Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Η διαχρονική ιδεολογική λειτουργία του μηδειακού αρχετύπου

Η Μήδεια του Πιερ Πάολο Παζολίνι με την Μαρία Κάλας, 1969

της Πέπης Φιλιππή και του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου*


Εξετάζοντας το μηδειακό αρχέτυπο στην πορεία της ιστορίας βλέπουμε ότι σε αυτό αποτυπώνεται η πορεία της θέσης της γυναίκας από τη μητριαρχική στην πατριαρχική κοινωνία. Οι ανθρωπολογικές μελέτες φύλου καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η σταδιακή υποτίμηση των γυναικείων θεοτήτων υπήρξε ένας καθοριστικός παράγοντας για τον αποκλεισμό της γυναίκας από το κοινωνικό πεδίο
Ας δούμε, πρώτα, λίγα πράγματα για τη λειτουργία του μύθου. Οι μύθοι στην αρχαιότητα χρησίμευαν ως οργανωτικά σχήματα για τη ζωή των ανθρώπων.1 Τα μυθικά αρχέτυπα αποτελούσαν οδηγό για τον άνθρωπο της αρχαιότητας, που καθόριζε τα όρια μέσα στα οποία οι σκέψεις και οι δράσεις του θεωρούνταν ηθικές και κοινωνικά αποδεκτές. Ο μύθος στην αρχαία Ελλάδα είχε παιδαγωγικό και κοινωνικοποιητικό χαρακτήρα. Ο Αριστοτέλης θεωρεί την παρακολούθηση μιας τραγωδίας, που αποτύπωνε ένα μύθο, γεγονός, το οποίο μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στη γνώση. Μέσω της τραγωδίας, οι αρχαίοι Έλληνες διδάσκονταν τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να προσλαμβάνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Η παρακολούθηση μιας τραγωδίας ήταν μια κοινωνική διαδικασία που τους έδινε την ευκαιρία να συγκροτήσουν τα αρχέτυπα, τα οποία θα τους επέτρεπαν να δρουν και να σκέφτονται σαν μέλη της ομάδας στην οποία ανήκαν.
Ο μύθος, κατά τον Levi Strauss, αποτελεί μια «παγκόσμια δομή σκέψης», ένα είδος αρχετύπου, το οποίο διέπει τις κοινωνικές σχέσεις των ατόμων. Ο ίδιος αντιπαραθέτει τη λειτουργία του μύθου στη λειτουργία της επιστήμης. Ο μύθος δεν κατορθώνει να δώσει στον άνθρωπο μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω στο περιβάλλον του, όπως η επιστήμη. Αντίθετα, αυτό που του προσφέρει είναι μια ψευδαίσθηση, ότι έχει την ικανότητα να κατανοήσει το σύμπαν και ότι, τελικά, το κατανοεί2.
Η επιλογή συγκεκριμένων μυθικών σχημάτων και οι παρεμβάσεις στο μυθολογικό υλικό από τους διασκευαστές τους, εξυπηρετούν, στην πραγματικότητα, μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Οι μύθοι υποβάλλονται διακριτικά και ανεπαίσθητα σε μια διαδικασία ιδεολογικής διαχείρισης από το εκάστοτε παρόν. Ο Γιάγκος Ανδρεάδης αναφέρει χαρακτηριστικά, πως «η ιδεολογική διαχείριση ενός παρελθόντος σημαίνει εδώ την όποια -συνειδητή ή ασυνείδητη, επαρκή ή ανεπαρκή- αναφορά σε αυτό το παρελθόν για λόγους που πάντοτε έχουν να κάνουν με το παρόν - και μάλιστα με την πολιτική διάστασή του στην ευρύτατη έννοια του όρου. Που έχουν, με άλλα λόγια, να κάνουν με την ομάδα ή το άτομο, το οποίο διαχειρίζεται το όποιο παρελθόν· που το θυμάται ή το λησμονεί, το ανανεώνει, το συντηρεί ή το καταστρέφει, το 'δημιουργεί' ή το λογοκρίνει και σε κάθε περίπτωση καταφεύγει σε αυτό για να προωθήσει ένα σημερινό πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, αισθητικό ή άλλο στόχο ή ανάγκη»3. Κάθε διασκευή ενός μύθου βασίζει τη δημοτικότητα της στην παγιωμένη άποψη ότι εκφράζει παγκόσμιες ανθρώπινες εμπειρίες και θέτει ηθικές κρίσεις. Οι σχέσεις μιας διασκευής με το προκείμενό της καθορίζονται από μετα-αφηγήσεις, δηλαδή από τις εγγεγραμμένες στη διασκευή, ιστορικά προσδιορισμένες, ιδεολογικές παρεμβάσεις, που συνήθως είναι ανδρο - ταξικο - εθνο - κεντρικές, ελιτίστικες, ιμπεριαλιστικές, μισογυνικές, αλλά όμως, αδιόρατες και υπαινικτικές4.
Εξετάζοντας το μηδειακό αρχέτυπο στην πορεία της ιστορίας βλέπουμε ότι σε αυτό αποτυπώνεται η πορεία της θέσης της γυναίκας από τη μητριαρχική στην πατριαρχική κοινωνία. Οι ανθρωπολογικές μελέτες φύλου καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η σταδιακή υποτίμηση των γυναικείων θεοτήτων υπήρξε ένας καθοριστικός παράγοντας για τον αποκλεισμό της γυναίκας από το κοινωνικό πεδίο. Οι «αρχετυπικές» μορφές που προσέλαβε η Μήδεια στην αρχαιότητα ποικίλλουν σε ένα εύρος, το οποίο ξεκινά από τη «θεϊκή» μορφή, που κυριαρχούσε στις μητριαρχικές κοινωνίες, και φτάνει μέχρι τη «συκοφαντημένη» εικόνα της απεχθούς παιδοκτόνου, που καθιέρωσε η πατριαρχία. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, η Μήδεια ανήκει στον κύκλο των μεγάλων γυναικείων θεοτήτων που έρχονται από την Ανατολή. Σιγά σιγά, όμως, υποβαθμίζεται σε ιέρεια της θεάς Εκάτης, αρχικά, και της Ήρας αργότερα για να αποκτήσει τη γνωστή σε εμάς μορφή που της απέδωσε ο Ευριπίδης.
Η Μήδεια «είναι το συκοφαντημένο αρχέτυπο της γυναικείας ελευθερίας», ενώ το κορυφαίο πρότυπο γίνεται στο πέρασμα των αιώνων το καθαγιασμένο μοντέλο της Παναγίας, που δεν είναι σύζυγος, ούτε ερωμένη, ούτε Θεά Μητέρα, είναι απλώς μητέρα. Μένει στα όρια της ανθρώπινης φύσης, απολύτως υποταγμένη. Είναι παρθένος, που ισοδυναμεί με την απαγορευμένη ερωτική επιθυμία. Η ανθρώπινη θηλυκή φύση εκφράζεται με τη συγκεκριμένη μορφή, που είναι στερημένη από κάθε χαρά και κοινωνική καταξίωση.
Η Μήδεια, σε σχέση με το παναγιακό πρότυπο, φαίνεται ακόμα πιο σκοτεινή: (α) Αναλαμβάνει και διεκπεραιώνει τις υποθέσεις της μέσα από την άσκηση πρώτων ρόλων, παραβιάζοντας δομές, όπως το πατρικό σπίτι, η πατρίδα, ο αδελφός. (β) Δεν υποτάσσεται. Οι επιλογές της αφορούν τα πάντα ή, διαφορετικά, τον θάνατο. Είναι το υποκείμενο των επιθυμιών, των δράσεων και των επιλογών της. (γ) Αποτελεί την κραυγαλέα έκφραση των ακραίων συνεπειών του ερωτικού πάθους.
Στο πέρασμα του χρόνου, η μορφή της Μήδειας γίνεται πιο σκοτεινή. Όλες οι εκδοχές μετά τον Ευριπίδη, ξεκινώντας από τον Σενέκα, παρουσιάζουν τη Μήδεια όλο και πιο δαιμονική, χωρίς συναίσθημα, σκληρή και αποτρόπαια. Αποκορύφωμα αποτελεί η Μήδεια του Ανούιγ. Εκεί, η Μήδεια είναι μια μάγισσα, που συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά στοιχεία της αρχαιότητας, σε συνδυασμό με αυτά των μαγισσών του μεσαιωνικού κόσμου. Η Μήδεια του Ανούιγ καίγεται στη φωτιά, όπως αρμόζει σε μια μάγισσα. Με αυτό τον τρόπο υποβάλλεται η ιδέα πως η γυναίκα, σαν ενεργό υποκείμενο των λόγων και των πράξεών της, τείνει προς το απόλυτο κακό5.
Η μυθική διάσταση της Μήδειας δεν μπορεί να μελετηθεί ξέχωρα από την κοινωνική πραγματικότητα εντός της οποίας διαμορφώθηκε. Η μητριαρχία βρίσκεται στην ακμή της κατά την Τοτεμική Περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Ο καταμερισμός της δουλειάς εδραιώνει τη μητριαρχική θέση της γυναίκας. Έτσι, εκτός από το κυνήγι, όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες για τη συντήρηση της πρωτόγονης κοινωνίας τις αναλαμβάνει η γυναίκα. Με την εξημέρωση, όμως, των ζώων αναπτύσσεται η κτηνοτροφία, που ως συνέπεια του κυνηγιού παραμένει δουλειά των ανδρών. Παράλληλα, η γεωργία, ως εξέλιξη της καρποσυλλογής, περνάει στα χέρια των ανδρών με την ανακάλυψη του αλετριού6. Με λίγα λόγια, όπου αναπτύσσεται η κτηνοτροφία και η γεωργία, καταστρέφεται ακαριαία η παλιά τάξη πραγμάτων, που είχε σαν βάσεις της την κοινοκτημοσύνη, τη γεωργία και τη μητρογραμμική γενεαλογία7.
Ο Ευριπίδης γράφει το έργο του λίγο πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, την εποχή που όλες οι παραδοσιακές πολιτισμικές αξίες τίθενται υπό αμφισβήτηση. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, φαίνεται να αμφισβητεί την παγιωμένη θέση της γυναίκας ως κατώτερου πολίτη, αντικατοπτρίζοντας τον κοινωνικό προβληματισμό της εποχής του. Η αφήγηση του Ευριπίδη έχει ως αφετηρία τη στιγμή, όπου έχουν, ήδη, περάσει δέκα χρόνια από την παραμονή της Μήδειας και του Ιάσονα στην Κόρινθο. Ο Ιάσονας ετοιμάζεται να παντρευτεί τη Γλαύκη, την κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Κορίνθου. O Ευριπίδης επιλέγει αυτό, ως σημείο αφετηρίας, γιατί το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στις στιγμές του ύψιστου πόνου της Μήδειας, καθώς και στον τρόπο της εκδίκησής της.
Στο έργο του Ευριπίδη, η Μήδεια παρουσιάζεται υποταγμένη στην εξουσία των ανδρών με νωπά, όμως, ακόμα τα στοιχεία της μητριαρχίας. Οι κοινωνικο-οικονομικοί μετασχηματισμοί που συντελούνταν είχαν ανάγκη από ένα μύθο να επιτελέσει τις απαραίτητες νομιμοποιητικές λειτουργίες στο νοηματικό επίπεδο, να συνεισφέρει, με λίγα λόγια, στη συμβολική νομιμοποίηση της επικράτησης της πατριαρχίας. Ο Ευριπίδης, παρ' όλο που εισάγει καινοτόμα στοιχεία στην τραγωδία του, αποδίδοντας, για παράδειγμα, στη Μήδεια ψυχολογικά χαρακτηριστικά ηρωικού άνδρα ή χρησιμοποιώντας τον «από μηχανής θεό» για να την εξυψώσει στα ουράνια μετά από την «ανίερη» πράξη της, κατορθώνει να προσαρμόσει τη Μήδεια στην εποχή της. Η πατριαρχία έχει επικρατήσει και η θέση της γυναίκας είναι υποταγμένη στις βουλές του άνδρα της, στον οποίο και ανήκει.

Η Μήδεια στον κινηματογράφο
Ο μύθος της Μήδειας δεν έπαψε να απασχολεί τις παραστατικές τέχνες. Άλλωστε, για να έχει ένα έργο τέχνης τη δυνατότητα να δρα, πρέπει να κινεί το ενδιαφέρον των μεταγενέστερων δημιουργών και αποδεκτών της τέχνης. Οι κινηματογραφικές μεταφορές του μηδειακού μύθου από τον Pier Paolo Pasolini (1969) και τον Lars von Trier (1988) αποδεικνύουν τη επιρροή που συνεχίζει να ασκεί ο μηδειακός μύθος στην τέχνη και την κοινωνία συνολικά, ενώ, ταυτόχρονα, συμμετέχουν σε μια κυκλική διαδικασία αναπαραγωγής νοημάτων, καθιστώντας το έργο σύγχρονο και δραστικό.
Ο Pasolini ξεκινάει τη δική του αφήγηση από την παιδική ηλικία του Ιάσονα και καταλήγει στη δολοφονία των παιδιών από τη Μήδεια. Επιμηκύνοντας τον χρόνο αφήγησης, ο Pasolini έχει την ευκαιρία να συγκρίνει τους δύο πολιτισμούς. Από τη μία, η Κολχίδα, πατρίδα της Μήδειας, εκπροσωπεί ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από αρχαϊκά, πρωτόγονα έθιμα και βρίσκεται σε αρμονία με το μυθικό υπόβαθρο της Μήδειας. Είναι μια προϊστορική κοινωνία, στην οποία η θέση της γυναίκας είναι ακόμη υψηλή. Από την άλλη, ο κόσμος του Ιάσονα είναι ο κόσμος της ιστορίας. Είναι η εποχή που γεννιέται το ιστορικό υποκείμενο. Ο κόσμος του αστικού ελληνικού πολιτισμού (Ιωλκός, Κόρινθος) είναι αυτός της λογικής και, ταυτόχρονα, της προδοσίας. Η Μήδεια συντρίβεται από τους μηχανισμούς αυτού του κόσμου8. Η Μήδεια του Pasolini μένει πιστή στον αρχαϊκό μύθο. Είναι μια γυναίκα δεσποτική, κυριαρχική, έχοντας τον ρόλο της αρχι-ιέρειας. Ο Pasolini αποδίδει πολύ παραστατικά τη μεταλλαγή της Μήδειας σε μια υποταγμένη μορφή. Μητέρα, γυναίκα και, τελικά, κτήμα του Ιάσονα. Τον Pasolini τον απασχόλησε, ιδιαίτερα, αυτή η μεταστροφή της Μήδειας, κάνοντας, ταυτόχρονα, σαφή τον παραλληλισμό της μεταστροφής του μητριαρχικού συστήματος εξουσίας προς το πατριαρχικό.
Ο Trier, όπως και ο Ευριπίδης, ορίζει ως αφετηρία της ταινίας του το σημείο όπου η Μήδεια, γνωρίζοντας, ήδη, τον επικείμενο γάμο του Ιάσονα, ψάχνει να βρει ποια θα είναι τα επόμενα βήματα της, αυτά που θα την οδηγήσουν στην έξοδο από τη δεινή θέση που έχει βρεθεί. Στη Μήδεια του Trier έχουμε μια εντελώς ανατρεπτική αφήγηση. Ο Trier φτιάχνει μια νέα ηρωίδα, εντελώς διαφορετική από τον χαρακτήρα του αρχαίου κειμένου. Μπορεί και εδώ η Μήδεια να είναι τιμωρός, αλλά τιμωρεί με νέες μεθόδους, με όπλα που βρίσκει σε ένα σκοτεινό, εφιαλτικό περιβάλλον. Ο βάλτος, ένα στοιχείο οικείο για το σκανδιναβικό περιβάλλον, προσφέρει ένα νέο πεδίο στην αφήγηση του Trier. Η Μήδεια τιμωρεί με την αυστηρότητα ενός Σκανδιναβού. Είναι μια γυναίκα-αφέντρα. Ενώ αποδίδει τη Μήδεια του αρχαίου κειμένου αυστηρά, ο Trier προσθέτει τις απαραίτητες παραμέτρους, που ανανεώνουν το κείμενο και το τοποθετούν στη σύγχρονη κοινωνία.
Η σημασία του έργου, που προκύπτει και από τις τρεις αφηγήσεις, καθιστώντας τον μηδειακό μύθο διαχρονικό, έγκειται στο εξής: η Μήδεια, παρ' όλο που είναι ξένη και γυναίκα, διεκδικεί έναν ηρωικό ρόλο, σύμφωνα με τα πρότυπα του ανδρικού ηρωισμού. Ο ρόλος αυτός, φυσικά, είναι αντίθετος με τα πρότυπα της κλασικής Ελλάδας, κυρίως της Αθήνας, που περιόριζαν τη γυναίκα αυστηρά στα του οίκου της. Η Μήδεια βγάζει τη γυναίκα έξω από το σπίτι και την τοποθετεί στο πεδίο της μάχης. Της χαρίζει πάθος, ρητορική δεινότητα, αίσθημα απονομής δικαιοσύνης όταν αδικείται, αντίσταση στην ταπείνωση και την αδικία. Η εισβολή της Μήδειας σε ένα τακτοποιημένο κοινωνικό status quo οδηγεί στην ανατροπή και τη σύγκρουση. Είναι η ξένη, η βάρβαρη, η μάγισσα, η βασιλοπούλα, η σύζυγος, η μητέρα, μα πάνω απ’ όλα είναι η Μήδεια, η «σκεπτόμενη γυναίκα». Και αυτό το είδος γυναίκας είναι απειλητικό για την πατριαρχία, από την κλασική αρχαιοελληνική περίοδο μέχρι και τις σύγχρονες πατριαρχικές κοινωνίες του 21ου αιώνα.

* Η Πέπη Φιλιππή είναι ψυχολόγος,  MSc Πολιτιστική διαχείριση, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ο  Μιχάλης Παπαντωνόπουλος είναι ψυχολόγος, MSc Πολιτιστική διαχείριση, υποψήφιος διδάκτωρ κοινωνικής ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

1. Buxton Richard (1992), Όψεις του φαντασιακού στην αρχαία Ελλάδα. Η μυθολογία και τα συμφραζόμενά της, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002
2. Levi Strauss Claude (1979), Myth and Meaning, USA: Schocken Books
3. Ανδρεάδης Γιάγκος (1989), Τα παιδιά της Αντιγόνης, Αθήνα: Καστανιώτης
4. Stephens John, McCallum Robyn (1998), Retelling Stories, Framing Culture: Traditional Story and Metanarratives in Children's Literature, New York: Garland Publishing
5. Κέκκου Μαρία (2001), «Η σύγκρουση των δύο φύλων όπως αντανακλάται στην αρχετυπική μορφή της Μήδειας» στο Ανθρωπολογία των φύλων, Αθήνα: Σαββάλας
6. Λεκατσάς Παναγής (1970), Η Μητριαρχία και η σύγκρουσή της με την Ελληνική Πατριαρχία, Αθήνα: Καστανιώτης, 1977
7. Bornenman Ernest (1988), Η Πατριαρχία. Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1988
8. Altekamp Stefan (2002), "Το κλασσικό στον κινηματογράφο", Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 85

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Η ΑΥΓΗ"  23/02/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: