Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Η επεξεργασία της ίσκας

ΙΣΚΑ
Τα παλιά τα χρόνια όταν δεν είχαν ανακαλυφθεί τα σημερινά μέσα ανάμματος φωτιάς, όπως τα σπίρτα, οι αναπτήρες, ο άνθρωπος άναβε την φωτιά με την βοήθεια της ίσκας. Η ίσκα είναι ένας μύκητας φυτό που αναπτύσσεται στους ξερούς και σαπισμένους κορμούς των δένδρων, ή σε σωρούς από φύλλα. Επιστημονικά λέγεται Αγαρικόν, το Έναυσμα, ή Πολύπορο, ο Πυρφόρος (Αγκάρικουμ Χιρουργιόρουμ ή Πολύπορους Ιγκνιάτιους). Οι μύκητες αυτοί συνήθως αποτελούνται από δισεκατομμύρια νεκρών ζωικών ή φυτικών μικροβίων, επάνω στο φυτικό υλικό στο οποίο αναπτύσσεται η αποικία των μικροβίων μεταλλάσσεται σαν ξερή φυτική ύλη μεγάλης περιεκτικότητας σε άνθρακα φαρφατιασμένο. Συνήθως αυτοί οι μύκητες αναπτύσσονται στα δένδρα της Αμυγδαλιάς, Μουριάς, Αμπέλου, Ελιάς, Οξιάς, Πεύκου, Εσπεριδοειδών, και ιδίως της Δρυς (Βελανιδιάς). Χρησιμεύει και σαν αιμοστατικό, επί των εγκαυμάτων και για την θεραπεία των κάλων.
Οι μύκητες της Βελανιδιάς είναι πολλών ειδών, από την βελανιδοφόρο δρυς, την αγρία δρυς, ή το πρινάρι του οποίου η θαμνώδης ποικιλία λέγεται και κατσοπρίνι. Η βελανιδοφόρος δρυς είναι η γνωστή βελανιδιά. Ένα μεγάλο δάσος από βελανιδιά βρίσκεται στην Φολόη της Ηλείας.
Η ίσκα εξωτερικά έχει χρώμα σταχτί προς το λευκό, ενώ εσωτερικά έχει καφέ χρώμα. Μοιάζει με το μανιτάρι, με την διαφορά όμως ότι αυτή είναι πολύ σκληρή, ενώ το μανιτάρι πάρα πολύ μαλακό.
Κατά την ανάπτυξή της είναι νωπή και μαλακή σαν πολτός. Όταν πεθαίνει το μικρόβιο ξεραίνεται και σκληραίνει. Την ίσκα την μάζευαν κατά τους θερινούς μήνες και την τοποθετούσαν μέσα σε αλισίβα επί σαράντα (40) ημέρες περίπου. Κατά διαστήματα την έβγαζαν και την στούμπιζαν για να μαλακώσει. Αφού μαλάκωνε κάπως, την έβγαζαν από την αλισίβα και την έβαζαν στον ήλιο για να στεγνώσει, οπότε και ήταν έτοιμη προς χρήση.
Στην συνέχεια την ξεφλούδιζαν την έκοβαν σε μικρούτσικες σκλήθρες, λεπτές σαν το φυτιλάκι του καντηλιού ή σε λεπτές ταινίες ή σε μακρόϊνους σπάγκους. Το υλικό της ίσκας είναι εύφλεκτο στους σπινθήρες της φωτιάς. Αυτοί οι σπινθήρες παράγονται όταν τεμάχιο από στουρνάρι χτυπηθεί απότομα και δυνατά με ατσαλένιο τεμάχιο. 
Συνήθως τα άλογα όταν έτρεχαν τ’ ατσαλένια πέταλα των όταν έρχονταν σ’ επαφή με στουρναρόπετρες ξεπηδούσαν σπινθήρες φωτιάς.
Σήμερα ακόμη σε μερικά μοναστήρια του Αγίου όρους χρησιμοποιούν την ίσκα στα καντήλια τους αντί για φυτίλι.

ΠΥΡΙΟΒΟΛΟΣ
Για ν’ ανάψουμε φωτιά πρέπει να έχουμε ένα κομμάτι στουρνάρι και έναν ατσαλένιο πυριόβολο. Αυτός είναι ειδικά φτιαγμένος από κομμάτι ατσαλιού, με ποικίλα διακοσμητικά γυρίσματα στις άκρες. Έχει μήκος 4-5 εκατοστά περίπου και πλάτος ένα εκατοστό σε σχήμα ελλειψοειδές, το βάρος είναι λίγα γραμμάρια, είναι σε σχήμα πλακέ, με την κόχη που κτυπά το στουρνάρι, ανώμαλη και παχύτερη του λοιπού μέρους του.
Για ν’ ανάψουν φωτιά έβγαζαν με το νύχι τους μια φλούδα από την ίσκα, την τοποθετούσαν επάνω στην στουρναρόπετρα, την κρατούσαν εκεί γερά με το αριστερό χέρι (αντίχειρα και δυο δάκτυλα) και με το δεξί χέρι κτυπούσαν την ίσκα και την στουρναρόπετρα ξυστά, δυνατά κι απότομα από επάνω προς τα κάτω με τον πυριόβολο, οπότε η πέτρα πέταγε φωτιά (σωρό από σπίθες) και αμέσως άναβε η ίσκα. Η ίσκα μετά την επεξεργασία είχε γίνει λεπτές εύφλεκτες τριχούλες.
Έπειτα είτε άναβαν το τσιγάρο τους με την (άμεσα απανθρακωμένη ίσκα, είτε την έβαζαν σε στεγνό μαλακό βαμβακερό κουρέλι ή σε ξερά γκάβαλα ή σβουνιές, που ήταν πλούσια σε ξηρά φυτικά υπολείμματα. Και αφού μεταδίδονταν σ’ αυτή η φωτιά, είχαν το προσάναμμα φρύγανα, ή χάχαλα. Η στουρναρόπετρα είναι πλούσια σε λεπτή σκόνη άνθρακα που πυρακτώνεται από την τριβή με το κτύπημα του ατσαλιού στην πέτρα και έτσι παράγεται η φωτιά.

ΓΑΙΔΟΥΡΑΓΚΑΘΟ
Άλλο εύφλεκτο υλικό κατάλληλο για προσάναμμα ήταν το βλαστάρι του γαϊδουράγκαθου. Συνήθως φύεται στις όχθες των λαγκαδιών και ιδίως σε αμμουδερά χώματα. Τα φύλλα του μοιάζουν σαν της άγριας αγκινάρας. Φθάνουν σε ύψος από ένα έως ενάμιση μέτρο και το καλοκαίρι ξεραίνονται. Τα συνέλλεγαν και στην συνέχεια τα καψαλίζανε ελαφρά για να φύγουν τα αγκάθια από το φύλλωμα και τον κορμό. Έπειτα τα ξύνουν με το μαχαίρι ή με κομμάτι από γυαλί και βγάζουν λεπτές ίνες σαν βαμβάκι, εύφλεκτες σαν την ίσκα και με τον ίδιο τρόπο ανάβουν την φωτιά. 
Ο τρόπος αυτός ανάμματος της φωτιάς θεωρείται ότι είναι ο αρχαιότερος, λέγεται ότι έτσι άναψε την φωτιά και ο Προμηθέας και ο τρόπος λέγεται «Προμηθεϊκός».

ΤΣΑΚΜΑΚΙΑ
Με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά ο άνθρωπος, ανακάλυψε τα τσακουμάκια ή τσακμάκια με το φυτίλι. Το τσακμάκι ήταν ένα εργαλείο με ένα σωλήνα που τοποθετούσαν την τσακμακόπετρα μέσα τοποθετούσαν ένα ελατήριο και στην άλλη άκρη του σωλήνα, μια βίδα για να ρυθμίζει την πίεση στην πέτρα. Στο επάνω μέρος ήταν ενσωματωμένος ένας μικρός ανώμαλος τροχίσκος. Δίπλα από τον σωλήνα της τσακμακόπετρας ήταν ενσωματωμένος ένας ακόμη σωλήνας του φυτιλιού.
Έβγαζαν λίγο το φυτίλι και με τον αντίχειρα γύριζαν απότομα τον τροχίσκο και αυτός μετά την εντριβή που είχε με την τσακμακόπετρα πέταγε σπινθήρες και στην συνέχεια έπιανε φωτιά το φυτίλι. Τσακμάκι σήμερα αποκαλείται ο αναπτήρας και η λέξη προέρχεται από το τούρκικο çakmak.


ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
Αλισίβα, η = έβραζαν νερό με στάχτη,  και το άφηναν να καθίσει η στάχτη και το νερό που καθάριζε το έλεγαν αλισίβα.
Γκάβαλο, το = κόπρανα αλόγου, γαϊδάρου, ημίονος.
Καψαλίζω, = το καίω ελαφρά, το περνάω από τη φωτιά.
Πυριόβολο, το = πυροβόλο.
Σβουνιά, η = κόπρανα βοοειδών.
Σκλήθρα, η = μικρή ξύλινη ακίδα.
Στουμπίζω,  =  κοπανάω.
Στουρνάρι, το = σκληρός λίθος.
Τσακμακόπετρα, η = ατσάλινο σύρμα.
Χάχαλο, το = το μικρό λεπτότατο ξερό κλαδί.

Πηγή: www.antroni.gr

2 σχόλια:

Κώστας Δεληγιαννιδης είπε...

Ευχαριστούμε θερμά για την δημοσίευση αυτή, σχετική με την επεξεργασία της ίσκας, μια όμορφη ιστορική αναδρομή με εκπαιδευτικό χαρακτήρα...

Κωνσταντίνος Κ. είπε...

Μπράβο σας για το άρθρο σας. Είναι πλήρες και κατανοητό.