά κι αν είχε και ν’ αναγκάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται να τρέξει και πάει να παραβρεθεί εκεί που βρισκόταν η επίτοκος (ετοιμόγεννη) γυναίκα για να τις παρέχει τις πρακτικές γνώσεις και να την βοηθήσει για να ξεγεννήσει. Πάντοτε η μαμή καλούσε δυο- τρεις ώριμες γυναίκες για βοηθούς κατά την ώρα της γέννας.
Όταν έφθανε στο σπίτι της ετοιμόγεννης γυναίκας, οι πάντες τίθονταν και ενεργούσαν υπό τις διαταγές της. Διάλεγε, όπως προανέφερα, μια και δυό μεσόκοπες γυναίκες, κατά προτεραιότητα συγγενείς της ετοιμόγεννης γυναίκας, που να είναι κάπως έμπειρες, δηλαδή να γνωρίζουν από γέννα και να έχουν γεννήσει παιδιά.
Στις μικρές και κλειστές κοινωνίες, όλο το σπίτι και η γειτονιά, όπως προανέφερα, προσφερόταν να βοηθήσει σε ότι τους διέταζε η μαμή. Να ετοιμάσουν τον χώρο της γέννας, σκαμνί, κρεβάτι, καθαρά σεντόνια, πετσέτες, πάνες, φασκιές, να ζεστάνουν νερό, να ετοιμάσουν καυτό λάδι, σαπούνι, χαλκό (βορδιγάλειο πολτό) ή γαλαζόπετρα, αλεύρι ή τριμμένο καφέ, τριμμένο αλάτι, χαμομήλι και κικίδια βελανιδιάς τριμμένα σε σκόνη.
Την ξάπλωνε στο δωμάτιο του σπιτιού, κι αν το σπίτι ήταν φτωχικό και αποτελούταν από ένα μόνο δωμάτιο, στην άκρη του σπιτιού έφτιαχναν ένα πρόχειρο παραβάν από κουρελούδες για να μην βλέπουν οι παρευρισκόμενοι. Αν ήταν χειμώνας ή έκανε κρύο άναβαν φωτιά και σε μια λαμαρίνα ή σε μια λάτα (τενεκέ) και μετέφεραν την θράκα κοντά στην ετοιμόγεννη για να είναι ζεστή και την ανανέωναν συνέχεια προτού πέσουν τα κάρβουνα και παγώσει η λεχώνα και το παιδί. Απαγόρευαν την είσοδο στον χώρο του τοκετού όλους, εκτός από τις γυναίκες που βοηθούσαν κατά τον τοκετό.
Ο απλός λαός, επειδή η γέννα ήταν ένα από τις ιδιαίτερες και επικίνδυνες στιγμές για την έγκυο και το παιδί, εναπόθετε τις ελπίδες του στην Παναγία και γι’ αυτό τον λόγο έφερναν ένα εικόνισμα της Παναγίας, άναβαν ένα κεράκι να καίει όσο διαρκούσε ο τοκετός και όλοι προσεύχονταν, για να έχει αίσιο τέλος ο τοκετός και να βγει το μωρό υγιέστατο και σιδερένιο, όπως έλεγαν.
ΓΕΝΝΑ
Επόμενη δουλειά της μαμής ήταν να εξετάσει την έγκυο, για να διαπιστώσει σε πιο στάδιο εξέλιξης βρισκόταν ο τοκετός. Η εξέταση αρχικά γινόταν με μια απλή ψηλάφηση στον χώρο της κοιλιάς και ιδίως στο κάτω μέρος της. Στην συνέχεια, αφού πρώτο άλειφε τα χέρια της με λάδι, επενέβαινε με το δάκτυλό της κολπικά, με αργές και προσεκτικές και συντονισμένες κινήσεις με σκοπό να εντοπίσει την εξέλιξη της γέννας και κυρίως την θέση του εμβρύου.
Αν δεν είχε κατέβει το παιδί, τότε η μαμή έβαζε την έγκυο να περπατάει μέσα στο δωμάτιο, για να «κατέβει» πιο γρήγορα το παιδί κι φυσικά εκείνη να πονάει όσο πιο λιγότερο γίνεται.
Όταν η μαμή αντιλαμβανόταν ότι έφθασε η ώρα του τοκετού (γέννας), τότε τοποθετούσε μια καθαρή πετσέτα επάνω στο σκαμνί και οι γυναίκες βοηθούσαν την έγκυο να καθίσει σ’ αυτό και να ανοίξει τα πόδια της, για να μπορεί να «πετάξει», όπως λέγανε, πιο εύκολα το παιδί.
Η μαμή έδινε εντολές στις γυναίκες να σφίγγουν ελαφρά και με προσοχή το μέσος της κοιλιάς της ετοιμόγεννης γυναίκας για να μην ανέβει το παιδί προς τα επάνω, και το πνίξει το «ύστερο» και για να κατέβει προς τα κάτω.
Η δε μαμή στεκόταν γονατιστή μπροστά στ’ ανοικτά πόδια της ετοιμόγεννης και με τις συμβουλές της προς την έγκυο και με τις κινήσεις των λαδωμένων χεριών της πραγματοποιώντας το γνωστό «ξώβγαλμα», προέβαινε στην προσεκτική και μερική διάνοιξη του κόλπου.
Όταν έφθανε το μωρό προς τον κόλπο το υποβοηθούσε και παρότρυνε την επίτοκο να «ζοριστεί» (σφικτεί), για να «πετάξει» (βγάλει- γεννήσει) το μωρό. Ταυτόχρονα παρακολουθούσε και βοηθούσε ψυχολογικά την γυναίκα που θα γένναγε. Της άλλαζε συνεχώς στάσεις, της έσπρωχνε την κοιλιά και τέλος, μόλις άρχιζε να φαίνεται το παιδί, με χίλιες δυο προφυλάξεις, το τράβαγε σιγά-σιγά για να το βγάλει στο φως της μέρας.
ΤΟ ΜΩΡΟ
Όταν έβγαζε το μωρό η μαμή του έκοβε τον ομφάλιο λώρο με μια απολυμασμένη μεταξωτή κλωστή που την είχε αποστειρώσει με καυτό λάδι ή χαλκό ή και τον είχε βράσει σε δυνατή φωτιά και το σήκωνε ψηλά, του καθάριζε τη μύτη και το φύσαγε να πάρει την πρώτη αναπνοή.
Αν το νεογέννητο δεν έκλαιγε, η μαμή το τσιμπούσε για να κλάψει ή το «τίναζε». Αν και πάλι η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα, το τσιμπούσε στον πρωκτό με ένα λεπτό κούφιο καλαμάκι. Πάση θυσία το μωρό έπρεπε να κλάψει, για να πεισθούν ότι ζει και ανασαίνει.
Έπειτα του ετοίμαζε το πρώτο μπάνιο, τα χαμομήλια και τα σκουτιά για να το «φασκιώσει» (τυλίξει), με ιδιαίτερο τρόπο ώστε το σώμα του «να πάρει τα ίσια του».
Η μαμή έπλενε το νεογέννητο σε χλιαρό νερό. Τη θερμοκρασία του νερού τη δοκίμαζε με τον αγκώνα της. Εάν το σημείο αυτό του χεριού της ανεχόταν τη θερμότητα, τότε ήταν κανονική για το μωρό.
Μετά το πλύσιμο, έπαιρνε τριμμένο αλάτι και πασπάλιζε το σώμα του μωρού, για να μην μυρίζει άσχημα, όπως έλεγαν, όταν μεγαλώσει. Κάποιες μαμές το «αλάτισμα» το έκαναν διαλύοντας το αλάτι μέσα στο χλιαρό νερό του μπάνιου. Το μωρό θα έμενε αλατισμένο για τρεις μέρες. Η μαμή ακόμη λέρωνε τα δάχτυλα της στη μουτζούρα του τζακιού και έκανε στο πρόσωπο του μωρού μια μουντζούρα, για να μην το πιάνει το μάτι.
Η μαμή αν αντιλαμβανόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το νεογέννητο μωρό, με το δικό της τρόπο γιάτρευε τις πρώτες ασθένειές του. Με σκόνη καφέ ή αλεύρι σιταρένιο, η σκόνη από κικίδια βελανιδιού θεράπευε τα συγκάματα. Επίσης το έκζεμα στο κεφάλι, το λεγόμενο «μούρο», το γιάτρευε αλείφοντας δυο τρεις μέρες με λάδι το ασθενές σημείο. Μ’ ένα έμπλαστρο παρασκευασμένο από ξερά σύκα διέλυε το πρήξιμο, «το αμπελάκι» στα χεράκια ή τα ποδαράκια του μωρού.
Ακόμη η μαμή, αν αντιλαμβανόταν τυχόν δυσμορφία του κρανίου, της μύτης ή των χειλιών του μωρού, προέβαινε σε πολύ προσεκτικές μαλάξεις με το χέρι της, δηλαδή ζύμωνε και μαλάκωνε με τα χέρια της αγνό κερί και το άπλωνε, για προστασία, στο «μαλακό» του κρανίου του μωρού και έπειτα το έδενε μ’ ένα μαντήλι άκρως προσεκτικά για να σφίξει και να «σιάξει». Τέλος φάσκιωνε το για αρκετό χρονικό διάστημα. Το τύλιγε στις «φασκιές» και στα «κωλόπανα» δηλαδή το φάσκιωνε σφικτά, φροντίζοντας το κορμί, τα χέρια και τα πόδια του να είναι σε ευθεία θέση, για να γίνουν ευθυτενή.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΩΡΟΥ
Μετά το έπαιρνε στην αγκαλιά της το φασκιωμένο μωρό και για πολύ λίγο, το έδειχνε στον πατέρα και στους άλλους στενούς συγγενείς, που περίμεναν έξω με αγωνία και λαχτάρα για να δώσει τα «συχαρίκια» και να εισπράξει «φίλεμα» (φιλοδώρημα) που ήταν ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και το φύλο του νεογέννητου και την απλοχεριά των οικείων. Επίσης μετά τα γεννητούρια και αφού όλα πήγαιναν καλά, παραδοσιακά η οικογένεια δώριζε στη μαμή ένα σαπούνι, ένα ψωμί.
Οι συγγενείς και γενικά όλοι εύχονταν στη μητέρα: «Καλά σαράντα, καλά αναθρέμματα και καλά δυναμώματα». Στη δε μαμή «Πάντα Άξια». Στο νεογέννητο παιδί συνήθως οι έχοντες πρόσφεραν λίρα, αν είχαν, ή ασημένια δίφραγκα, με την ευχή: «Ότι πιάνει να πιάνει μάλαμα να γίνεται». Στη συνέχεια καλούσαν τον παπά να διαβάσει τη σχετική ευχή και να κάμει αγιασμό, ο οποίος έπρεπε να διατηρείται μέχρι να σαραντίσει το νεογνό και με αυτόν άγιαζαν κάθε εισερχόμενο στο σπίτι.
Τρεις ημέρες μετά τη γέννηση του μωρού το επισκεπτόταν στο σπίτι η γυναίκα που είχε βοηθήσει στη γέννα. Του έκανε το πρώτο μπάνιο και του χάριζε κάτι. Η ίδια γυναίκα μετά από μια βδομάδα έβαζε στάχτη με ούζο στη πλάτη του μωρού, αν αυτό είχε κιτρινάδα και με ένα ξυράφι του ξύριζε ελαφρά την πλάτη.
ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕ ΤΟ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ
Αν το νεογέννητο κινδύνευε να πεθάνει αμέσως μετά τη γέννα και δεν βρισκόταν ιερέας εκείνη την ώρα, τότε η μαμή το ύψωνε προς την ανατολή και έλεγε: "Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σε ονομάζω.....': και του έδινε ένα όνομα, επειδή δεν έπρεπε το παιδί να πεθάνει αβάπτιστο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η κάθε μαμή πέρα από την γέννα πρόσφερε την παροχή ιατρικών συμβουλών, φαρμακευτικών βοτάνων, σιροπιών και αλοιφών για κάθε νόσο, καθώς επίσης και η στάση τους, ακόμη και ιατρικές συμβουλές σε κάθε έγγαμη γυναίκα για τα ανακύπτοντα γυναικολογικά προβλήματα. Δεν ήταν πάντοτε αλάθητες, αλλά η προσφορά τους ήταν τεράστια.
Η μαμή του χωριού βασικά ήταν μια απλή και αγράμματη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη απ’ τη μάνα της κι απ’ τις γριές του χωριού ή από κάποια μεγαλύτερη μαμή. Το ίδιο πράγμα έκανε κι αυτή με την σειρά της παρέδιδε τις γνώσεις της και τις εμπειρίες της, στην επόμενη μαμή και όσο ζούσε παρακολουθούσε τν νεότερη μαμή και τη συμβούλευε, μέχρι να την μάθει και α γίνει τέλεια.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Όταν πέθαινε κάποιο νεογέννητο, ή έβγαινε νεκρό, τότε έριχναν τις ευθύνες και στην μητέρα και στην μαμή. Μια παροιμιώδης φράση αλληλοκάλυπτε και τις δύο: «Τι από την μαμή, τι από την λεχώνα πάει το παιδί!» ή και «Από την λεχώνα ως την μαμή άφαντο το παιδί!»
Για το δε ύστερο ή τον πλακούντα, το έκοβε με μεγάλη προσοχή και μετά ένα οικογενειακό πρόσωπο ή και η μαμή προέβλεπαν ώστε να το μεταφέρουν μακριά και το έθαβαν βαθιά στη γη, κάπου για να μην το βρει κανένας κακός και προβεί σε μάγια για το παιδί και την λεχώνα και για να μην το βρουν και το φάνε τα σκυλιά.
Όταν γεννιόταν αγόρι και ήταν λειψό το φεγγάρι, το επόμενο παιδί θα ήταν κορίτσι, αν ήταν γεμάτο φεγγάρι, το επόμενο θα ήταν πάλι αγόρι. Όταν γεννιόταν κορίτσι, ίσχυαν τα αντίθετα
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Όταν κάποια ή κάποιος αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι του, έλεγαν αυτές τις παροιμιώδεις φράσεις που αναφέρονται στην μαμή:
«Πήγε για μαμή και ήλθε στα βαφτίσια!»
«Πήγε για μαμή και έκατσε λεχώνα!»
«Χίλιες μαμές, μαρμάρα δεν ξεγεννάνε!»
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ:
«Κοιλοπονά η αρχόντισσα, η ζαχαροκαμωμένη…
Χίλιες μαμές τήνε θωρούν και χίλιες παραμάνες.
Και μια μαμή μπαμπόγρια, μιας γύφτισσας αποπαίδι
κλαίει και κωρωνυχιάζεται, σαν κάτι να καρτεράει…!»
Η κάθε μαμή πέρα από την γέννα πρόσφερε την παροχή ιατρικών συμβουλών, φαρμακευτικών βοτάνων, σιροπιών και αλοιφών για κάθε νόσο, καθώς επίσης και η στάση τους, ακόμη και ιατρικές συμβουλές σε κάθε έγγαμη γυναίκα για τα ανακύπτοντα γυναικολογικά προβλήματα. Δεν ήταν πάντοτε αλάθητες, αλλά η προσφορά τους ήταν τεράστια.
Η μαμή του χωριού βασικά ήταν μια απλή και αγράμματη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη απ’ τη μάνα της κι απ’ τις γριές του χωριού ή από κάποια μεγαλύτερη μαμή. Το ίδιο πράγμα έκανε κι αυτή με την σειρά της παρέδιδε τις γνώσεις της και τις εμπειρίες της, στην επόμενη μαμή και όσο ζούσε παρακολουθούσε τν νεότερη μαμή και τη συμβούλευε, μέχρι να την μάθει και α γίνει τέλεια.
Πηγή: www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου