Άρθρο του Ηλία Τουτούνη συγγραφέα-λαογράφου
Οι Σουλιώτες, σύμφωνα με τον ιστορικό Κωνσταντίνο
Παπαρρηγόπουλο, κατοικούσαν στο Σούλι,[1]
μια αφιλόξενη περιοχή με απόκρημνους βράχους, που ορίζονται από δύο πασίγνωστες
βουνοκορυφές, το Κούγκι και την Κιάφα και ήσαν μια μικρή φυλή που αποτελούταν
από ένα κράμα μεταξύ Ελλήνων και εξελληνισμένων Αλβανών. Ομιλούσαν κυρίως την
Αλβανική γλώσσα και δευτερεύοντα την Ελληνική. Κατοικούσαν σε έντεκα χωριά και ήσαν
χωρισμένοι σε αρκετές φάρες, με σπουδαιότερες αυτές των Ζέρβα, Ντόβα,
Δημοδράκου, Φωτομάρα, Βέικου, Αρβανίτη, Αρβανιτάκη, Μαλάμου, Τζαβέλα, Μπότσαρη,
Νίκα, Κουτσονίκα, Ζέρβα, Δράκου, Δαγκλή, Παλάσκα, Γούση και Καραμπίνη.
Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η περήφανη, πολεμοχαρής και
ηρωική σουλιώτικη φάρα, εξελίχθηκε σε ένα τεράστιο πρόβλημα για την υψηλή Πύλη,
τον Σουλτάνο και ένα μεγάλο αγκάθι για το πασαλίκι, τους αγάδες και μπέηδες,
που έβλεπαν τους ανυπότακτους Σουλιώτες, να μην αποδίδουν φόρους και εισοδήματα
και ν’ αντιστέκονται. Έτσι, από τις αρχές του 18ου αιώνα, βρέθηκαν αντιμέτωποι της
τοπικής οθωμανικής διοίκησης (του πασαλικιού) που είχε έδρα τα Γιάννενα. Πασάς
εκείνη την εποχή ήταν ο πανούργος και δολοπλόκος Αλή Πασάς[2]
των Ιωαννίνων, ήταν αυτός αποφάσισε να τους υποτάξει και να τους ξεκληρίσει και
για να ολοκληρώσει τα σκοτεινά σχέδιά του, οργάνωσε εναντίον τους εκστρατεία και
την πραγματοποίησε την άνοιξη του 1789, όμως χάρις στην ηρωική άμυνα των
Σουλιωτών κατέληξε σε μεγάλο φιάσκο.
Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, μην μπορώντας να τους υποτάξει,
αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Σουλιώτες και να καταβάλει μισθούς
στους αρχηγούς τους, για την ασφάλεια της περιοχής. Άλλη μια απόπειρα
καθυπόταξης του Σουλίου πάλι κατέληξε σε αποτυχία του Αλή τον Ιούλιο του 1792. Όμως
δεν το έβαλε κάτω και έτσι με την τρίτη προσπάθεια το 1800, όταν ήδη είχε
φθάσει στο απόγειο της κυριαρχίας και της δύναμής του, αλλά και πάλι χρειάστηκε
τρία χρόνια συνεχών επιθέσεων και αποκλεισμών για τους υποτάξει τελικά το 1803.
Τους πολιόρκησε στενά και τους εξανάγκασε να συνθηκολογήσουν στις 12
Δεκεμβρίου 1803, καταφεύγοντας σε ειρηνευτικό παραπειστικό και πανούργο σχέδιο,
προτείνοντας στους Σουλιώτες, να εγκαταλείψουν το χωριό τους και να πάνε να
ζήσουν όπου θέλουν. Ο βασικός όρος της συμφωνίας, που δεν τηρήθηκε ποτέ, ήταν
να εκκενώσουν εντελώς τα χωριά τους.
Και έτσι στις 14 Δεκεμβρίου 1803, οι Σουλιώτες
χωρίστηκαν σε δύο φάλαγγες και άφησαν πίσω τους την πατρογονική γη. Φεύγοντας
χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες από τις οποίες η μεν μία με τις φάρες των Δαγκλή,
Δράκου, Ζορμπά, Τζαβέλλα, Φωτομάρα κ.ά. κατευθύνθηκε προς την Πάργα, ενώ η
άλλη με τις φάρες των Κουτσονίκα, Μαλάμου, Μπότσαρη Παλάσκα, κ.ά. με 800 περίπου
άτομα, κατευθύνθηκε προς την Καμαρίνα[3] μετά από πορεία δύο ημερών, πήγε και
εγκαταστάθηκε στον Ζάλογγο[4],
με την προοπτική να μείνουν μόνιμα, όπως τους είχε υποσχεθεί ο Αλή Πασάς. Εκεί,
στον Αϊ-Ταξιάρχη, παρέμειναν 300 περίπου για να μετοικήσουν, έχοντας πιστέψει
τις ένορκες υποσχέσεις του Αλή πασά, για παραχώρηση καπετανάτου στην Λάμαρη. Στο
μεταξύ ο Αλή πασάς, αθετώντας το λόγο του και τους όρους της συνθήκης της 12ης Δεκεμβρίου
1803, και εφόσον κατάφερε και τους απομάκρυνε από τα δυσπρόσιτα ορεινά χωριά
του Σουλίου, διέταξε την καταδίωξη και την εξόντωση των εκπατρισμένων Σουλιωτών.
Από τις δύο ομάδες, η δεύτερη δεν κατόρθωσε να διαφύγει τον όλεθρο. Οι
αποτελούντες την ομάδα για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκαν στη κορυφή όπου
βρίσκεται και η ομώνυμη Μονή του Ζαλόγγου.
Τοιουτοτρόπως στις 16 Δεκεμβρίου όταν έφθασε,
στους πρόποδες του Ζαλόγγου, το πολυάριθμο ασκέρι του Αλή Πασά, αποτελούμενο
από τρεις χιλιάδες άνδρες επικεφαλής του οποίου ήταν ο γιος του Βελής και
στρατηγοί ο Μπεκήρ Τζογαδώρος, Άγο Μουχουρδάρης και Μέτζιο Μπόνος. Ο πρώτος
βοηθούμενος από τον καπετάν Γκαγκιούζη (αρματολό του Σεσόβου) επιτέθηκε από την
πλευρά του Παλαιοροφόρου και οι άλλοι δύο συνεπικουρούμενοι από τον καπετάν
Γιαννάκη και τον αδερφό του Πάνο από την πλευρά του μοναστηριού και από την
νότια πλευρά του βουνού κι από την τοποθεσία Τουρκογιάννη. Οι Σουλιώτες μαζί με
τις γυναίκες και τα παιδιά τους οχυρώθηκαν μέσα στη Μονή απ’ όπου και
απέκρουσαν στις 16 και 17 του μήνα τις εφόδους του ασκεριού. Την επομένη όμως
στις 18 Δεκεμβρίου, ο μεν Κουτσονίκας και οι σύντροφοί του
παραδόθηκαν, ενώ 53 γυναίκες με τα παιδιά τους και 13 άνδρες κατέφυγαν σε
παρακείμενο βράχο, καλούμενος σήμερα «Στεφάνι». Αντίθετα άλλοι, περίπου 147,
υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατάφεραν με αιφνιδιαστική αντεπίθεση ξιφήρεις να
διασπάσουν τον κλοιό και να διασωθούν. Οι φάρες που παρέμειναν ήταν των
Κουτσονίκα, Γούση, Μπούσμπου, Μαλάμπου, Καραμπίνη, Τζώρτζη και Μπότζη ενώ οι
υπόλοιποι με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη πήγαν στο Βουλγαρέλι των Τζουμέρκων.
Μετά την εξασθένηση της άμυνας των εναπομεινάντων Σουλιωτών οι Τουρκαλβανοί
κατέλαβαν το μοναστήρι και αιχμαλώτισαν όσους βρίσκονταν εκεί.
Τότε γράφτηκε μια ακόμη ηρωική σελίδα στην ιστορία της
πατρίδος μας, 60 περίπου γυναίκες εγκλωβίστηκαν από τους Τουρκαλβανούς στη άκρη
του γκρεμού και για να αποφύγουν την ατίμωση και την αιχμαλωσία πήραν τα παιδιά
τους αγκαλιά και έπεσαν στον βάραθρο επιλέγοντας ένα ένδοξο θάνατο. Επέζησαν
της πτώσεως πέντε παιδιά τα οποία μεγάλωσαν στην Καμαρίνα, εκ των οποίων το ένα
ονόματι Λάμπρω έγινε μοναχή στην Μονή Ζαλόγγου. Κι ενώ η μάχη συνεχιζόταν, οι
γυναίκες, αντιλαμβανόμενες ότι οι άνδρες δεν θα αντέξουν και για να τους
απαλλάξουν, από την έννοια των για τις ίδιες και τα παιδιά τους, μετά από μια
σύντομη συζήτηση μεταξύ των, κατευθύνθηκαν στο χείλος του γκρεμού και αφού
έριξαν πρώτα τα παιδιά τους, από την απόκρημνη κορυφή του Ζαλόγγου, στη
συνέχεια πιασμένες χέρι-χέρι, έπεσαν και ίδιες χορεύοντας. Το Ζάλογγο και ιδίως
ο βράχος που έπεσαν οι αδούλωτες ηρωίδες Σουλιώτισσες, με τα χρόνια μεταβλήθηκε
σε σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ελάχιστοι ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα που
πιάστηκαν αιχμάλωτοι, όπως οι γέρο-Κουτσονίκας, γέρο-Γούσης και Μπούσμπος,
αφέθηκαν αργότερα από τον Αλή να μεταβούν στο Βουλγαρέλι.
Η μοναδική μαρτυρία, για το δράμα των Σουλιωτών και τον Χορό
του Ζαλόγγου, προέρχεται από τον Σουλεϊμάν αγά αξιωματικό του Αλή πασά, αυτόπτη
μάρτυρα του περιστατικού. Το αφηγήθηκε σε κάποιον εξισλαμισμένο γάλλο μισθοφόρο
με το όνομα Ιμπραήμ Μανσούρ Εφένδη, ο οποίος έκανε αναφορά στο βιβλίο του, με
τις αναμνήσεις του από την Αυλή του Αλή Πασά, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το
1828. Αναφέρει: «…Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν
αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν
εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους
προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε
φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που
μερικά ακόμη βύζαιναν, πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα
βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία τού θανάτου
τόνιζε το ρυθμό του. Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική
και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού
γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους…».
Ο επόμενος που κατέγραψε το γεγονός, με περισσότερες
λεπτομέρειες, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και
αρχαιολόγος, Ουίλιαμ Μάρτιν Λικ, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Γιάννενα,
από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά
του «Περιήγηση στη Βόρεια Ελλάδα». Σ’ αυτή την αναφορά του σημειώνει τα
εξής: «…Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι
και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το
Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους
επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος
Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και
25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις
επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο
σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των
εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη
προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα…»
Στη δεύτερη ιστορικά αυτή αναφορά γίνεται σαφής λόγος για
αυτοκτονία και βρεφοκτονία, ενώ προστίθενται 6 άνδρες, ο δε αριθμός των
γυναικών περιορίζεται στις 22, χωρίς να γίνεται και εδώ μνεία για χορό.
Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα,
το 1835, επί βασιλείας του Όθωνα.
Το 1815, και η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που
περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση της Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας του Χριστόφορου
Περραιβού που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη
ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος.
Κατ’ αυτή, όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και την φορά
αυτή να αιχμαλωτίσουν τους Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις
συνομολογήσεις που είχαν κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο,
επιτέθηκαν ξαφνικά στο Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν
συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή Πασά, αναφέροντας:
«…τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την
συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας,
πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ’ όλον τούτο και αντεμάχοντο
μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν’ αντισταθούν περισσότερον από δύο
ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη
περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν
και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν,
πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας
ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν.
Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και
εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον
κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και
τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές
πέτρες του κρημνού…».
Ο Γάλλος Φραγκίσκος Πουκελβίλ που διέμενε για πολλά χρόνια
στην αυλή του Αλή Πασά, το 1820 εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου
του «Ταξίδι στην Ελλάδα». Στο 3ο τόμο του έργου του, αναφέρεται στο
επεισόδιο:
«...τις γυναίκες τις γκρέμισαν από τα ύψη των βουνών στις
αβύσσους του Αχέροντα, τα παιδιά πουλήθηκαν στα παζάρια».
Τον επόμενο όμως χρόνο που εκδίδονται οι άλλοι τόμοι όπου
αναφέρεται στο γεγονός με περισσότερη λεπτομέρεια:
«…Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να
παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους
πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και
κρατώντας η μια το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα
κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το
Χάρο, όπως θα το ήθελαν…».
Το 1823, δυο χρόνια μετά την επανάσταση, ο Γάλλος
ιστορικός ακαδημαϊκός και σπουδαίος φιλέλληνας Κλωντ
Φωριέλ συγκεντρώνει υπομνήματα των τραγουδιών που θα εκδώσει το επόμενο
καλοκαίρι του 1824, και αναφέρεται σε πολλές παραστατικές λεπτομέρειες, για τον
Ζάλογγο:
«…ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως
στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ' ένα απότομο ψήλωμα στον
γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα
άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του.
Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων,
που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση
στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες
απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά
τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια
πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε
γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό. Όταν δεν είχαν πια παιδιά να
γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο
κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ’ αυτές, αφού χόρεψε μια
βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο
φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε
βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από
κάποιο θαύμα, μία απ’ αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας…»
Το μνημείο, στον ιστορικό βράχο του Ζαλόγγου, κατασκευάστηκε
το 1961 και αποτελεί έργο του γλύπτη Γεώργιου Ζογγολόπουλου και του αρχιτέκτονα
Πάτροκλου Καραντινού. Βρίσκεται κοντά στον οικισμό Καμαρίνα, στα 29 χιλιόμετρα
από την Πρέβεζα και ο επισκέπτης μπορεί να φτάσει στο μνημείο αφού ανέβει 410
σκαλοπάτια, που έχουν αφετηρία το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Στη Νότια
πλαγιά του Ζαλόγγου βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Κασσώπης. Όπως
προκύπτει από τις μέχρι τώρα ανασκαφές, χτίστηκε πριν από τα μέσα του 4ου
αι. π.Χ. Υπήρξε ισχυρό ελληνιστικό κέντρο που καταστράφηκε μαζί με
τις άλλες ηπειρώτικες πόλεις από τους Ρωμαίους κατακτητές.
[1] Το Σούλι είναι ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Κεντρικής Ηπείρου κι αποτελεί μια ομοσπονδία χωριών,
γνωστών ως «Σουλιωτοχώρια». Ανατολικά συνορεύει με την «Λάκκα Σουλίου» του Νομού
Ιωαννίνων, τα χωριά του Νομού
Πρεβέζης στα νότια και στα βόρεια
και δυτικά με τα υπόλοιπα χωριά του Νομού
Θεσπρωτίας. Βρίσκεται ανάμεσα στα όρη την Μούργκα τον Ζαβρούχο και την Τούρλια καθώς επίσης και στη
συμβολή του ποταμού Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικου. Στους πρόποδες των
χωριών βρίσκονται αντικριστά δύο λόφοι, σημαντικοί από άποψης τόσο γεωγραφικής
όσο και ιστορικής, το Κούγκι και η Κιάφα. Πάνω από την Κιάφα υπάρχει ο
βράχος της Μπίρας. H όλη περιοχή
του Σουλίου είναι ορεινή, απότομη και άγρια. Φαίνεται δε, πως οι πρώτοι
οικιστές της περιοχής δεν το επέλεξαν τυχαία. Κι αυτό διότι το Σούλι είναι ένα
φυσικό, γιγάντιο φρούριο.
[2] Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1744 - 24
Ιανουαρίου 1822) ήταν μουσουλμάνος Τουρκαλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από
40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν
και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της
δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για τον
τρόπο με τον οποίο διοίκησε το Πασαλίκι του αλλά και για τον χαρακτήρα του,
έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων. Διαδραμάτισε
κεντρικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας και της
Αλβανίας στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ουαιώνα και 19ου αιώνα. Η καταγωγή του ήταν από το
Τεπελένι της Αλβανίας (γεννήθηκε το 1744 και εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο
αρχικά ως αρχηγός ληστοσυμμορίας, που εμπλέκεται σε συγκρούσεις με
αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους στον χώρο της Αλβανίας και της Ηπείρου.
Χάρη στην πολεμική του ικανότητα, την ανδρεία του, αλλά και τις δολοπλοκίες
του, καταφέρνει να ενταχθεί στον στρατιωτικό- διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού
κράτους καταλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα, ώσπου τελικά το 1788 διορίζεται
πασάς, δηλαδή διοικητής του σαντζακίου των Ιωαννίνων.
[3] Η παράδοση αναφέρει ως
πρώτους οικιστές του χωριού τις οικογένειες Σταύρου Κεράνα, Γεωργίου Στέργιου
και Βασίλη Μελή. Χτίζοντας την εκκλησία έριξαν κλήρο για την ονομασία της και
κέρδισε ο τρίτος και από το όνομα του είναι αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο. Η
χρονολογία οικήσεως είναι περίπου στις αρχές του 1700 και στον τωρινό χώρο της
κοινότητας υπήρχαν τα χωριά του Ζαλόγγου πλησίον της Μονής, του Λιμποχόβου
οικούμενο από πρόσφυγες του ομώνυμου χωριού του Αργυροκάστρου για να αποφύγουν
τον εξισλαμισμό, των Μαρτανιών από όπου ήταν ο αρματολός Πούλιος Δράκος πού με
τον Μαλάμο και τον Θεόδωρο Μπούα Γρίβα επαναστάτησαν εναντίον των Τούρκων το
1585 και της Τροπέλας των οποίων οι περισσότεροι κάτοικοι
μετά την καταστροφή των από τους Τούρκους μετοίκησαν στην Καμαρίνα.
[4] Η γυναικεία Ιερά Μονή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου
βρίσκεται κάτω από τον περίφημο βράχο του Ζαλόγγου του νομού Πρέβεζας, στον
οποίο δεσπόζει το επιβλητικό μνημείο της γνωστής θυσίας των 300 περίπου
Σουλιωτισσών. Υπήρχε ως μετόχι της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών, που βρισκόταν λίγο βορειότερα
και στα μέσα του 18ου αιώνα, ο ηγούμενος της Μονής Ταξιαρχών Διονύσιος, από
μετόχι την μετέτρεψε σε κυρίαρχη μονή. Στη μονή έζησε για ένα μήνα και
ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ενώ κατά την Τουρκοκρατία δύο ηγούμενοι της
μονής υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Το μοναστήρι λεηλατήθηκε και
καταστράφηκε από τους Τούρκους αρκετές φορές, ωστόσο ανακαινίσθηκε. Διέθετε
μεγάλη περιουσία και έκανε πολλές αγαθοεργίες και κοινωφελή έργα. Επίσης,
διαθέτει πολλά μετόχια. Σήμερα (από το 1962) λειτουργεί ως γυναικεία μοναστική
αδελφότητα (με 12 μοναχές) και σώζεται το Καθολικό (μονόκλιτη βασιλική με
τρούλο) με ωραίες αγιογραφίες, ενώ αποτελεί και ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Ηγουμένη είναι η μοναχή Φεβρωνία. Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη
Νικοπόλεως και Πρεβέζης. Η μονή συνδέεται με το μνημείο των Σουλιωτισσών
με 400 σκαλοπάτια, τα οποία έφτιαξαν φαντάροι. Η Ιερά Μονή του Αγίου
Δημητρίου παραμένει κλειστή για τους προσκυνητές κάθε Παρασκευή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου