Άρθρο του Ηλία Τουτούνη συγγραφέα- λαογράφου
Η μετοίκηση των
Σλάβων στην Πελοπόννησο, φαίνεται να ξεκίνησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα με
μικρές ομάδες, οι οποίες σταδιακά αυξάνονταν. Οι Σλάβοι[1]
προς αναζήτηση καλλίτερης τύχης και ζωής άρχισαν να εγκαταλείπουν την πατρική
τους γη και μ’ όλα τους τα κινητά υπάρχοντα, κυρίως τα ποίμνιά τους, κατέρχονταν
προς τα νοτιότερα. Ο νομαδικός βίος και η ποιμενική ζωή τους, βασικά διευκόλυνε
στην μετακίνηση αυτή και γενικώς είχε ειρηνικό χαρακτήρα. Τοιουτοτρόπως επέλεξαν
και εγκαταστάθηκαν κυρίως σ’ έρημους τόπους, σε κοιλάδες των ποταμών, σε
υψώματα, σε πλαγιές βουνών και για αρκετό διάστημα απέφευγαν τα παράλια, διότι εκεί
επί μακρό χρονικό διάστημα διατηρούνταν βυζαντινές φρουρές. Οι Σλάβοι δεν ήταν
λαός νομαδικός, αλλά είχαν μόνιμη κατοικία και ασχολούνταν κυρίως με τη
γεωργία. Όμως, σημαντικό μέρος της ασχολίας των Σλάβων επήλυδων[2],
όταν κατέφθασαν στην νότια Ελλάδα, παρέμεινε και η κτηνοτροφία, η οποία ανθούσε
κυρίως στις ορεινές περιοχές.
Στον Μοριά έφθασαν, ως συγκροτημένοι γεωργοί, και το
μεγαλύτερο ποσοστό, του πληθυσμού, ασχολήθηκε κυρίως με αγροτικές εργασίες.
Καλλιεργούσαν σιτηρά και λοιπά γεωργικά προϊόντα για ιδία χρήση, ενώ το
περίσσευμα αυτών προοριζόταν για τις αστικές αγορές. Βασικά δεν είχαν αναπτύξει
το εμπόριο, καθώς δε, αν και βρίσκονταν σε ημιαναπτυγμένο στάδιο οικονομικής,
πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, δε είχαν καμιά σχέση με τον αστικό βίο. Αξιοποιούσαν
την ακαλλιέργητη και εγκαταλελειμμένη γη και απέβαιναν χρήσιμοι και καλοί
γεωργοί. Εγκατέλειπαν μ’ ευχαρίστηση τη νομαδική ζωή του ποιμένα, μόνον και
μόνον για το γεωργικό επάγγελμα, που τους εξασφάλιζε μόνιμη και σταθερή πια
κατοικία. Αυτό ήταν το όνειρο του εκάστοτε νομάδα ποιμένα, σ’ οποιαδήποτε φυλή
και γενιά κι αν ανήκε.
Πάντοτε επέλεγαν να εγκατασταθούν σ’ ερημωμένους οικισμούς
των Ελλήνων χρησιμοποιώντας πάντοτε τα εγκαταλελειμμένα οικήματά τους. Η δε ρυμοτομία
των Σλαβικών οικισμών, που αναπτύχτηκαν στον Μοριά, δεν ακολούθησε τον ενιαίο και
καθιερωμένο τύπο. Οι οικίες τους εντοπίζονται διασκορπισμένες ακανόνιστες χωρίς
σχέδιο, και αναπτύσσονταν κυρίως δίπλα σε πηγές, στις πλαγιές όπου υπήρχαν
πηγές, στις όχθες των ποταμών, για τις άμεσες ανάγκες του νερού. Σταδιακά αφομοίωσαν
την οικοδομική τέχνη των Ελλήνων, όμως μαζί τους έφεραν και καινούργιες
γνώσεις, τις οποίες απέκτησαν κατά την πολύχρονη περιπλάνησή τους, ώσπου να
καταλήξουν στον τελικό τους προορισμό. Στον Μοριά τα οικήματά τους, ήσαν κυρίως
ισόγεια (χαμοκέλες) και κάθε νοικοκυριό, διέθετε τα απαραίτητα βοηθητικά κτίσματα
που απαιτούσε ο υπαίθριος γεωργικός και κτηνοτροφικός χαρακτήρας του οικισμού.
Το γεγονός ότι δε βρέθηκαν οικίες, που να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες, μας
οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι μεταξύ των Σλάβων δεν είχε ξεκινήσει καμία σημαντική
διαδικασία κοινωνικής διαστρωμάτωσης και δεν υπήρχε σταθερή ηγεσία. Αναμφισβήτητα,
έρχονταν σε επαφή με το γηγενή πληθυσμό, συμβίωναν μαζί του και ίσως ν’
ακολούθησαν τους νόμους και να εντάχθηκαν στις τοπικές ηγεσίες των ντόπιων.
Η κατάσταση των Σλάβων στην Πελοπόννησο άλλαξε ριζικά το
1204, μετά την εμφάνιση των Φράγκων. Οι Σλάβοι που είχαν εγκατασταθεί με τα
χαρακτηριστικά των «ακριτών» στο χώρο του Μοριά, είχαν δεθεί δυναμικά με τον
όποιο πληθυσμό, αλλά και άλλων που είχαν φτάσει εδώ σ’ ένα σύνολο που σήμερα θα
μπορούσαμε να τους ονομάσουμε Ελληνικό λαό. Εκείνη την εποχή ήδη έχουν χάσει
και την γλώσσα τους ακόμα και έχουν εκχριστιανιστεί, μετά τον 9ο
αιώνα. Καθώς οι Φράγκοι θέλησαν να επιβάλλουν τον ευρωπαϊκό φεουδαρχισμό, άρπαζαν
τα τιμάρια (βυζαντινό στοιχείο) και τις περιουσίες χωρικών, που ήταν ποτιστικά,
και τα μετέτρεψαν σε φέουδα. Τους ελεύθερους γεωργούς τους χρησιμοποιούσαν ως δουλοπάροικους. Οι
κάτοικοι των ελεύθερων χωριών, αλλά και οι Σλάβοι, όσοι είχαν εγκατασταθεί και
είχαν αποκτήσει καλλιεργήσιμη γη, εγκατέλειψαν τους χώρους, που έκαναν φέουδα,
και σταδιακά ανέβηκαν στα βουνά. Και τότε έσβησαν όλες οι διαφορές των Σλάβων
με τους ντόπιους, διότι Έλληνες και Σλάβοι θεωρούταν εχθροί των Φράγκων. Τότε,
όπως ήταν αναμενόμενο, οι Σλάβοι έγιναν τμήμα του Ελληνικού λαού. Και από τότε
και μετά αφού αφομοιώθηκαν με τον γηγενή πληθυσμό, έχασαν οριστικά τα ιδιαίτερα
γνήσια Σλαβικά χαρακτηριστικά τους και εντάχθηκαν στο Ελληνικό στοιχείο
(πατρίδα, γλώσσα, θρησκεία, παραδόσεις).
Τοιουτοτρόπως οι Σλάβοι εποικιστές εγκαταστάθηκαν στην
Πηνεία, όπου αυτό τον τόπο τον έκριναν κατάλληλο και προσοδοφόρο για την
γεωργία και την κτηνοτροφία. Μια τέτοια σημαντική μετακίνηση, σλαβικού πληθυσμού,
εντοπίζουμε από την περιοχή Φαναρίου[3]
Πρεβέζης, σε κεντρική περιοχή της Πηνείας και συγκεκριμένα στην δασώδη από
πεύκη[4]
τοποθεσία που βρίσκεται μεταξύ των σημερινών οικισμών Κεραμιδιάς, Αυγής,
Εφύρας, Οινόης, Περιστερίου και Δαφνιώτισσας. Εκεί ενδιάμεσα στην λοφώδη και
δασωμένη και απομονωμένη περιοχή, οι έποικοι δημιούργησαν τους οικισμούς Ζάμπακα[5],
Κλεισούρα, Κορώνη ή Κορωνιού και Μουζίκα. Οι έποικοι προέρχονταν από τα χωριά
Κλεισούρα[6],
Μουζακάτι, Κορώνη[7], Κορωνόπουλο,
Άρτζες (σημ. Νάρκισσος[8]) Μπεσερές,
Ρενιάσα, Χόϊκα και από την γύρω περιοχή, της σημερινής επαρχίας Φαναρίου
Πρεβέζης. Όταν οι έποικοι εγκαταστάθηκαν στην Πηνεία, στους νέους οικισμούς που
επισκεύασαν ή κατασκεύασαν, έδωσαν τα ονόματα των οικισμών της πατρίδας των,
απ’ όπου προέρχονταν. Απ’ ότι διαφαίνεται, μάλλον εγκαταστάθηκαν σε παλαιούς
και εγκαταλελειμμένους ίσως και αρχαίους οικισμούς, όπου με τα υλικά των
ερειπωμένων και κατεστραμμένων κτισμάτων, κατασκεύασαν τις οικίες τους και τα
βοηθητικά κτίσματα. Πέρα από την ονομασία των οικισμών, που έδωσαν, προχώρησαν
ακόμη ένα βήμα και ονόμασαν τοποθεσίες, βράχους και πηγές με δικά τους ονόματα
παρόμοια των οικισμών. Στην συγκεκριμένη περιοχή υπάρχει μια πηγή η ονομαζόμενη
Κορωνόβρυση, ένας βράχος ο Κωρονόβραχος, ένα ρέμα το Κλεισόρεμα, μια τοποθεσία
η Σπεντζούλες και ένας ακόμη βράχος ο Σπεντζουλόβραχος, ή Ζαμπακόβραχος (ονομασίες
προερχόμενες από την αφθονία του αγριολούλουδου σπέντζας ή ζάμπακα).
Οι επήλυδες αν και δεν ήσαν Χριστιανοί ορθόδοξοι,
διαφαίνεται ότι δεν κατέστρεψαν τα Χριστιανικά μνημεία. Αυτό συμπεραίνεται
διότι διατήρησαν τον βυζαντινό ναό της Παναγίας της Δαφνιώτισσας και σ’ αρκετές
τοποθεσίες στους οικισμούς αναγέρθηκαν ή συντηρήθηκαν αρκετοί χριστιανικοί ναοί
όπως ο Άγιος Παντελεήμων, ο Άγιος Ανδρέας, η Αγία Παρασκευή, Άγιος Αθανάσιος,
Άγιος Ηλίας κ.ά.
Μια οικογένεια ή ο γενάρχης αυτής με το επώνυμο Χόκιας, ίσως
να προήλθε και αυτός από την περιοχή Φαναρίου Πρεβέζης και συγκεκριμένα από τον
οικισμό Χόϊκα και όπως είναι γνωστόν στους ξένους, οι ντόπιοι μέχρι τα μέσα του
περασμένου αιώνα, έδιναν επώνυμο ή προσωνύμιο βγαλμένο από τον τόπο καταγωγής
των. Ενώ έχουν ακόμη καταγραφεί ως έποικοι οι οικογένειες των: Βέλιου, Βούλγαρη,
Γιαλάκη, Γιάλπα, Γκότση, Ζάρα, Κούφη, Λάσκου, Λούτζα, Μάλιου, Μάνθου, Μπάλιου,
Νταμέ, Ντάρα, Ρούβαλη, Ρουμελιώτη, Σάρακα, Σώκου, Τζήμα, Τζούλια, Τζούμα και
Τζάγκρη, που έχουν προέλθει από την εν λόγω περιοχή, ενώ κατά την β’
τουρκοκρατία, μετά την αποχώρηση Ενετών και μετά τις κοινωνικές ανακατατάξεις,
οι οικογένειες φαίνεται να μετακόμισαν σε πιο προσοδοφόρες περιοχές σε όμορους
οικισμούς (Λουκάβιτσα, Κούλουγλι, Μπεζαΐτι, Μουζίκα κ.α.).
Οι εν λόγω οικισμοί,
εσκεμμένα αναπτύχθηκαν, γύρω από ένα περίεργο ύψωμα, τον περίφημο για την
Πηνεία λόφο του Γουλά, για να υπάρχει ασφάλεια κατά τις πολεμικές και ληστρικές
επιδρομές, που λυμαίνονταν ο τόπος εκείνες τις εποχές. Γι’ αυτό στον λόφο που
ήταν και φυσικό φρούριο. κατασκεύασαν άγνωστο πότε, το περίφημο κάστρο του
Γουλά. Στην κορυφή του λόφου υπάρχει ένα πλάτωμα μ’ έκταση περίπου επτά
στρεμμάτων και από τις τρεις πλευρές του περιβάλλεται από βράχους (γκρεμούς)
βάθους περίπου 60 μέτρων. Η μοναδική πρόσβαση προς αυτόν, ήταν από την πλευρά
του οικισμού της Κλεισούρας, και η πρόσβαση ήταν ένα ελικοειδές μονοπάτι (τοπ.
διάλεκτο γιδόστρατο) μ’ αρκετά σκαλοπάτια. Η πρόσβαση από επιτιθέμενους, από
την δίοδο του σκαλιού, ήταν επικίνδυνη και σχεδόν αδύνατη, όταν βέβαια φυλασσόταν
από τους αμυνόμενους, διότι και μόνον και μόνον με πέτρες μπορούσαν εκείνη την
εποχή να αποτρέψουν επίθεση. Επάνω στο πλάτωμα του λόφου υπάρχουν ίχνη από θεμέλια
μερικών κτιρίων, ενώ μεταξύ αυτών, πάντα κατά την παράδοση, υπήρχε κι ένας ναός
αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή[9].
Η συμβολή του απάτητου λόφου, απέτρεψε αρκετές επιθέσεις και μόνον η παράδοση
αναφέρει σωρεία από περιστατικά.
Ένα δημοτικό τραγούδι που έχω καταγράψει μας αναφέρει για
τον Ζάμπακα και γίνεται αναφορά για τις οικίες που υπήρχαν, για την φιλοξενία
που διέκρινε τους κατοίκους, αλλά και για τις κομψοντυμένες και πλανεύτρες
Ζαμπακιώτισσες, τότε που δημιουργήθηκε το εν λόγω τραγούδι.
Ο
ΖΑΜΠΑΚΑΣ
Πανάθεμά σε Ζά– μωρέ - Ζάμπακα,
με τους στενούς – μωρέ – στενούς οντάδες,
με τα κονά– μωρέ -με τα κονάκια σου τα εννιά
και με τις δυο- μωρέ - βρυσούλες.
Εφτού μωρέ, εφτού τρως ψωμί, πίνεις μωρέ πίνεις κρασί,
στρώνεις μωρέ στρώνεις και κοιμάσαι.
Και σε πλανέ – μωρέ και σε πλανεύουν οι Ζά– μωρέ
οι Ζαμπακιώτισσες,
και σε πλανεύουν οι Ζαμπακιώτισσες
οι φρά-μωρέ – οι φραγκορεπαντιώτισσες.
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Τα δε χωριά της Πρέβεζας, απ’ όπου προήλθαν οι έποικοι στην συγκεκριμένη
περιοχή της Πηνείας, που είχαν Σλαβικά και Τούρκικα ονόματα, το 1927 μετονομάστηκαν.
Η Άρτσα έγινε Νάρκισσος (λόγω ότι στην περιοχή ευδοκιμεί το αγριολούλουδο
Νάρκισσος, ή ζάμπακας, ή σπέντζα), το Μουζακά σε Σφηνωτό, το Μουζακάτι σε
Μουζακαίϊκα, ο Μπεσερές σε Μεσοπόταμος, η Ρενιάσα ή Ρηνιάσα σε Ριζά, ενώ
παραμένουν με το ίδιο όνομα η Κορώνη, το Κρωνόπουλο και η Κλεισούρα.
Κατά την Βενετική
απογραφή του ιταλού προβλεπτή GRIMANI[10] το
1700, στην Ηλεία, περιλαμβάνει στο πίνακα απογραφής οικισμών, τον οικισμό Κορρωνιού
ως GORROYNA φαμίλιες (6). Επίσης εντοπίζουμε μια άλλη παρόμοια μετακίνηση η
οποία εξελίχθηκε από τα χωριά της περιοχής του Σουλίου Παραμυθιάς, στην Αχαΐα
και συγκεκριμένα στην Τριταία, ακόμη και στην βόρεια ορεινή Ηλεία.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
Κονάκια,
τα = τα σπίτια, οι
οικίες.
Ριπαντί,
ή ρεπαντί το = φόρεμα ή πανωφόρι γυναικείο, ή
γυναικείο λούσο.
Χαμοκέλα,
η = ισόγειος κύριος ή βοηθητικός χώρος (οικία-
αποθήκη-εργαστήρι-στάβλος).
Ζαμπάκι,
το = κοιν. ονομασία, του φυτού ναρκίσσου και του άνθους αυτού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Βερνίκος Νικόλας,
«Το σχέδιο αυτονομίας της Πελοποννήσου», εκδόσεις Συλλογή Αφοί Τολίδη, Αθήνα
1997.
- Παναγιωτόπουλος
Βασίλης, «Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος
αιώνας», Αθήνα 1985.
- Παπανδρέου Γεώργιος, «Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων»,
έκδοση Ν.Ε.Λ.Ε. Ηλείας-Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού [Εκ Παραδρομής],
Λεχαινά 1990.
- Χρυσανθακόπουλος Γεώργιος, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», εν
Αθήναις 1950.
- Επιτόπια έρευνα του Ηλία Τουτούνη, στα χωριά της Πρεβέζης.
- Ψυχογιός Ντίνος, «Ηλειακά», περιοδικό λαογραφικής
ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα
2008.
- « Ο Εσωτερικός
αγώνας πριν και κατά την επανάσταση του 1821», Τάκη Α. Σταματόπουλου, Αθήνα
1957.
- «Αρχείο Αλή Πασά
Γενναδείου βιβλιοθήκης», έκδοση –σχολιασμός- ευρετήρια, Βασίλης Παναγιωτόπουλος
με την συνεργασία των
Δημήτρη Δημητρόπουλου και Παναγιώτη Μιχαηλάρη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών
Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 2007.
- «Μεγάλη Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», εκδόσεις
Κολοκοτρώνης, Αθήνα 1958.
- Σιμόπουλος Κυριάκος, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», εκδόσεις
Στάχυ, Αθήνα 2001.
- Μπωζούρ Φελίξ, «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην
Τουρκοκρατία (1787-1797)», Παρίσι έτος VIII (1800), εκδόσεις Αφων Τολίδη Αθήνα
1974.
- «Πρωϊάς», Σύγχρονον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν της
Ελληνικής γλώσσης, εκδοτικός οίκος Σταμ. Π. Δημητράκου, Αθήναι.
[1] Οι Σλάβοι της Πελοποννήσου δεν
ήταν πολλοί αριθμητικά σε σύγκριση με τον γηγενή πληθυσμό. Ζούσαν σε
αποκλειστική κοινωνία και αυτό τους εμπόδιζε να αφομοιωθούν στην ελληνική
εθνότητα. Ως τον 10ον σχεδόν αιώνα, διατηρούσαν τη δική τους
θρησκεία και δεν ήταν χριστιανοί. Από το 10ον αιώνα σταδιακά άρχισε
ο εκχριστιανισμός τους. Ζούσαν με τα κοπάδια τους, βασικά σε ορεινά μέρη.
Οι Φράγκοι προσπάθησαν
να τους υποτάξουν πλήρως. Οι Σλάβοι τελικά εξομοιώθηκαν από τους Φράγκους με
τους Έλληνες αγρότες της περιοχής. Σ' αυτή την εποχή σπάει η αποκλειστική
κοινωνία τους και δένονται με τους Έλληνες της γύρο τους περιοχής. Από τη
στιγμή αυτή και μετά αρχίζει ο εξελληνισμός τους. Πρώτα -πρώτα παίρνουν την
ελληνική γλώσσα. Τα σλαβικά που διατηρούσαν ως αποκλειστική επικοινωνία, δεν
τους εξυπηρετούν πια. Και μέσα στην κοινή πια τύχη με τον ελληνικό λαό, που
τους επέβαλαν οι κυρίαρχοι Φράγκοι, αρχίζει η συνεργασία. Η ίδια κατάσταση θα
συνεχιστεί και όταν θα επανέλθουν στην Πελοπόννησο οι Βυζαντινοί (Δεσποτάτο του
Μιστρά).
[2] Οι κάτοικοι της περιοχής ήσαν γηγενείς, οι
οποίοι που ενισχύθηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με επήλυδες, που έφτασαν
εκεί κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους.
[3]
Ο Δήμος Φαναρίου ήταν δήμος του νομού Πρέβεζας. Με την εφαρμογή
το σχεδίου Καλλικράτης εντάχθηκε στον νέο δήμο Πάργας. Βρισκόταν στο δυτικό
τμήμα του νομού στα παράλια του Ιονίου. Έδρα του δήμου ήταν
το Καναλλάκι. Στον δήμο αναφέρω μόνον όσα δημοτικά διαμερίσματα και
οικισμοί εμπλέκονται με την Πηνεία: Κορώνη, Κορωνόπουλο, Μουζακαίικα,
Κλεισούρα και Νάρκισσος. Ενώ ο Μπεσερές, η Χόϊκα, το Κράβαρι και η Ρενιάσα
βρίσκονται σε όμορο δήμο με αυτόν του Φαναρίου Πρέβεζας.
[4]Η χαλέπιος
πεύκη ή κοινό πεύκο (επιστ. Pinus
halepensis) είναι ένα
είδος πεύκου που ευδοκιμεί κυρίως στη Μεσόγειο. Αναπτύσσεται σε χαμηλό υψόμετρο, μέχρι τα 1.000 μέτρα.
Προτιμά τις ξερές και ζεστές περιοχές και τα ασβεστολιθικά εδάφη που δεν
συγκρατούν υγρασία. Η χαλέπιος πεύκη αποτελεί το κυρίαρχο είδος πεύκης της
δυτικής και κεντρικής ζώνης των παραλίων αντικαθιστά στην ανατολική ζώνη,
συγκροτούν τα Μεσογειακά πευκοδάση, τα πιο σημαντικά δασικά οικοσυστήματα της
Μεσογείου. Είναι μικρό προς μεσαίο δέντρο με ύψος 15 με 30 μέτρα και διάμετρο κορμού
που φτάνει τα 60 εκατοστά και σε σπάνιες περιπτώσεις μέχρι το ένα μέτρο.
[5] Ο οικισμός Ζάμπακας βρίσκεται μεταξύ των υψωμάτων Άσπρου Βράχου ή Λυκοσκάλια,
της απόκρημνης πλευράς του Γουλά και της Κρύας Βρύσης ή Αγίου Ηλία, όπισθεν του
Σπετζουλόβραχου. Όπως προανέφερα, μας είναι τελείως άγνωστο πότε και από ποιους
πρωτοκατοικήθηκε και πότε εγκαταλείφθηκε. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι, ότι
μετά το 1850 ανανεώθηκε η ζωή του δια του παραχειμάζοντος από την Κερέσοβα
Τσιπιάνων Γεωργίου Κορδονούρη, προπάππου των υπαρχόντων οικογενειών, που εκ
νέου και αυτοί εγκατέλειψαν τον οικισμό και μετοίκησαν κατά πλειοψηφία στη
Οινόη και άλλοι στην Κεραμιδιά, στον Καρδαμά, στην Αμαλιάδα, στην Δαφνιώτισσα
και στο Γεράκι. Βάσει της απογραφής του πληθυσμού της
19-3-1961, έχουμε οικιστικές μεταβολές και μερικοί οικισμοί διαγράφονται λόγω
της σημαντικής μείωσης του πληθυσμού των. Μεταξύ αυτών και ο Ζάμπακας της
κοινότητας Οινόης Πηνείας. Η διαγραφή αυτή έφερε και την εξαφάνιση του
οικισμού. Ζάμπακα:
είναι ονομασία Σλάβικη από το φυτό νάρκισσος λέξη από το ZAMBAG (λεξικ. Γ. Μπαμπινιώτη
σελ. 708).
[6]
Ένα σοβαρότατο επεισόδιο, στον οικισμό Κλεισούρα (σήμερα
εγκαταλειμμένος οικισμός), που κατά την προφορική παράδοση διεξήχθη παραμονές της
Επανάστασης του 1821 στον οικισμό Κλεισούρα μας γίνεται μια μικρά αναφορά για
την ύπαρξη του οικισμού κατά την Επανάσταση.
Στις 18 Φλεβάρη του 1821, ο σπαχής του
χωριού Καράτουλα, μαζί με τον μεντζίλη και τον μουκατελεντζή και με μια ομάδα
Λαλαίων Τουρκαλβανών, κατέφθασαν στον οικισμό για να συλλέξουν τους
προκαθορισμένους φόρους.
Όταν έφθασαν
στα πρώτα σπίτια, ο σπαχής, που είχε παλιά διδόμενα με τον Μήτσο τον Γαλανάκο,
άφησε την συνοδεία του και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Εκεί βρήκε την
γυναίκα του, την Χαρλάμω να έχει ανάψει τον φούρνο και να φουρνίζει ψωμί. Την ρώτησε για
τον Μήτσο και εκείνη του απάντησε:
«Να πάς στον Διάβολο και να μας αφήσεις
ήσυχους».
Αυτός
τραβάει το γιαταγάνι του, και την απειλεί, ότι θα της κόψει το κεφάλι. Χωρίς
δισταγμό και χωρίς να χάσει χρόνο η Χαρλάμω, άρπαξε ένα αναμμένο δαυλί, από τον
φούρνο και τον απείλησε λέγοντας;
- Πάνε ευτούνα που ’ξερες τσογλάνι, μάζευτα και μην
ξανασώσεις να διαβείς κατ’ εδώ.
Ο
φοροεισπράκτορας έκανε δυο- τρία βήματα προς τα πίσω, έβγαλε την πιστόλα του
και την σημάδεψε στο κεφάλι. Όμως δεν πρόλαβε να τραβήξει την σκανδάλη, γιατί
όση ώρα συνομιλούσαν, το παιδί της ο Γιώργας, μόλις δεκάξι ετών, τον πλησίασε
κρυφά από πίσω και έμπηξε το μαχαίρι του, στη νεφραμιά και τον άφησε νεκρό.
Οι συνοδοί
της φρουράς του φοροεισπράκτορα, μόλις πληροφορήθηκαν τα άσχημα νέα για τον
άνθρωπό τους, κατέφθασαν στο σπίτι του Μήτσου Γαλανάκου και το πολιορκούσαν
καλώντας τους Γαλανακαίους να παραδοθούν. Η ώρα περνούσε και οι Γαλανακαίοι δεν
ξεμυτούσαν από το σπίτι. Σε κάποια στιγμή, ακουστήκαν πολλές τουφεκιές γύρω από
το σπίτι.
Είχαν
καταφθάσει καμιά δεκαριά φίλοι του Μήτσου, από του Μουζίκα με τον Αγγελάκη
Μανέτα και υπό την αρχηγία των Κουλουγλαίων, του Χρήστου Τζούμα και του Θοδωρή
Μηλιώνη ή Σάρακα και περικύκλωσαν τους Τούρκους. Σημειωτέον ότι αυτοί
παρακολουθούσαν από μακριά τις κινήσεις του σπαχή.
Μόλις
πλησίασαν στο σπίτι, σκότωσαν δύο από αυτούς και τραυμάτισαν τον
φοροεισπράκτορα. Ο Σάρακας, είχε και αυτός παλιά διδόμενα με τον
φοροεισπράκτορα, διότι γνώριζε ότι αυτός ήταν ο υπαίτιος του ξεκληρίσματος της
οικογένειας του, το 1818 στο Κούλουγλι. Οι εναπομείναντες Τούρκοι που ξέφυγαν,
έφθασαν έντρομοι στο Καράτουλα. Εκεί αποφασίστηκε να καλέσουν τους Λαλαίους, να
συνδράμουν και να ξεπουντουλώσουν τα χωριά, Κούλουγλι, Κλεισούρα, Μουζίκα και
Λουκάβιτσες. Όμως τα γεγονότα της έναρξης της επανάστασης τους καθήλωσαν στο
Λάλα.
[7] Στην
περιοχή υπήρχε η πηγή Κορωνόβρυση,
που δυστυχώς μετά από σεισμούς και από την υπερβολική χρήση των γεωτρήσεων
στέρεψε, όπως συνήθως συμβαίνει με αρκετές πηγές, ενώ κάποιοι κατέστρεψαν τον
πέτρινο κούτουλα, αλλά όμως το τοπωνύμιο παραμένει. Η Κορωνόβρυση βρίσκεται
στους πρόποδες του ανατολικού μέρους του υψώματος, ενώ ο βράχος ονομάζεται Κορωνόβραχος
κείτεται δυτικά του χειμάρρου της Κλεισούρας.
[8] Στη Βοτανική ο Νάρκισσος
ο κυπελλοφόρος, γνωστό με τα ονόματα ζάμπακας, μανουσάκι, σπέντζα, ή
βούτσινο που απαντάται σε πολλές ποικιλίες. Είναι ο Νάρκισσος των αρχαίων
Ελλήνων, από τον οποίον παρασκεύαζαν το «ναρκίσσινο μύρο». Αυτό το είδος
του φυτού, φθάνει ύψος τα 40 εκατοστά. Ο ανθοφόρος κλώνος του, φέρει μια δέσμη από
8 έως 10 άνθη λευκά με το ανώτερο σημείο της στεφάνης κιτρινωπό. Στην έρευνα της σύγχρονης φαρμακευτικής, στην
αναζήτηση των συστατικών του ναρκίσσινου μύρου, διαπιστώθηκε ότι οι βολβοί του
Νάρκισσου είναι τοξικοί. Το δε άρωμα του άνθους του, σε κλειστό χώρο όταν είναι
πολλά μαζί επιφέρουν νάρκωση, έτσι επαληθεύεται πως το αρχαίο εκείνο μύρο
πρέπει να ήταν φαρμακευτικό. Πρόσφατα και μετά από πολύχρονες έρευνες,
ανακαλύφθηκε ότι ο Νάρκισσος περιέχει γαλανθαμίνη χαρακτηριστική ουσία που θεραπεύει την
άνοια.
[9] Κάτοικος της Δαφνιώτισσας
(Μουζίκα), και ιδιοκτήτης χερσαίας έκτασης επάνω στον λόφο του Γουλά, το
Σάββατο 1η Ιουλίου 2002 στην Αμαλιάδα, μου είχε αναφέρει ότι κατά
την κατασκευή καλύβας, για κτηνοτροφική χρήση το 1950, με τον πατέρα του, μόλις
άνοιξαν τρύπα για να τοποθετήσουν ξύλινο δοκό, ανακάλυψαν ένα κιβώτιο μ’ αρκετά
έγγραφα, τα οποία καθώς με διαβεβαίωσε, μόλις τα έπιασαν στα χέρια τους, ήσαν
ευάλωτα και κατεστράφησαν χωρίς να μπορέσουν να τα αναγνώσουν.
[10] Βενετία, Archivio di Stato
Archivio
Grimani dai Servi
B. 54 αριθ. 158.
Ο κώδικας αυτός περιέχει τα στοιχεία της απογραφής που
πραγματοποίησαν οι Βενετοί σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο το 1700. Αποτελείται από
43 φύλλα με διαφορετικές διαστάσεις. Κάθε φύλλο περιέχει στοιχεία για ένα
territorio ή τα συγκεντρωτικά για μια provincia. Σ’ ένα φύλλο υπάρχει δείγμα
του τυπικού απογραφικού δελτίου για κάθε χωριό (φ. 4r). Στην εξωτερική όψη της στάχωσης διαβάζουμε: Libro
ristretti delle fam(I)g(li)e et anime affetive in cadaun.
Castugn Maschi d’anni Femine
d’ anni
Ville Fami- 1 16 30 40 50 Vecchi 1 16 30 40
Vecchie Ιn
glie sin sin sin sin sin sin sin sin sin tutti
Clisura 23 13 2 10 4 2 2 8 11 5 3 4 64
11 8 5 2 3 – 2 2 5 4 1 – 32
Corrunna 6 4 1 2 2 1 – 4 1 1 – 4 0
Πηγή:www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου