Επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
«…Ενταύθα δε οι Τούρκοι κατά την θέσιν Τριγωνήν, όπου είναι οι βράχοι, εσκότωσαν τον Πέτρον Λιάρον πρόκριτον της Βυτίνης, την δε νύμφη του Ανδρίκαιναν, της οποίας ο άνδρας ακόμη ζει και ονομάζεται Ανδρίκος Λιάρος, θέλουσαν να φύγει και να σωθεί με το παιδί της, το οποίον ήτο έως είκοσι μηνών, και το είχες εις την νάκαν, την κατεδίωκαν, και επειδή είδεν, ότι θα πέσει κατά των βράχων, ότε ο πλησιέστερος Τούρκος εννοήσας, ότι θα γκρεμισθεί εφώναξε και εχειρονόμει δια να την εμποδίσει, άλλ’ αυτή δεν άκουσεν, άλλ’ εγύρισε, τον είδε, και αφού πρώτον τον εμούντζωσεν, έπειτα ώρημσε και εγκρεμίσθη κατά τον βράχον, τον λεγόμενον Κοτρώνον. Ο δε βράχος αυτός είναι ψηλός και απότομος, άλλ’ έχει και ογράδας, και εχεί μέσα εις αυτάς ήσαν δένδρα αυτοφυή και θάμνοι μεγάλοι εξέχοντες, εκ των οποίων επιάσθησαν τα ενδύματά της, και ούτως έμεινεν εκεί κρεμασμένη και απέθανε. Μετά δε ταύτα οι Γρανιτσιώται επήγαν εκεί, και έρριψαν άνωθεν πέτρες εις τους θάμνους δια να πέσει το πτώμα, αλλά τίποτα δεν κατόρθωσαν. Έπειτα δε έδεσαν τον Αντώνιον Τσιάταν, και τον κατέβασαν δια σχοινίου, όστις πλησιάσας, επήρε τα χρήματα της νεκράς, τα οποία ήσαν πολλά, κατόπιν εξεκρέμασε το πτώμα της, και αφού έπεσε κάτω το έθαψαν.
Το δε παιδί της το επήρεν ένας Τούρκος, επειδή δε ήτο εύμορφον και με καλά ρούχα ενδυμένον, το έφερεν εις τον Πασάν δια να το ιδεί, διότι ο Ιμπραήμ είχε δώσει διαταγές εις τους στρατιώτες, όποιον Έλληνα αιχμαλωτίσουν καλοενδυμένον και σημαντικόν να μην τον σκοτώνουν, αλλά να τον παρουσιάζουν προς αυτόν, επίσης δε και τους ιερείς και τους άλλους κληρικούς, τους οποίους αφού τους εξέταζε, τους εφύλαττε. Τότε δε οι Τούρκοι είχαν πιάσει και την Σπύραιναν, χήραν και συνυφάδαν της γκρεμισθείσης, πρώτην δε θείαν του παιδίου, ήτις κατήγετο από την Σμύρνην, εγνώριζε την Τουρκικήν γλώσσαν, και ήτο γυναίκα τολμηρά ενδυμένη με χρυσά φορέματα. Αυτή εζήτησε να ιδεί τον Πασάν, και οι υπασπισταί του την οδήγησαν προς αυτόν. Άμα δε εισήλθεν, ηύρεν αυτόν καθήμενο, κρατούντα εις τα χέρια του το παιδίον, και επειδή το παιδίον έκλαιε, του έδιδε γλυκόν με το ιδικόν του χουλιαράκι για να παύσει να κλαίει. Τότε η Σπύραινα παρακάλεσε τον Ιμπραήμ να της χαρίσει το παιδάκι λέγουσα, ότι είναι ανήψι της, ότι η μητέρα του εγκρεμίσθη και απέθανε και ο (μπουγιούκ μπαμπάς) ο πάππος του εσκοτώθη, και ότι είναι κρίμα να χαθεί, να της το χαρίσει και να το αναθρέψει αυτή. Ο δε πασάς αμέσως διέταξε και του έφεραν μίαν γραίαν αιχμάλωτονκαι αυτή έτυχε να είναι η Χρόναινα από το χωρίον Γρανίτσα, και έδωκε εις αυτήν το παιδί όπως ήτο. Ταύτη δε κατά διαταγήν του Πασά, εσυντρόφευσαν τέσσερις Τούρκοι και την οδήγησαν μακράν του στρατοπέδου, και αφού έφθασαν εκεί όπου ήσαν Έλληνες, άφηκαν την γραίαν με το παιδί και ανεδώρησαν. Το δε παιδίον ονομάζετω Δημήτριος και ζει ακόμη μέχρι σήμερον. Την δε θείαν του Σπύραινα, επειδή εγνώριζε καλά την Τουρκικήν γλώσσαν, ο Ιμπραήμ την εκράτησε πλησίον του και την μετεχειρίζετο ως διερμηνέα, επί κάμποσον χρόνον και ύστερα την απέλυσε και ούτω ελευθερώθη…»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρυσανθόπουλο Φώτιου ή Φωτάκου, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τόμος Β΄, σελίδα 319-321, εκδόσεις Μπούρας, Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου