Του Κώστα Παπαντωνόπουλου, Πλίεγκα
Ο Δημητράκης Βερβίτας και ο Γιαννάκης Γεωργόπουλος, και οι δυο τους μπατζανάκια από το Κούμανι, είχανε παγιωμένο στ’ αρρεβωνάδια του μικρού κουνιάδου τους. Την ώρα που ερχόσαντε εκεί στη Βαρυτούρκα απαντηθήκανε με κάνα πεντάρι καβαλαραίους, εκεινού του κερατά του Σεϊντάγα.
Εκείνοι τους ρωτήσανε, από πού ερχόσαντε ρε σκυλιά; Ο ένας από δαύτους τήραξε να ιδεί τι έχει μέσα σ’ ένα μισόσακκο ο Γιαννάκης που ήτανε σφικτοδεμένο στα πισινά κολιτσάκια του σαμαριού, του αλόγου του. Μέσα είχε λίγο καπινό, το πάγαινε στον γέρο πατέρα του τον Ασημάκη.
Μόλις ζύγωσε κοντά και τήραξε να το λύσει, με το ζόρι, τότενες τραβάει μια μπιστόλα ο Δημητράκης, που την είχε κρυμμένο, κάτου από το χράμι και δίχωτις χασομέρια του μπουμπούνηξε μια στο κεφάλι και τον ξάπλωσε κάτου σαν κοψομεσιασμένο φίδι. Ένας άλλος από δαύτους, τράβηξε μια τρανή σπάθα για να τους κόψουνε, αλλά δεν πρόλαβε να πάρει καν ούτε φόρα, γιατί από πίσω ο Γιαννάκης του έμπηξε μια μαχαιριά στην νεφραμιά και τόνε σώριασε καταής. Οι άλλοι τουρκαλάδες, σάματις ήτανε λιπόψυχοι, βαρέσανε τα’ άλογα και σκαπετήκανε μέσα στα δέντρα κι όταν βγήκανε σε μια ράχη κι αλαργέψανε, ο ένας από δαύτους ο Χαμουτζής τους γαμοσταύριζε και τους φώναζε ότι θα τους κρεμάσει και τους δυό ογλήγορις. Ο Δημητράκης και ο Γιαννάκης, πήρανε τ’ άλογα και τ’ άρματα των σκοτωμένονε και περάσανε κατά του Βιδιάκι, μέχρι να ησυχάσει ο τόπος. Μετά από πολλά χρόνια ο γέρο Αγγελής ο Παπαγιάνης μολόγαγε ότι τότενες είχανε σκοτώσει τον Σουλιμά και τον Τζαφούλη και ότι από τους σκοτωμένους τους κόψανε τα κεφάλια και τα στείλανε πεσκέσι στον Σεϊντάγα, αλλά εφτούνο δεν το ξέρω. Από τότενες και πέρα βγήκανε στο κλαρί και τραβήξανε απάνου κατά τον Ωλονό. Μετά μάθανε ότι είχανε σκοτώσει τον Σουλιμά και τον Τζαφούλη. Δεν πέρασε λίγος καιρός και μετά που σηκώσανε ντουφέκι κατά της Τουρκιάς ροβολήκανε στου Κούμανι.
-Μην είναι κλέφτες που ’ρχονται, μην είναι αρβανιτάδες;
-Μαδέ ’ναι κλέφτες που ’ρχουνται μαδέ αρβανιτάδες
ο κυρ - Δημητράκης ν’ έρχεται ο καπετάν Βερβίτας.
Με δυο ντορβάδες σπάρτινους, με δυο κεφάλια μέσα.
Το ένα είν’ του Σουλιμά και τ’ άλλο του Τζαφούλη
Κι ο Χαμουτζής του έκραζε ν’ από ψηλή ραχούλα.
-Ανάθεμά ρε Γιαννάκη μου και σε ρε παλιό Βερβίτα
που χαλάσατε, τον Σουλιμά, κι ευτούνο το Τζαφούλη…
Αφήγηση του Θεοδώρου (1918) Μπαντούνα (Μάλιος, Ζαχαραίικα, Αντρώνι)
Πηγή:www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου