Λεχαινά Ηλείας, Μάιος 1966. Ο
καρολόγος Ν. Τρόντζας μεταφέρει την οικογένεια και άλλους με μίσθωμα, στο
πανηγύρι του αγίου Νικολάου, στα Σπάτα Βουπρασίας Ηλείας.
[Από την έρευνά μου για τα κάρα στη ΒΔ Πελοπόννησο, κατά τη δεκαετία του 1980].
Στην αρχή δεν είχα κάρο δικό μου. Πριν το 1940 κάναμε αγώγια στη μΠάτρα. Όξω
από τη Νέα Μανωλάδα είχε ένα χάνι. Εκεί ξεπεζεύαμε και ταΐζαμε τ’ άλογα, τα
ξεκουράζαμε και τρώγαμε και ’μείς εκεί. Έπρεπε να προσέχουμε, γιατί ερχόσαντε
οι Αρβανίτες και μας κλέβανε. Ετότε είχαμε παλιόδρομους. Πηγαίναμε στσι Ξενιές[1], στου Βάλακα, στου Μπόρσι, και από ‘κεί απ’ το ποτάμι
[εννοεί νότια του Πηνειού].
Δημοσιεύω εδώ, ως τεκμηριωτική
μαρτυρία προηγούμενου post σε αυτό το blog για τα κάρα (ξύλινη, δίτροχη ή
τετράτροχη άμαξα), μια συνέντευξη από καραγωγέα που μεταξύ όλων όσων κατέγραψα,
θεωρώ ότι συνοψίζει λίγο-πολύ και όλες τις άλλες, τουλάχιστον ως προς τους καραγωγείς.
Λόγω εντοπιότητας αλλά και πολλών χρόνων έρευνας πεδίου στην περιοχή, είμαι σε
θέση να έχω ελέγξει την πιστότητα της μαρτυρίας.
Βαγγέλης Κόκκαλης (Βαγγελάκος), καρολόγος (καραγωγέας) 70
χρονών, Λεχαινά
(Απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη
που του πήρα στην αυλή του σπιτιού του, στα Λεχαινά, τον Ιούλιο του 1982, στο
πλαίσιο της επιτόπιας έρευνάς μου για την κατασκευή και τη χρήση του κάρου
(ξύλινης άμαξας) στη ΒΔ Πελοπόννησο (Πάτρα-Κρέσταινα) κατά το 1980-1989. Η
συνέντευξη είναι εν μέρει κατευθυνόμενη με ερωτήσεις, τις οποίες δυστυχώς δεν
είχα απομαγνητοφωνήσει στο χειρόγραφο, απ’ όπου έκανα αυτή την ηλεκτρονική
μεταγραφή. Ωστόσο, με λίγη προσοχή γίνεται φανερό από τη ροή της αφήγησης πότε
μπαίνουν οι ερωτήσεις και σε τι αφορούν. Σε αγκύλες οι επεξηγήσεις λέξεων που
ίσως, ιδίως στους νεότερους, είναι άγνωστες).
«...Συβαζόμουνα [έκανε σύμβαση,
συμφωνία, έμπαινε στη δούλεψη] στην αρχή κοντά στ’ αφεντικά, έκανα ζευγάρι
[όργωνε με το υνί και το άλογο], έζενα και το κάρο [στο άλογο] και τελικά,
ανέβηκα και στο κάρο [έγινε καραγωγέας].
Είχε αξία ο καροτσέρης. Τον
εχτιμούσε η κοινωνία, δεν τον είχανε σα τυχαίονε. Καρολόγοι γινόσαντε όσοι
ήσαντε αγρότες, αγράμματοι και βλέπανε το κάρο σαν την ίδια τσου τη ζωή, δε
μπηγαίνανε για κάτι καλύτερο. Ο καραγωγέας ήπρεπε να αντέχει στον ήλιο, στον
ίδρωτα, στη ζέστη, στο κρύο, στη μπείνα, στη δίψα. Αν δεν ήτανε δυνατός ’θελα
πέθαινε ή θα πήγαινε στη Σωτηρία[2].
Τότες ήτανε ανώμαλοι οι δρόμοι.
Βουλιάγανε, λόγγος. Ξεροδίζαμ’ [στρίβαμε] από ’δώ, ξεροδίζαμ’ από ’κεί, για να
βρούμε κάπως λιγάκι στέρεο για να προχωρήσουμε. Βουλιάγαμε μέσα, παθαίναμε
συφορές. Όσο να φτάσουμε ήταν έμπα ψυχή, έβγα ψυχή. Προπαντός τα ορεινά μέρη.
Φτάναμε μέχρι Ξενιές, Αγραπιδοχώρι, Σούλι, Κουμουθρέκα, Βάραγκα, Μπόρσι, όλα τα
γυρίζαμε με τα κάρα. Στου Σιμόπ’λου, Πηνεία, πηγαίνανε οι Αμαλιαδαίοι, εμείς
αραιά και που. Οι αποθήκες για την ορεινή Πηνεία ήσαντε στην Αμαλιάδα, έτσι
πηγαίνανε οι Αμαλιαδαίοι [καραγωγείς]. Πηγαίναμε μέχρι του Μαλίκι, Νέα
Μανωλάδα, Βάρδα, Κουρτέσι, όλ’ αυτά τα μέρη, παλιά Μανωλάδα, Βαρθολομιό,
Νιχώρι, Γλύφα, Λυγιά, όλ’ αυτά τα μέρη. Είχανε κι αυτά τα χωριά κάρα αλλά είχε
καθένας ένα άλογο για το σπίτι του, τα θελήματά του. Για αγώγια δεν επηγαίνανε
να πούμε γιατί δεν είχανε άλογα γι’ αγώγια και ’ρχόσαντε εδώ [στα Λεχαινά] και
παίρνανε ’μάς. Μας δίνανε τσι διαταχτικές, παίρναμε ’μείς απ’ την αποθήκη τα
πράματα[3], τα πηγαίναμε και τα κάναμε διανομή.
’Κονομάγαμε τότε. Ε, ’κονομάγαμε, τι ’κονομάγαμε δηλαδή, ψευτοπερνάγαμε τότε.
Εντωμεταξύ, εμένα είναι πού ειχα άλογο καλό και με προτιμάγανε, ειδεμή λόγω του
φρονήματος[4] δεν θα με παίρνανε αλλά είχανε την
ανάγκη μου γιατί τους ξεπερετούσα και αναγκαζόσαντε κι ερχόσαντε.
Για Πάτρα, ’θελα φορτώσουμε τ’
απόγεμα ―δε μπηγαίναμε τίποτ’ άλλο, σταφίδα στη μΠάτρα―, ’θελα σακιάσουμε [να
βάλουν τη σταφίδα σε σακιά], ΄θελα πάμε, ανάλογα τη μποσότητα πέντε, έξι, εφτά,
δέκα κάρα, εμείς τα σακάραμε. Δέναμε τα τσουβάλια, φορτώναμε, στέναμε τα
στρίποδα, παίρναμε τ’ άλογα, ερχόμαστε σπίτι και τη νύχτα ξεκινάγαμε , οχτώ η
ώρα κι ύστερα, το βράδυ. Φτάναμε πέρα στη Μανωλάδα σ’ ένα χάνι και
ξεκουραζόμαστε, ξεκουράζαμε τ’ άλογα, ποτίζαμε τ’ άλογα απ’ το πηγάδι, τρώγαμε
’μείς κι από ’κεί ξεκινάγαμε. Τότε ούλο πηγάδια ήσαντε, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο.
Έπρεπε να φυλάμε βάρδιες. Στο
Βουπράσιο, που είναι σήμερα στο δρόμο απάνου, Αρβανιτοχώρι είν’ αυτό, παλιά
ήτανε κάτου, μέσ’ στο δάσος τώρα βγήκε απάνου, που έγινε ο δρόμος. Τότε ήτανε
δάσος εκεί. Αυτοί λοιπόν ήσαντε κλέφτες. Δε γκλέβανε εμπόρευμα, μοναχά τσι
πισινέλες απ’ τ’ άλογα, τα χαϊμαλιά, ήτανε η δουλειά τους αυτή, να κλέβουνε και
φυλάγαμε βάρδιες. Άλλος με κουμπούρι, άλλος με το μαχαίρι. Ήτανε επικίνδυνοι
δηλαδή. Ένα κάρο δεν έφευγε ποτέ μοναχό του, μας φορτώνανε οχτώ, δέκα,
δεκαπέντε, είκοσι κάρα, οι ιδιοχτήτες αλλά παραπάνου οι εμπόροι.
Μετά ’θελα σταματήσουμε στου
Λάπα, από του Λάπα στην Αχαγιά, τραβάγαμε μετά κατευθείαν για Πάτρα. Στη μΠάτρα
πηγαίναμε εκεί που είναι τώρα τα ΚΤΕΛ, στις αποθήκες που είναι ακόμα εκεί
απέναντι. Μπαίναμε με τη σειρά ένας-ένας, ξεφορτώναμε και παίρναμε τα τσουβάλια
’μείς, τ’ απόβαρο, και βγαίναμε από την άλλη μεριά. Μετά τ’ άλογα και το κάρο
τα πηγαίναμε στο χάνι, είναι τώρα οι Μπουχαγεραίοι[5] [τέρμα
της οδού Καλαβρύτων μάλλον, στην παραλία, κοντά στο λιμάνι], εκεί χάμου. Στο
Μαρκάτο [η αγορά των Πατρών] πηγαίναμε για καμιά πατσά και για ’κανα ποτήρι.
Στο χάνι ήσαντε εξασφαλισμένα τα πράματα. ’Θελα πάμε να φάμε, να πιούμε, να
ειπούμε τα τραγούδια μας, της τότε εποχής, δημοτικά, του τραπεζού πιο πολύ,
διάφορα. Και στο δρόμο τραγουδάγαμε, για να μην κουτουλάμε κιόλα! Να μην
αποκοιμηθούμε και πέσουμε και κάτου και τσακιστούμε!!
Άμα ξεκουραζόμαστε και ’μείς και
τ’ άλογα, μετά ζέναμε και ξεκινάγαμε. Αποκοιμιόμαστε κιόλα, όχι όλοι, μια φορά
τ’ άλογα τόνε ξέρανε το δρόμο, μοναχά τσου και ερχόσαντε. Ξέρανε ό,που ήτανε
χάνι και σταματάγανε μοναχά τσου, όπου πίνανε νερό, ήσαντε μαθημένα. Ήσαντε και
κάτι γέροι [καραγωγείς] που ’ρχόσαντε ’κεί μουρμουριστά, το μουρμουράγανε,
εμείς παλιόπαιδα τότες, αποκοιμιόμαστε κανιά φορά, τρώγαμε και κανιά μπαταρησά,
ετουμπάραμε. Ετύχαινε, ξερόδισε να πούμε τ’ άλογο, ή επρόγκαγε, έπεφτε μέσ’
στον τράφο, βοηθάγαμε όλοι. Αλλά αραιά και πού. Ελέγανε ’κεί πως στα γιοφύρια
στο Μοσκονέρι, λέγανε πως ακούγανε νταούλια τη νύχτα, λέγανε πως χορεύανε οι
διαόλοι[6]. Σαχλαμάρες, παραμύθια είν’ αυτά και βγήκε
πως υπάρχουνε διαόλοι στο Μοσκονέρι.
Ανάλογα με τις γνωριμίες που είχε
ο καθένας με τους χωριάτες και με την εμπιστοσύνη που είχαμε στο κόσμο βρίσκαμε
δουλειά. Δεν είχαμε σωματείο. Κάποτε κοιτάξαμε να κάνουμε το ’38, μετά κηρύχτηκε
ο Πόλεμος το ’40, σκροπήσαμε, μετά ο Εμφύλιος απ’ το ’50 και μετά αρχίσαμε να
μαζευόμαστε, το ’55. Στον Πόλεμο είχανε πάρει όλα ούλα τα κάρα και τα άλογα
στην Αλβανία, τα είχανε επιστρατεύσει. Σ’ άλλους τα επιστρέψανε, σ’ άλλους όχι.
Δεν τα τα πήρανε και όλα, στους ευνοούμενους δεν τα παίρνανε.
Εγώ δεν είχα δικό μου κάρο, ούτε
άλογο, μια ζωή ξένα δούλευα. Όπως τα ταξί που βάζουνε οδηγό. Ήτανε του
Αντριτσόπ’λου, του Αντρέα. Εγώ πληρωνόμουνα απ’ τα’ αγώι. Έκλεινα εγώ το αγώι,
ο Αντριτσόπ’λος έπαιρνε τα δύο μερδικά, εγώ το ένα. Εγώ συ’φώναγα τ’ αγώι, εγώ
εύρισκα τη δουλειά, εγώ όλα. Κάθε βδομάδα, κάθε δεκαπέντε μέρες, κάναμε
λογαριασμό, τόσααγώγια, τόσα χρήματα κάνανε, πάρ’ τα δικά σου! Ήμουνα
[αγωγιάτης, υπάλληλος] σε διάφορους. Στου Πλάκα, στου Δημησάνου, διάφορα. Τότε
τ’ αγώι είχε δυο κατοστάρικα για τις Ξενιές, για τη μΠάτρα ήτανε ακριβό τ’ αγώι
4-5 κατοστάρικα, αναλόγως το φορτίο που βάναμε. Τι να το κάμεις όμως, εγώ
ψίχουλα έτρωγα. Ευτυχώς τούτος [ο Α. Ανδρουτσόπουλος] μού ’δινε και λίγο περσότερα.
Ας πούμε ήτανε να λάβει 1100 [δρχ.] έπαιρνε τις χίλιες ή 1150 πάλι τις χίλιες,
μ’ άφηνε κάτι ψίχουλα.
Τα κάρα οι Μπουχαγιεραίοι τά
’χανε πέντε χιλιάδες [δρχ.]-πεντέμισι και άμα ήτανε με γραμμάτια και έξι, εφτά.
Ένα άλογο είχε 15-20.000 [δρχ.]. Το άλογο που δούλευα ’γώ, τουτουνού [του
Ανδρουτσόπουλου], ούτε με τριάντα χιλιάδες δε μπληρωνότανε. Το ’λεγαΒλάγγο .
ήτανε ντόπιο, απ΄του Σιμόπ’λου ή του Χάβαρι το είχε πάρει και ’δώ [στην Πηνεία]
είχαμε άλογα καλά. Εδώ μπροστά στις αποθήκες του ΑΣΟ[7] ήτανε
ένα ρέμα χτισμένο με πέτρες γιατί κατέβαζε νερό και έπρεπε να ντο «λέει» το
άλογο για να το περάσει. Άλλο ’θελα μπατάρει, άλλο ’θελα κολλήσει. Εγώ είχα
’κεί κοντά αποθήκη και πόσες φορές με είχανε φωνάξει για να ντζου βγάλω!! Ήτανε
προσβολή να κολλήσει ή να μπατάρει ο καροτσέρης, του φωνάζανε, «τάϊσέ το κιόλα,
βάλ’ του και λίγη βρώμη!!», του βάνανε πάγο.
Ταυτότητα καραγωγέα τετράτροχης άμαξας στον Πύργο
Εμείς οι καροτσέρηδες
μπουλούκ-ασκέρι ήμαστε. Στις ταβέρνες σμίγαμε, όταν παρουσιαζότανε δουλειά,
ξεκίναγα ’γώ τώρα να βρω ’κείνους πουήθελα, ας πούμε. Και τους έλεγα, «παιδιά,
θα φορτώσουμε». Για τις Ξενιές, του Μαλίκι, πάει, το πρωί ’θελα πάμε να
φορτώσουμε. Εμείς είχαμε γιορτή στον άγιο Παντελεήμονα[8].
Μαζευόμαστε όλοι εκεί, στολιζόμαστε και πηγαίναμε με τα κάρα τρέχοντας, ποιος
θα περάσει τον άλλονε. Με τις οικογένειες. Ετρέχαμε και «κουλούρες» με τ’
άλογα, όποιο άλογο έτρεχε πιο πολύ ’θελα πάρει την «κουλούρα»[9].
Όπως τρέχουνε στον ιππόδρομο τρέχαμε και ‘μείς εδώ. Από το Μέλισσο[10], κάτω το λαγκάδι, μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα. Δεν
έτρεχα με το Βλάγγο, το δικό μου, δεν ήτανε για τρέξιμο, με του Γιάννη του
Κόλλια έτρεχα, νια πουλάρα. Ελέγανε, «θα πά’ να τρέξουμε την κουλούρα». Τρέχανε
και με τα πόδια. Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με τ’ άλογα. ’Θελα πάρουμε κοτόπ’λα,
παπιά, νταμιζάνες κρασί και όπως είναι τώρα στημένο το κάρο [στερεωμένο με το
τρίποδο, χωρίς να έχει ζεμένο το άλογο], ρί’ναμε και κάτι κουβέρτες απάνου,
δεξιά κι αριστερά και καθόμαστε απουκάτου. Μπάνιο δεν πολυκάναμε. Άμα μεθάγαμε,
το μπάνιο να κάνουμε. Μετά μαζεύαμε τσου Γύφτους, μαζευόσαντ’ οι Γύφτοι με
νταούλια ’κεί και διασκεδάζαμε. Μέχρι την άλλη μέρα. Με το φεγγάρι. Όχι στην
παραλία, στη σάλτσινη[11]. Τότε μαγαζά του Αρλετή ήτανε
μονάχα, του Γιούργα απ’ την Αντραβίδα και ενός Λεολέη, πού ητανε πατριός μου.
Πουλάγανε λουκούμια και νια στάλα ούζο και ’κανα κρασί.
Πάντρευε ένας φίλος την κοπέλα
του και ’θελα πάμε για τα προικιά. Πότε; Το Σάββατο. Μαζευόμαστε τώρα όλοι για
τα προικιά πηγαίναμε γλεντώντας εκεί, σμπαροκοπιώντας, ρίναμε και κανιά
κουμπουριά, τα στολίζανε [τα κάρα, με τα προικιά] της νύφης το ασκέρι. Εμείς
εντωμεταξύ κουτσοπίναμε. Άλλο από ΄να μαντήλι που μας δένανε στ’ άλογο δεν
επαίρναμε τίποτ’ άλλο. Το δένανε απάνου στη γκεφαλιά, στ’ αυτί, εδώ. Πηγαίναμε
μετά στου γαμπρού το σπίτι και ξεφορτώναμε. Τηράγαμε ποιος θ’ ανεβάσει στο κάρο
του τις πιο όμορφες [κοπέλες που συνόδευαν τα προικιά]. Στο δρόμο τραγούδι,
χάλαε ο κόσμος!
Το Πάσχα συναγωνιζόμαστε ποιος
’θελα ντυθεί καλύτερα. Έπρεπε να φτιάσουμε ένα παντελόνι καλό, τρία κατοστάρικα
τότε, ’κανα ψαθάκι της προκοπής, παπούτσι όμως καλό και πουκάμισς να φυσάει!
Συναγωνιζόμαστε, βέβαια. Οι ντρίτσες [καπέλα ψάθινα] ήσαντε συνηθισμένες. «Φέρε
μου την αντρίτσα μου!», λέγαμε. Τότες είχανε βγει και τα μπαγιασόν [ανδρικά
καπέλα] αλλά εμείς δε φορήγαμε τέτοια. Κάθε μέρα, φορήγαμε ένα παντελόνι και
απαραίτητο το ζωνάρι. Το είχαμε για να σφίγγουμε τη μέση μας ’κεί που
οδηγάγαμε, όταν φορτώναμε, αλλά και για ομορφιά, νταηλίκι, του κρεμάγαμε νια
φούντα πίσω. Κρύβαμε καμιά φορά μέσα και το κουμπούρι, ήτανε απαραίτητο κι
αυτό.
Οι κοπέλες μας θέλανε, ψυχή τσου
και καρδιά τσου!! Θέλανε καρολόγο, ουουουο!! Δεν ξέρω γιατί. Πάντως, μού ’χει
μείνει! Και περαστικός να πέρναγες τότες, καρφωνόσαντε απάνου! Πόσες φορές
περνάγαμε στα πηγάδια ’κεί [όπου οι κοπέλες πήγαιναν για νερό] κι ας μη
διψάγαμε, ούτε άλογα να ποτίσουμε, αν βλέπαμε ’κεί καμία τση προκοπής,
σταματάγαμε και σκοτωνόσαντε να μας περιποιηθούνε, να μας φέρουνε ποτήρι! Οι
γονείς άλλοτε μας θέλανε, άλλοτε όχι. Αν όμως κανενός του είχε καρφωθεί καμία
και δεν ήθελαν οι γονείς, τις κλέβανε. Προπαντός το καροτσαραίικο, το είχε
τότες, το είχε ’φτούνο, να κλέβει τις νύφες.
Είχαμε και ορισμένους κακοποιούς,
δηλαδή τι κακοποιούς, πίνανε τα ποτήρια τσου και τσακωνόσαντε κανιά φορά, για
γκομενοδoυλειές. Όχι για τη δουλειά, ούλο με τέτοιες ιστορίες.
Άμα ο καροτσέρης ήτανε καλός,
είχε καλύτερη προτίμηση απ’ τ’ αφεντικό. Σε ’κείνονε πηγαίνανε για να κλείσουνε
τσι δουλειές. Εγώ τότε με την UNRA[12] είχα
πολλή δουλειά, σε μένα ερχόσαντε και μου δίνανε τσι διαταχτικές, απ’ ευθείας.
Χιλιάδες οκάδες άλευρα, ζάχαρες, βούτυρα, τ’ αποθηκεύανε στον ΑΣΟ, βγάνανε τις
διαταχτικές οι Πρόεδροι [των χωριών] στην τράπεζα και μου φέρνανε ’μένα τις
διαταχτικές και ’γώ τα φόρτωνα και ’φευγα. Έπαιρνα κι άλλους. Εγώ δε χρειάστηκε
να πάω σ’ άλλονε, εγώ διάλεγα. Είχα δικούς μου ανθρώπους εγώ, προ πάντων εδώ
στα ορεινά, μετά τα’ αντάρτικα, είχα όλους εκεί φίλους. Ερχότανε φέρ’ ειπείν ο
Πρόεδρος του Μαλικιού. Αυτός ’θελα πάει στον Πλάκα [παρωνύμιο του Γ.
Παναγιωτόπουλου, άλλου καραγωγέα]. Του ’λεγε»μπάρμπα Γιώργη, πάρε τις
διαταχτικές, έχω να φορτώσουμε». Ερχότανε ο Πλάκας, μού ’λεγε «αύριο θα
φορτώσουμε». Εγώ και άλλη δουλειά να ’χα, την άφηνα και πήγαινα σε κείνονε.
Αλλά άλλες φορές τον έπαιρνα και ’γώ αυτόνε. Πάντως εγώ κι ο Πλάκας είμαστε
προτιμητέοι.
Εδώ στα Λεχαινά είμαστε κανιά
πενηνταριά καροτσαραίοι. Είχαμε τόση δουλειά, που τύχαινε κανιά φορά που δε
φτάναμε και παίρναμε και κάρα από άλλους που τα είχανε για το σπίτι τσου, δεν
κάνανε αγώγια. Κάναμε και στα Λεχαινά μέσα δρομολόγια. Τα φορτώναμε απ’ το
σταθιμό και τα πηγαίναμε στις αποθήκες τση τραπέζης [της Αγροτικής]. Όλοι τότε.
Και ιδιώτες να πούμε, τα δικά τσου.
Και στα πανηγύρια πηγαίναμε με τα
κάρα. Στη Μυρσίνη τ’ αγίου Νικολάου, Τραγανό, Αντραβίδα τα’ αγια-Σοφιάς, στη
Βλαχέρενα τση Παναγίας ’θελα πάμε ανυπερθέτως, δε ‘θελα λείψει κανείς,
γιομίζανε τα λιοστάσα κόσμο! Πηγαίναμε το πρωί, νύχτα, το βράδυ φεύγαμε.
Ήσαντε αδιάβατοι οι δρόμοι τότε.
Εδώ στο ποτάμι [τον Πηνειό], μπήτι για μπήτι [τελείως, καθόλου]! Έπρεπε να πας
με προσοχή και να ’χεις και καλό άλογο, γιατί ήτανε και χειμώνας τότε που
πηγαίναμε δώθ’ απάνου κι έβλεπες, μπλουμπ, και βούλιαγε όλο το κάρο μέσα, το
ρούφαγε μέσα! Και στο ποτάμι επικίνδυνο ήτανε. Άμα κατέβαζε, πλημμύραγε ο
τόπος. Ερχόσαντε, μας λέγανε, βλέπανε ότι ερχόμαστε με τα κάρα, «μπάτε», μας
λέγανε, «στον πόρο αυτόνε»!. Και πήγαινε το καλύτερο άλογο πρωτοπόρο, που δε
φοβότανε να μπει μέσ’ στο νερό, Από ’δώ μέχρι την πλατεία πλατύ το ποτάμι! Κι
αλλού το πήγαινε μέχρι την κοιλιά [το άλογο], αλλού μέχρι το λαιμό, μέχρι τα
πόδια, ανάλογα το ρέμα που είχε. Πόσα δυστυχήματα είχανε γίνει!
Και στην Αντραβίδα είχε
καρολόγους, πολλούς. Είχε Αντραβίδα, Τραγανό, Μυρσίνη, Νιχώρι, Καβάσιλα,
Βαρθολομιό, Γαστούνη, Αμαλιάδα. Στην Αμαλιάδα ακόμη το κρατάνε. Όχι σαν τα
παλιά, αλλά με λαστιχένιες ρόδες.
Τα ζέματα εγώ τά ’φτιανα στη
Βάρδα. Πιο καλοί σαράτσηδες [κατασκευαστές της αρματωσιάς των αλόγων] ήσαντε
στη Μανωλάδα και ένας εδώ στα Λεχαινά, ο Ντίνος ο Πετρόπλος, ο Σαράτσης. Έκανε
ωραία πράματα, κεφαλιές, πισινέλες. Βάναμε και χαϊμαλί στο λαιμό, άλλα τα
παίρναμ’ έτοιμα, έφκιανε ο Γιώργης ο Πούντζας ήτανε επιτήδειος, ο Κόκορας, για
ομορφιές. Μας φτιάνανε και κάτι φυλαχτάρια οι γριές και κρεμάγαμε στο λαιμό του
αλόγου. Καλό ήτανε. Και για να μην τα πειράζει η «ώρα». «Είναι από ώρα τ’
άλογο», λέγανε, «φέρ’ το ένα γύρο στην εκκλησία, τρεις φορές»! Αλλά αυτά τα
λέγανε οι γριούλες.
Με τ’ άλογό μου είμαστε οι
καλύτεροι φίλοι. Όταν το σκοτώσανε, έκλαιγα. Με το βήξιμο που έκανα, ’θελα
χλιμιντρίσει! Αφού τ’ αφεντικά που τ’ ακούγανε και χλιμίντρα’ε, ξέρανε πως
’θελα πάω εγώ. Το άλογο είναι πολύ νοούμενο αλλά να ’χει τον ταχτικό του
άνθρωπο, γιατί το άλογο νοιώθει ότι το πονάς και σ’ αγαπάει κι αυτό. Το πουλάρι
όταν πρωτο-ζεχτεί έχει ιστορία, θέλει μεγάλη τέχνη. Δεν μπορείς να του πετάξεις
τα ζέματα πάνου και να ντο ζέξεις να ξεκινήσεις! Ή θα σε σκοτώσει ή θα σκοτωθεί
και ’κείνο. Θέλει υπομονή. Του βάνεις τα ζέματα σιγά-σιγά, να είναι και δύο
[άτομα] κιόλα, σιγά-σιγά να το ξεκινήσεις, χαϊδευτά, και χάει-χάει, ώσπου να
ξεκινήσει. Άμα ξεκινήσει, πάει. Ένα μήνα θέλει υπομονή, ζέξιμο και χαϊδολόημα,
όσο να συνηθίσει το σώμα του ’δώ να τραβάει, να καταλάβει ότι μπαίνει πλέον κι
αυτό σε δουλειά, θέλει υπομονή! Μη ντο χτυπήσεις, μην τ’ αγριέψεις, το ’χασες!
Ή θα σε σκοτώσει ή θα σου βγάλει χούκι (κακή συνήθεια, ελάττωμα) και δεν θα
ξαναγίνεται [διορθώνεται]. Θα κολώνει, θα κλωτσάει, θα λακάει [φεύγει], δεν
μπορείς να το φέρεις σε λογαριασμό μετά. Εγώ στο Κουρτέσι, με παίρνανε χρόνια κι
έζενα [εκπαίδευε πουλάρια]. Πληρωνόμουνα καλά, όμως. Κράταγε δεκαπέντε-είκοσι
μέρες. Μετά, άμα άρχιζα και το λιγο-φόρτωνα, τσου το’ δινα.
Μεταφορά οικοσκευής με τετράτροχο κάρο στον Πύργο
Όταν έβρεχε, όποιος είχε μουσαμά
και ντενότανε καλά και μπότες, καλώς. Τότε δεν είχαμε και μουσαμάδες. Ομπρέλα
δε γκρατιότανε στο κάρο. Τι να κουμαντάρεις. Άλογο να κουμαντάρεις, να
φυλάγεσαι μη μπατάρεις στσι γούβες ή να κρατάς ομπρέλα; Έπρεπε να ’χεις μουσαμά.
Εγώ είχα και δικόνε μου και για τ’ άλογο. Έρρινα πάνου του το μουσαμά και
δρόμο!. Πού ακούγαμε τότε κρύο, καημένη! Πίναμε καμπόσο τσίπουρο, ανάβαμε,
άει!! ΄Οοοπ! Σταμάτημα. ‘Εεεει! Πάμε, για το ξεκίνημα. Παραλογάγαμε
[κουβεντιάζαμε] με τ’ άλογα, τα γυμνασμένα τ’ άλογα, τ’ αγωγιάτικα.
Από το ’65 και δώθε αρχίσανε και
σβήνανε τα κάρα. Μετά το ’70, πάει, δε βρίσκεις κάρο. Μέσ’ στα Λεχαινά τώρα ένα
υπάρχει, κουβαλάει ασβέστη, ο Γκουσέτης. Έχουνε και κάτι γαϊδουρόκαρα, με
λαστιχένιες ρόδες. Εγώ πρώτος το ’φτιαξα.
Την πιο πολλή δουλειά την είχαμε
απ΄ τον Αύγουστο και δώθε [για τη μεταφορά της σταφίδας]. Δουλεύανε όμως τα
κάρα ούλο το χρόνο, όπως τώρα τα φορτηγά αυτοκίνητα. Όσοι είχανε κάρα, άλλοι
βγάλανε [άδειες για] φορτηγά, τρίκυκλα, μοτοσυκλέτες.
Για τους καραγωγείς στα Λεχαινά
του τέλους του 19ου αι., βλ. Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η λυγερή, Τα Άπαντα,
τ. B’, Χρήστος Γιοβάνης, Αθήνα 1974.
Για τα Λεχαινά, βλ. Ελένη
Ψυχογιού, Λεχαινά. Ο τόπος, τα σπίτια, καλλιτεχνική επιμέλεια Σωσώ
Κατσούφη-Σεβδαλή, εκ παραδρομής, Λεχαινά 1987. Από εδώ και η παραπάνω
φωτογραφία, σελ. 45.
----------------------------
[1] Το χωριό το έχει σήμερα
σκεπάσει η λίμνη του φράγματος του Πηνειού ποταμού.
[2] Θα αρρώσταινε από
φυματίωση και θα κατέληγε στο ομώνυμο νοσοκομείο.
[3] Κυρίως λιπάσματα, σπόρο
κ.λπ.
[4] Ήταν αριστερός.
[5] Μπουχάγιερ, οικογένεια
κατασκευαστών αμαξών κάρων και μετά αμαξωμάτων φορτηγών και λεωφορείων, στην
Πάτρα, με καταγωγή από τη Μάλτα.
[6]Λάκα με ιαματικά νερά, έξω από
τα Λεχαινά, στη Δροσελή, δίπλα στην παλιά εθνική οδό Πατρών-Πύργου, όπου
πίστευαν ότι «κρατάει», ότι είναι έδρα νεράιδων και διαβόλων..
[7] Τα γραφεία και οι
αποθήκες του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού στα Λεχαινά, δίπλα στο
σιδηροδρομικό σταθμό.
[8] Ξωκλήσι στην
παραθαλάσσια περιοχή των Λεχαινών, στον Κυλλήνιο κόλπο.
[9] Κεντημένο τελετουργικό
ψωμί ή γλύκισμα στολισμένο με λουλούδια, έπαθλο στους αγώνες.
[10] Μικρό ποτάμι στα σύνορα
των περιοχών Λεχαινών και Μυρσίνης που χύνεται στον Κυλλήνιο κόλπο.
[11] Εκτεταμένο αλίπεδο
μεταξύ παραλίας και χωραφιών.
[12] Αποζημιώσεις και
βοήθεια σε είδος, από τις ΗΠΑ.
Λεχαινά Ηλείας, Μάιος 1966. Ο
καρολόγος Ν. Τρόντζας μεταφέρει την οικογένεια και άλλους με μίσθωμα, στο
πανηγύρι του αγίου Νικολάου, στα Σπάτα Βουπρασίας Ηλείας.
[Από την έρευνά μου για τα κάρα στη ΒΔ Πελοπόννησο, κατά τη δεκαετία του 1980].
Στην αρχή δεν είχα κάρο δικό μου. Πριν το 1940 κάναμε αγώγια στη μΠάτρα. Όξω
από τη Νέα Μανωλάδα είχε ένα χάνι. Εκεί ξεπεζεύαμε και ταΐζαμε τ’ άλογα, τα
ξεκουράζαμε και τρώγαμε και ’μείς εκεί. Έπρεπε να προσέχουμε, γιατί ερχόσαντε
οι Αρβανίτες και μας κλέβανε. Ετότε είχαμε παλιόδρομους. Πηγαίναμε στσι Ξενιές[1], στου Βάλακα, στου Μπόρσι, και από ‘κεί απ’ το ποτάμι
[εννοεί νότια του Πηνειού].
Δημοσιεύω εδώ, ως τεκμηριωτική
μαρτυρία προηγούμενου post σε αυτό το blog για τα κάρα (ξύλινη, δίτροχη ή
τετράτροχη άμαξα), μια συνέντευξη από καραγωγέα που μεταξύ όλων όσων κατέγραψα,
θεωρώ ότι συνοψίζει λίγο-πολύ και όλες τις άλλες, τουλάχιστον ως προς τους καραγωγείς.
Λόγω εντοπιότητας αλλά και πολλών χρόνων έρευνας πεδίου στην περιοχή, είμαι σε
θέση να έχω ελέγξει την πιστότητα της μαρτυρίας.
Βαγγέλης Κόκκαλης (Βαγγελάκος), καρολόγος (καραγωγέας) 70
χρονών, Λεχαινά
(Απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη
που του πήρα στην αυλή του σπιτιού του, στα Λεχαινά, τον Ιούλιο του 1982, στο
πλαίσιο της επιτόπιας έρευνάς μου για την κατασκευή και τη χρήση του κάρου
(ξύλινης άμαξας) στη ΒΔ Πελοπόννησο (Πάτρα-Κρέσταινα) κατά το 1980-1989. Η
συνέντευξη είναι εν μέρει κατευθυνόμενη με ερωτήσεις, τις οποίες δυστυχώς δεν
είχα απομαγνητοφωνήσει στο χειρόγραφο, απ’ όπου έκανα αυτή την ηλεκτρονική
μεταγραφή. Ωστόσο, με λίγη προσοχή γίνεται φανερό από τη ροή της αφήγησης πότε
μπαίνουν οι ερωτήσεις και σε τι αφορούν. Σε αγκύλες οι επεξηγήσεις λέξεων που
ίσως, ιδίως στους νεότερους, είναι άγνωστες).
«...Συβαζόμουνα [έκανε σύμβαση,
συμφωνία, έμπαινε στη δούλεψη] στην αρχή κοντά στ’ αφεντικά, έκανα ζευγάρι
[όργωνε με το υνί και το άλογο], έζενα και το κάρο [στο άλογο] και τελικά,
ανέβηκα και στο κάρο [έγινε καραγωγέας].
Είχε αξία ο καροτσέρης. Τον
εχτιμούσε η κοινωνία, δεν τον είχανε σα τυχαίονε. Καρολόγοι γινόσαντε όσοι
ήσαντε αγρότες, αγράμματοι και βλέπανε το κάρο σαν την ίδια τσου τη ζωή, δε
μπηγαίνανε για κάτι καλύτερο. Ο καραγωγέας ήπρεπε να αντέχει στον ήλιο, στον
ίδρωτα, στη ζέστη, στο κρύο, στη μπείνα, στη δίψα. Αν δεν ήτανε δυνατός ’θελα
πέθαινε ή θα πήγαινε στη Σωτηρία[2].
Τότες ήτανε ανώμαλοι οι δρόμοι.
Βουλιάγανε, λόγγος. Ξεροδίζαμ’ [στρίβαμε] από ’δώ, ξεροδίζαμ’ από ’κεί, για να
βρούμε κάπως λιγάκι στέρεο για να προχωρήσουμε. Βουλιάγαμε μέσα, παθαίναμε
συφορές. Όσο να φτάσουμε ήταν έμπα ψυχή, έβγα ψυχή. Προπαντός τα ορεινά μέρη.
Φτάναμε μέχρι Ξενιές, Αγραπιδοχώρι, Σούλι, Κουμουθρέκα, Βάραγκα, Μπόρσι, όλα τα
γυρίζαμε με τα κάρα. Στου Σιμόπ’λου, Πηνεία, πηγαίνανε οι Αμαλιαδαίοι, εμείς
αραιά και που. Οι αποθήκες για την ορεινή Πηνεία ήσαντε στην Αμαλιάδα, έτσι
πηγαίνανε οι Αμαλιαδαίοι [καραγωγείς]. Πηγαίναμε μέχρι του Μαλίκι, Νέα
Μανωλάδα, Βάρδα, Κουρτέσι, όλ’ αυτά τα μέρη, παλιά Μανωλάδα, Βαρθολομιό,
Νιχώρι, Γλύφα, Λυγιά, όλ’ αυτά τα μέρη. Είχανε κι αυτά τα χωριά κάρα αλλά είχε
καθένας ένα άλογο για το σπίτι του, τα θελήματά του. Για αγώγια δεν επηγαίνανε
να πούμε γιατί δεν είχανε άλογα γι’ αγώγια και ’ρχόσαντε εδώ [στα Λεχαινά] και
παίρνανε ’μάς. Μας δίνανε τσι διαταχτικές, παίρναμε ’μείς απ’ την αποθήκη τα
πράματα[3], τα πηγαίναμε και τα κάναμε διανομή.
’Κονομάγαμε τότε. Ε, ’κονομάγαμε, τι ’κονομάγαμε δηλαδή, ψευτοπερνάγαμε τότε.
Εντωμεταξύ, εμένα είναι πού ειχα άλογο καλό και με προτιμάγανε, ειδεμή λόγω του
φρονήματος[4] δεν θα με παίρνανε αλλά είχανε την
ανάγκη μου γιατί τους ξεπερετούσα και αναγκαζόσαντε κι ερχόσαντε.
Για Πάτρα, ’θελα φορτώσουμε τ’
απόγεμα ―δε μπηγαίναμε τίποτ’ άλλο, σταφίδα στη μΠάτρα―, ’θελα σακιάσουμε [να
βάλουν τη σταφίδα σε σακιά], ΄θελα πάμε, ανάλογα τη μποσότητα πέντε, έξι, εφτά,
δέκα κάρα, εμείς τα σακάραμε. Δέναμε τα τσουβάλια, φορτώναμε, στέναμε τα
στρίποδα, παίρναμε τ’ άλογα, ερχόμαστε σπίτι και τη νύχτα ξεκινάγαμε , οχτώ η
ώρα κι ύστερα, το βράδυ. Φτάναμε πέρα στη Μανωλάδα σ’ ένα χάνι και
ξεκουραζόμαστε, ξεκουράζαμε τ’ άλογα, ποτίζαμε τ’ άλογα απ’ το πηγάδι, τρώγαμε
’μείς κι από ’κεί ξεκινάγαμε. Τότε ούλο πηγάδια ήσαντε, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο.
Έπρεπε να φυλάμε βάρδιες. Στο
Βουπράσιο, που είναι σήμερα στο δρόμο απάνου, Αρβανιτοχώρι είν’ αυτό, παλιά
ήτανε κάτου, μέσ’ στο δάσος τώρα βγήκε απάνου, που έγινε ο δρόμος. Τότε ήτανε
δάσος εκεί. Αυτοί λοιπόν ήσαντε κλέφτες. Δε γκλέβανε εμπόρευμα, μοναχά τσι
πισινέλες απ’ τ’ άλογα, τα χαϊμαλιά, ήτανε η δουλειά τους αυτή, να κλέβουνε και
φυλάγαμε βάρδιες. Άλλος με κουμπούρι, άλλος με το μαχαίρι. Ήτανε επικίνδυνοι
δηλαδή. Ένα κάρο δεν έφευγε ποτέ μοναχό του, μας φορτώνανε οχτώ, δέκα,
δεκαπέντε, είκοσι κάρα, οι ιδιοχτήτες αλλά παραπάνου οι εμπόροι.
Μετά ’θελα σταματήσουμε στου
Λάπα, από του Λάπα στην Αχαγιά, τραβάγαμε μετά κατευθείαν για Πάτρα. Στη μΠάτρα
πηγαίναμε εκεί που είναι τώρα τα ΚΤΕΛ, στις αποθήκες που είναι ακόμα εκεί
απέναντι. Μπαίναμε με τη σειρά ένας-ένας, ξεφορτώναμε και παίρναμε τα τσουβάλια
’μείς, τ’ απόβαρο, και βγαίναμε από την άλλη μεριά. Μετά τ’ άλογα και το κάρο
τα πηγαίναμε στο χάνι, είναι τώρα οι Μπουχαγεραίοι[5] [τέρμα
της οδού Καλαβρύτων μάλλον, στην παραλία, κοντά στο λιμάνι], εκεί χάμου. Στο
Μαρκάτο [η αγορά των Πατρών] πηγαίναμε για καμιά πατσά και για ’κανα ποτήρι.
Στο χάνι ήσαντε εξασφαλισμένα τα πράματα. ’Θελα πάμε να φάμε, να πιούμε, να
ειπούμε τα τραγούδια μας, της τότε εποχής, δημοτικά, του τραπεζού πιο πολύ,
διάφορα. Και στο δρόμο τραγουδάγαμε, για να μην κουτουλάμε κιόλα! Να μην
αποκοιμηθούμε και πέσουμε και κάτου και τσακιστούμε!!
Άμα ξεκουραζόμαστε και ’μείς και
τ’ άλογα, μετά ζέναμε και ξεκινάγαμε. Αποκοιμιόμαστε κιόλα, όχι όλοι, μια φορά
τ’ άλογα τόνε ξέρανε το δρόμο, μοναχά τσου και ερχόσαντε. Ξέρανε ό,που ήτανε
χάνι και σταματάγανε μοναχά τσου, όπου πίνανε νερό, ήσαντε μαθημένα. Ήσαντε και
κάτι γέροι [καραγωγείς] που ’ρχόσαντε ’κεί μουρμουριστά, το μουρμουράγανε,
εμείς παλιόπαιδα τότες, αποκοιμιόμαστε κανιά φορά, τρώγαμε και κανιά μπαταρησά,
ετουμπάραμε. Ετύχαινε, ξερόδισε να πούμε τ’ άλογο, ή επρόγκαγε, έπεφτε μέσ’
στον τράφο, βοηθάγαμε όλοι. Αλλά αραιά και πού. Ελέγανε ’κεί πως στα γιοφύρια
στο Μοσκονέρι, λέγανε πως ακούγανε νταούλια τη νύχτα, λέγανε πως χορεύανε οι
διαόλοι[6]. Σαχλαμάρες, παραμύθια είν’ αυτά και βγήκε
πως υπάρχουνε διαόλοι στο Μοσκονέρι.
Ανάλογα με τις γνωριμίες που είχε
ο καθένας με τους χωριάτες και με την εμπιστοσύνη που είχαμε στο κόσμο βρίσκαμε
δουλειά. Δεν είχαμε σωματείο. Κάποτε κοιτάξαμε να κάνουμε το ’38, μετά κηρύχτηκε
ο Πόλεμος το ’40, σκροπήσαμε, μετά ο Εμφύλιος απ’ το ’50 και μετά αρχίσαμε να
μαζευόμαστε, το ’55. Στον Πόλεμο είχανε πάρει όλα ούλα τα κάρα και τα άλογα
στην Αλβανία, τα είχανε επιστρατεύσει. Σ’ άλλους τα επιστρέψανε, σ’ άλλους όχι.
Δεν τα τα πήρανε και όλα, στους ευνοούμενους δεν τα παίρνανε.
Εγώ δεν είχα δικό μου κάρο, ούτε
άλογο, μια ζωή ξένα δούλευα. Όπως τα ταξί που βάζουνε οδηγό. Ήτανε του
Αντριτσόπ’λου, του Αντρέα. Εγώ πληρωνόμουνα απ’ τα’ αγώι. Έκλεινα εγώ το αγώι,
ο Αντριτσόπ’λος έπαιρνε τα δύο μερδικά, εγώ το ένα. Εγώ συ’φώναγα τ’ αγώι, εγώ
εύρισκα τη δουλειά, εγώ όλα. Κάθε βδομάδα, κάθε δεκαπέντε μέρες, κάναμε
λογαριασμό, τόσααγώγια, τόσα χρήματα κάνανε, πάρ’ τα δικά σου! Ήμουνα
[αγωγιάτης, υπάλληλος] σε διάφορους. Στου Πλάκα, στου Δημησάνου, διάφορα. Τότε
τ’ αγώι είχε δυο κατοστάρικα για τις Ξενιές, για τη μΠάτρα ήτανε ακριβό τ’ αγώι
4-5 κατοστάρικα, αναλόγως το φορτίο που βάναμε. Τι να το κάμεις όμως, εγώ
ψίχουλα έτρωγα. Ευτυχώς τούτος [ο Α. Ανδρουτσόπουλος] μού ’δινε και λίγο περσότερα.
Ας πούμε ήτανε να λάβει 1100 [δρχ.] έπαιρνε τις χίλιες ή 1150 πάλι τις χίλιες,
μ’ άφηνε κάτι ψίχουλα.
Τα κάρα οι Μπουχαγιεραίοι τά
’χανε πέντε χιλιάδες [δρχ.]-πεντέμισι και άμα ήτανε με γραμμάτια και έξι, εφτά.
Ένα άλογο είχε 15-20.000 [δρχ.]. Το άλογο που δούλευα ’γώ, τουτουνού [του
Ανδρουτσόπουλου], ούτε με τριάντα χιλιάδες δε μπληρωνότανε. Το ’λεγαΒλάγγο .
ήτανε ντόπιο, απ΄του Σιμόπ’λου ή του Χάβαρι το είχε πάρει και ’δώ [στην Πηνεία]
είχαμε άλογα καλά. Εδώ μπροστά στις αποθήκες του ΑΣΟ[7] ήτανε
ένα ρέμα χτισμένο με πέτρες γιατί κατέβαζε νερό και έπρεπε να ντο «λέει» το
άλογο για να το περάσει. Άλλο ’θελα μπατάρει, άλλο ’θελα κολλήσει. Εγώ είχα
’κεί κοντά αποθήκη και πόσες φορές με είχανε φωνάξει για να ντζου βγάλω!! Ήτανε
προσβολή να κολλήσει ή να μπατάρει ο καροτσέρης, του φωνάζανε, «τάϊσέ το κιόλα,
βάλ’ του και λίγη βρώμη!!», του βάνανε πάγο.
Ταυτότητα καραγωγέα τετράτροχης άμαξας στον Πύργο
Εμείς οι καροτσέρηδες
μπουλούκ-ασκέρι ήμαστε. Στις ταβέρνες σμίγαμε, όταν παρουσιαζότανε δουλειά,
ξεκίναγα ’γώ τώρα να βρω ’κείνους πουήθελα, ας πούμε. Και τους έλεγα, «παιδιά,
θα φορτώσουμε». Για τις Ξενιές, του Μαλίκι, πάει, το πρωί ’θελα πάμε να
φορτώσουμε. Εμείς είχαμε γιορτή στον άγιο Παντελεήμονα[8].
Μαζευόμαστε όλοι εκεί, στολιζόμαστε και πηγαίναμε με τα κάρα τρέχοντας, ποιος
θα περάσει τον άλλονε. Με τις οικογένειες. Ετρέχαμε και «κουλούρες» με τ’
άλογα, όποιο άλογο έτρεχε πιο πολύ ’θελα πάρει την «κουλούρα»[9].
Όπως τρέχουνε στον ιππόδρομο τρέχαμε και ‘μείς εδώ. Από το Μέλισσο[10], κάτω το λαγκάδι, μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα. Δεν
έτρεχα με το Βλάγγο, το δικό μου, δεν ήτανε για τρέξιμο, με του Γιάννη του
Κόλλια έτρεχα, νια πουλάρα. Ελέγανε, «θα πά’ να τρέξουμε την κουλούρα». Τρέχανε
και με τα πόδια. Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με τ’ άλογα. ’Θελα πάρουμε κοτόπ’λα,
παπιά, νταμιζάνες κρασί και όπως είναι τώρα στημένο το κάρο [στερεωμένο με το
τρίποδο, χωρίς να έχει ζεμένο το άλογο], ρί’ναμε και κάτι κουβέρτες απάνου,
δεξιά κι αριστερά και καθόμαστε απουκάτου. Μπάνιο δεν πολυκάναμε. Άμα μεθάγαμε,
το μπάνιο να κάνουμε. Μετά μαζεύαμε τσου Γύφτους, μαζευόσαντ’ οι Γύφτοι με
νταούλια ’κεί και διασκεδάζαμε. Μέχρι την άλλη μέρα. Με το φεγγάρι. Όχι στην
παραλία, στη σάλτσινη[11]. Τότε μαγαζά του Αρλετή ήτανε
μονάχα, του Γιούργα απ’ την Αντραβίδα και ενός Λεολέη, πού ητανε πατριός μου.
Πουλάγανε λουκούμια και νια στάλα ούζο και ’κανα κρασί.
Πάντρευε ένας φίλος την κοπέλα
του και ’θελα πάμε για τα προικιά. Πότε; Το Σάββατο. Μαζευόμαστε τώρα όλοι για
τα προικιά πηγαίναμε γλεντώντας εκεί, σμπαροκοπιώντας, ρίναμε και κανιά
κουμπουριά, τα στολίζανε [τα κάρα, με τα προικιά] της νύφης το ασκέρι. Εμείς
εντωμεταξύ κουτσοπίναμε. Άλλο από ΄να μαντήλι που μας δένανε στ’ άλογο δεν
επαίρναμε τίποτ’ άλλο. Το δένανε απάνου στη γκεφαλιά, στ’ αυτί, εδώ. Πηγαίναμε
μετά στου γαμπρού το σπίτι και ξεφορτώναμε. Τηράγαμε ποιος θ’ ανεβάσει στο κάρο
του τις πιο όμορφες [κοπέλες που συνόδευαν τα προικιά]. Στο δρόμο τραγούδι,
χάλαε ο κόσμος!
Το Πάσχα συναγωνιζόμαστε ποιος
’θελα ντυθεί καλύτερα. Έπρεπε να φτιάσουμε ένα παντελόνι καλό, τρία κατοστάρικα
τότε, ’κανα ψαθάκι της προκοπής, παπούτσι όμως καλό και πουκάμισς να φυσάει!
Συναγωνιζόμαστε, βέβαια. Οι ντρίτσες [καπέλα ψάθινα] ήσαντε συνηθισμένες. «Φέρε
μου την αντρίτσα μου!», λέγαμε. Τότες είχανε βγει και τα μπαγιασόν [ανδρικά
καπέλα] αλλά εμείς δε φορήγαμε τέτοια. Κάθε μέρα, φορήγαμε ένα παντελόνι και
απαραίτητο το ζωνάρι. Το είχαμε για να σφίγγουμε τη μέση μας ’κεί που
οδηγάγαμε, όταν φορτώναμε, αλλά και για ομορφιά, νταηλίκι, του κρεμάγαμε νια
φούντα πίσω. Κρύβαμε καμιά φορά μέσα και το κουμπούρι, ήτανε απαραίτητο κι
αυτό.
Οι κοπέλες μας θέλανε, ψυχή τσου
και καρδιά τσου!! Θέλανε καρολόγο, ουουουο!! Δεν ξέρω γιατί. Πάντως, μού ’χει
μείνει! Και περαστικός να πέρναγες τότες, καρφωνόσαντε απάνου! Πόσες φορές
περνάγαμε στα πηγάδια ’κεί [όπου οι κοπέλες πήγαιναν για νερό] κι ας μη
διψάγαμε, ούτε άλογα να ποτίσουμε, αν βλέπαμε ’κεί καμία τση προκοπής,
σταματάγαμε και σκοτωνόσαντε να μας περιποιηθούνε, να μας φέρουνε ποτήρι! Οι
γονείς άλλοτε μας θέλανε, άλλοτε όχι. Αν όμως κανενός του είχε καρφωθεί καμία
και δεν ήθελαν οι γονείς, τις κλέβανε. Προπαντός το καροτσαραίικο, το είχε
τότες, το είχε ’φτούνο, να κλέβει τις νύφες.
Είχαμε και ορισμένους κακοποιούς,
δηλαδή τι κακοποιούς, πίνανε τα ποτήρια τσου και τσακωνόσαντε κανιά φορά, για
γκομενοδoυλειές. Όχι για τη δουλειά, ούλο με τέτοιες ιστορίες.
Άμα ο καροτσέρης ήτανε καλός,
είχε καλύτερη προτίμηση απ’ τ’ αφεντικό. Σε ’κείνονε πηγαίνανε για να κλείσουνε
τσι δουλειές. Εγώ τότε με την UNRA[12] είχα
πολλή δουλειά, σε μένα ερχόσαντε και μου δίνανε τσι διαταχτικές, απ’ ευθείας.
Χιλιάδες οκάδες άλευρα, ζάχαρες, βούτυρα, τ’ αποθηκεύανε στον ΑΣΟ, βγάνανε τις
διαταχτικές οι Πρόεδροι [των χωριών] στην τράπεζα και μου φέρνανε ’μένα τις
διαταχτικές και ’γώ τα φόρτωνα και ’φευγα. Έπαιρνα κι άλλους. Εγώ δε χρειάστηκε
να πάω σ’ άλλονε, εγώ διάλεγα. Είχα δικούς μου ανθρώπους εγώ, προ πάντων εδώ
στα ορεινά, μετά τα’ αντάρτικα, είχα όλους εκεί φίλους. Ερχότανε φέρ’ ειπείν ο
Πρόεδρος του Μαλικιού. Αυτός ’θελα πάει στον Πλάκα [παρωνύμιο του Γ.
Παναγιωτόπουλου, άλλου καραγωγέα]. Του ’λεγε»μπάρμπα Γιώργη, πάρε τις
διαταχτικές, έχω να φορτώσουμε». Ερχότανε ο Πλάκας, μού ’λεγε «αύριο θα
φορτώσουμε». Εγώ και άλλη δουλειά να ’χα, την άφηνα και πήγαινα σε κείνονε.
Αλλά άλλες φορές τον έπαιρνα και ’γώ αυτόνε. Πάντως εγώ κι ο Πλάκας είμαστε
προτιμητέοι.
Εδώ στα Λεχαινά είμαστε κανιά
πενηνταριά καροτσαραίοι. Είχαμε τόση δουλειά, που τύχαινε κανιά φορά που δε
φτάναμε και παίρναμε και κάρα από άλλους που τα είχανε για το σπίτι τσου, δεν
κάνανε αγώγια. Κάναμε και στα Λεχαινά μέσα δρομολόγια. Τα φορτώναμε απ’ το
σταθιμό και τα πηγαίναμε στις αποθήκες τση τραπέζης [της Αγροτικής]. Όλοι τότε.
Και ιδιώτες να πούμε, τα δικά τσου.
Και στα πανηγύρια πηγαίναμε με τα
κάρα. Στη Μυρσίνη τ’ αγίου Νικολάου, Τραγανό, Αντραβίδα τα’ αγια-Σοφιάς, στη
Βλαχέρενα τση Παναγίας ’θελα πάμε ανυπερθέτως, δε ‘θελα λείψει κανείς,
γιομίζανε τα λιοστάσα κόσμο! Πηγαίναμε το πρωί, νύχτα, το βράδυ φεύγαμε.
Ήσαντε αδιάβατοι οι δρόμοι τότε.
Εδώ στο ποτάμι [τον Πηνειό], μπήτι για μπήτι [τελείως, καθόλου]! Έπρεπε να πας
με προσοχή και να ’χεις και καλό άλογο, γιατί ήτανε και χειμώνας τότε που
πηγαίναμε δώθ’ απάνου κι έβλεπες, μπλουμπ, και βούλιαγε όλο το κάρο μέσα, το
ρούφαγε μέσα! Και στο ποτάμι επικίνδυνο ήτανε. Άμα κατέβαζε, πλημμύραγε ο
τόπος. Ερχόσαντε, μας λέγανε, βλέπανε ότι ερχόμαστε με τα κάρα, «μπάτε», μας
λέγανε, «στον πόρο αυτόνε»!. Και πήγαινε το καλύτερο άλογο πρωτοπόρο, που δε
φοβότανε να μπει μέσ’ στο νερό, Από ’δώ μέχρι την πλατεία πλατύ το ποτάμι! Κι
αλλού το πήγαινε μέχρι την κοιλιά [το άλογο], αλλού μέχρι το λαιμό, μέχρι τα
πόδια, ανάλογα το ρέμα που είχε. Πόσα δυστυχήματα είχανε γίνει!
Και στην Αντραβίδα είχε
καρολόγους, πολλούς. Είχε Αντραβίδα, Τραγανό, Μυρσίνη, Νιχώρι, Καβάσιλα,
Βαρθολομιό, Γαστούνη, Αμαλιάδα. Στην Αμαλιάδα ακόμη το κρατάνε. Όχι σαν τα
παλιά, αλλά με λαστιχένιες ρόδες.
Τα ζέματα εγώ τά ’φτιανα στη
Βάρδα. Πιο καλοί σαράτσηδες [κατασκευαστές της αρματωσιάς των αλόγων] ήσαντε
στη Μανωλάδα και ένας εδώ στα Λεχαινά, ο Ντίνος ο Πετρόπλος, ο Σαράτσης. Έκανε
ωραία πράματα, κεφαλιές, πισινέλες. Βάναμε και χαϊμαλί στο λαιμό, άλλα τα
παίρναμ’ έτοιμα, έφκιανε ο Γιώργης ο Πούντζας ήτανε επιτήδειος, ο Κόκορας, για
ομορφιές. Μας φτιάνανε και κάτι φυλαχτάρια οι γριές και κρεμάγαμε στο λαιμό του
αλόγου. Καλό ήτανε. Και για να μην τα πειράζει η «ώρα». «Είναι από ώρα τ’
άλογο», λέγανε, «φέρ’ το ένα γύρο στην εκκλησία, τρεις φορές»! Αλλά αυτά τα
λέγανε οι γριούλες.
Με τ’ άλογό μου είμαστε οι
καλύτεροι φίλοι. Όταν το σκοτώσανε, έκλαιγα. Με το βήξιμο που έκανα, ’θελα
χλιμιντρίσει! Αφού τ’ αφεντικά που τ’ ακούγανε και χλιμίντρα’ε, ξέρανε πως
’θελα πάω εγώ. Το άλογο είναι πολύ νοούμενο αλλά να ’χει τον ταχτικό του
άνθρωπο, γιατί το άλογο νοιώθει ότι το πονάς και σ’ αγαπάει κι αυτό. Το πουλάρι
όταν πρωτο-ζεχτεί έχει ιστορία, θέλει μεγάλη τέχνη. Δεν μπορείς να του πετάξεις
τα ζέματα πάνου και να ντο ζέξεις να ξεκινήσεις! Ή θα σε σκοτώσει ή θα σκοτωθεί
και ’κείνο. Θέλει υπομονή. Του βάνεις τα ζέματα σιγά-σιγά, να είναι και δύο
[άτομα] κιόλα, σιγά-σιγά να το ξεκινήσεις, χαϊδευτά, και χάει-χάει, ώσπου να
ξεκινήσει. Άμα ξεκινήσει, πάει. Ένα μήνα θέλει υπομονή, ζέξιμο και χαϊδολόημα,
όσο να συνηθίσει το σώμα του ’δώ να τραβάει, να καταλάβει ότι μπαίνει πλέον κι
αυτό σε δουλειά, θέλει υπομονή! Μη ντο χτυπήσεις, μην τ’ αγριέψεις, το ’χασες!
Ή θα σε σκοτώσει ή θα σου βγάλει χούκι (κακή συνήθεια, ελάττωμα) και δεν θα
ξαναγίνεται [διορθώνεται]. Θα κολώνει, θα κλωτσάει, θα λακάει [φεύγει], δεν
μπορείς να το φέρεις σε λογαριασμό μετά. Εγώ στο Κουρτέσι, με παίρνανε χρόνια κι
έζενα [εκπαίδευε πουλάρια]. Πληρωνόμουνα καλά, όμως. Κράταγε δεκαπέντε-είκοσι
μέρες. Μετά, άμα άρχιζα και το λιγο-φόρτωνα, τσου το’ δινα.
Μεταφορά οικοσκευής με τετράτροχο κάρο στον Πύργο
Όταν έβρεχε, όποιος είχε μουσαμά
και ντενότανε καλά και μπότες, καλώς. Τότε δεν είχαμε και μουσαμάδες. Ομπρέλα
δε γκρατιότανε στο κάρο. Τι να κουμαντάρεις. Άλογο να κουμαντάρεις, να
φυλάγεσαι μη μπατάρεις στσι γούβες ή να κρατάς ομπρέλα; Έπρεπε να ’χεις μουσαμά.
Εγώ είχα και δικόνε μου και για τ’ άλογο. Έρρινα πάνου του το μουσαμά και
δρόμο!. Πού ακούγαμε τότε κρύο, καημένη! Πίναμε καμπόσο τσίπουρο, ανάβαμε,
άει!! ΄Οοοπ! Σταμάτημα. ‘Εεεει! Πάμε, για το ξεκίνημα. Παραλογάγαμε
[κουβεντιάζαμε] με τ’ άλογα, τα γυμνασμένα τ’ άλογα, τ’ αγωγιάτικα.
Από το ’65 και δώθε αρχίσανε και
σβήνανε τα κάρα. Μετά το ’70, πάει, δε βρίσκεις κάρο. Μέσ’ στα Λεχαινά τώρα ένα
υπάρχει, κουβαλάει ασβέστη, ο Γκουσέτης. Έχουνε και κάτι γαϊδουρόκαρα, με
λαστιχένιες ρόδες. Εγώ πρώτος το ’φτιαξα.
Την πιο πολλή δουλειά την είχαμε
απ΄ τον Αύγουστο και δώθε [για τη μεταφορά της σταφίδας]. Δουλεύανε όμως τα
κάρα ούλο το χρόνο, όπως τώρα τα φορτηγά αυτοκίνητα. Όσοι είχανε κάρα, άλλοι
βγάλανε [άδειες για] φορτηγά, τρίκυκλα, μοτοσυκλέτες.
Για τους καραγωγείς στα Λεχαινά
του τέλους του 19ου αι., βλ. Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η λυγερή, Τα Άπαντα,
τ. B’, Χρήστος Γιοβάνης, Αθήνα 1974.
Για τα Λεχαινά, βλ. Ελένη
Ψυχογιού, Λεχαινά. Ο τόπος, τα σπίτια, καλλιτεχνική επιμέλεια Σωσώ
Κατσούφη-Σεβδαλή, εκ παραδρομής, Λεχαινά 1987. Από εδώ και η παραπάνω
φωτογραφία, σελ. 45.
----------------------------
[1] Το χωριό το έχει σήμερα
σκεπάσει η λίμνη του φράγματος του Πηνειού ποταμού.
[2] Θα αρρώσταινε από
φυματίωση και θα κατέληγε στο ομώνυμο νοσοκομείο.
[3] Κυρίως λιπάσματα, σπόρο
κ.λπ.
[4] Ήταν αριστερός.
[5] Μπουχάγιερ, οικογένεια
κατασκευαστών αμαξών κάρων και μετά αμαξωμάτων φορτηγών και λεωφορείων, στην
Πάτρα, με καταγωγή από τη Μάλτα.
[6]Λάκα με ιαματικά νερά, έξω από
τα Λεχαινά, στη Δροσελή, δίπλα στην παλιά εθνική οδό Πατρών-Πύργου, όπου
πίστευαν ότι «κρατάει», ότι είναι έδρα νεράιδων και διαβόλων..
[7] Τα γραφεία και οι
αποθήκες του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού στα Λεχαινά, δίπλα στο
σιδηροδρομικό σταθμό.
[8] Ξωκλήσι στην
παραθαλάσσια περιοχή των Λεχαινών, στον Κυλλήνιο κόλπο.
[9] Κεντημένο τελετουργικό
ψωμί ή γλύκισμα στολισμένο με λουλούδια, έπαθλο στους αγώνες.
[10] Μικρό ποτάμι στα σύνορα
των περιοχών Λεχαινών και Μυρσίνης που χύνεται στον Κυλλήνιο κόλπο.
[11] Εκτεταμένο αλίπεδο
μεταξύ παραλίας και χωραφιών.
[12] Αποζημιώσεις και
βοήθεια σε είδος, από τις ΗΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου