Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

TA ΠΗΓΑΔΙΑ


   Η ανάγκη των ανθρώπων για την καθημερινή και απαραίτητη χρήση του νερού, τον εξανάγκασε αυτόν να κατοικήσει και ν’ αναπτύξει κοινωνίες κοντά σε πηγές με άφθονο νερό ώστε να καλύπτει τις άμεσες ανάγκες του. Συν τον χρόνο όμως οι κοινωνίες διευρύνθηκαν και η ανάγκη για την κάλυψη της καθημερινότητάς για νερό,  τον υποχρέωσε να ανακαλύψει διαφόρους τρόπους εξεύρεσης, αποθήκευσης ή και μεταφοράς νερού στον τόπο διαβίωσής του.
 Ο διαδομένος τρόπος εξεύρεσης νερού σε σημεία που δεν υπήρχαν πηγές, επινοήθηκαν κατασκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τα πηγάδια. Στην Αρχαία Ελλάδα το πηγάδι λεγόταν Φρέαρ και η λέξη πηγάδι είναι συνώνυμο της πηγής.  Πηγάδια λέγονται βασικά οι αυτοτροφοδοτούμενες αποθήκες νερού. Δηλαδή σε κάποιο προσιτό μέρος, που ενδείκνυται ανάλογα με διάφορα σημάδια ότι κάτω από το έδαφος και σε λίγα μέτρα βάθος βρίσκεται νερό, ή υπάρχει κάποιος υπόγειος δίαυλος νερού  (υπόγειο ποτάμι), τότε έσκαβαν προσπαθώντας να εντοπίσουν το νερό. Όταν έσκαβαν σε αρκετό βάθος, προστάτευαν με διαφόρους τρόπους τα τοιχώματα και αυτά τα ονόμασαν τα πηγάδια.
   Η κατασκευή του πηγαδιού ξεκίνησε από διάφορα σημεία του εδάφους όπου υπήρχε λίγο στάσιμο ύδατος ή ένδειξη[1], ότι κάτω από αυτό υπήρχε νερό. Όταν υπήρχε η ένδειξη και κυρίως κάποια μικρή λακκούβα με νερό, ο άνθρωπος για περισσότερο απόθεμα ξεκίνησε να ανοίγει την τρύπα περιμετρικά και προς το βάθος, όσο πιο περισσότερες ανάγκες ανέκυπταν τόσο μεγαλύτερη και βαθύτερη κατασκεύαζε την τρύπα. Όπου υπήρχαν λίγα αποθέματα νερού και κατά τους θερινούς μήνες λιγόστευε ο άνθρωπος συνέχιζε να σκάβει στο εσωτερικό της τρύπας μέχρι να ξαναβρεί το νερό που λόγω της ξηρασίας είχε κατέλθει η στάθμη.
   Συν το χρόνο αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που ανέκυπτε με τα τοιχώματα της τρύπας, δηλαδή συνεχείς κατολισθήσεις των τοιχωμάτων όπου τα χώματα από τα τοιχώματα μπάζωναν την κοίτη, θόλωναν το νερό κατασκεύασε τοιχώματα με λίθους.
Τοιουτοτρόπως ξεκίνησε η κατασκευή των πηγαδιών.  Το σκάψιμο και το χτίσιμο ενός πηγαδιού για την απόκτηση του απαραίτητου πόσιμου νερού, δεν είναι μια απλή κοινή τεχνολογία. Για αυτή την εργασία υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες, οι λεγόμενοι πηγαδάδες.
   Κάθε πηγαδάς όταν τον καλούσαν για ν’ ανοίξει ένα πηγάδι, έπρεπε κατ’ αρχήν να ελέγξει το έδαφος εάν έχει νερό, ή υδροφόρο κοίτασμα, όπως αναφέρουν σήμερα οι γεωλόγοι. Συνήθως οι πηγαδάδες είχαν τις απαιτούμενες για εκείνη την εποχή γνώσεις[2] και όταν αντιλαμβάνονταν ότι είναι σίγουροι για την ανεύρεση του νερού τότε ξεκινούσαν τις εργασίες για το σκάψιμο του πηγαδιού.
    Εάν ο πηγαδάς δεν εύρισκε νερό, οι κόποι του πήγαιναν πάντοτε χαμένοι, ο ιδιοκτήτης, μάλλον ο εργοδότης δεν είχε υποχρέωση να τον πληρώσει. Όλες οι δαπάνες βάρυναν τον πηγαδά όταν αυτός με δική του ευθύνη αναλάμβανε να εντοπίσει το νερό. Αρκετές φορές μερικοί εργοδότες αναλάμβαναν την πρωτοβουλία από μόνοι τους και με δική τους ένδειξη, οι πηγαδάδες τρυπούσαν το υποδεικνυόμενο μέρος. Τότε έβρισκε, δεν έβρισκε νερό, ο πηγαδάς πληρωνόταν για όλες τις εργασίες που είχε πραγματοποιήσει.

Σκάψιμο πηγαδιού
   Για να ξεκινήσει ένας πηγαδάς για ν’ ανοίξει και να κατασκευάσει ένα πηγάδι, συνήθως υπέγραφαν ένα συμφωνητικό, αναγράφοντας τους εκάστοτε όρους που υπογράφονταν μεταξύ του εργοδότη και του τεχνίτη πηγαδά.
    Τα πηγάδια ήταν δουλειά κατά κανόνα του καλοκαιριού αρχή γενομένης μετά το τέλος του θεριστή μέχρι και του Αγίου Δημητρίου δηλαδή τέλη του Οκτώβριου. Ο λόγος, έπρεπε ήδη να κατέβουν τα νερά από τις χειμερινές βροχές να ξεραθούν τα λαγκάδια και να βρουν την ανάλογη στάθμη που θα είχε νερό κατά την ξηρασία του καλοκαιριού, αυτά τα λέγανε «σίγουρα νερά». Επίσης έπρεπε ο τόπος να μην είναι λασπερός, για να  είναι σταθερά και να μην πέφτουν τα τοιχώματα κατά την διάνοιξη και εμποδίζουν τις εργασίες, η και καταστούν επικίνδυνα για την ασφάλεια των εκσκαφέων του πηγαδιού.
   Τα εργαλεία του πηγαδά κατά την διάνοιξη και εξόρυξη των χωμάτων ήσαν λίγα. Για την εκσκαφή χρησιμοποιούσαν τον κασμά, το φτυάρι, το πατητό, την αξίνα, την βαριά, την σφήνα, το ματσακούπι, την παραμίνα, τον κοχλιό, τον λοστό, την χουλιάρα, πριόνι ή τσεκούρι, η τσεκουροκασμά ή κλαδευτήρι για το κόψιμο τυχόν ρίζες από διάφορα κοντινά δένδρα. Για την εξόρυξη των χωμάτων χρησιμοποιούσαν βασικά το ζεμπίλι, τον κουβά, σχοινί, παλάγκο (μηχανικό ή αυτοσχέδιο), καρούλι, ανέμη, ασκί, και ζώα. 
  Αρκετά προβλήματα συνήθως αντιμετώπιζαν κατά την εκσκαφή. Το πρώτο και ευκολότερο ήταν όπως προαναφέραμε οι ρίζες των δένδρων, δεύτερο ήταν οι βράχοι δηλαδή μεγάλες πέτρες που συναντούσαν στο εσωτερικό, όταν ήταν μικρές τις έβγαζαν ολόκληρες ή τις τεμάχιζαν με διαφόρους τρόπους όταν όμως ο βράχος ήταν τεράστιος, έπρεπε να εγκαταλείψουν την προσπάθεια σε αυτό το μέρος ή έπρεπε να τον σπάσουν. Συνήθως χρησιμοποιούσαν το ματσακούπι την παραμίνα τον λοστό την βαριά και τις σφήνες, εάν ήταν αδύνατη η προσπάθεια τεμαχισμού του βράχου με αυτόν τον τρόπο, ο πηγαδάς χρησιμοποιούσε την μέθοδο του φουρνέλου. Επειδή όμως πολλές φορές το φουρνέλο έκανε ζημιά στην ροή του στρώματος νερού ανάλογα με το υπέδαφος, ο πηγαδάς έκρινε αν ήταν σωστό να χρησιμοποιήσουν φουρνέλο. Αν και αυτό αποκλείονταν τότε τα παρατούσαν και χτυπούσαν σε παραπλήσιο μέρος. Η ύπαρξη του μη εμφανούς βράχου, επιβάρυνε τον ιδιοκτήτη και όχι τον πηγαδά.
   Άλλο ένα πρόβλημα ήταν τα νερά. Όταν από τα τοιχώματα ή από τον πάτο ανάβλυζαν νερά, ήταν η χαρά τους διότι βρήκαν νερό και οι κόποι και τα έξοδα δεν πήγαιναν χαμένα, όμως ανάκυπτε το πρόβλημα πως θα συνεχίσουν να σκάβουν με το νερό. Τότε αντλούσαν το νερό με κουβάδες και ο σκαφέας συνέχιζε κάτω από αντίξοες συνθήκες να σκάβει.
            Ακόμη στα βαθιά πηγάδια υπήρχε η αδυναμία να βλέπουν κατά την εργασία, διότι υπήρχε σκοτάδι και ήταν αδύνατον να εργασθούν, προπαντός κατά το κτίσιμο του πηγαδιού. Δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν λάμπες, διότι η φωτιά στο βάθος προκαλούσε αναπνευστικά προβλήματα και αρκετές φορές που χρησιμοποιήθηκε ανεξέλεγκτα, προκάλεσε τον αργό και γλυκό θάνατο, στους εργαζόμενους στο βάθος των πηγαδιών. Για ν’ αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, χρησιμοποίησαν μεγάλους καθρέπτες, ρίχνοντας στο εσωτερικό του πηγαδιού το φως του ήλιου με την μέθοδο της αντανάκλασης. Επίσης κατά την εκσκαφή απαγορεύονταν αυστηρώς το κάπνισμα, σ’ όσους εργάζονταν μέσα στο πηγάδι.
   Όταν μεγάλωνε το βάθος και άρχιζε ο αέρας να χάνει το οξυγόνο και να μην ανανεώνεται, βρήκαν την μέθοδο με το χωνί που κατέβαζε τον αέρα. Ήταν ένα μεγάλο χωνί φτιαγμένο από ύφασμα αερόστατου ή σεντονιού. Αυτό το σήκωναν στον αέρα σαν το πανί των ιστιοφόρων, με ελαφρά κλίση προς το στόμιο του πηγαδιού. Επάνω σε αυτό το πανί, είχαν προσαρμόσει ένα κωνοειδή σωλήνα- αγωγό από σεντόνι, ο οποίος κατέληγε στον πυθμένα του πηγαδιού και τοιουτοτρόπως διοχέτευε καθαρό αέρα.
   Τα χώματα κατά την εξόρυξη μεταφέρονταν λίγα μέτρα πέρα από το πηγάδι. Ο πηγαδάς κάθε τόσο τα εξέταζε θέλοντας να γνωρίσει το υπέδαφος και να εντοπίσει το νερό. Συνήθως οι καλοί πηγαδάδες κρατούσαν σημειώσεις για το υπέδαφος για μελλοντικές εργασίες, ή επισκευές.
Κτίσιμο πηγαδιού
    Όταν βρίσκανε το απαιτούμενο στρώμα με το νερό, η νοικοκυρά του σπιτιού, έφερνε βασιλικό και αγιασμό και τα έριχναν μέσα στο νερό προτού πιεί κανείς. Ο βασιλικός ρίχνονταν για να μην μυρίζει το νερό και ο αγιασμός για να είναι αγιασμένο το νερό και να μην στερέψει ποτέ το πηγάδι.
   Μετά την εξόρυξη των χωμάτων άρχιζε το χτίσιμο εσωτερικά του πηγαδιού. τα εργαλεία των κτιστών ήσαν, το μπικούνι, ο ματρακάς ή βαριά, το σφυρί, η χτενιά, το βελόνι, η γωνιά, το μυστρί, το φτυάρι, η αξίνα, το στεφάνι (ένα σιδερένιο στεφάνι ίσον με το εσωτερικό του χτισμένου πηγαδιού για να χτίζεται ομοιόμορφα)  και το ζύγι. Συνήθως η εσωτερική περιφέρεια του πηγαδιού γινόταν πολύ μεγάλη για να είναι πιο εύκολο το κτίσιμο και να φτιάξουν φίλτρα νερού.[3]
   Το κτίσιμο του πηγαδιού ήθελε μια ειδική τεχνική και είχε δυο σκοπούς και έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Από την μια έπρεπε να επιτρέπει την είσοδο του νερού και από την άλλη να φράσει τα τοιχώματα που παρασύρονταν στον πυθμένα και συγχρόνως να είναι καλαίσθητο. Έτσι το κτίσιμο γινόταν από ειδικούς μαστόρους που για αυτή την εξειδικευμένη εργασία πληρώνονταν αδρά. Στην αρχή έκτιζε μεγάλες πέτρες και στην συνέχεια άλλες πιο μικρές και σε κυκλικό σχήμα για αντιστήριξη. Το κτίσιμο συνεχίζονταν ως την επιφάνεια του εδάφους.
  

 Μετά κτίζονταν τα Φιλιατρά, ένα προστατευτικό τοίχωμα συνήθως ογδόντα εκατοστά μ’ ένα μέτρο. Αυτό το τοίχωμα φτιάχνονταν και λειτουργούσε σαν προστατευτικό για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα. Το κτίσιμο του φιλιατρού ήταν καλαίσθητο και εξωτερικά και στο επάνω μέρος τοποθετούσαν μεγάλες ημικυκλικές πέτρες. Επάνω στην τελευταία πέτρα, οι πηγαδάδες χάραζαν συνήθως το όνομά τους και την ημερομηνία κατασκευής του πηγαδιού. Επίσης περιφερειακά από το φιλιατρό, έκτιζαν ένα πεζούλι (διάζωμα ύψους είκοσι έως τριάντα εκατοστών και πλάτος ένα μέτρο από την εξωτερική περιφέρεια του φιλιατρού). Αυτό κτιζόταν με σκοπό ν’ αποφεύγονται οι λάσπες και τα νερά κατά την μετάγγιση του νερού και ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Από την στάθμη του νερού και επάνω εσωτερικά τα τοιχώματα καλύπτονταν με κουρασάνι[4], για να μην αναπτύσσονται ζωικοί και φυτικοί μικροοργανισμοί.
   Επάνω στα πηγάδια τοποθετούσαν μια κάλυψη, συνήθως από σανίδες και αργότερα από μεταλλικά φύλλα, για την προστασία του νερού από σκόνες, φύλλα δένδρων και για προστασία των ανθρώπων και κυρίως για τα παιδιά.
   Ακόμη δίπλα από το φιλιατρό τοποθετούσαν μια μεγάλη πέτρα μορφοποιημένη σε σχήμα λεκάνης. Μέσα σε αυτή έριχναν νερό για να πίνουν τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια. Σε αρκετές περιπτώσεις τοποθετούσαν ένα μεγάλο κορίτο (μακρόστενη λεκάνη νερού, κατασκευασμένη από κορμό δένδρου, διαμορφωμένη άλλοτε να τρώγουν και άλλοτε να πίνουν ταυτόχρονα νερό αρκετά ζώα).
   Σε μερικά πηγάδια έφτιαχναν μικρούς κορίτους τοποθετημένους στο φιλιατρό και είχαν έξοδο του νερού μια τρύπα. Εκεί μέσα έριχναν το νερό από τον κουβά της άντλησης και κάτω από το κορίτο τοποθετούσαν την βίκα το βαρέλι, ή το ασκί και αυτό λειτουργούσε σαν βρύση με χωνί. Μέχρι να αδειάσει ο κορίτος είχαν τον χρόνο να ξαναρίξουν τον κουβά στο πηγάδι και ν’ αντλήσουν κι άλλο νερό χωρίς να καθυστερούν, αλλά και να χάνουν νερό κατά την μετάγγιση.
Άντληση
   Για να αντλήσουν το νερό από το πηγάδι συνήθως χρησιμοποιούσαν κουβάδες ή σούγλους, ξύλινους και τελευταία μεταλλικούς. Όμως πιο παλιά χρησιμοποιούσαν και κουβάδες ασκιά.[5]
   Η άντληση γινόταν με την βοήθεια σχοινιού, έδεναν το αγγείο και το έριχναν μέσα στο πηγάδι και με το ίδιο το σχοινί το ανέβαζαν στην επιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιούσαν και καρούλια, παλάγκα, βίντσια, μάγγανα, ή ανέμες για να γίνεται πιο ευκολότερη η ανέλκυση του κουβά. Επίσης σε αρκετές περιπτώσεις ιδίως στα δημόσια πηγάδια, ο καθένας που αντλούσε νερό είχε και το δικό του σχοινί, και δεν χρησιμοποιούσαν καρούλια ή ανέμες.
    Μετά το πέρας του χτισίματος, σειρά είχε ο σιδηρουργός, ή μαγγανάς που κατασκεύαζε  το μαγγάνι, ή την ανέμη. Αυτά ήταν ένας κύλινδρος περίπου 8 ιντσών και μήκους ανάλογα με την διάμετρο του πηγαδιού. Στα δύο άκρα του κυλίνδρου ήταν στερεωμένη η μανιβέλα, για βοηθάει τον χειριστή ν’ ανεβάσει το φορτίο πιο εύκολα.
  Δυο τρεις φορές τον χρόνο μέσα στο πηγάδι έριχναν ακατάσβεστο ασβέστη για να επιτυγχάνεται η σωστή απολύμανση. Τοιουτοτρόπως σκότωναν τις κοψαντερίθρες και τις μπακούλες. Συνήθως έριχναν πάρα πολύ ασβέστη και ο πυθμένας του πηγαδιού άσπριζε και το νερό φαινόταν γάργαρο και καθαρό, ενώ από τον ήλιο λαμπίριζε όλο το πηγάδι. Επίσης κάθε δυο χρόνια περίπου γινόταν εργασίες συντήρησης και καθαρισμός του πηγαδιού. Συνήθως αφαιρούσαν διάφορα αντικείμενα που έπεφταν εντός του πηγαδιού, επιτηρούσαν και συντηρούσαν το χτισμένο μέρος μήπως είχε μετακινηθεί κάποιος λίθος, ακόμη το σχοινί το άλλαζαν σε τακτά διαστήματα ανάλογα με την φθορά που είχε. Όταν έπεφτε κάποιο αντικείμενο συνήθως κουβάδες, χρησιμοποιούσαν  τον γάντζο ή το τσιχλί ή και τσιγκέλι, για την εξαγωγή από το νερό.
 Συνήθως κοντά στα πηγάδια φύτευαν και ένα υδρόφιλο δένδρο για ίσκιο. Τα δένδρα αυτά αναπτύσσονταν γρήγορα, λόγω της ύπαρξης του αρκετού νερού.

Χωριά που έλαβαν τα ονόματά τους από το πηγάδι:
Αργυρό Πηγάδι Αιτωλακαναρνίας, Κομπηγάδι Αιτωλακαναρνίας, Πηγαδάκια (Αρκαδίας, Ζακύνθου, Λέσβου), Πηγαδησάνοι Λευκάδος, Πηγάδια (Αιτωλακαναρνίας, Αργολίδος, Αχαΐας, Δράμας, Ευβοίας, Ιωαννίνων, Μεσσηνίας, Ξάνθης),  Πηγάδιον (Αρκαδίας, Ηλείας, Μαγνησίας), Πηγαδίτσα Γρεβενών, Πηγαδούλα Θεσπρωτίας, Πέντε Πηγάδια Πρέβεζα, Πηγαϊδάκια Ηρακλείου.

Ονόματα περιοχών και πηγαδιών:
Μαγγανοπήγαδο, Πηγαδούλι, Πηγάδα, Ξεροπήγαδο, Πηγαδόνερο, Γυφτοπήγαδο, Νερότρουπα, Νερόλακκος, Κοντοπήγαδο, Πηγαδόχειλα, Στενοπήγαδο, Τουρκοπήγαδο, Διαβολοπήγαδο, Σταυροπήγαδο, Πηγάδα Μελιγαλά Μεσσηνίας, Πηγάδι του Κερατά, Φονοπήγαδο, Πηγάδι Τόγια Αμαλιάδα, Πηγάδι Ορφανής, Αγά Πηγάδι,
Ιστορικά στοιχεία που εμπλέκονται πηγάδια:
Κατά τα χρόνια των πολέμων και των κοινωνικών αναταραχών τα πηγάδια και φυσικών καταστροφών τα πηγάδια βοήθησαν τον άνθρωπο και αυτά με τον τρόπο τους.
            - Μέσα σε αρκετά κάστρα κατά τις πολιορκίες ήσαν οι ζωοδότες για τους έγκλειστους.
            - Στο Σούλι τα πηγάδια επάνω στο ξεροβούνι, ξεδίψασαν τους Σουλιώτες και έδωσαν ζωή στην περιοχή.
            - Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατά την εκστρατεία του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη, στην πεδιάδα της Αργοναυπλίας διέταξε να πετάξουν μέσα στα πηγάδια διάφορα χαλκώματα να δηλητηριασθούν τα νερά τοιουτοτρόπως να μην βρίσκει νερό ο στρατός του Δράμαλη.
            - Ανάστατοι έγιναν οι κάτοικοι του Χωριού Μακρύσια κοντά στον Αλφειό Ποταμό, με την εύρεση εκεί αρχαίου θησαυρού. Στις 2/9/1915, ο παπάς του ναϊδρίου Άγιος Ιωάννης στο χωριό αυτό, θέλοντας ν’ ανοίξει πηγάδι και φθάνοντας σε βάθος οκτώ μέτρων συνάντησε χώμα με το χρώμα του χρυσού. Εξακολουθώντας όμως να σκάπτει ανακάλυψε ολόκληρα τεμάχια χρυσού αρκετού βάρους.
            - Κατά τον τελευταίο Εμφύλιο πόλεμο, με το σοβαρότατο επεισόδιο στην Πηγάδα Μελιγαλά στην Μεσσηνία. 
            - Σε πυρκαγιά στην Ανάληψη Αμαλιάδας τον Αύγουστο του 1985, όταν καιγόταν το χωριό πέταξαν το ρούχα και τα κλινοσκεπάσματα μέσα στο πηγάδι για να τα γλιτώσουν.
            - Επίσης μέσα σε πηγάδια έχουν ρίξει χρήματα, τιμαλφή και διάφορα αντικείμενα για να τα προφυλάξουν από ληστρικές επιδρομές.
Σελίδα 321
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις όσον αφορά τα πηγάδια:
- Άτυχος πάει να πνιγεί, στερεύουν τα πηγάδια.
- Βαθύ πηγάδι, δροσερό νερό.
- Γυρεύει αναμμένα κάρβουνα στο πηγάδι.
- Γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι.
- Ένας ζουρλός ρίχνει την πέτρα στο πηγάδι, χίλιοι γνωστικοί δεν μπορούν να την βγάλουν.
- Ενός παιδιού η μάνα έπεσε στο πηγάδι, η αυγή θα μας δείξει τίνος παιδιού θα λείψει.
- Κάθε βρυσούλα και δροσιά, κάθε πηγάδι και φίδι.
- Καλόμαθε ο κουβάς, στο πηγάδι άρχοντας κι αγάς.
- Με πιρούνια πηγάδι δεν ανοίγεις.
- Μην ρίξεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε.
- Ο σούγλος χαλάει, μα το πηγάδι μένει.
- Όπου φτύσουν πολλοί, γίνεται πηγάδι.
- Όσο πιο βαθύ είναι το πηγάδι, τόσο πιο δροσερό νερό έχει.
- Ο τρελός έριξε πέτρα στο πηγάδι κι έπεσαν χίλιοι γνωστικοί να την βγάλουν.
- Σαν θέλεις μάγκανα, πήγαινε τελευταίος στο πηγάδι.
- Τα χάδια στα πηγάδια και τα φιλιά στα σκοτάδια.
- Του σώγαμπρου η γνώμη, πέφτει στο πηγάδι.

Το μαγγάνι και η ανέμη κατά την περιστροφή τα σίδερα επειδή τότε δεν υπήρχαν τα ρουλεμάν, γρύλλιζαν, πολλές φορές έριχναν νερό για να σωπάσουν, μα όταν στέγνωνε το νερό παλι το ίδιο. Από αυτό το γρύλισμα βγήκε και η παροιμοιώδης φράση: «Δεν θέλω μάγγανα», εννοεί δεν θέλω να μαλώσω και ν’ ακουστώ.

Ιδιωτικό συμφωνητικό συνεταιρικού πηγαδιού.
Σήμερα την 15 Αλωνάρη 1916 ο Γιωργάκις Καραπιπέρις και Νικολός Ζήσις, συμφωνήσαμε να βαρέσουμε ένα πηγάδι στην Παλιόστρουγκα στα χωράφια μας. Το πηγάδι θα το βαρέσουμε απάνου στο σύνορο και θα πιάνει μισό από το χωράφι του Γιωργάκι Καραπιπέρι και μισό από το χωράφι του Νικολού Ζήσι. Το πηγάδι θα το πληρώσουμε μισακά και θα το έχουμε πάλι μισιακό. Όποια ζημιά πάθει πάλε θα πληρώνετε μισιακά.
Υπογραφές
Γιωργάκις Καραπιπέρις
Νικολός Ζήσις
Τραγούδια που αναφέρονται στα πηγάδια.

(ΚΑΤΟΥ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ)
Κάτ’ στο Βάλτο, στο πηγάδι,
κλέφτες ρίχνουν το λιθάρι.
Το πετάν οι Αρβανίτες
και περνάν τους Μοραΐτες…

(ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ)
Μες στην Πέ-, γεια σου Γιαννιά, μες στην Πέτρα στο πηγάδι,
μες στην Πέτρα στο πηγάδι, κλέφτες ρίχναν το λιθάρι…

ΜΙΑ ΠΑΠΑΔΙΑ ΚΑΘΟΤΑΝΕ)
Μια παπαδιά καθότανε απάνω στο πηγάδι
και τον σταυρό της έκανε να μην ερθεί το βράδυ…

Η ΚΑΛΙΤΣΟΠΟΥΛΑ
Στον Αγιώργη, στου Καλίτσα,
είχα ο μαύρος αγκαλίτσα
και ο δόλιος κάθε βράδυ,
την περίμενα στο πηγάδι,
να μου δώσει αυτή νεράκι,
να της δώσω εγώ φιλάκι.
Κάθε μέρα, κάθε βράδυ
και οι δυο μας στο πηγάδι,…

ΤΑ ΜΑΓΙΑ
Ανάθεμα ποια έριχνε τα μάγια στο πηγάδι
και μάγεψε τον άντρα μου, θέλει να με χωρίσει…
Λαογραφικές ιστορίες:
   Μια φορά σε χωριό της Πηνείας, μια γυναίκα είχε παντρευτεί ένα άνδρα κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της. Και ένας νεότερος άνδρας του χωριού της,  την είχε βάλει στο μάτι, μιας και έβλεπε ότι ο άνδρας της ήταν αδύνατον να την εξυπηρετεί σεξουαλικά.
   Λοιπόν ένα δειλινό στο πηγάδι του χωριού ήσαν μερικές γυναίκες και έβγαζαν νερό, μεταξύ αυτών ήταν και η λεγάμενη του κυρίου. Μόλις γέμισαν τα βαρέλια και τα βίκια τους οι γυναίκες έφυγαν και τελευταία έμεινε αυτή. Πάει τότε και αυτός κοντά, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του και γύριζε γύρω από το πηγάδι σκεφτικός και μονολογούσε λέγοντας: «Απόψε θα γίνει μεγάλο κακό, απόψε λέγω θα γίνει μεγάλο φινικό….ώρε κακό που θα γίνει απόψε στο χωριό μας!» Το έλεγε και το ξανάλεγε και καθώς περιφερόταν σκυφτός γύρω από το πηγάδι, προξένησε την εντύπωση της λεγάμενης. Τότε αυτή μη γνωρίζοντας την σκέψη του λέει: «Σαν τι κακό θα γίνει απόψε τι συμβαίνει, ρε άνθρωπε;».
   Αυτός συνέχιζε να μονολογεί το ίδιο κάνοντας πάντοτε τις ίδιες κινήσεις. Αυτή τον ξαναρωτάει και πάλι. Κι εκείνος της λέει: Να! Απόψε εγώ εδώ που είμαστε θα σε φιλήσω , γιατί μ’ αρέσεις πολύ. Εσύ θα πας στον άνδρα σου, να του το πεις και αυτός θα μου κάνει την παρατήρηση και έτσι θα πιαστούμε στα χέρια και θα σκοτωθούμε. Κατάλαβες;
Τότε αυτή χαμογελάει και του λέει: Ε! Κι αν με φιλήσεις, είναι ανάγκη εγώ να του το μαρτυρήσω και να γίνει τόσο μεγάλο κακό; Άστο να το πάρει καλύτερα ο αγέρας και να μην το μάθει κανείς όχι για τίποτα άλλο, αλλά να γλιτώσουμε το φονικό και για το καλό του χωριού.
Καθώς είχε πέσει το σκοτάδι πήγε κοντά της και  φίλησε την λεγάμενη και την ματαφίλησε και έτσι τα φτιάξανε οι δυό τους, μέχρι που κάποια μέρα κλεφτήκανε και γίνανε αμολόητοι από το χωριό..  
Αφήγηση: Νικόλαος Σπυρόπουλος, κάτοικος οικισμού Καλαθά κοινότητας Αγίου Ηλία Πηνείας, Αμαλιάδα 4 / 10 / 1994.
  Στα πηγάδια, πολλές φορές αναπτύχθηκαν έρωτες, έγιναν προξενιά, μάλωσαν άνθρωποι, έγιναν φονικά, έγιναν συμφωνίες, κουμπαριές, γνωριμίες επίσης πραγματοποιήθηκαν και πολλά γλέντια. Επειδή καμιά φορά γινόταν κανένα ατύχημα ή αυτοκτονία έλεγαν, ότι το τάδε πηγάδι είναι στοιχειωμένο. Πολλά εγκαταλελειμμένα πηγάδια όμως έγιναν η αιτία να χαθούν άνθρωποι που δεν βρέθηκαν ποτέ. Έτσι βγήκε η φράση: «Άνοιξε η γης και τον κατάπιε». Η πολιτεία αντιλαμβανόμενη τους κινδύνους, υποχρεώνει τους κατόχους πηγαδιών να μεριμνούν και να σκεπάζουν τα υπαίθρια πηγάδια και τις δεξαμενές του νερού και σε πολλές περιπτώσεις να τοποθετούν  την ανάλογη προειδοποιητική σήμανση.
  Τα πηγάδια σήμερα μετά την πλήρη εγκατάλειψη, πέρασαν στην λησμονιά του χρόνου, της βιομηχανοποίησης και της εξέλιξης. Αρχικά αντικαταστάθηκαν με τις κοινοτικές ή δημοτικές βρύσες, όπου κι αυτές με την σειρά τους εγκαταλείφθηκαν, διότι η επήλθε η ύδρευση της οικίας μας, η οποίαν ναι μεν έκανε πιο άνετη την διαβίωση και συνέβαλε στην υγιεινή του ανθρώπου, όμως κατέστρεψε τον υδροφόρο ζωοδότη ορίζοντα, διότι η ύδρευση χρειάστηκε να συλλειτουργήσει μαζί με την αποχέτευση.
 Οι αποχετεύσεις δέχθηκαν και δέχονται τεράστιες ποσότητες από χημικά απόβλητα, των απορρυπαντικών και διαφόρων άλλων επικίνδυνων ουσιών τα λεγόμενα βοθρολύματα. Το νερό των πηγαδιών πλέον κατέστη ακατάλληλο και τα περισσότερα από αυτά, οι ιδιοκτήτες των, τα μετέτρεψαν σε θανατηφόρες παγίδες του περιβάλλοντος, τους περιώνυμους βόθρους. Αν και η φύση με αυτό τον τρόπο δέχθηκε απανωτά κτυπήματα, η πολιτεία ποτέ δεν μερίμνησε για τον υδροφόρο ορίζοντα, τώρα τελευταία έχουν αρχίσει δειλά- δειλά να δείχνουν κάποιο μικρό ενδιαφέρον. Το δροσερό νερό των πηγαδιών πέρασε στην ιστορία και αντικαταστήθηκε με ρυπαρό νερό από τα χημικά λιπάσματα, τα γεωργικά φάρμακα και τα επικίνδυνα απορρυπαντικά.
  Σήμερα όσοι έτυχε να έχουν καταφέρει να κρατήσουν πηγάδια τους, τα χρησιμοποιούν μόνο για διακόσμηση στον κήπο ή στην αυλή τους. Σε καταστήματα πώλησης οικοδομικών υλικών πωλούνται απομιμήσεις από φιλιατρά πηγαδιών με την ανέμη, όπου κι αυτά έχουν σκοπό να διακοσμούν τις αυλές των νεόπλουτων Ελλήνων.

Υποσημειώσεις:
[1] Ένδειξη νερού αναφέρεται σε μικρές γούβες ή γούρνες νερού, ή σ’ αυτό το σημείο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες η βλάστηση παρέμενε χλωρή. Επίσης ένδειξη ύπαρξης νερού υπάρχει όταν στο μέρος που υποπτευόμαστε ότι υπάρχει νερό, φυτρώνουν και ευδοκιμούν διάφορα υδρόφιλα φυτά όπως πλάτανος, ιτιά, λεύκα, βούρλο, νεράγκαθο, πολυτρίχι, σγαράτζα, πατόφυλλα, καλάμια, κ.λπ.
[2] Οι παλιοί πηγαδάδες χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους για ν’ εντοπίσουν το άβαθο κοίτασμα του νερού. Αν είχαν υπόνοιες ότι υπήρχε υπόγειο ποτάμι, κάρφωναν στο έδαφος ένα μυτερό σίδερο και το χτυπούσαν να εισχωρήσει όσο βαθειά μπορούσαν. Επάνω στο σίδερο είχαν με μια ειδική κατασκευή τοποθετούσαν ένα πολύ μεγάλο κογχύλι. Όταν το βράδυ έπεφτε ο αέρας και υπήρχε ηρεμία, ο πηγαδάς πήγαινε στο κογχύλι σ’ αυτό το σημείο και έβαζε το αυτί του στο στόμιο του κογχυλιού. Αν υπήρχε κάποιο υπόγειο ποτάμι, περίπου μέχρι τα δέκα έως δεκαπέντε μέτρα, ακούγονταν καθαρά ο θόρυβος του νερού.
[3] Εξωτερικά από το κτίσιμο της πέτρας και ενδιάμεσα στην πέτρα και στο χωμάτινο τοίχωμα του πηγαδιού έριχναν αρκετές πέτρες συνήθως  ζιόμπολα (πέτρες πολύ μικρού μεγέθους ) μέχρι και αμμοχάλικο. Περνώντας το νερό δια μέσω αυτών για να φθάσει από το έδαφος στη λεκάνη, φιλτράρονταν και τοιουτοτρόπως το νερό ήταν καθαρό.
[4] Το κουρασάνι ήταν κονίασμα από τριμμένο κεραμίδι, ψιλή άλλο, ασβέστη, ασπράδι αυγού και ρετσίνι.
[5] Οι κουβάδες ασκιά, ήσαν ασκιά με ανοικτό το στόμιο και μέσα τοποθετούσαν κλαδιά τοποθετημένα τοιουτοτρόπως κατά την ρίψη και την άντληση να μην κλείσουν τα τοιχώματα του ασκιού, δηλαδή να το κρατούν ανοικτό και σταθερό.

Πηγή: www.antroni.gr

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Συγχαρητήρια για το ωραίο άρθρο σας κατάγομαι και εγώ από χωριό μεγάλωσα κουβαλώντας νερο από την μοναδική βρύση του χωριού.Όποιος δεν κουβάλησε νερό δεν ξέρει την αξια που έχει αυτό το πολύτιμο αγαθό.