Των ΘΑΝΑΣΗ ΦΟΥΣΚΙΔΗ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗ Η. ΚΟΥΝΙΑ
Σε επάγγελμα του… μέλλοντος τείνει να αναδειχτεί το λειτούργημα του ιερέα, καθώς στη χώρα μας ολοένα και περισσότεροι νέοι αποφασίζουν να φορέσουν το ράσο. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι οι κληρικοί είναι ουσιαστικά δημόσιοι υπάλληλοι, κάτι που εξασφαλίζει τουλάχιστον τη μονιμότητα και ένα σταθερό μισθό σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης. Ο δεύτερος είναι ότι στην εποχή μας, που όλες οι αξίες έχουν καταρρεύσει, η Εκκλησία παραμένει ψηλά στον αξιακό κώδικα των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να αποτελεί «καταφύγιο» για πολλούς απογοητευμένους νέους.
«Το έργο του ιερέα είναι λειτούργημα», επισημαίνει στα «Επίκαιρα» ο παπα-Γιώργης Κουρής, ο οποίος δέκα χρόνια τώρα φορά το ράσο και παράλληλα μεγαλώνει τα τέσσερα παιδιά του. «Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, θα λέγαμε ότι είναι και επάγγελμα, γιατί ο ιερέας πληρώνεται από το Δημόσιο», προσθέτει αλλά εξηγεί πως ο παπάς ασκεί κυρίως λειτούργημα. «Ένας που κάνει ένα οποιοδήποτε επάγγελμα θα κάνει το οκτάωρό του, θα γυρίσει στο σπίτι του και θα ξαναπάει την άλλη μέρα. Ο ιερέας όμως 24 ώρες το 24ωρο είναι επί ποδός. Δεν μπορεί να πει “έλα αύριο“. Όποτε οι χριστιανοί τον χρειαστούν, είναι υποχρεωμένος να τους εξυπηρετήσει», σημειώνει.
Από την πλευρά του, ο παπα-Τάκης Παπαδόπουλος, νέος ιερέας, μας λέει ότι φόρεσε το ράσο όχι μόνο λόγω θρησκευτικής πίστης, αλλά και για οικονομικούς λόγους. «Πριν από λίγα χρόνια ήμουν σε απόγνωση, έψαχνα δουλειά και δεν έβρισκα πουθενά. Ένα βράδυ, όμως, είδα ένα όνειρο. Μια άγνωστη μορφή μού εμφανίστηκε και μου έδωσε να φορέσω ένα μαύρο ράσο. Τότε κατάλαβα το μήνυμα και αποφάσισα να ακολουθήσω το δρόμο της ιεροσύνης», καταλήγει.
Πιο κατασταλαγμένος είναι ο παπα-Γιάννης Τουρλεντός, ο οποίος, μιλώντας στα «Επίκαιρα», αναφέρει ότι από μικρός ήθελε να γίνει ιερέας. «Από μικρός πήγαινα στην εκκλησία και έψελνα. Μου άρεσε ο χώρος του ναού και όλη αυτή τελετουργία, με το θυμιατό, τους ψαλμούς. Με συγκινούσε το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας», σημειώνει. Ο ίδιος, σε ερώτησή μας αν το ράσο περιορίζει τη ζωή του, μας απαντά: «Ο ιερέας δεν στερείται και πολλά πράγματα. Στα χρόνια τα σημερινά μπορεί να τα κάνει όλα αλλά με μέτρο». Και καταλήγει δίνοντας μια συμβουλή στους νέους που σκέφτονται να γίνουν παπάδες: «Αν το θέλει από μέσα του, να τον φωτίσει ο Θεός και να ξέρει ότι θα περάσει πολύ καλά».
Τους τελευταίους μήνες σε πολλές μητροπόλεις ανά την Ελλάδα παρατηρείται έντονη κινητικότητα από νέους, οι οποίοι ζητούν να μάθουν τη διαδικασία της ιεροσύνης, ενώ πολλοί από αυτούς κάνουν το βήμα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του νομού Ηλείας, όπου το ενδιαφέρον των νέων να φορέσουν τα ράσα είναι μεγάλο. Ήδη στα διάφορα εκκλησιαστικά σχολεία φοιτούν 22 ιεροσπουδαστές και έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους μετά την ολοκλήρωση των σπουδών να γίνουν ιερείς της Μητρόπολης Ηλείας που διαθέτει 218 ενορίες.
Ποια είναι η διαδικασία
Ωστόσο, από τη στιγμή που κάποιος καταλήξει σε αυτή την απόφαση, πρέπει να τηρεί ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. «Ο υποψήφιος ιερέας πρέπει να διαθέτει σύνεση, αυτοθυσία, κλίση προς την ιεροσύνη, σεμνότητα, επαρκή μόρφωση, διδακτική ικανότητα αλλά και σωματική και πνευματική υγεία για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα πολλαπλά ιερατικά του καθήκοντα», μας λέει ιερέας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Πολύ βασικό, ωστόσο, είναι να έχει τη λεγόμενη συμμαρτυρία του πνευματικού του, δηλαδή συστάσεις από τον ιερέα της ενορίας του ή ακόμα και από τον τοπικό μητροπολίτη, να έχει λευκό ποινικό μητρώο, να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και, αν είναι έγγαμος, να έχει γραπτή συγκατάθεση της συζύγου του, η οποία δεν πρέπει να έχει άλλο γάμο στο ενεργητικό της. Επίσης, δεν θα πρέπει ο υποψήφιος να είναι διαζευγμένος ή παντρεμένος δύο φορές και φυσικά να μην έχει τελέσει πολιτικό γάμο!
Τα τυπικά προσόντα που πρέπει να έχει κάποιος είναι παρόμοια με αυτά των δημοσίων υπαλλήλων, με επιπρόσθετο κριτήριο την υποχρεωτική φοίτηση για δύο χρόνια σε κάποια ιερατική σχολή. Αυτές είναι είτε κάποιο Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο ή Λύκειο είτε Εκκλησιαστικό ΙΕΚ, ενώ ισχύει φυσικά και για τους αποφοιτήσαντες πτυχιούχους της Ανώτατης Θεολογικής Σχολής ή των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών (βλ. Βελλά). Σημειώνεται ότι από τη δεκαετία του 1970 καταργήθηκε ο νόμος που έδινε τη δυνατότητα της χειροτόνησης ιερέων με μειωμένα προσόντα, δηλαδή μόνο με απολυτήριο Δημοτικού.
Επιπλέον, ο εν δυνάμει ιερέας περνά από «συνέντευξη» από το μητροπολίτη, στην εκκλησιαστική επαρχία του οποίου θα ενταχθεί. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία, ο μητροπολίτης συζητά με το νέο ιερωμένο τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να γίνει ιερέας. Μάλιστα, αν ο αρχιερέας αντιληφθεί ότι ο λόγος είναι καθαρά οικονομικός, τότε ο υποψήφιος θα «κοπεί». Σε διαφορετική περίπτωση, ο δεσπότης ορίζει την ημέρα χειροτονίας σε διάκονο και αμέσως αποστέλλονται τα χαρτιά του στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Αφού γίνει δεκτός ο διορισμός του ως δημοσίου υπαλλήλου στη συγκεκριμένη μητρόπολη, αρχίζει να «τρέχει» ο μισθός του.
Μικρός ο μισθός, αλλά υπάρχουν και τα «τυχερά»
Σύμφωνα με πηγές από την Ιερά Σύνοδο, ο βασικός μισθός ενός νέου ιερέα, έγγαμου, με δύο παιδιά, είναι περίπου 770 ευρώ, και ανεβαίνει κλιμακωτά, ανάλογα με τα τυπικά προσόντα, τον αριθμό των παιδιών, το πτυχίο του κ.ά. Υπάρχει επιπλέον ένα επίδομα προβληματικών περιοχών, που ορίζεται σε 40 ευρώ μεικτά για όσους κινούνται σε απόσταση μεγαλύτερη των 30 χιλιομέτρων, ενώ σε παραμεθόριες μητροπόλεις, όπως η Κόνιτσα, το επίδομα αυτό ανέρχεται σε 120 ευρώ. Ωστόσο, με το νέο ειδικό μισθολόγιο που προβλέπεται για τους δημοσίους υπαλλήλους από την 1η Ιανουαρίου του 2010, ο πρώτος μισθός θα μειωθεί κατά 50-70 ευρώ…
Τα πράγματα είναι δυσκολότερα για τον άγαμο. Ο άγαμος υποψήφιος θα πρέπει να μείνει τρία χρόνια δόκιμος μοναχός σε μοναστήρι της μητροπόλεως και αυτό σημαίνει πως δεν θα πληρώνεται. Ύστερα από τρία χρόνια και εφόσον κριθεί ικανός, περνά στο δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης, ενώ μπορεί να φτάσει στον τρίτο βαθμό, αυτόν του επισκόπου. Υπάρχουν βέβαια και τα λεγόμενα «τυχερά», αυτά όμως ισχύουν περισσότερο ή σχεδόν αποκλειστικά για τους ιερείς που βρίσκονται στα αστικά κέντρα και όχι για τους παπάδες της περιφέρειας.
Ειδικότερα, ο μέσος μισθός των ιερέων στην Ελλάδα και μάλιστα αποφοίτων θεολογικών σχολών, δηλαδή πρώτης κατηγορίας, κυμαίνεται από 850 έως 1.100 ευρώ το μήνα. Παράλληλα, ο αρχιμανδρίτης με 28 έτη υπηρεσία παίρνει 1.200 ευρώ μηνιαίως, ενώ ο μισθός των μητροπολιτών στην Ελλάδα δεν υπερβαίνει τα 1.500 με 2.000 ευρώ το μήνα.
Γίνε παπάς στην Αμερική!
Εντελώς διαφορετικά είναι τα μισθολογικά δεδομένα των ορθόδοξων ιερέων στο εξωτερικό. Μάλιστα, οι μισθοί των ιερέων της Αρχιεπισκοπής Αμερικής φτάνουν ακόμα και τις 150, 170 και 200 χιλιάδες δολάρια το χρόνο, με αποτέλεσμα οι Ελληνορθόδοξοι ιερείς της Αμερικής να θεωρούνται από τους πλέον υψηλόμισθους κληρικούς όλων των Ορθόδοξων Δικαιοδοσιών των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της ανά τον κόσμο Ορθόδοξης Εκκλησίας! Επιπλέον, στις ΗΠΑ απολαμβάνουν και τα ευεργετήματα, τα λεγόμενα benefits, που περιλαμβάνουν τα έξοδα κατοικίας, ιατρικής ασφάλισης, αυτοκινήτου, παραστάσεων και συμμετοχής σε ιερατικά συνέδρια και κληρικολαϊκές συνελεύσεις, καθώς επίσης και την πληρωμή των φόρων για το social security. Αντίστοιχα, στην Κύπρο ο μέσος μισθός ενός ιερέα κυμαίνεται στα 2.000 ευρώ.
Εγκατέλειψαν τη δόξα και κλείστηκαν σε μοναστήρι!
Παραδείγματα ανθρώπων που εγκαταλείπουν τη «λαϊκή» ζωή και αφιερώνονται στην ιεροσύνη, για λόγους πνευματικούς αλλά και οικονομικούς, υπάρχουν πολλά, όπως πολλά είναι και τα πρόσωπα της show biz που αφήνουν τη λαμπερή ζωή τους για να περάσουν την πόρτα μοναστηριών. Οι λόγοι εδώ, βέβαια, δεν είναι τόσο οικονομικοί, όσο κυρίως πνευματικοί. Κι αυτό γιατί στους ιερούς χώρους των μονών και των ησυχαστηρίων, οι καλλιτέχνες αναζητούν τον εαυτό τους… Μεταξύ αυτών είναι η Ναταλία Λιονάκη, για την οποία χύθηκε πολύ μελάνι τα τελευταία χρόνια. Στα 32 χρόνια της, η πανέμορφη ηθοποιός με τα κόκκινα μαλλιά και τα γκριζοπράσινα μάτια άφησε πίσω της τα τηλεοπτικά πλατό και τα σίριαλ που πρωταγωνιστούσε («Φιλοδοξίες», «Η ώρα η καλή», «Βέρα στο δεξί» και «Σαράντα κύματα»), για να μπει στο μοναστήρι της Παναγίας Θεογεννήτορος, στην περιοχή Μοίρες, στην Κρήτη. Αντίστοιχα, η Αλεξανδριανή Σικελιανού, μια όμορφη και πολλά υποσχόμενη ηθοποιός, εγκατέλειψε την υποκριτική για να αφοσιωθεί στον Θεό, φτάνοντας μάλιστα μέχρι τα Ιεροσόλυμα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η τραγουδίστρια Μαίρη Αλεξοπούλου, η οποία έγινε η μοναχή Θεονύμφη και δημιούργησε το ησυχαστήριό της λίγο έξω από την Αθήνα. Όμοια παραδείγματα είναι ο ηθοποιός Νίκος Καραδημητρίου, ο οποίος στην Πάτμο δημιούργησε το δικό του εκκλησάκι, και η κόρη του Πέτρου Φυσσούν, Άννια, η οποία είχε περάσει ένα διάστημα στη Μονή του Οσίου Μελέτιου έξω από τη Θήβα.
Παραδείγματα ανθρώπων που εγκαταλείπουν τη «λαϊκή» ζωή και αφιερώνονται στην ιεροσύνη, για λόγους πνευματικούς αλλά και οικονομικούς, υπάρχουν πολλά, όπως πολλά είναι και τα πρόσωπα της show biz που αφήνουν τη λαμπερή ζωή τους για να περάσουν την πόρτα μοναστηριών. Οι λόγοι εδώ, βέβαια, δεν είναι τόσο οικονομικοί, όσο κυρίως πνευματικοί. Κι αυτό γιατί στους ιερούς χώρους των μονών και των ησυχαστηρίων, οι καλλιτέχνες αναζητούν τον εαυτό τους… Μεταξύ αυτών είναι η Ναταλία Λιονάκη, για την οποία χύθηκε πολύ μελάνι τα τελευταία χρόνια. Στα 32 χρόνια της, η πανέμορφη ηθοποιός με τα κόκκινα μαλλιά και τα γκριζοπράσινα μάτια άφησε πίσω της τα τηλεοπτικά πλατό και τα σίριαλ που πρωταγωνιστούσε («Φιλοδοξίες», «Η ώρα η καλή», «Βέρα στο δεξί» και «Σαράντα κύματα»), για να μπει στο μοναστήρι της Παναγίας Θεογεννήτορος, στην περιοχή Μοίρες, στην Κρήτη. Αντίστοιχα, η Αλεξανδριανή Σικελιανού, μια όμορφη και πολλά υποσχόμενη ηθοποιός, εγκατέλειψε την υποκριτική για να αφοσιωθεί στον Θεό, φτάνοντας μάλιστα μέχρι τα Ιεροσόλυμα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η τραγουδίστρια Μαίρη Αλεξοπούλου, η οποία έγινε η μοναχή Θεονύμφη και δημιούργησε το ησυχαστήριό της λίγο έξω από την Αθήνα. Όμοια παραδείγματα είναι ο ηθοποιός Νίκος Καραδημητρίου, ο οποίος στην Πάτμο δημιούργησε το δικό του εκκλησάκι, και η κόρη του Πέτρου Φυσσούν, Άννια, η οποία είχε περάσει ένα διάστημα στη Μονή του Οσίου Μελέτιου έξω από τη Θήβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου