Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Πολλές φορές ακούμε την λέξη «κοψίδι» και όλοι εννοούμε κάποιο κομμάτι, κρέας ή μεζέ, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, από οποιοδήποτε σφάγιο.
Κατά την ημέρα που έσφαζαν παλιά τα γουρούνια, κυρίως τα Χριστούγεννα και τις Αποκριές, επειδή αυτά ήσαν χρονιάρικα (ηλικίας ενός χρόνου) και μπορεί και περισσότερο συνήθως ήσαν μεγάλα δηλαδή από 100 οκάδες και πάνω, τότε καλούσαν φίλους, συγγενείς και γείτονες να συνδράμουν ώστε να το γονατίσουν ξαπλώσουν στο κάτω στο έδαφος. Η διαδικασία του ξαπλώματος άρχιζε με συνεχόμενο χάϊδεμα και ξύσιμο στην κοιλιακή χώρα και αυτό έπειτα από λίγα λεπτά ξάπλωε κάτω το έδαφος. Αμέσως το έπιαναν οι άνδρες να το κρατήσουν σταθερό και ο σφάχτης με το μαχαίρι να του κάνει την τομή στον λαιμό. Η βοήθεια των ανδρών χρειάζονταν περισσότερο μέχρι να ξεψυχήσει το σφάγιο και λιγότερο κατά το κρέμασμα, το γδάρσιμο και το ξεκοίλιασμα.
Όταν έσφαζαν γουρούνι προέβαιναν σε μια ιεροτελεστία, κι αυτό το αντλούμε από τις ενέργειες που τελούσαν όταν λιγοψυχούσε το σφάγιο. Τότε του έβαζαν στο στόμα ένα λεμόνι και μετά το λιβάνιζαν και τότε όλοι εύχονταν, «Καλό- φάγωτο», «Του χρόνου τρανύτερο», «Καλές Γιορτές», «Μπουκιά και χόρταση» κ.λπ. Μόλις ξεψύχαγε, ο σφάχτης του έκοβε τον καρύτζαφλο (φάρυγγα) και αφού προηγουμένως είχε ανάψει φωτιά η νοικοκυρά του ιδιοκτήτη του χοιρινού, έριχναν τον καρύτζαφλο επάνω στα κάρβουνα να ψηθεί για να πιουν ένα ποτήρι κρασί οι παρευρισκόμενοι, να δώσουν τις ανάλογες ευχές και να δοκιμάσουν από το σφάγιο.
Όμως ο καρύτζαφλος, όπως είναι φυσικό, δεν έφτανε ούτε καν να δοκιμάσουν οι παρευρισκόμενοι. Γι’ αυτό, όταν έγδερναν το χοιρινό, όπως ήταν κρεμασμένο, ο σφάκτης έκοβε με το μαχαίρι του ένα – ένα κομμάτι κρέας, συνήθως από το μπούτι και το έριχναν στα κάρβουνα, το έψηναν και συνέχιζαν το φαγητό, το πιοτό και τις περισσότερες φορές έπιαναν και κανένα τραγουδάκι, ή και επιστράτευαν και κανένα κλαρίνο ή λαούτο, η φλογέρα και το γλέντι κρατούσε μέχρι αργά.
Πολλές φορές από το παρατεταμένο φαγητό και το γλέντι, κόβοντας συνέχεια κοψίδια, ξεκοκάλιζαν σχεδόν μεγάλο μέρος του χοιρινού και έτσι ο κόπος της χρονιάς από το κέφι την πείνα και το γλέντι πήγαινε στράφι. Όμως οι ιδιοκτήτες του σφάγιου δεν προβληματίζονταν αν κατανάλωσα περίσσιο κρέας από αυτό που έπρεπε. Έλεγαν οι παλαιοί: «Με το κοψίδι το σφαχτό δεν σώνεται!»
Γενικά αντλούμε τις πληροφορίες ότι κοψίδι ήταν το εκάστοτε κομμάτι κρέατος μόνον από χοιρινό σφάγιο που έκοβαν και έψηναν επί τόπου, όταν ήταν ακόμη το σφάγιο ήτα κρεμασμένο και όχι τεμαχισμένο και έστηναν ένα πρόχειρο τσιμπούσι, χωρίς άλλες διαδικασίες και τραπεζώματα.
Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις με τα κοψίδια:
«Αν δεν φάει ο παπάς κοψίδι, γλέντι δεν στεριώνει!»
«Γλυκά στην πείνα τα αγραπίδια μα πιο νόστιμα ειν’ τα κοψίδια!»
«Γλυκό είναι το κοψίδι κι ας είναι ούλο ξύγκι!»
«Κοψίδι – κοψιδάκι, πάει χαράμι το θρεφταράκι!»
«Κοψίδι το κοψίδι δεν έμειν’ ούτε αρχίδι!»
«Ο πλούσιος με τον μόσχο και ο φτωχός με το κοψίδι κι οι δυο το ίδιο χορταίνουν!»
«Ότι απομείνει από κοψίδι, πάει στην μπάκα του νοικοκύρη!»
«Πολλά κοψίδια στην θράκα ούλα τα κόκκαλα στην λάκκα!»
«Τα κοψίδια δεν έχουν κόκκαλα!»
«Τα κοψίδια κάνουν το θρεφτάρι κοκκαλιάρη!»
«Φάει διακονιάρη μου αρχίδι! – Καλό είναι αφέντη μου και το κοψίδι!»
1 σχόλιο:
Καλημέρα σας! Σας παρακολουθώ εδώ και καιρό και μου αρέσουν, τόσο οι αναφορές σε παλιές ιστορίες, όσο και τα λαογραφικά σας θέματα. Θα ήθελα να κάνω μία παράκληση-πρόταση για θέμα, αν δέχεστε προτάσεις, φυσικά...
Θα μπορούσατε να συμπεριλάβετε τοπικές σπεσιαλιτέ και συνταγές, που μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά. Έχω καταγωγή από τα Χάνια Πανόπουλου και θυμάμαι ότι η γιαγιά μου έφτιαχνε έναν μπακλαβά, που ήταν ο πιο νόστιμος μπακλαβάς που είχα φάει ποτέ! Από ό,τι θυμάμαι, είχε καρύδια, κανέλλα, γαρύφαλο, τρίμματα ψωμιού (προζυμένιου, φυσικά), και καβουρδισμένο σουσάμι και ήταν σε μορφή ρολού. Δεν νομίζω να φτιάχνουν τον ίδιο μπακλαβά αλλού. Δυστυχώς, η μαμά μου δεν έτυχε ποτέ να μου μάθει να τον φτιάχνω και τώρα που έχει άνοια αποκλείεται να μου πει ποτέ.
Καλή συνέχεια και ευχαριστώ για τον χρόνο σας
Δημοσίευση σχολίου