Οι πρώτοι ληστές και κλέφτες δραστηριοποιήθηκαν στον ελλαδικό χώρο από πολύ παλιά κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Στη συνέχεια συμμετείχαν στις νικηφόρες μάχες της απελευθέρωσης του 1821,αλλά σύντομα διαπίστωσαν οι πρώην καπεταναίοι και αγωνιστές, ότι οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν. Την διοίκηση το 1933 της νεοσύστατης τότε χώρας ,την ανέθεσαν οι ξένες δυνάμεις στους Βαυαρούς αντιβασιλείς, οι οποίοι οδήγησαν πολλούς πρώην αγωνιστές να μείνουν ανεπάγγελτοι και να ξαναβγούν «στο κλαρί» για να ξαναγίνουν κλέφτες.
Οι ληστές ήταν έμπειροι μαχητές που πολεμούσαν την εξουσία, λήστευαν αλλά συνήθως έπαιρναν μέρος και στους εθνικούς αγώνες για την απελευθέρωση νέων εδαφών.
Με το πέρασμα των χρόνων η αυταρχική διοίκηση εξακολούθησε να δημιουργεί αδικίες με το να υποστηρίζει τους οικονομικά δυνατούς, με αποτέλεσμα να επιφέρει κοινωνικές αδικίες και να οδηγεί ανθρώπους σε παραβατικές πράξεις.
Άλλες σοβαρές αιτίες που έσπρωχναν κάποιους να βγουν στο βουνό και να γίνουν ληστές, ήταν το οικονομικό αδιέξοδο, η φτώχεια, η ανέχεια που πολλές φορές έφτανε στο σημείο της εξαθλίωσης.
Κατόπιν, αυτό το κράτος με βία, δωροδοκίες, ψευδείς φήμες και ειδήσεις, προσπαθεί να μετατρέψει τον δημοφιλή αρματωλό σε καταδιωκόμενο ληστή.
Οι ληστές ήταν λιγόλογοι και αδίστακτοι. Τιμωρούσαν τον τοκογλύφο, προίκιζαν όμως τα φτωχά κορίτσια, βοηθούσαν τους φτωχούς, τους ανήμπορους και τους αδικημένους, έδιναν χρήματα να γίνουν γιοφύρια, να λειτουργήσουν σχολεία και να χτιστούν εκκλησίες.
Γνωστοί ληστές ήταν ο Γιαγκούλας, ο Νταβέλης, ο Λελούδας, αλλά και οι δικοί μας που έδρασαν στην Ηλεία, ο Πανόπουλος από τα Μαζέϊκα (Κλειτορία), οι διαβόητοι Τσόλιας και Τσιντώνης, ο Σκαρτσώρας, το δίδυμο Μαντζετάκης από το Σκουροχώρι και ο Αναγνωστόπουλος από τα Γρανιτσέϊκα, ο Μπουκουβάλας και άλλοι.
Ο Γιαννακαρώνης που εξετάζουμε σήμερα, λημέριαζε στα βουνά της Κυπαρισσίας στις αρχές του περασμένου αιώνα και δραστηριοποιείτο στην περιοχή της Τριφυλίας και γενικότερα στη Μεσσηνία.
Από τις ελάχιστες πληροφορίες που γνωρίζουμε για τον εν λόγω ληστή, φαίνεται πως ήταν από τους πιο σκληρούς και τον έτρεμαν όλοι. Αυτό φαίνεται από την παροιμιώδη φράση που έχουμε διασώσει:
«Διαταγή Γιαννακαρώνη όξω τ’ άλογο απ’ τ’ αλώνι»
Εκείνο το διάστημα η συνολική δύναμη του ελληνικού «εν ενεργεία» στρατού ανερχόταν σε 18.000 άνδρες, από τους οποίους οι 8.000 ήταν με απόσπαση στη Βασιλική Χωροφυλακή, στα μεταβατικά αποσπάσματα, στις φρουρές φυλακών, στην τελωνοφυλακή, ακόμη και στην αγροφυλακή.
Ο Δημήτρης Παπαντώνης (Μπούκης) που γεννήθηκε το 1878 στο Αντρώνι, ήταν από αυτούς που κατατάχτηκε να υπηρετήσει και μετατάχθηκε στην Βασιλική Χωροφυλακή. Εκείνο το διάστημα βρέθηκε επικεφαλής αποσπάσματος να κυνηγάει τον επικηρυγμένο ληστή Γιαννακαρώνη που λημέριαζε στα όρη της Κυπαρισσίας (ή Αιγάλεω 1224 μ) στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο.
Μία μέρα τους ήλθε η πληροφορία για την θέση που κινείτο ο ληστής πάνω από την Κυπαρισσία.
«Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα προδίνουν».«Ζώστηκαν τ’ άρματα», επιστράτευσαν ιχνηλάτες, δραγάτηδες και οδηγούς προκειμένου να φθάσουν στο σημείο που τους είχαν υποδείξει οι πληροφοριοδότες τους. Δεν άργησαν να τον εντοπίσουν, τον αντίκρυσαν να κοιμάται κάτω από ένα δένδρο. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος Παπαντώνης τον πλησίασε προσεκτικά με προτεταμένο το όπλο και όταν έφτασε σε απόσταση «αναπνοής», του μίλησε. Ο ληστής ταράχτηκε και ξύπνησε αλαφιασμένος, έπιασε το σπαθί που είχε στη ζώνη του αλλά όταν αντίκρυσε το όπλο που τον σημάδευε κοντά στον κρόταφο, ακινητοποιήθηκε. Τότε ο επικεφαλής του είπε: Στο όνομα του βασιλέως έχω εντολή να σε εκτελέσω. Με το τελείωμα της φράσης τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.
Όπως μας είχε αφηγηθεί ο ίδιος όταν συνέβη το παραπάνω περιστατικό, τα πόδια του έτρεμαν διότι ο εν λόγω ληστής είχε την φήμη πολύ σκληρού πολεμιστή. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ πως παρίστανε όλη την διαδικασία και πως μας έδειχνε με την μαγκούρα του και πως διαγράφονταν οι κινήσεις του σώματός του, των χεριών του, πως κρατούσε το τυφέκιο Μάνλιχερ, πως τον σημάδεψε και πως του φώναξε με την βροντερή φωνή του. Αν δεν τον εύρισκα κοιμώμενο, μας έλεγε, θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τον εξουδετερώσω.
Ο λήσταρχος Γιαννακαρώνης που «βασίλευε» στα βουνά της Μεσσηνίας είχε αρκετούς φόνους στην πλάτη, επιδρομές εναντίον προδοτών και πλουσίων και από την άλλη είχε διορθώσει πολλές αδικίες που γίνονταν σε φτωχούς και αδικημένους. Είχε περίσσιο θράσσος απέναντι στους διώκτες του και δεν ήταν λίγες οι φορές που εξευτέλισε τους χωροφύλακες.
Ο Δημήτρης Παπαντώνης, ο εκτελεστής του, παρασημοφορήθηκε για την πράξη του, πήρε προαγωγή και του προτάθηκε να γίνει μόνιμος και να εργαστεί στη χωροφυλακή. Τ´ αρνήθηκε όμως όλα προκειμένου να επιστρέψει στο χωριό του.
Στη συνέχεια της θητείας του, ήταν στην Θεσσαλονίκη το 1912 κατά την διάρκεια της απελευθέρωσης και στο διάστημα της δολοφονίας του βασιλέως Γεωργίου Α’ στις 18 Μαρτίου του έτους 1913. Μας εξιστορούσε το συμβάν, που ήταν παρών στην οδό Β. Όλγας κοντά στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου, όταν καθάριζαν τα αίματα από τον δρόμο.
Παντρεύτηκε τη Λεμονιά Στεργιοπούλου και έκαναν 7 παιδιά: Κώστας 1906, Αγγελική 1908, Μηλιά 1910, Διονύσης 1915, Μαρία 1917, Κυπαρίσσω 1924, Νίκος 1926 και 23 εγγόνια μαζί με την αφεντιά μας.
Γραφή και ανάγνωση έμαθε κατά την διάρκεια της θητείας του και όπως φαίνεται σε γράμμα που έστειλε στο γιό του Κώστα στη Θεσσαλονίκη, η γραφή του ήταν εξαιρετική. Το γράμμα μας το παραχώρησε ευγενικά (να τοποθετηθεί στ´ αρχεία του χωριού), η εγγονή του Λεμονιά Παπαντώνη- Ζαχαροπούλου.
Γύρω στα 1965 ο Δημήτρης Παπαντώνης έχασε τελείως το φως του και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια στο απόλυτο σκοτάδι αλλά δεν έχασε ποτέ την διαύγεια του μυαλού του.
Διακατεχόταν από δημοκρατικά φρονήματα και μοντέρνες για την εποχή του σκέψεις και αυτό διαπιστωνόταν όταν συμφωνούσε με κάποιες νεανικές επιλογές μας αλλά και στο ότι σάρκαζε τις περί θρησκείας αντιλήψεις. Χαρακτηριστικές ήταν οι αντιδικίες του με τον συνομήλικό του παπά- Κώστα στο καφενείο του Λαΐνη (Νίκου Παπαδόπουλου) όταν έπαιζαν δηλωτή και κολιτσίνα. Στα παιδιά του όμως φερόταν πολύ σκληρά και αυστηρά αφού και όταν ήταν πάνω από 50 χρόνων είχε λόγο για όλα που όχι μόνο τον άκουγαν αλλά κάθονταν και «κλαρίνο» μπροστά του.
Διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας Αντρωνίου και κατά την διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου ασκούσε χρέη εισαγγελέως στα λαϊκά δικαστήρια. Μέχρι το τέλος κάπνιζε σιγαρέτα σε κασετίνα, στούκας εξαιρετικά. Στις επισκέψεις μας ενδιαφερόταν συχνά και επίμονα να του αναλύσουμε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην χώρα.
Το παρατσούκλι «Μπούκης» προέρχεται από το πατρικό της μητέρα του που ήλθε νύφη από το Κούμανι στο Αντρώνι.
Πέθανε στην Αθήνα το 1976 σε ηλικία 98 ετών.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Φλεβάρης 2018
Σ.σ. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να ενημερώσουμε τους ερευνητές, λαογράφους και επισκέπτες των σελίδων μας ώστε να συλλέξουμε περισσότερες πληροφορίες για το παραπάνω θέμα. Ψάξαμε διάφορα μεσσηνιακά έντυπα και το διαδίκτυο, αλλά δεν βρήκαμε καμία αναφορά στον εν λόγω λήσταρχο. Αντίθετα ήταν γνωστός σε μεγάλους ανθρώπους με καταγωγή από την Μεσσηνία.
Για τον Δημήτρη Παπαντώνη (και αν προκάνουμε) θα επανέλθουμε με πολλά περισσότερα διότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία του χωριού μας.
Γράμμα: 28.02.1963
Κάποια αποσπάσματα που μπορέσαμε να διαβάσουμε.
«…ο Νίκος σήμερα έφυγε από εδώ έκανε μνημόσυνο της μακαρίτισσας της μάνας σου εξαιρετικό. Έφερε το ψωμί και όλα τα έξοδα δικά του που έκανε όλος ο κόσμος το θαύμα του. Το ψωμί από σιμιγδάλι, τα σπερνά σε χάρτινες σακούλες…»
«…ήμεθα όλη πολύ καλά και ιδίως η Κυπαρίσσω βρίσκεται με μεγάλη περιουσία στο Κατάκολο με 600 αρνοπρόβατα και σπίτι ανώγειο με 6 δωμάτια και τόπο (500) στρέμματα πλούσια. Μόλις λάβεις την επιστολή μου να μου φιλήσεις την Όλγα μου στα δυο μάτια γλυκά εκ μέρους μου επίσης να μου φιλήσεις στα δυο μάτια την Λεϊμονίτσα μου επίσης να μου φιλήσεις τον Δημητράκη μου διότι επόνεσα πολύ και δεν ξέρω αν σας ιδώ πλέον. Μάθε ο Νιόνιος η Φωτούλα τα παιδιά είναι καλά. Η Φωτούλα με κοιτάζει πολύ, μου στρώνει…»
Οι ληστές ήταν έμπειροι μαχητές που πολεμούσαν την εξουσία, λήστευαν αλλά συνήθως έπαιρναν μέρος και στους εθνικούς αγώνες για την απελευθέρωση νέων εδαφών.
Με το πέρασμα των χρόνων η αυταρχική διοίκηση εξακολούθησε να δημιουργεί αδικίες με το να υποστηρίζει τους οικονομικά δυνατούς, με αποτέλεσμα να επιφέρει κοινωνικές αδικίες και να οδηγεί ανθρώπους σε παραβατικές πράξεις.
Άλλες σοβαρές αιτίες που έσπρωχναν κάποιους να βγουν στο βουνό και να γίνουν ληστές, ήταν το οικονομικό αδιέξοδο, η φτώχεια, η ανέχεια που πολλές φορές έφτανε στο σημείο της εξαθλίωσης.
Κατόπιν, αυτό το κράτος με βία, δωροδοκίες, ψευδείς φήμες και ειδήσεις, προσπαθεί να μετατρέψει τον δημοφιλή αρματωλό σε καταδιωκόμενο ληστή.
Οι ληστές ήταν λιγόλογοι και αδίστακτοι. Τιμωρούσαν τον τοκογλύφο, προίκιζαν όμως τα φτωχά κορίτσια, βοηθούσαν τους φτωχούς, τους ανήμπορους και τους αδικημένους, έδιναν χρήματα να γίνουν γιοφύρια, να λειτουργήσουν σχολεία και να χτιστούν εκκλησίες.
Γνωστοί ληστές ήταν ο Γιαγκούλας, ο Νταβέλης, ο Λελούδας, αλλά και οι δικοί μας που έδρασαν στην Ηλεία, ο Πανόπουλος από τα Μαζέϊκα (Κλειτορία), οι διαβόητοι Τσόλιας και Τσιντώνης, ο Σκαρτσώρας, το δίδυμο Μαντζετάκης από το Σκουροχώρι και ο Αναγνωστόπουλος από τα Γρανιτσέϊκα, ο Μπουκουβάλας και άλλοι.
Ο Γιαννακαρώνης που εξετάζουμε σήμερα, λημέριαζε στα βουνά της Κυπαρισσίας στις αρχές του περασμένου αιώνα και δραστηριοποιείτο στην περιοχή της Τριφυλίας και γενικότερα στη Μεσσηνία.
Από τις ελάχιστες πληροφορίες που γνωρίζουμε για τον εν λόγω ληστή, φαίνεται πως ήταν από τους πιο σκληρούς και τον έτρεμαν όλοι. Αυτό φαίνεται από την παροιμιώδη φράση που έχουμε διασώσει:
«Διαταγή Γιαννακαρώνη όξω τ’ άλογο απ’ τ’ αλώνι»
Εκείνο το διάστημα η συνολική δύναμη του ελληνικού «εν ενεργεία» στρατού ανερχόταν σε 18.000 άνδρες, από τους οποίους οι 8.000 ήταν με απόσπαση στη Βασιλική Χωροφυλακή, στα μεταβατικά αποσπάσματα, στις φρουρές φυλακών, στην τελωνοφυλακή, ακόμη και στην αγροφυλακή.
Ο Δημήτρης Παπαντώνης (Μπούκης) που γεννήθηκε το 1878 στο Αντρώνι, ήταν από αυτούς που κατατάχτηκε να υπηρετήσει και μετατάχθηκε στην Βασιλική Χωροφυλακή. Εκείνο το διάστημα βρέθηκε επικεφαλής αποσπάσματος να κυνηγάει τον επικηρυγμένο ληστή Γιαννακαρώνη που λημέριαζε στα όρη της Κυπαρισσίας (ή Αιγάλεω 1224 μ) στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο.
Μία μέρα τους ήλθε η πληροφορία για την θέση που κινείτο ο ληστής πάνω από την Κυπαρισσία.
«Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα προδίνουν».«Ζώστηκαν τ’ άρματα», επιστράτευσαν ιχνηλάτες, δραγάτηδες και οδηγούς προκειμένου να φθάσουν στο σημείο που τους είχαν υποδείξει οι πληροφοριοδότες τους. Δεν άργησαν να τον εντοπίσουν, τον αντίκρυσαν να κοιμάται κάτω από ένα δένδρο. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος Παπαντώνης τον πλησίασε προσεκτικά με προτεταμένο το όπλο και όταν έφτασε σε απόσταση «αναπνοής», του μίλησε. Ο ληστής ταράχτηκε και ξύπνησε αλαφιασμένος, έπιασε το σπαθί που είχε στη ζώνη του αλλά όταν αντίκρυσε το όπλο που τον σημάδευε κοντά στον κρόταφο, ακινητοποιήθηκε. Τότε ο επικεφαλής του είπε: Στο όνομα του βασιλέως έχω εντολή να σε εκτελέσω. Με το τελείωμα της φράσης τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.
Όπως μας είχε αφηγηθεί ο ίδιος όταν συνέβη το παραπάνω περιστατικό, τα πόδια του έτρεμαν διότι ο εν λόγω ληστής είχε την φήμη πολύ σκληρού πολεμιστή. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ πως παρίστανε όλη την διαδικασία και πως μας έδειχνε με την μαγκούρα του και πως διαγράφονταν οι κινήσεις του σώματός του, των χεριών του, πως κρατούσε το τυφέκιο Μάνλιχερ, πως τον σημάδεψε και πως του φώναξε με την βροντερή φωνή του. Αν δεν τον εύρισκα κοιμώμενο, μας έλεγε, θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τον εξουδετερώσω.
Ο λήσταρχος Γιαννακαρώνης που «βασίλευε» στα βουνά της Μεσσηνίας είχε αρκετούς φόνους στην πλάτη, επιδρομές εναντίον προδοτών και πλουσίων και από την άλλη είχε διορθώσει πολλές αδικίες που γίνονταν σε φτωχούς και αδικημένους. Είχε περίσσιο θράσσος απέναντι στους διώκτες του και δεν ήταν λίγες οι φορές που εξευτέλισε τους χωροφύλακες.
Ο Δημήτρης Παπαντώνης, ο εκτελεστής του, παρασημοφορήθηκε για την πράξη του, πήρε προαγωγή και του προτάθηκε να γίνει μόνιμος και να εργαστεί στη χωροφυλακή. Τ´ αρνήθηκε όμως όλα προκειμένου να επιστρέψει στο χωριό του.
Στη συνέχεια της θητείας του, ήταν στην Θεσσαλονίκη το 1912 κατά την διάρκεια της απελευθέρωσης και στο διάστημα της δολοφονίας του βασιλέως Γεωργίου Α’ στις 18 Μαρτίου του έτους 1913. Μας εξιστορούσε το συμβάν, που ήταν παρών στην οδό Β. Όλγας κοντά στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου, όταν καθάριζαν τα αίματα από τον δρόμο.
Παντρεύτηκε τη Λεμονιά Στεργιοπούλου και έκαναν 7 παιδιά: Κώστας 1906, Αγγελική 1908, Μηλιά 1910, Διονύσης 1915, Μαρία 1917, Κυπαρίσσω 1924, Νίκος 1926 και 23 εγγόνια μαζί με την αφεντιά μας.
Καθιστός ο Δημήτρης Παπαντώνης με την κόρη του Αγγέλω
και όρθιος ο γιός
του Κώστας με τη νύφη του Φωτούλα
|
Γύρω στα 1965 ο Δημήτρης Παπαντώνης έχασε τελείως το φως του και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια στο απόλυτο σκοτάδι αλλά δεν έχασε ποτέ την διαύγεια του μυαλού του.
Διακατεχόταν από δημοκρατικά φρονήματα και μοντέρνες για την εποχή του σκέψεις και αυτό διαπιστωνόταν όταν συμφωνούσε με κάποιες νεανικές επιλογές μας αλλά και στο ότι σάρκαζε τις περί θρησκείας αντιλήψεις. Χαρακτηριστικές ήταν οι αντιδικίες του με τον συνομήλικό του παπά- Κώστα στο καφενείο του Λαΐνη (Νίκου Παπαδόπουλου) όταν έπαιζαν δηλωτή και κολιτσίνα. Στα παιδιά του όμως φερόταν πολύ σκληρά και αυστηρά αφού και όταν ήταν πάνω από 50 χρόνων είχε λόγο για όλα που όχι μόνο τον άκουγαν αλλά κάθονταν και «κλαρίνο» μπροστά του.
Διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας Αντρωνίου και κατά την διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου ασκούσε χρέη εισαγγελέως στα λαϊκά δικαστήρια. Μέχρι το τέλος κάπνιζε σιγαρέτα σε κασετίνα, στούκας εξαιρετικά. Στις επισκέψεις μας ενδιαφερόταν συχνά και επίμονα να του αναλύσουμε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην χώρα.
Το παρατσούκλι «Μπούκης» προέρχεται από το πατρικό της μητέρα του που ήλθε νύφη από το Κούμανι στο Αντρώνι.
Πέθανε στην Αθήνα το 1976 σε ηλικία 98 ετών.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Φλεβάρης 2018
Σ.σ. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να ενημερώσουμε τους ερευνητές, λαογράφους και επισκέπτες των σελίδων μας ώστε να συλλέξουμε περισσότερες πληροφορίες για το παραπάνω θέμα. Ψάξαμε διάφορα μεσσηνιακά έντυπα και το διαδίκτυο, αλλά δεν βρήκαμε καμία αναφορά στον εν λόγω λήσταρχο. Αντίθετα ήταν γνωστός σε μεγάλους ανθρώπους με καταγωγή από την Μεσσηνία.
Για τον Δημήτρη Παπαντώνη (και αν προκάνουμε) θα επανέλθουμε με πολλά περισσότερα διότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία του χωριού μας.
Γράμμα: 28.02.1963
Κάποια αποσπάσματα που μπορέσαμε να διαβάσουμε.
«…ήμεθα όλη πολύ καλά και ιδίως η Κυπαρίσσω βρίσκεται με μεγάλη περιουσία στο Κατάκολο με 600 αρνοπρόβατα και σπίτι ανώγειο με 6 δωμάτια και τόπο (500) στρέμματα πλούσια. Μόλις λάβεις την επιστολή μου να μου φιλήσεις την Όλγα μου στα δυο μάτια γλυκά εκ μέρους μου επίσης να μου φιλήσεις στα δυο μάτια την Λεϊμονίτσα μου επίσης να μου φιλήσεις τον Δημητράκη μου διότι επόνεσα πολύ και δεν ξέρω αν σας ιδώ πλέον. Μάθε ο Νιόνιος η Φωτούλα τα παιδιά είναι καλά. Η Φωτούλα με κοιτάζει πολύ, μου στρώνει…»
1 σχόλιο:
Τέλειο άρθρο από ιστορικής πλευράς.Αποτυπώνει επ’ ακριβώς την εποχή και την δράση ενός γενναίου άνδρα και δη από τον τόπο μας!!!
Θέλω όμως να σταθώ στη δομή του κειμένου και σ’εκείνα τα στοιχεία που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση
Στον επιτυχημένο τρόπο αφήγησης,που κάνει τον αναγνώστη να βιώνει τα γεγονότα σαν να έπαιρνε και αυτός μέρος,σαν να συμμετείχε στον εντοπισμό του ληστή!
Εκφράσεις σαν την ‘’κάπνιζε σιγαρέτα σε κασετίνα στούκας εξαιρετικά’’ γίνονται τέλειες εικόνες κατά την αφήγηση
Λέξεις όπως κολιτσίνα,δραγάτης,σπερνά μας κάνουν ν´ αναπολούμε άλλες εποχές,μοσχοβολάνε χωριό και φρεσκάρονται στη μνήμη μας,την ώρα που τείνουν να εξαληφθούν από τους μοντερνισμούς και το ρεύμα της σύγχρονης εποχής
Το γράμμα,το κιτρινισμένο χαρτί του,το χρονολογικό σήμαντρο με τις άπειρες σφραγίδες που έμειναν αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου,ο γραφικός χαρακτήρας ενός γενναίου γέροντα,εικόνες σπάνιες και δυσεύρετες!!!
Κύριε Κώστα,
χαίρομαι για τον παππού σας
Νιώθω υπερηφάνεια που ο τόπος μας έχει αναδείξει τόσο γενναίους άνδρες
Υποκλίνομαι στη δύναμη της πένας σας
Κάθε φορά μας καθηλώνει...
Δημοσίευση σχολίου