Ένα από τα πιο όμορφα και μαγευτικά φαράγγια της Ηλείας, είναι και αυτό των Αγνάντων (Σινούζι), που βρίσκεται Νοτιοδυτικά του οικισμού της πρώην κοινότητας Αγνάντων, Αμπελάκια (Παλιοχώρι). Τα Αμπελάκια, βρίσκονται περίπου στο μέσον επί της οδού Αγνάντων- Χάνια Πανόπουλου και επί της διασταύρωσης αυτής της οδού, προς Ανθώνα- Καλό Παιδί- Σιμόπουλο.
Το τοπίο είναι πραγματικά ειδυλλιακό, με τα πυκνά δασώματα τα περίεργα κομψά και όμορφα σχήματα της μάνας φύσης, τέρπει και ταυτόχρονα μαγεύει τον κάθε επισκέπτη. Τα δροσόνερα, οι πλαγιές με ευωδιαστό θρούμπι, την ρίγανη, την ασφάκα την σπαρτιά, και τα υπεραινόβια πουρνάρια πλατάνια και δρυς, κάνουν όμορφες και γοητευτικές, αυτές τις παρθένες και αμόλυντες περιοχές. Οι αιώνιοι κάτοικοι του, νεράϊδες[1], στοιχειά, δράκοι και αερικά, αποτελούν την ατέλειωτη ιστορία του, που συνοδεύεται από παραδόσεις και μύθους, με βογγητά, ουρλιαχτά, θρήνους, σκουξίματα και με τ’ απαλά τραγούδια, τρομάζουν τους μοναχικούς επισκέπτες. Μπορούσε ακόμη αυτό το πανέμορφο φαράγγι να κεντρίσει, ζωγράφους και να εμπνεύσει συγγραφείς και ποιητές σε φυσικόπνοες και αγαπότροπες, ανθρωποδοξαστικές και θεοϋμνικές δημιουργίες της μάνας φύσης.
Η χλωρίδα και η πανίδα[2], σ’ αυτή την άγρια ομορφιά, συμπληρώνουν τις αμέτρητες βουλές της φύσης, που αναδεικνύονται και φωλιάζουν, μέσα σ’ αυτό το πανέμορφο φαράγγι.
Για μια πρώτη γνωριμία με το ειδυλλιακό και άγνωστο στο κοινό φαράγγι, μπορούμε να το περπατήσουμε από εκεί που αρχίζει. Το φαράγγι αρχίζει δειλά- δειλά να διαμορφώνεται, από την περιοχή Σιούτα, που εκεί βρίσκεται και η πρώτη πηγή του. Βαδίζοντας πιο κάτω, θα συναντήσουμε τα Χοντρά Πλατάνια, όπου είναι η δεύτερη πηγή του φαραγγιού. Στην συνέχεια κατεβαίνοντας, απαντάμε την Βαθειά Λάκκα με την πηγή της, και έπειτα από λίγα μέτρα θα συναντήσουμε τις Φυτιές όπου κι εκεί υπάρχει ακόμη μια πηγή. Αφήνοντας πίσω μας τις πρώτες πηγές, συναντάμε την θέση Λάκκα ή Φόνος του Πάνου, προχωρώντας ακόμη πιο κάτω βρίσκουμε το στενό, που ονομάζεται της Λεμονιάς ο Τράφος, λίγο πιο κάτω υπάρχει η κύρια είσοδος του φαραγγιού, που ξεκινάει από το Παλιοχώρι, διασχίζει τοΒρωμόβρυσο και καταλήγει στο Καμίνι του Γιόβολα, που βρίσκεται μέσα στο φαράγγι.
Συνεχίζοντας την πορεία μας συναντάμε την μαγευτική περιοχή Μουρίζη, όπου υπάρχει μονοπάτι που οδηγεί προς το χωριό Πρινάρι (Καραγκιούζι), λίγο ακόμη πιο κάτω θα συναντήσουμε το μαγευτικό Κεφαλόβρυσο (κύρια πηγή του ρέματος), ή τοποθεσία Σερλέκη. Στην συνέχεια κατεβαίνοντας προς δυσμάς θα συναντήσουμε τις σπηλιές του Μουρίζη, του Τσιγκούνη, του Χασάνη και του Φερλέκη.
Η επόμενη περιοχή που βρίσκεται σχεδόν στο μέσον του φαραγγιού, λέγεται Λιθαρόλακκα, πιο κάτω η Μπακόλακκα, στην συνέχεια θα βρούμε μπροστά μας το Γκατζουλέϊκο Γιοφύρι, την Λάκκα του Παπά, την σπηλιά του Σμαήλη (Ισμαήλ-Αγά), και μετά την περιβόητηΣπηλιά ή Τρούπα του Τσίρου ή Τσίδου και τέλος αφήνοντας πίσω μας το φαράγγι θα συναντήσουμε την δέση που ανήκε στον μύλο του Παρηγόρη που βρίσκεται στην περιοχή Τόρνα.
Εκεί τελειώνει το πανέμορφο φαράγγι των Αγνάντων. Ένα φαράγγι, με ατελείωτες φυσικές ομορφιές, με εκατοντάδες γέρικα πλατάνια, πουρνάρια και δρυς, με τ’ αλλοπρόσαλλα φαντασμαγορικά σχήματα και με τις περίεργες πινελιές της φύσης. Ο επισκέπτης ξεφεύγοντας από την καθημερινότητα, έρχεται σε μια ολιγόωρη επαφή με την άγρια φύση, την μοναξιά και τον γλυκό φόβο του φαραγγιού.
Μέχρι σήμερα, το φαράγγι είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό και θεωρείται ένα από τα πιο αγνότερα και καθαρότερα στην Ελλάδα, διότι δεν έχει επαφή με κανένα οικισμό, δεν το διασχίζει κανένας δρόμος και δεν είναι μολυσμένο από σκουπίδια, εφόσον δεν έχει μέχρι σήμερα ουδεμία επισκεψιμότητα.
[1] Στο χωριό Σινούζι (σημερ. Άγναντα) του δήμου Πηνείας στις παρυφές της Κάπελης μέσα στο φαράγγι του Κεφαλόβρυσου που βρίσκεται νοτιοδυτικά από τον οικισμό Παλιοχώρι (σημερ. Αμπελάκια) υπάρχει μια σπηλιά, η ονομαστή σπηλιά του Χασάνη.
Λέγεται ότι κάποτε επί Τουρκοκρατίας ένας Έλληνας από το χωριό Βύλιζα (σημερ. Πεύκες) έσφαξε ένα τούρκο μπουσαμπίρη, γιατί θέλησε να του βλάψει την γυναίκα και κυνηγημένος από ένα τούρκικο απόσπασμα και μετά από πολυήμερη περιπλάνηση κάποιο χάραμα έφθασε κατά τύχη στην σπηλιά του Χασάνη, έριξε μια ματιά τρογύρω, είδε ότι ήταν απόμερη και απάτητη για καιρό από κόσμο κάθισε να ξεκουραστεί. Μετά από τόση ταλαιπωρία και από την πείνα που είχε έγειρε λίγο να κοιμηθεί. Κοιμήθηκε αρκετές ώρες και όταν ξύπνησε, βρήκε στην σπηλιά στρωμένο τραπέζι με ούλα τα καλούδια, ψωμί, κρέας, ψητό, γλυκά, φρούτα και αρκετό κρασί. Κοίταξε, ξανακοίταξε όμως δεν είδε κανέναν αλλά ούτε άκουσε κάτι. Δεν το κούνησε ρούπι κρύφτηκε στο βάθος της σπηλιάς και περίμενε για λίγη ώρα, όμως δεν άκουσε ούτε τσάκ ούτενες είδε και τίποτα. Δεν πίστευε στα μάτια του μ’ αυτό που έβλεπε, όμως το στομάχι του στη θέα του πλούσιου στρωμένου τραπεζιού άρχισε να γουργουλίζει σαν να του έλεγε να τα φάει όλα. Και αυτό έκανε έριξε τρογύρω μια ματιά ακόμη και λίγο αλαφιασμένος καθώς ήτανε άρχισε να τρώει λαίμαργα λες και θα του τρώγανε το φαΐ, ανεμόφαγε και ήπιε αρκετό κρασί, τόσο που δεν χώραγε άλλο το στομάχι του. Όμως σιγά - σιγά πάλι αρχίσανε τα μάτια του να λαγιάζουν, ήτανε πολύ κουρασμένος και το φαί και το μπόλικο κρασί τον νυστάξανε, χωρίς να το καταλάβει αποκοιμήθηκε πάλι. Πέρασαν λίγες ώρες κι όταν έγειρε ο ήλιος όταν άρχισε να παγώνει το σώμα του, ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταγε γύρω του, ούτε τραπέζι, ούτε φαγητά, ούτε και κρασιά υπήρχαν. Η σπηλιά ήταν όπως την είχε βρει το χάραμα που έφθασε. Σηκώθηκε έψαξε δώθενες, κείθενες, τίποτις. Κοίταξε για χνάρια πάλι τίποτα, μόνο τα δικά του που είχε έρθει το πρωί, όμως το στομάχι του ήταν γιομάτο, ήταν αρκετά ξεκούραστος, το μόνο ήταν που διψούσε φοβερά. Κατέβηκε κάτου στο λαγκάδι, έσγουψε και ήπιε μπόλικο νερό να σβήσει την δίψα του. Καθώς ήτανε σγουφτός στο λαγκάδι άκουσε πίσω κάτι να χαρτσαλεύει. Πετάχθηκε σαν το αγρίμι και κρύφτηκε πίσω από ένα γέρικο πλατάνι και άρχισε να κοιτάει ανήσυχος τρογύρω του μπας και δει τι συμβαίνει. Τότε προς την ανατολική μεριά του λαγκαδιού είδε μια όμορφη κοπέλα ντυμένη νύφη και να περπατάει προς το μονοπάτι που πήγαινε κατά το Καραγιουζέϊκο (σημερ. Πρινάρι). Την ακολούθησε σιγά – σιγά και από μακριά δεν πέρασε λίγη ώρα ώσπου η κοπέλα χάθηκε μέσα στην βλάστηση και στους ίσκιους των δένδρων μιας και άρχιζε σιγά – σιγά να νυχτώνει. Τότε εκείνος κατάλαβε ότι ήταν κάποια νεράιδα. Έκανε τον σταυρό του, ευχαρίστησε μέσα του την νεράιδα γύρισε και έφυγε πηγαίνοντας προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά από χρόνια που ησύχασε ο τόπος και ξεπαστρεφτήκανε οι τούρκοι, πήρε την γυναίκα του και γύρισε και βρήκε την σπηλιά, αλλά τότε βρήκε μέσα τσοπάνηδες και τους διηγήθηκε το τι είχε συμβεί.
[2] Η πανίδα του φαραγγιού είναι πλούσια και αποτελείται από αγριόχοιρους, λαγούς, αλεπούδες, αγριόγατες, κουνάβια, σκίουρους (βερβερίτσες), νυφίτσες, φίδια, γουστέρες, χελώνες, σαλιγκάρια, βατράχια, αρκετά είδη από πανέμορφες πεταλούδες, φάσες, κίσσες, μπεκάτσες, μπεκατσίνια, τσίχλες κοτσύφια, κ.ά.
Πηγή: www.antroni.gr
Πηγή: www.antroni.gr
1 σχόλιο:
Πολύ ενδιαφέρον. Κρίμα που δεν το είδαμε κάπου γραμμένο για να το εξερευνήσουμε όταν ακόμη υπήρχε το σχολείο! ! ! Από τα Αμπελάκια ήταν ο αγαπημένος μου μαθητής και κάναμε κουβέντες για το φυσικό περιβάλλον της περιοχής του. Κρίμα που και οι ντόπιοι ακόμα δεν γνωρίζουν πολλά. Τόσες ωραίες μελέτες μπορείτε να τις κοινοποιείτε στα σχολεία του Πανόπουλου (τα μόνα πια σχολεία της περιοχής), που μπορούν να αποτελέσουν αφορμή και υλικό για Περιβαλλοντική Εκπαίδευση.
Ε.Τ.
Δημοσίευση σχολίου