Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

ΛΑΜΠΡΩ Η ΛΥΚΟΥΡΟΠΟΥΛΑ

  Η Λάμπρω, είναι ένα πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι με πολλές παραλλαγές τραγουδιέται σχεδόν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Αρκετές περιοχές της πατρίδας μας, το οικειοποιήθηκαν, αποδίδοντας αυτό σε ντόπια πρόσωπα και γεγονότα. Εδώ στην Ηλεία το συγκεκριμένο τραγούδι, αναφέρεται στην Λάμπρω Λύκουρα ή Λυκουροπούλα.
 
  Η Λάμπρω, κατά την παράδοση, ήταν γυναίκα του Αντώνη Λύκουρα (παρατσούκλι Τσαγκραντώνη), από το χωριό Κουτσοχέρα του πρώην δήμου Ωλένης. Η Λάμπρω συνελήφθη κατά τα τέλη Νοέμβρη 1825, σε κάποια ληστρική επιδρομή των στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά στην Πηνεία και στην Ωλένη. Μόλις οι κάτοικοι του χωριού αντιλήφθηκαν τους Τουρκοαιγύπτιους να κοντοζυγώνουν στο χωριό τους, πήραν ότι πρόχειρο μπορούσαν και κρύφθηκαν στους λόγγους και στο πευκόδασος της περιοχής. Το ίδιο έπραξε και η νεαρή τότε Λάμπρω, η οποία μέσα στο πανδαιμόνιο που ακολούθησε, το μόνο που σκέφθηκε ήταν το αχρόνιαστο μωρό της. Χωρίς να χάσει χρόνο, το άρπαξε στην αγκαλιά της και σαν το αγρίμι, ροβόλησε στην ρεματιά και τρύπωσε στους λόγγους. Όμως ήταν πολύ άτυχη, διότι καθώς οι διώκτες έψαχναν μέσα στους λόγγους για να συλλάβουν αιχμαλώτους, άκουσαν το κλάμα του μωρού της την εντόπισαν αμέσως και την βρήκαν αγκαλιά με το παιδί της, κρυμμένη σε μια βατουκλιά. Την συνέλαβαν χωρίς να προσφέρει καμιά αντίσταση και σκότωσαν επί τόπου το μωρό. Στην συνέχεια, εφόσον την βίασαν διαδοχικά, την έδεσαν μ’ ένα σχοινί πίσω από ένα άλογο και την σύρανε κοντά τους, μαζί και με αρκετούς αιχμαλώτους από την περιοχή.
  Μόλις τελείωσε το πλιάτσικο στα χωριά, καθώς αναφέρει η παράδοση, οι Τουρκοαιγύπτιοι συνάχθηκαν στο χωριό Κούλουγλι (σημ. Οινόη, χωριό του πρώην δήμου Πηνείας) και έπειτα αναχώρησαν με κατεύθυνση προς το Λάλα. Όταν έφθασαν στο Λάλα -παλιά φωλιά των Λαλαίων Τουρκαλβανών,- είχαν συγκεντρώσει κι άλλους αιχμαλώτους, άνδρες γυναίκες και παιδιά, όπου θα διανυκτέρευαν εκεί και την άλλη μέρα θ’ αποχωρούσαν για του Σινάνου (σημ. Μεγαλόπολη), κατ’ άλλους όλες οι αιχμάλωτες γυναίκες θα οδηγούντο σε κάποιο λιμάνι να μπαρκάρουν για τα σκλαβοπάζαρα της Αραπιάς. Κατά την διαμονή στο Λάλα (κεφαλοχώρι του πρώην δήμου Φολόης), η Λάμπρω, εντελώς τυχαία γνωρίστηκε με μια γυναίκα (το μικρό της όνομα ήταν κατά πάσα πιθανότητα Φωτεινή ή Φωτούλα) από το χωριό Σινούζι (σημ. Άγναντα, χωριό του πρώην δήμου Πηνείας), με το επώνυμο Ντέλη (Ντελοπούλα), που ήταν η γιαγιά του Γιώργη, του Φώτη και του Θόδωρου Ντέλη. Κατά πληροφορίες που έχω συλλέξει αναφέρεται ότι η Λάμπρω είχε κάποια κοντινή συγγένεια με την Ντελοπούλα, από το σόι της μάνας της.
  Εκεί μαζί και χωρίς να πουν κουβέντα σ’ άλλους αιχμαλώτους, αποφάσισαν και ταυτόχρονα σχεδίαζαν πώς ν’ αποδράσουν. Τη επόμενη νύχτα την ώρα που οι Τούρκοι αποκοιμήθηκαν, η Λάμπρω και η Σινουζιώτισσα (Φώτο), ξεγέλασαν τον φρουρό και το έσκασαν, αφού με μεγάλη προσοχή, δρασκέλισαν περίπου 40 Τούρκους στρατιώτες. Όταν οι Τούρκοι αντελήφθησαν τη φυγή τους, σήμαναν συναγερμό και στην αναμπουμπούλα που ακολούθησε μέσα στο σκοτάδι, οι δυο θαρραλέες γυναίκες, με την βοήθεια κάποιων φυσικών σημαδιών που είχαν βάλει στο δρόμο, καθώς οδηγούνταν στο Λάλα, κατόρθωσαν να περάσουν τον Λαλαίϊκο κάμπο και να τρυπώσουν μέσα στον λόγγο και ν’ ανηφορίσουν για να μπουν μέσα στην Κάπελη. Καθώς αναφέρεται, μόλις φθάσανε στον Άγιο Γεώργιο που βρίσκεται κοντά στο Μποτίνι, (σήμ. Πέρσαινα χωριό του πρώην δήμου Φολόης) τότε σταματήσανε να πάρουνε μια ανάσα. Η Λάμπρω αμέσως τρύπωσε μέσα στο ναΐδριο του Αγίου Γεωργίου, και εκεί έκανε παράκληση στον Άγιο να γλιτώσουν από τα χέρια των Τούρκων και έταξε, καθώς αναφέρει το τραγούδι:

  Σαράντα δυο Τουρκόπουλα τη Λάμπρω κυνηγάνε

κ’ η Λάμπρω από το φόβο της στον Άη Γιώργη τρέχει.
- Άγιε μ’ Αγιώργη, γλύτωμε απ’ των Τουρκών τα χέρια,
να φέρω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι
και στα βουβαλοτόμαρα να κουβαλώ το λάδι.
Δεν πρόλαβε καλά- καλά να τελειώσει, οπότε τρούπωσε μέσα η Φωτούλα και της είπε γεμάτη βιασύνη και φόβο:
-Πάμε Λάμπρω πλακώσανε τα θεριά, πάμε- πάμε να φύγουμε.
Βγήκαν έξω από το ναΐδριο και εξαφανίσθηκαν μέσα στο πυκνό της Κάπελης. Για την ώρα κατάφεραν και γλίτωσαν. Παρ’ όλες τις εκτεταμένες προσπάθειες που έκαναν οι Τούρκοι και έψαξαν ερμητικά το δάσος, τελικά δεν κατάφεραν να τις ανακαλύψουν. Όταν οι δυο γυναίκες αντιλήφθηκαν, ότι αποχώρησαν οι στρατιώτες, πάντα με προφυλάξεις πήρανε τον δρόμο για να ξαναγυρίσουν στον τόπο τους. Έπειτα από μια ολοήμερη ταλαιπωρία και μεγάλη εξάντληση, περπατώντας πάντα μέσα στους λόγγους και με μεγάλες προφυλάξεις, επέστρεψαν σώες στα χωριά τους.

  Μετά την πανωλεθρία που έπαθαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά, κατά την ναυμαχία στο Ναβαρίνο στις  20 Οκτωβρίου του 1827, υποχρεώθηκαν και υπέγραψαν μια συμφωνία με τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και βάσει της συμφωνίας έπρεπε απαραιτήτως εντός ολίγων ημερών ν’ αποχωρήσουν από τον Μοριά. Και σύμφωνα με την συνθήκη που υπέγραψαν πραγματοποιήθηκε και η ανταλλαγή των αιχμαλώτων, και έκτοτε αποχώρησαν μια για πάντα από τον πολύπαθο και ερημωμένο Μοριά.

  Η λαϊκή μούσα την περιπέτεια και το κυνηγητό της Λάμπρως από τους Τούρκους την έκανε τραγούδι, που σώζεται και τραγουδιέται μέχρι σήμερα.


1. ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΩΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Αν αρχινήσω και, μωρέ και, να ειπώ της Λάμπρως το τραγούδι,
θα κάνω τα βουνά να κλαίν’ –την ορφανή– τους κάμπους να ραγίσουν:
Σαράντα δυο Τουρκόπουλα την Λάμπρω κυνηγάνε
κ’ η Λάμπρω από το φόβο της κι από την εντροπή της,
επήρε έναν ανήφορο και στον Αγιώργη βγήκε:
- Άγιε μ’ Αγιώργη, γλύτωμε απ’ των Τουρκών τα χέρια,
να φέρω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι
και στα βουβαλοτόμαρα να κουβαλώ το λάδι.

(Κωνσταντίνου Ι. Βασιλόπουλου, «703 Δημοτικά Τραγούδια», Τρίπολη 2000, σ. 27, αρ. 5)
***

2. (ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟ)

Ένα μικρό Τουρκόπουλο, ενού πασά κοπέλι,
μια Ρωμιοπούλα αγάπησε κι αυτή δεν τόνε θέλει.
Σαν πήρε δίπλα τα βουνά, παραταριά τους κάμπους,
απ’ τον Αγιώργη πέρασε και το σταυρό της κάνει:
- Αφέντη κι άγιε Γιώργη μου, κρύψε με από τον Τούρκο,
να φέρω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι
και στα βουβαλοτόμαρα των καντηλιών το λάδι.
Κι ανοίξανε τα μάρμαρα και μπήκε η κόρη μέσα.
Μα να κι ο Τούρκος που ’φτασε με τ’ άλογο καβάλα
κι απ’ τον Αγιώργη πέρασε και το σταυρό του κάνει:
- Αφέντη άγιε Γιώργη μου, φανέρωσε την κόρη,
να φέρω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι,
να σε σκεπάσω μάλαμα, να σ’ ασημώσω ασήμι.
Κι ανοίξανε τα μάρμαρα κ’ εφανερώθη η κόρη.
Ψιλή φωνίτσα έβαλε όσο κι αν εδυνάστη:
- Ξέρουν οι άγιοι ψέματα και ψευτομαρτυράνε;
Παράδωσαν την Χριστιανή μες στων Τουρκών τα χέρια.

(Δημήτρη Λ. Τσιτσιπή, «Το Δαδί», 1981, σ. 274)
***

3. (ΣΑΡΑΝΤΑ ΔΥΟ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ)

Σαράντα δυο κλεφτόπουλα τη Λάμπρω κυνηγάνε
κ’ η Λάμπρω από το φόβο της κι από την εντροπή της
στον Άη Γιώργη έτρεξε, πέφτει και προσκυνάει:
- Άγιε μου Γιώργη, γλύτωμε απ’ των κλεφτών τα χέρια,
να φέρω καντάρια το κερί, καντάρια το λιβάνι,
λάδι για τα καντήλια σου σαράντα δυο βουβάλες,
το ’κόνισμά σου τ’ άγιο ούλο να το χρυσώσω
μ’ ένα θρονί μαρμάρινο στη Βενετιά φτιασμένο.
Τα μάρμαρα ραΐσανε και κρύψανε τη Λάμπρω,
μα ’να μικρό κλεφτόπουλο, μικρό δαιμονισμένο,
στον Άη Γιώργη ίσαξε και τον σταυρό του κάνει:
- Αφέντη άη Γιώργη μου, τρανέ μου καβαλάρη,
άγιε μου Γιώργη, δείξε μου κατά πού πά’ η Λάμπρω,
να φέρνω οκάδες το κερί κι οκάδες το λιβάνι,
να φτιάσω το στεφάνι σου ψηφί μαργαριτάρι.
Τα μάρμαρα ραΐσανε, τη Λάμπρω φανερώνουν,
σφιχτά αγκαλιαστήκανε κι αμέσως στεφανώνουν.

(Ντίνου Δ. Ψυχογιού, περ. «Ηλειακά», Λεχαινά, τεύχος ΚΓ΄ (1), Απρίλης 1977, σ. 703)

Αναμπουμπούλα, η = το πανδαιμόνια, η ανακατοσούρα.
Αραπιά, η = η Βόρεια Αφρική.
Βατουκλιά, η = (βατώνα), φυσικός φράκτης από βάτους.
Βουβαλοτόμαρα, τα = δέρμα από βουβάλια, εδώ αναφέρονται ώστε να δείξουν το βάρος του ταξίματος. Την εποχή εκείνη, τα κατεργασμένα δέρματα (τομάρια), τα χρησιμοποιούσαν συνήθως για την μεταφορά υγρών προϊόντων.
Λίτρα, η = το λίτρο (μονάδα μέτρησης).
Ροβόλησε, = κατηφόρισε.

Πηγές:
(- Μέρος αυτού του επεισοδίου αυτού, μου το αφηγήθηκε ο Βασίλης Αλ. Παναγιωτόπουλος από το χωριό Άγναντα, ο οποίος μου έδωσε παλιό μισοκατεστραμμένο βιβλίο και αντέγραψα μέρος από αυτό. Το εν λόγω βιβλίο, όπως μου ανέφερε, κάηκε στην πυρκαγιά τον Αύγουστο του 2007, όταν αποτεφρώθηκε ολοσχερώς η οικία του, στο χωριό Άγναντα Ηλείας.
- Ακόμη πληροφορίες για το επεισόδιο έχω αντλήσει από την αείμνηστη Ζαχάρω Βρεττού, κάτοικο Κουτσοχέρα ετών 90, απεβίωσε το 1995).

Πηγή: www.antroni.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: