Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΤΣΑΠΑΡΑΣ…!

 Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Ο Κωνσταντής Τσαπάρας από την Νεμούτα Ηλείας, κάπου στο 1893 με 1894, αγαπούσε μια κοπέλα των Ροβολαίων λογοδοσμένη, παρά την θέληση της στον Αντρικό τον Καψή. Ο Κωνσταντής, παρά τις προειδοποιήσεις φίλων και δικών του ανθρώπων, σχεδίαζε να την κλέψει. Η Χρυσούλα αγαπούσε τον Κωνσταντή και επειδή είχε γίνει σούσουρο, οι Καψαίοι αποφάσισαν να την αρραβωνιάσουν και να την στεφανώσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν προτού τους βρει καμία συμφορά, δηλαδή απαγωγή από τον Κωνσταντή Τσαπάρα. Αφού την αρραβώνιασαν ετοιμάστηκαν για στέφανα. Μια βδομάδα πριν γίνει ο γάμος ο Κωνσταντής Τσαπάρας κανόνιζε με δικούς του ανθρώπους να κλέψουν την Χρυσούλα. Μάλιστα ο ένας από τους καλύτερος φίλους του, που ήταν μπράτιμοι των Καψαίων, του μαρτύρησαν ότι Καψαίοι σχεδίαζαν, ότι σε περίπτωση που θα αποπειραθεί ο Κωνσταντής να κλέψει την Χρυσούλα θα τον σκότωναν. Ο Κωνσταντής δεν έκανε πίσω και ένα βράδυ πήγε να κλέψει την Χρυσούλα. Εκεί του είχαν στήσει καρτέρι οι Καψαίοι και του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Μάλιστα την ώρα που τον χτυπούσαν ένας ονόματι Γαλάνης (τσοπάνης των Καψαίων) τον μαχαίρωσε, μ’ ένα κοπίδι στην πλάτη. Ο τσοπάνης που είχε καταγωγή από την Αρκαδία, έφυγε την ίδια νύχτα από την Νεμούτα και δεν ξανά εμφανίστηκε στην περιοχή. Ένας φίλος του Κωνσταντή του έδινε όπλα να αντισταθεί σε περίπτωση επίθεσης η καρτεριού. Λέγεται ότι ο Κωνσταντής ήταν σίγουρος ότι δεν θα έπαιρναν χαμπάρι την απαγωγή. Είχε ειπεί ότι τα είχε μελετήσει όλα,. Αυτός είχε πάρε δώσε με μια φιλενάδα της Χρυσούλας που έκανε τον ενδιάμεσο στις συνεννοήσεις μεταξύ των. Αυτή μάλλον μαρτύρησε στους Καψαίους ότι εκείνο το βράδυ είχαν κανονίσει την απαγωγή. Ο Κωνσταντής βαριά χτυπημένος μετά από λίγες ημέρες πέθανε. Το τραγούδι ακούστηκε και σαν μοιρολόι.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΣΑΠΑΡΑ

Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Νίκος Μπελογιάννης: Στο μπόι των ονείρων

Γράφει: η Πουλχερία Γεωργιοπούλου

Με αφορμή τα 70 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη η Θεατρική Ομάδα 2510 παρουσιάζει το έργο: «ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: ΣΤΟ ΜΠΟΪ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ» του Ανδρέα Ζαφείρη.

Η παράσταση επικεντρώνεται στα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας του Νίκου Μπελογιάννη, στη σχέση του με την Έλλη Παππά, τη σύλληψη και την εκτέλεση του.

Οι συντελεστές της παράστασης στέκονται με αξιοπρέπεια και τιμιότητα απέναντι στο Μπελογιάννη και την ιστορία του, το διαχρονικό αρχέτυπο του ήρωα που βαδίζει χαμογελώντας στο θάνατο ενώ ζει ένα μεγάλο έρωτα και έχει γίνει πρόσφατα πατέρας.


Το έργο εκτυλίσσεται από τη στιγμή που συλλαμβάνουν τον Νίκο Μπελογιάννη και την σύντροφο του, Έλλη Παππά. Μέσα από ξεχωριστά κελιά, ένα ζευγάρι που δεν μπορεί να συναντηθεί ποτέ, πάρα μόνο στις δίκες και σε κλεφτές συναντήσεις στους διαδρόμους της φυλακής , προσπαθεί να επικοινωνήσει μέσα από χαρτάκια, σύντομα διαλείμματα, χαραμάδες ευτυχίας.


Μέσα από αυτούς τους δύο πολιτικούς κρατούμενους, μαθαίνουμε όλο το ιστορικό πλαίσιο της Ελλάδας, από τον Μεταξά, τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο, την μετεμφυλιακή περίοδο, ενώ οι μέρες κυλάνε προς την εκτέλεση του Νίκου.


Είναι οι 15 τελευταίοι μήνες ενός ήρωα-συμβόλου, που ξεκλείδωσε με τους αγώνες του, όλη την αθανασία.

Η σκηνοθεσία δωρική και ευρηματική χαρίζει ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα. Από τα κελιά της απομόνωσης – πάντα σκοτεινό της Έλλης πάντα φωτισμένο του Νίκου – την αίθουσα του δικαστηρίου, την αυλή της φυλακής στην Καλλιθέα γνωρίζουμε τον άνθρωπο που «Μ΄ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ΄ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει
», και την Έλλη μια γυναίκα μορφωμένη δυναμική και καλλιεργημένη, 
αφοσιωμένη στην ιδεολογία της, στα ιδανικά της και στον σύντροφό της. Ο σκηνοθέτης με  δεξιοτεχνία  ανέδειξε μέσα από την συγκλονιστική ερμηνεία των δυο ηθοποιών Σωτήρη Τασούλα και Σταυριάνας Καδή τη χημεία που υπήρχε ανάμεσα στους δυο ήρωες.


Το σενάριο της παράστασης δίνει βάρος στην μακρά και βασανιστική πορεία του ανθρώπου που έγινε οικουμενικός ήρωας, βασίστηκε στα αθάνατα κείμενα του Νίκου και της  Έλλης,  της Διδώς Σωτηρίου(«γράφτηκε με το αίμα της καρδιάς μου» είπε για την ΕΝΤΟΛΗ), στα πρακτικά των δυο δικών και σε περιγραφές από τους φακέλους της Ασφάλειας.


Το σκηνικό είναι απλό και όλο το βάρος πέφτει στις ερμηνείες των δύο ταλαντούχων ηθοποιών που αιχμαλωτίζουν το θεατή  με εικόνες που τις χαρακτηρίζει η ποιότητα και το ήθος.


Η παράσταση καθρεφτίζει ακριβώς την ιστορία των ηρώων που εκτός από τον κοινό  αγώνα τους ένωσε ένας μεγάλος έρωτας και ένα παιδί. Οι ηθοποιοί καταφέρνουν μέσα από τις ερμηνείες τους να μας κάνουν να αισθανθούμε την αγάπη που υπήρχε μεταξύ του Νίκου Μπελογιάννη και της 'Ελλης Παππά, ήταν η «μικρή του γατούλα – ma petite chat», ήταν ο «Le griniaris» της! Μια αγάπη σαν κλωνάρι αμυγδαλιάς που άνθιζε ακόμα και  μέσα στα ανήλιαγα κελιά ώσπου το ποδοπάτησαν κι αυτό οι ανθρωποφύλακες.


Στην  αφήγηση του ο ήρωας φωτίζει το ξεκίνημα της αγωνιστικής του δράσης στην Αμαλιάδα όταν ήταν μαθητής Γυμνασίου, την κατήχησή από τον καθηγητή του Ανδρέα Παπαθεοδώρου, τα κυνηγητά και το ξεκλήρισμα της οικογένειάς του τον πατέρα του Γιώργο, τις αδελφές του Αρζεντίνα και Ελένη και βέβαια τη Μάνα που δεν του ζήτησε ποτέ να κάνει δήλωση, μόνο με τα μάτια της ρωτούσε αν τον είχαν βασανίσει, και με τα χείλη της τι θα ήθελε να του φέρει.

Στη διάρκεια των 70 λεπτών αυτής της βιωματικής παράστασης   ο θεατής ταυτίζεται - σαν να βρίσκεται  στο διπλανό με τους ήρωες  κελί -, σκιαγραφείται εντέλει με μοναδικό τρόπο η προσωπικότητα του ανθρώπου που δεν λύγισε ποτέ σε καμία νέα συνθήκη και φωτίστηκαν και οι πιο ευαίσθητες πλευρές του, από τον έρωτα του για την Έλλη, το χιούμορ του, την ταπεινότητα του, την δίψα του να γράφει και να επιμορφώνεται, και το χαμόγελο του, που δεν έχανε ποτέ ούτε στα πεδία μάχης ούτε μέσα στις φυλακές.

Ο Μπελογιάννης φεύγοντας από τη ζωή άφησε ένα γαρύφαλλο και τούτες τις κουβέντες:

«Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε τον ύπνο για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο, για να δημιουργήσουμε νέους χρόνους κι εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων».  

Όσες φορές όμως και να ξανασκοτώσουν τον Μπελογιάννη και όλους τους Μπελογιάννηδες αυτού του κόσμου, οι πράξεις τους έχουν περάσει στην αθανασία.


Τα λυτρωτικά δάκρυα και το θερμό χειροκρότημα του κοινού συνηγορούν σε αυτό.


Την Τρίτη 29 Μαρτίου, μεσάνυχτα, προς Τετάρτη 30 Μαρτίου την ημέρα και την ώρα που θα συμπληρώνονται ακριβώς 70 χρόνια από την εκτέλεση, θα δοθεί ειδική μεταμεσονύχτια παράσταση που η ολοκλήρωσή της θα συμπέσει με τη στιγμή που το στρατιωτικό  καμιόνι μπήκε μέσα στη φυλακή για να παραλάβει τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του.

Λίγα λόγια για τους συντελεστές της παράστασης

Ο Ανδρέας Ζαφείρης είναι απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Σπούδασε σκηνοθεσία στο Βελιγράδι. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας και Αρχαιολογίας, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ασχολείται με την σκηνοθεσία και τη συγγραφή θεατρικών έργων 14 χρόνια και είναι από τα ιδρυτικά μέλη του Συνεργατικού Χώρου 2510. Είναι συγγραφέας και έχει εκδώσει 4 βιβλία.

Η βοηθός σκηνοθέτη  Χαρά Νικολάου αποφοίτησε από την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης Πειραϊκού Συνδέσμου το 2021 και από το τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Εθνικού Και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εργαστεί στο χώρο του θεάματος ως ηθοποιός και ως βοηθός σκηνοθέτη σε θεατρικές παραστάσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα, στην Λευκωσία και στην Νότια Ιταλία.

Η Σταυριάνα Καδή αποφοίτησε από την Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν το 2021. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Η παράσταση « Νίκος Μπελογιάννης: Στο μπόι των ονείρων» είναι η πρώτη επαγγελματική παράσταση, στην οποία συμμετέχει.

Ο Σωτήρης Τσαφούλιας έχει αποφοιτήσει από την ανώτερη δραματική σχολή δήμου Αγίας Βαρβάρας – Ιάκωβος Καμπανέλλης και από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Έχει συνεργαστεί με τα θέατρα Διέλευσις, Ελληνικός Κόσμος, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Booze, Ποταμίτης, Γυάλινο μουσικό θέατρο, Badminton και στο Χυτήριο.

Πηγή: www.antroni.gr

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

25.06.2022 Εκδηλώσεις για την ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΛΑΛΑ

Πολιτιστικός Σύλλογος Λάλα "Ο Άγιος Κων/νος"

Εορταστικές Εκδηλώσεις για την ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΛΑΛΑ το Σάββατο 25 Ιουνίου 2022 και ώρα 19.00 στο προαύλιο χώρο του Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Λάλα.

Πηγή: www.antroni.gr

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

ΚΡΑΣΑΚΑΙΟΙ ΟΙ ΑΓΝΟΗΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΠΗΝΕΙΑΣ

Πλησιάζουμε προς το τέλος της συγγραφής του βιβλίου μας.

Συγγραφείς Ηλίας Τουτούνη και Κώστας Παπαντωνόπουλος

Το βιβλίο αναφέρεται στους αδελφούς Κρασάκη που έδρασαν στην Πηνεία προεπαναστατικά και κατά την επανάσταση του 1821.

Η τότε τοπική εξουσία όχι μόνον τους αγνόησε, αλλά δολοφόνησε τον έναν και προσπάθησε να εξοντώσει τους άλλους τρεις αδελφούς...!

Οι μετέπειτα άρχοντες τους αγνόησαν και τους αγνοούν ακόμη!

Για αυτούς τους λόγους, εμείς από χρόνια μαζεύουμε στοιχεία και κάνουμε έρευνα, να δώσουμε στην δημοσιότητα την δράση αυτών των ηρώων μας!


 

Ο ΑΝΑΤΙΚΛΩΤΗΣ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ

Λαογραφική συλλογή, επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι κάτοικοι κάθε τόπου, για ν’ αναγείρουν κάποιο κτίριο, αποτάθηκαν και αξιοποίησαν τα ντόπια οικοδομικά υλικά. Ο λόγος ήταν η πολυδάπανη, η κοπιαστική και η αδύνατη μεταφορά των αναγκαίων οικοδομικών υλικών, λόγω του της αδυναμίας της μεταφοράς των λόγω του ανάγλυφου του εδάφους. 

Στην ανέγερση των κτιρίων τους, κατά τόπους, λαμβάνονταν πάντα υπ’ όψιν κυρίως οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στον τόπο, τα προσφερόμενα από την φύση υλικά κατασκευής, ακόμη και η αμυντική ή σεισμική θωράκιση που απαιτούσε η θέση του οικισμού. Στις ορεινές περιοχές χρησιμοποιούσαν κυρίως την πέτρα, ενώ στα ημιορεινά και πεδινά την πέτρα και το χώμα. Όπου δεν υπήρχε καθόλου πέτρα τότε αποτείνονταν μόνον και μόνον στο χώμα.

ΑΦΑΝΕΣ, ΣΑΡΩΜΑΤΙΕΣ ή ΣΑΡΩΜΑΤΙΝΕΣ…!

 


Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Κάθε χρονιά κάπου μετά του Αγιαννιού του Ριγανά, που τον λένε και «Σαρωματά» ή «Σαρωματιάρη», οι σαρωματάδες πηγαίνανε, σε μεριές που φυτρώνανε τα φρύγανα ακανθώδη φυτά, οι γνωστές αφάνες, να τις κόψουν με αξίνες να τις μαζέψουν για να κατασκευάσουν τις περίφημες «Σαρωματιές» ή «Αφάνες», ή και «Σαρωματίνες». Συνήθως μετά του Αγιαννιού, γνώριζαν ότι το φυτό αφάνα είχε ήδη ξεραθεί και ξυλοποιηθεί και ήταν κατάλληλη για την κατασκευή της σκούπας.

Λίγα λόγια για την αφάνα. Η αφάνα είναι το Σαρκοποτήριο το ακανθώδες, και λέγεται Αστοιβίδα, Sarcopoterium spinosum. Το φύλλο της αφάνας είναι δικοτυλήδονο, και ανήκει στην οικογένεια των αγριοτριαντάφυλλων, Rosaceae, το γένος του είναι Sarcopoterium και το είδος spinosum. H Αφάνα, ή το σαρκοποτήριο, είναι πολυετές φυτό φρύγανο.

Το φυτό αυτό φύεται και σε μεγάλο υψόμετρο και σε μικρό γενικά στη κεντρική και νότια νησιωτική χώρα Προτιμά να αναπτύσσεται στις παρυφές των δασών, και λόφων, όπως και στα παρατημένα αγροκτήματα και πεζούλες.


Αποτελείται από μια συστάδα ξυλώδη κορμών, που στο άνω μέρος υπάρχει ένας ξυλώδης λεπτός σχηματισμός που καταλήγει σε αγκάθι μικρό. Κάθε γωνιακός σχηματισμός έχει γύρω στα δέκα πράσινα σκληρά φυλλαράκια. Τα λουλούδια του βγαίνουν σαν κεφάλια, ταξιανθίες με διάμετρο περίπου τρία εκατοστά, στα οποία υπάρχουν και θηλυκά και αρσενικά. Ανθίζει από τον Φεβρουάριο έως και Απρίλιο.

Ο καρπός του είναι κοκκινωπός και έχει μάζα. Το καλοκαίρι το φρύγανο αυτό αρχίζει και ξηραίνεται, για να αντέξει τις υψηλές θερμοκρασίες κάτι σαν καλοκαιρινή νάρκη. Ο καρπός του ξηραίνεται και είναι έτοιμος σιγά - σιγά να διασκορπιστεί σε φρέσκο έδαφος το φθινόπωρο για να βγουν οι νέοι θάμνοι στους φρυγανότοπους. Ένας μύθος λέει για τους καρπούς της αφάνας ότι όταν ήταν ξυπόλητη η Αφροδίτη και προστάτευε τον Άδωνη από τον θυμό του Άρη, πάτησε τον θάμνο αφάνα, και το αίμα που έπεσε από την Αφροδίτη χρωμάτισε τα άνθη με κόκκινο.

Η ΑΦΑΝΑ

Οι σαρωματάδες αφού γνώριζαν την τοποθεσία που φύονται οι αφάνες ή και κατσαφάνες, πήγαιναν εκεί μ’ ένα υποζύγιο με μια αξίνα και ένα κλαδευτήρι. Διάλεγαν αυτές που ήσαν μεμονωμένες και ήσαν αναπτυγμένες στον ήλιο και ομοιόμορφες στρογγυλές ως ένας μικροσκοπικός τρούλος, αι τις έλεγαν χτενισμένες, ενώ αυτές που φύονταν, κάτω από σκιά ήσαν χωρίς ολοκληρωμένο σχήμα και τις ονόμαζαν αχτένιγες και ανήλιαστες, επειδή αυτές που ήσαν κάτω από σκιά ήσαν δεύτερης κατηγορίας και πιο ευάλωτες, δηλαδή δεν είχαν ψηθεί αρκετά. Τις καλές αφάνες τις πατούσαν με το ένα πόδι προς το μέρος που στέκονταν και με το ξινάρι τις έκοβαν σύριζα και μετά το κόψιμο τις πατούσαν να μικρύνει ο όγκο τους, για να μπορέσουν να τις μεταφέρουν στο σπίτι τους. Τοιουτοτρόπως τις έβαζαν την μία επάνω στην άλλη και ανέβαιναν επάνω και τις πατούσαν όλες μαζί έπειτα άπλωναν κάτω ένα σχοινί και τις τοποθετούσαν πάλι με σειρά και τάξη την μία επάνω στην άλλη και τις ξανά πατούσαν και όταν τις πίεζαν αρκετά τότε τις έδεναν με το σχοινί με θηλιά και τις έσφιγγαν να μην έχουν μπαλαούρο. Τέλος τις φόρτωναν στο υποζύγιο και τις μετέφεραν στο τόπο που θα κατασκεύαζαν τις σκούπες. Μόλις έφθαναν εκεί τις ξεφόρτωναν και τις αφάνες πλάκωναν με σειρά την μία επάνω στην άλλη με βάρος κυρίως πέτρες ή χοντρά και βαριά ξύλα.

ΤΑ ΣΑΡΩΜΑΤΟΞΥΛΑ

Οι σαρωματάδες πριν από καιρό είχαν προνοήσει και είχαν εξαπολυθεί στους λόγγους και όπου εντόπιζαν σαρωματόξυλα σκουπόξυλα κυρίως από άγρια δένδρα τα έκοβαν. Αυτά τα επιλεγόμενα ξύλα για τις σαρωματιές απαιτούταν να έχουν στο επάνω μέρος μια διχάλα και όλο μαζί να ομοιάζει σαν «Υ». Η διχάλα έπαιζε διπλό ρόλο και επιλεγόταν ώστε στην φούρκα της να στερεώνεται η αφάνα για να μην βγαίνει από αυτήν, αλλά και να μην περιστρέφεται γύρω από το ξύλο. Τα σαρωματόξυλα έπρεπε με την διχάλα να έχουν μήκος ένα μέτρο και τριάντα εκατοστά και πάχος όσο το ξύλο της μαγκούρας και λίγο ακόμη χονδρότερο.

Τα εντόπιζαν και τα έκοβαν πάντα, όταν είχε γέμιση φεγγαριού μετά την πέμπτη ημέρα του νέου φεγγαριού, για να μην σκωροφάνε. Αφού τα έκοβαν χλωρά τα περνούσαν από την φωτιά και τα ξεφλούδιζαν και μετά τα έδεναν πέντε - πέντε μεταξύ τους σφικτά και πολλές φορές για να μην στραβώσουν αλλά και όσα ήσαν στραβά να ισιώσουν.

Μερικοί σαρωματάδες όταν δεν έβρισκαν διχάλες έκοβαν κυπαρισσένια και αντί για διχάλα άνοιγαν μια τρύπα και περνούσαν ένα ξύλο σε σχήμα σταυρού «+», ή και κάρφωναν μια μεγάλη πρόγκα πάλι σε σχήμα σταυρού για να στερεώνεται η σκούπα και να μην περιστρέφεται., όμως αυτή η τεχνική ήταν προσωρινή διότι με την πολλή χρήση η πρόγκα ή το πρόσθετο ξύλο λασκάριζε και έβγαινε και η σκούπα αχρηστευότανε. Όμως η επιλογή του κυπαρισσιού, με την πρόγκα δεν ήταν τυχαία, διότι όπως γνωρίζουμε η πρόγκα που θα καρφωθεί σε κυπαρίσσι, πολύ δύσκολα «αμπολάει» (αποχωρίζεται).

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΡΩΜΑΤΙΑΣ

Για να κατασκευάσουν την σαρωματιά, χρειάζονταν τέσσερα υλικά την αφάνα, το σαρωματόξυλο, μια ευλύγιστη ξύλινη ψιλή βέργα και τέλος το δεματικό που ήταν σχοινί ή σύρμα. Αρχικά έδεναν επάνω στην διχάλα (Υ), μια χλωρή βέργα από σκίντο, λυγαριά, σμέρτο, ή από λουμάκι ελιάς, ιτιάς κ.ά. γερά με μια τούφα αφάνας πίσω από την ρίζα της, όση χωράνε τα δυο φουρκιά της διχάλας ενωμένα. Μετά την πατάγανε να πλακουτσωθεί και σε κάθε τσατάλι (πόδι) της διχάλας την έδεναν σφικτά και γερά. Μετά πάλι την πατούσανε να πλακουτσώσει και να φτενέψει. Και πάλι έβαζαν και άλλη στρώση από μπροστά και από την πίσω πλευρά και πάλι την πατούσαν να φτενέψει, μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό πάχος της αφάνας που θα απαρτίζει την σκούπα. Όταν τελείωνε το δέσιμο της αφάνας επάνω στην διχάλα, τότε μ’ ένα κλαδευτήρι, αφού την ακουμπούσαν σ’ ένα χοντρό ξύλο, την κούρευαν και την έφτιαχνα σαν την βεντάλια. Επίσης κούρευα και το πίσω μέρος της αφάνας για να είναι όμορφη η κατασκευή.

Μόλις τελείωνε και ο καλλωπισμός της τότε την έβαζαν για μια ώρα περίπου μέσα σε νερό να μουσκέψει για τα καλά. Μετά την έβαζαν επάνω σε σανίδια και την πλάκωναν να μ’ άλλες σανίδες και επάνω με βάρος από πέτρες, πλίθες, κούτσουρα κ.ά. Στην συνέχεια την άφηναν σε προσηλιακό μέρος να στεγνώσει και να ξεραθεί και να πάρει την τελική μορφή της, δηλαδή να ξεραθεί και να ξυλιάσει και να σκληρύνει. Την άφηναν για πέντε έξι ημέρες όπως ήταν πλακωμένη και μετά την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον ήλιο. Τέλος την περιποιούταν να φαίνεται όμορφη, έκοβαν κάθε περίσσιο κλωνάρι που περίσσευε και λάδωναν ή λίπαναν το ξύλο για να γυαλίζει και να συντηρηθεί.

Ο κάθε χειριστής της σκούπας κατά το σάρωμα δεν έπρεπε να την δουλεύει μόνο από την μια πλευρά, αλλά και από τις δύο για να μην μονοπαντιάζει ή φθειρόταν η αφάνα από την μια μεριά μόνο και αχρηστευόταν γρήγορα. Όταν την χρησιμοποιούσαν και από τις δύο πλευρές αντίστοιχα, δεν χάλαγε εύκολα και την χρησιμοποιούσαν μέχρι να φθαρεί τελείως. Με αυτές τις σκούπες, που ήταν σκληρές, σκούπιζαν αυλές, πλατείες, αλώνια, δρόμους, στάβλους, κοτέτσια, κ.ά.

Επίσης με την αφάνα καθάριζαν και τις καμινάδες των τζακιών. Έδεναν την αφάνα μ’ ένα σχοινί από το επάνω μέρος της καμινάδας και το έριχναν κάτω στο τζάκι. Στο μέσον του σχοινιού έδεναν μια αφάνα και μια τραβούσε ένας από το τζάκι και ένας άλλος από την καμινάδα, η αφάνα διαπερνώντας μέσα από το την καμινάδα καθάρισε τις καπνιές που είχαν επικολλήσει στο εσωτερικό της καμινάδας.

Στην Πηνεία και συγκεκριμένα στο χωριό μου τ’ Άγναντα κατασκεύαζαν σκούπες από το φυτό σπαρτιά. Το σπάρτο (Spartium junceum, Σπάρτιον το βουρλοειδές) είναι αγγειόσπερμο, δικοτυλήδονο φυτό, είναι θάμνος με καταγωγή από την περιοχή της Μεσογείου και φθάνει σε ύψος τα δύο μέτρα. Έχει μακριούς, λεπτούς, μυτερούς στην άκρη βλαστούς που είναι σχεδόν γυμνοί, χωρίς φύλλα. Έκοβαν κλαδιά σπαρτιάς και τα έδεναν επάνω στα σαρωματόξυλα με τον ίδιο τρόπο που έδεναν και την αφάνα. Μόνο που η σπαρτιά δεν ήθελε πλάκωμα να ισιώσει διότι οι βλαστοί της ήσαν λεπτοί μακριοί και γυμνοί σαν χοντρές βελόνες. Το μόνο που έκοβαν τις μύτες της σκούπας για να είναι κομψή, ομοιόμορφη και να έχει μεγαλύτερη διάμετρο για να σκουπίζει ευκολώτερα.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Παροιμίες για την σκούπα:

-Η γυναίκα η γάτα και η σκούπα είναι για το σπίτι!

-Η καλή νοικοκυρά, έχει την αφάνα παραμάσκαλα!

-Η παστρικοθοδώρα, πιάνει την αφάνα από μπονώρα!

-Κάθεται σε αφάνες!

-Καλή η σαρωματιά, αλλά παιδεύει την κυρά!

-Μήτε αυλή έχω, μήτε αφάνες αγοράζω!

-Όσο σκουπίζεις την γη, τόσο περισσότερο χώμα βγάνει!

-Όταν κοιμάται η κυρά ξεκουράζεται η σαρωματιά!

-Που πας ξυπόλυτος στις αφάνες;

-Σάρωμα και σκάφη… πάει η ζωή μου στράφι!

-Της έμεινε το σαρωματόξυλο αμανάτι!

Πωλητής σκούπας:

Ο πλανόδιος σκουπάς που πούλαγε σκούπες και αφάνες διαλαλούσε το εμπόρευμά του λέγοντας: Ο σαρωματααάς….!

-«Σκούπεεες και αφάνεεες… για δούλεεες, αρφανεεές και για σκλάβεεες!»

-«Πάρε κυρούλα μου μια σαρωματιααά, να σε ζηλεύει η γειτονιααά!»

-«Ακούστε κυράδες και αφεντάδεεες… κι η καλή μας η σουλτάνααα… σαρώνει με αφάνααα…!»

-«Αφάνεεες… αφάνεεες… για τις πεθερές σας, και τις συννυφάδεεες…!»

Κατάρες:

-Όσα κλωνιά έχει η σαρωματιά, τόσα να σε βρουν κακά!

-Σκαντζοχέρια να ’ναι στο στρώμα σου κι αφάνες στα μαξιλάρια σου και στην καταραμένη πόρτα σου παλιούρια να φυτρώσουνε!

Διάφορα:

-Όποιος έχει κατσαρά μαλλιά και είναι ακούρευτος τον ονομάζουνε «Αφάνα»

-Οι μανάδες όταν μάλωναν τα παιδιά τους έλεγαν: «Θα σε βουτήξω με το σαρωματόξυλο!»

-Τον πήρε με το σαρωματόξυλο!

-Η κυρά μου η παστρικιά, ούλη μέρα με πατσαβούρι και σαρωματιά αγκαλιά!

-Τα μικρά παιδιά έπαιρναν τις αφάνινες σκούπες και καβαλούσαν το σαρωματόξυλο και πίσω σούρνονταν η αφάνα, για να σηκώνουνε μπουχό!

Προλήψεις:

-Όταν έφευγαν από το σπίτι για να πάνε στον δρόμο, μέχρι να φθάσει στον προορισμό του, οι υπόλοιποι στο σπίτι δεν προληπτικά σκούπιζαν, διότι το είχανε σε κακό, ότι με το σκούπισμα διώξανε τον άνθρωπό τους και θα πάθει κακό. Μάλιστα αναφέρανε ότι ο άνθρωπός τους δεν είναι σαρίδι να τον σκουπίσουνε!

-Την σαρωματιά επειδή η δουλειά της ήτανε μόνο για την γη, δεν την βάνανε ποτέ ανάποδα, γιατί λέγανε ότι τάχα μουντζώνει τον Θεό.

-Άμα η σαρωματιά έπιανε μαλλιά στα νύχια της, τότενες την ξεμαλλιάζανε και τα μαλλιά τα πετάγανε στην φωτιά για να καούνε. Λέγανε ότι τα μαλλιά τα πετάγανε στην αυλή εκείνες οι κακές γυναίκες που κάνανε μάγια.

-Το καλό σαρωματόξυλο όταν έλιωνε η σκούπα δεν το πετάγανε γιατί το θεωρούσανε γούρικο. Και όταν φτιάχνανε καινούρια σκούπα το ξανά βάνανε για σκουπόξυλο.

-Η νοικοκυρά που ήθελε να διώξει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες από το σπίτι, ή την αυλή, έκανε τάχα ότι της χύθηκε αλάτι και αμέσως έπαιρνε την σαρωματιά να σαρώσει. Οι επισκέπτες ως εκ θαύματος αποχωρούσαν.

Οι σαρωματιές προικιό:

Σε χωριό της Πηνείας όταν κάποιος χήρος φτωχός και άμοιρος, που ήτανε καλός μάστορας στο να φτιάχνει σκούπες, όταν πάντρευε την τσούπα του, σαν δεν είχε τι να τις δώσει για προίκα, μαζί με τα λίγα σκουτιά και χαλκώματα τις έδωκε και πέντε σκούπες από αφάνα για να δείξει ότι κάτι τις έδωκε για προίκα. Οι συγχωριανοί του για να γελάσουνε, μόλις ήρθανε από το σόι του γαμπρού να παραλάβουνε τα προικιά, μαντηλώσανε τις σκούπες για να σατιρίσουνε την πρωτοτυπία συγχωριανού τους. Μάλιστα ένας εξ αυτών αυτοσχεδίασε και ένα σατυρικό τραγουδάκι:

Σήμερα ένας γάμος γίνεται σήμερα πανηγύρι

παντρεύετε η Λενιώ του δόλιου του Σωτήρη.

Προικιά της δίνουμε και δυο χιλιάδες γρόσια

και πέντε αφάνες μόρτικες μαζί με μία κλώσα.

Κι οι συμπεθέροι τηράγανε από την άλλη πάντα

εμάς που τις μαντηλώναμε, τους βάζαμε γραβάτα.

Κι ο γαμπρός σαν το ’μαθε πολύ του κακοφάνη

και η νόνα του, του ’λεγε μην πας για στεφάνι!

Η ΨΑΝΗ…!

 Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Τέλη Μαΐου προς τις αρχές του Θεριστή (Ιουνίου) τα στάρια στα χωράφια αρχίζουν να κιτρινίζουν οδεύοντας προς το ξέραμα, αρχίζουν να παίρνουν ένα κίτρινο προς χρυσαφί χρώμα, τότε οι σπόροι (καρπός), αρχίζει να σφίγγει όπως λέγανε οι παλιοί και να σκληραίνει. Πριν σκληρύνει για τα καλά, οι ξωμάχοι και ιδίως τα παιδιά, πήγαιναν για σταχυολόγισμα δηλαδή διάλεγαν τα πιο μεγαλύτερα και τα πιο ευτραφή στάχυα τα έκοβαν ένα- ένα και τα μάζευαν, μέχρι που έφτιαχναν μια χεριά (ματσάκι), όσο χωρούσε στην παλάμη τους. Οι καλύτερες ποικιλίες σταριού για ψάνη ήταν η «ραψάνη» και ο «λεβέντης». Μετά άναβαν μια φωτιά και τα τσουρούφλιζαν δηλαδή τα περνούσαν επάνω από την φλόγα περίπου για ένα λεπτό, ώστε να καούν τα άγανα και τα φλιούτσια του καρπού τους. Κατά την γρήγορη καύση των αγάνων ζεσταίνονται οι καρποί δηλαδή τα σπυριά του σταριού. Αμέσως άπλωναν μια πετσέτα φαγητού και έπιαναν το ματσάκι ανάμεσα με τις παλάμες τους, και τα έτριβαν, πάνω από την πετσέτα. Μόλις τα έτριβαν και δεν έμεναν άλλοι σπόροι στο ματσάκι, φυσούσαν τα τρίμματα για να φύγουν τα φλιούτσια, τα υπολείμματα των αγάνων και έμεναν καθαροί οι σπόροι του σταριού. Αυτούς τους έτρωγαν όταν ήταν ακόμη ζεστοί και με το ελαφρύ ψήσιμο ήσαν νόστιμοι.
Αυτή ήταν η περιβόητη ψάνη, ένα νόστιμο και πρόχειρο έδεσμα ξηρών καρπών των παιδιών. Όλη αυτή την διαδικασία την ονόμαζαν «ψάνισμα ή ψανιάρισμα».
Ψάνη έτρωγαν ακόμη και κατά τον θερισμό όταν εύρισκαν ακόμη στάχυα που δεν είχαν ξεραθεί τελείως.
Επίσης μετά το θέρισμα και το αλώνισμα των σιτηρών τ’ αποθήκευαν. Από το κασόνι του σταριού, οι νοικοκυρές έπαιρναν μια χούφτα στάρι το έπλεναν, έπειτα ο έβαζαν στο νερό να φουσκώσει και να μαλακώσει. Όταν φούσκωνε, το σούρωναν να στραγγίσουν τα νερά και έπειτα το αλάτιζαν και το έβαζαν στο τηγάνι, σκέτο δίχως λάδι ή νερό και το καβούρντιζαν (τηγάνιζαν) με δυνατή φωτιά. Αυτό μετά το έδιναν στα παιδιά και το έτρωγαν ως ξηρό καρπό. Επίσης πολλές νοικοκυρές το καβούρντιζαν με λίγο λάδι και έριχναν μέσα και ένα αυγό γδαρτό (κτυπητό) και έφτιαχναν το αυγόψανο.
Ακόμη κατά τις εποχές της μεγάλης φτώχειας με σπόρους σιταριού ή ρεβιθιού συμπλήρωναν στους κόκκους του καφέ για να αυγατίσει στο καβουρντιστήρι και μετά μαζί με τον καφέ το περνούσαν από το χερόμυλο του καφέ και με αυτό το μίγμα έφτιαχναν καφέ.
Όταν κάποιος τσουρουφλιζόταν από την φωτιά, τον έλεγαν ψάνιο.
Όταν μάζευαν ψάνη τα παιδιά έλεγαν και το ακόλουθο τραγουδάκι:
Ψάνια- ψάνια ψανιαρίζω,
σταράκι μαζεύω και το καψαλίζω
για να φάνε τα παιδιά μου,
να χορτάσει κι η κοιλιά μου!
Ψάνιο, το = το αδύνατο και μαλακό ξύλο

ΑΡΜΗ…!

 Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Για να παρασκευάσουν την άρμη, έβραζαν το γάλα και πριν φουσκώσει το κατέβαζαν από την φωτιά, και μέσα έριχναν αρκετό χοντρό αλάτι και το ανακάτευαν συνέχεια μέχρι να λιώσει. Όταν καταλάβαιναν ότι έχει λιώσει, το άφηναν να κρυώσει και μετά το έριχναν στα τυροβάρελα ή στα λαγήνια που είχαν τοποθετήσει το τυρί να γεμίσουν έως το επάνω μέρος.
Το τυρί απορροφούσε αρκετό γάλα – άρμη. Σταδιακά άνοιγαν το βαρέλι και το συμπλήρωναν με άρμη, επειδή απορροφούσε, μέχρι να ρουπώσει καλά και να σταματήσει την απορρόφηση.
Όταν είχε ψηθεί το τυρί και έβγαζαν κομμάτια φέτας από το τυροβάρελο, για να τρώνε, η άρμη που έμενε μέσα στο βαρέλι την χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή αρκετών φαγητών.
Την άρμη την έτρωγαν με την ζεστή κουλούρα, την μπομπότα, την λαγάνα, με καψαλιστό ψωμί τον χειμώνα και μαζί με παγωμένο παστό και με ντομάτα το καλοκαίρι. Κρεμμυδοντολμάδες με αρμόγαλο, φασολάκια χλωρά με άρμη, κολοκυθοκορφάδες, κολοκυθάκια και κολοκυθολούλουδα με άρμη, ψωμί με άρμη τις εποχές της φτώχειας έκοβαν μια φέτα ψωμί και την πασάλειβαν με άρμη και την έδιναν στα παιδιά και το έτρωγαν, κουκιά με άρμη, λάχανα με άρμη ιδίως λεποντιές (χηνόποδο), σκολιάμπρια με άρμη και παστό κρέας με άρμη.

ΑΣΦΑΚΟΜΕΛΟ ΤΟ ΝΕΚΤΑΡ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ…!

 Τον μήνα Μάϊο που άνθιζαν οι ασφάκες στην Πηνεία τα παιδιά τρέχαμε στις ασφάκες που είχαν ανθίσει, και αφαιρούσαμε τα λουλούδια, τα ελέγχαμε μήπως είχαν κανένα ζουζούνι μέσα και μετά ρουφούσαμε το μέλι (νέκταρ), που είχε μέσα. Επειδή το άνθος της ασφάκας είναι μακρύ δεν χωρούν μέσα οι μέλισσες, ούτε φθάνουν στο κάτω μέρος του άνθους να πάρουν το νέκταρ, διότι η προβοσκίδα τους είναι μικρή.

Πολλές φορές κόβαμε ασφακοκέφαλα που ήσαν πλήρως ανθισμένα και τα παίρναμε μαζί μας τα ρουφάμε και στον δρόμο.
Το μέλι της ασφάκας είναι λεπτοκρύσταλλο, διαυγές υποκίτρινο με πολύ ωραίο άρωμα και θεωρείται πολύ καλής ποιότητος. Οι μελισσοκόμοι λένε ότι αν οι μέλισσες έφθαναν να ρουφήξουν το νέκταρ της ασφάκας, θα ήσαν ευτυχείς, διότι έχει αρκετό και η ασφάκα ευδοκιμεί σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα.
Ένα χαρακτηριστικό του είναι οι φαρμακευτικές ιδιότητες, γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, που έφτιαχναν τα γιατροσόφια μαζί με άλλα φυτά. Μάλιστα λέγεται ότι εκκρίνει μία αντιοξειδωτική ουσία, η οποία βοηθά και είναι αντίθετη στη κυτταρική γήρανση.

ΚΟΚΚΑΛΟΖΟΥΜΟ…!

 Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλιά η φτώχεια ήτανε το μεγάλο πρόβλημα του λαού, κυρίως κατά τις σκληρές εποχές των πολέμων και ιδίως κατά την κατοχή του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.
Ο κόσμος πεινούσε, δεν έβρισκε τι να φάει, ιδίως οι πολυμελείς οικογένειες αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα πείνας, τόσα στόματα που να τα χορτάσουν. Έτσι έψαχναν να βρουν λύσεις διατροφής, αποτεινόμενοι πάντοτε στην φύση.
Ένα εκ των φαγητών κατά αυτές τις σκληρές περιόδους ήταν και το κοκκαλόζουμο. Το κοκκαλόζουμο ήταν τα κόκκαλα από σφάγια ζώα όπως χοιρινά, αιγοπρόβατα, μοσχάρια κ.ά. Αυτά μόλις τα έσφαζαν οι χασάπηδες ξεκοκάλιζαν και ότι απομεινάδι κρέατος έμενε επάνω στα κόκκαλα και οι χόντροι, ήταν μια καλή τροφή για τους πεινασμένους. Αυτά τα έκοβαν ή τα τσάκιζαν και τα έβαζαν μέσα στον τέντζερη και με μπόλικο νερό τα έβραζαν. Το κόψιμο ή τσάκισμα των οστών ήταν να βγει το «μελούδι» (μυελός οστών) και να βράσει, για να έχει πρωτεΐνες και νοστιμιά το ζουμί.
Όταν το έβαζαν να βράσει έριχναν και λίγο αλάτι και κάνα δυό κρεμμύδια ψιλοκομμένα και το άφηναν τα βράσει για τα καλά.
Όταν ήταν έτοιμο έριχναν ζουμί στα πιάτα και το έτρωγαν. Επίσης όταν έβραζε για τα καλά, τότε έβγαζαν από το τσουκάλι τα κόκκαλα και αφαιρούσαν ότι μικρό κρέας είχε απομείνει από το ξεκοκάλισμα του χασάπη. Αυτό το κρέας με ζουμί το έβαζαν σε άλλη κατσαρόλα και συμπλήρωναν με τραχανά και παρασκεύαζαν ένα φαγητό πολυτελείας, με αρκετές βιταμίνες και πρωτεΐνες.
Ακόμη μέσα στο κοκκαλόζουμο, έριχναν χόρτα ψιλικά και μυρωδικά και συμπλήρωναν τα σιτηρέσιό τους.
Στα παιδιά, όταν δεν χόρταιναν, λόγω ποσότητας, τους έδιναν ένα από τα βρασμένα κόκκαλα και το έγλειφαν εκεί που φύονταν οι χόντροι των, από αυτό βγήκε και η παροιμιώδης φράση: «Έγλειψε και το κόκκαλο!»
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις:
“Κοκκαλόζουμο με τραχανά, να ’χεις φούσκα την κοιλιά!”
“Κόκκαλο γλείφεις; Κοιλιά γουργουλίζει!”
“Κόκκαλα τρώς; Κοκκάλα είσαι!”

ΕΥΤΟΥΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΙΟΡΙΞΙΑ…!

 Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

 
Συχνά ακούμε ή και χρησιμοποιούμε την λέξη μισιοριξιά, χωρίς να γνωρίζουμε οι περισσότεροι τι σημαίνει και από πού προέρχεται.
Ο όρος μισοριξιά αναφέρεται στο ελλιπές γέμισμα του ντουφεκιού με μισή μπαρούτη και μισά σκάγια (βόλια) από τα προβλεπόμενα μιας συνήθους γέμισης. Πιο παλιά τα ντουφέκια ήσαν εμπροσθογεμή (μπροστογιομές) και τα γέμιζαν μόνοι τους βάζοντας την ανάλογη δόση μπαρούτης και τ’ ανάλογα σκάγια. Επίσης αργότερα αυτό γινόταν και στα οπισθογεμή όπλα που χρησιμοποιούσαν φυσίγγια τα οποία τα γέμιζαν με τ’ ανάλογα υλικά.
Όταν ήθελαν να πολεμήσουν, για κυνήγι κ.λπ., κατά την γόμωση των φυσιγγίων χρησιμοποιούσαν την κανονική δόση. Επειδή όμως η μπαρούτη και τα σκάγια κόστιζαν αρκετά χρήματα και ήσαν δυσεύρετα, όταν ήθελαν να γλεντήσουν ή να ντουφεκίσουν, στον αέρα για εκφοβισμό, γόμωναν τα φυσίγγια και τα όπλα με μισή δόση μπαρούτης και σκαγιών ή αλατιού, ούτως ώστε να προκαλέσουν μόνο θόρυβο. Αυτή η ελλιπής γέμιση με μια λαϊκή λέξη λεγόταν «μισιοριξιά». Επομένως η λέξη μισοριξιά χρησιμοποιείται μειωτικά, δηλαδή κατά το ήμισυ της κανονικής δόσης.
Για την κανονική δόση έλεγαν Δραμιάρικη, δηλαδή χειροποίητο κυνηγετικό φυσίγγι με ποσότητα μπαρούτης και σκαγιών διπλάσια του μισόδραμου. Τη χρησιμοποιούσαν για το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, π.χ. αγριόχοιρου, λύκων, τσακαλιών κ.ά. Ενώ για την μισή δόση έλεγαν Μισόδραμη ή μισοδραμιάρικη, δηλαδή μισή ποσότητα μπαρούτης και σκαγιών για χειροποίητα κυνηγετικά φυσίγγια που προορίζονται για κυνήγι άγριων πουλιών.
Μισιοριξά μεταφορικά λέμε ακόμη για την ατελή ή μισή δηλαδή ελλιπή ποσότητα δόσης του σπέρματος για την σύλληψη του εμβρύου. Γι’ αυτό κάποιον άνθρωπο ατελή ή πολύ κοντό στην λαϊκή γλώσσα τον λένε «μισοριξιά». Επίσης αυτούς τους ανθρώπους πέραν από μισοριξιά τους ονομάζουν και γιορτόπιασμα.
Γιορτόπιασμα λέγεται για κάποιον άνθρωπο που συνελήφθη παραμονή ή ανήμερα μεγάλης γιορτής. Στις τάξεις του λαού πιστεύανε ότι τις Άγιες μέρες και παραμονές αυτών, δεν έπρεπε το ζευγάρι να έρθει σε συνουσία γιατί τα παιδιά που θα γεννιόταν θα ήσαν παράλυτα ή δαιμονισμένα. Όποιο παιδί γεννιόνταν έτσι το λέγανε και γιορτοπιασίδι.
Οι παλιές πεθεράδες, παραμονές των βαριών γιορτών, δεν άφηναν τις νιφάδες να πλυθούν από βραδύς και τις ορμήνευαν να μην συνευρεθούν με τους άντρες τους το βράδυ μήπως πιάσουν παιδί και βγει παράλυτο, μουρλό ή δαιμονισμένο.
Η μισοριξιά κατά την συνουσία του ανδρόγυνου, έχει και τα δικά της ευτράπελα.
Λέγανε οι παλαιές μανάδες και πεθερές στην νύφη, όταν έρθει σ’ επαφή με τον άνδρα για να πιάσει παιδί πρέπει να μην προβεί σε στιγμιαίο έρωτα αλλά παρατεταμένο.
Έτσι μια πεθερά επειδή η πρώτη νύφη της έβγαλε ανάπηρο παιδί, ορμήνευε την νέα νύφη του δεύτερου παιδιού της, εφόσον δεν είχε γκαστρωθεί ένα χρόνο μετά τον γάμο της. Κατά ομολογία της τότε νύφης (94 ετών το 85), της έλεγε: «Τήρα Μαγδάλω μ’ την ώρα που θα οσμιστείς ότι έσταξε η κάνουλα, μην κάνεις κι’ αποτραβηχτείς, αλλά να τόνε χταποδιάσεις σφιχτά και να τόνε κρατήσεις κάμποση ώρα και σφίξου μέχρι να τόνε αρμέξεις για να κιώσει ούλο το στάξιμο, μη μας βγει το παιδί πελελό! Στο ξαναλέω, τήρα μην αναγκάσεις, με την ρέγουλα, νύχτα θα είναι και εκείνη την ώρα δεν έχεις ρημαΐλες (δουλειές)!»
Την λέξη μισοριξιά, την άκουσα μικρός μνημόσυνο στο χωριό μου. Αυτό έγινε όταν μια γυναίκα η αείμνηστη Καλομοίρα μοίραζε σε εμάς τα παιδιά κόλλυβα (σπερνά) και σε κάποιο παιδί έριξε λίγα, τότε πετάχτηκε η μάνα του, που ήταν δίπλα και της λέει:
Όχι μισοριξιά Καλομοίρα μου, ολάκερη ρίξε στο παιδί!
Επίσης οι γυναίκες κατά την εποχή της φτωχολογιάς, στο φαγητό που παρασκεύαζαν, θέλοντας να κάνουν οικονομία, ή αν δεν είχαν το ανάλογο είδος όπως όσπρια, λάδι, πάστα κ.λπ., έριχναν λιγότερη ή μισή δόση στο φαγητό. Αυτό το έλεγαν μισοριξιά.
Επίσης παλιά στον στρατό ιδίως στα Κέντρα Εκπαίδευσης νέων στρατιωτών, που παρουσιάζονταν υπεράριθμοι, τα φαγητά που παρασκεύαζαν στα καζάνια των μαγειρείων όταν γνώριζαν ότι ήσαν πολλοί οι σιτιζόμενοι στρατιώτες, συμπλήρωναν με νερό και έτσι παρασκεύαζαν διπλάσια και τριπλάσια ποσότητα φαγητού, με ελάχιστα βασικά υλικά, για ν’ αυγατίσει το φαγητό. Ο μάγειρας στο στρατό το έλεγε μισοριξιά, ενώ οι φαντάροι, αυτό το νερομούρμπουλο και ελλιπές φαγητό το έλεγαν «Μπλουμ!» Θυμάμαι που έλεγαν: «Σήμερα είχε πατάτες μπλουμ!» Έπρεπε να είσαι τυχερός αν κατά την διανομή φαγητού στην καραβάνα σου τύχαινε να πάρεις έστω και μια πατάτα. Νομίζω ότι οι μεγαλύτερες ηλικίες θα θυμούνται το μπλουμ.

Στα καφενεία τον πολύ ελαφρύ ελληνικό καφέ τον ονόμαζαν «μισοριξιά». Επίσης την μισή κουταλιά φαγητού, την λέγανε μισοριξιά. Επίσης μισιοριξιά έλεγαν και οι κρασοπότες όταν ο κεραστής δε γέμιζε τα ποτήρια των. θυμάμαι σε γλέντι, την ώρα του κεράσματος, ένας επειδή δεν του γέμισε ο κεραστής το ποτήρι, δεν το σήκωνε να χαιρετίσει, λέγοντας: «Με μισοριξιά το ποτήρι δεν κουνιέται από τον τόπο του!»

Η ΣΤΡΩΜΑΤΣΑΔΑ…!

 Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Σ’ όσα πουπουλένια στρώματα και κρεβάτια πολυτελείας, σε ξενοδοχεία αρκετών αστέρων και όπου αλλού κι αν κοιμήθηκα την στρωματσάδα δεν την αλλάζω με τίποτα. Προπαντός η παιδική στρωματσάδα, το ένα παιδί δίπλα απ’ το άλλο να εξέχουν μόνο τα κεφαλάκια δεν θα την ξεχάσω ποτέ, όμως κι αν τόσο πολύ το νοσταλγώ, δεν πρόκειται να το ξανά ζήσω.
Η στρωματσάδα είναι ο ύπνος καταγής στο έδαφος ή στο πάτωμα του σπιτιού. Παλιά επειδή τα σπίτια ήσαν μικρά και δεν υπήρχαν κρεβάτια, ολόκληρες οικογένειες κοιμόντουσαν στρωματσάδα, ιδίως στα εξοχικά σπίτια και κατά το καλοκαίρι. Επίσης και κατά τον χειμώνα στα σπίτια τους, όταν δεν υπήρχαν όχι κρεβάτια, αλλά μόνο κλινοσκεπάσματα.
Παραγέμιζαν μεγάλα στρώματα με άχυρα, με φλούτσα από καλαμπόκι ή και με μαλλί προβάτων. Τα άχυρα από κριθάρι (κριθαριά) ήσαν τα καλύτερα, ενώ της βρώμης, άναβαν και τα χρησιμοποιούσαν στο στρώμα κατά τους χειμερινού μήνες που έκανε κρύο.
Κάτω στο πάτωμα έστρωναν ένα σάϊσμα (κουβέρτα από μαλλί γίδας το λεγόμενο κόζινο), επάνω έβαζαν το στρώμα, επάνω στο στρώμα ένα σεντόνι, για να είναι μαλακό και να μην τρυπούν τ’ άχερα και επάνω τα κλινοσκεπάσματα όπως κουβέρτες, φλοκάτες, μπαντανίες κ.ά.
Για μαξιλάρια πάνω από το στρώμα να μην πιαστούν οι σβέρκοι, δίπλωναν δυο τρεις φορές μια κουβέρτα ή ένα πλατύ τάπητο και το τοποθετούσαν κάτω από το σεντόνι. Το μαξιλάρι αυτό ήταν ενιαίο και δεν υπήρχε κενό για να πέφτουν τα κεφάλια. Βασικά η στρωματσάδα ίσως να ήταν μια μικρή κοινωνία του ύπνου

ΤΣΟΥΠΑ…!

 Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Στην ντοπιολαλιά, η λέξη τσούπα, πριν λίγα χρόνια προφερόταν συχνά. Όταν αναφέραμε τσούπα εννοούσαμε γενικά το κορίτσι.
Η λέξη τσουπί, μάλλον προέρχεται από το Cuppe, που είναι τουρκική λέξη και σημαίνει είδος μακριού πανοφωριού που φορούσαν οι μουσουλμάνοι κληρικοί.
Κατά μια εκδοχή ίσως να προέρχεται από το αλβανικό tsupre= κορίτσι.
Σε δημοτικό μας τραγούδι εντοπίζουμε την προφορά τσούπρα: «Τσούπραμ’ το μαντήλι σου»
Τσούπρα μ’ το μαντίλι σου, γεια, μωρέ βλάχα μ’, γεια,
με τι το ’χεις βαμένο, γεια, μωρέ βλάχα μ’, γεια.
Τσούπρα μ’ το μαντίλι σου, γεια, μωρέ βλάχα μ’, γεια,
με τι το ’χεις βαμένο, αι, μανούλα μ’, αι.
Θέλω να χορέψω μια στιγμή, γεια, μωρέ βλάχα μ’, γεια,
εσένα περιμένω, γεια, μωρέ τσούπρα μ’, γεια.
Θέλω να χορέψω μια στιγμή, γεια, μωρέ βλάχα μ’, γεια,
εσένα περιμένω, αι, μανούλα μ’, αι.
Το τζεμπεράκι που φορείς, γεια, μωρέ βλάχα μ’, γεια,
μου σχίζει την καρδούλα, γεια, μωρέ τσούπρα μ’, γεια.
Το τζεμπεράκι που φορείς, γεια, μωρέ βλάχα μ’, γεια,
μου σχίζει την καρδούλα, αι, μανούλα μ’, αι.
(Όταν χορεύεις, βλάχα μου, γεια, μωρέ τσούπρα μ’, γεια,
μοιάζεις σαν πεταλούδα, αι, μανούλα μ’, αι.)

ΜΠΟΤΣΙΚΙ- ΣΚΥΛΟΚΡΕΜΜΥΔΟ…!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

 
Το σκυλοκρέμμυδο, κρεμμύδα ή μπότσικα, σκίλλα η σχινοκέφαλος, (Scilla maritima ή urginea maritima): Είναι ένα γνωστό και συνηθισμένο φυτό στην Ελλάδα. Φυτρώνει κυρίως σε αγρούς, δάση και βράχια και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα φυτοφάγα ζώα δεν το τρώγουν διότι έχει πικρή γεύση και περιέχει δηλητήριο, το οποίο μπορεί από μια απλή επαφή να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό. Δεν χρήζει ιδιαίτερης καλλιέργειας και φροντίδας, διότι έχει μεγάλη ανθεκτικότητα σε οποιαδήποτε κλιματολογική συνθήκη που επικρατεί στις παραμεσόγειους χώρες. Έχει την δυνατότητα ακόμη κι αν το ξεριζώσεις τελείως από τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει ν’ αναπτύσσεται κανονικά και να βγάζει νέα φύλλα, ακόμη και άνθη.
Το Σκυλοκρέμμυδο, είναι η Σκίλλη των Αρχαίων, οι νεότεροι Έλληνες κατά τόπους του έχουν αποδώσει διαφορετικές ονομασίες. Στα νησιά του Αιγαίου τ’ ονόμαζαν κουβαρόσκυλλα ή αρχιδόσκυλλα, στην Σύρο κρεμμυδόσκυλλα, στην Αίγινα- Λακωνία και Πάρο ασκέλλα, στην Κρήτη ασκυλλητούρα, στην Κεφαλλονιά ασκικονάρα, ασκιλλοκάρα, αγιοβασιλίτσα και κουτσούνα, στην Ηλεία και στην Αρκαδία μποτσίκι ή γυφτοκρέμμυδο και στην Αιτωλία βασιλοκουτσούνα.
Το φυτό αυτό φύεται σχεδόν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, φυτρώνει ανάμεσα στους βράχους, κάτω από τους θάμνους και στις πλαγιές των αγρών.

ΟΙ ΜΟΥΝ@ΨΕΙΡΕΣ ΤΗΣ ΜΑΛΛΙΑΡΩΣ

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παρασκευή 5 Μαρτίου 1993

Η Π…..α, τσούπα μιας προσφυγοπούλας, μαυρούδω σαν γυφτοπούλα, έφτασε με την μάνα της το εικοσιτρίο στο χωριό θα ’τανε δε θα ’τανε δυο- τρίο χρονώνε. Φτωχούλα μπίτι η μάνα της, τήνε τήραξε το χωριό ούλο, και σπίτι της δώκανε και σκουτιά και ανάχρεια και απ’ ούλα, να σταθεί η δόλια στα πόδια της. Μεγάλωσε η Π….α κοντά με τ’ άλλα παιδιά στο χωριό και με τα άλλα τα τσουπιά που ήσαντε ίσα στα χρόνια της, σμίξανε και γίνανε φιλενάδες, να ειπώ και την αλήθεια τήνε προσέχανε ούλες σαν αδερφή τους.
Ευτούνο το τσουπί είχε ένα κατάμαυρο μαλλί κατσαρό σαν αφάνα. Τώρα τα τσουπιά αναμεταξύ τους τηραγόσαντε και πιο μέσα και ευτούνο είχε μαλλιαρό πράμα όπως μολογάγανε αργότερα, μέχρι τα αφάλι σκέτος λόγγος απέραστο ρουμάνι. Τα τσουπιά αναμεταξύ τους το κουβεντιάζανε, τα διαβόλια και επειδή ήταν πολλή μαλλιαρή κάποιο από δαύτα πως του ’ρθε της κόλλησε το παρατσούκλι «Μαλλιάρω».
Μαλλιάρω την είπανε, μαλλιάρω ήτανε, κουφέτο της πήγαινε το παρατσούκλι. Το σαράντα ένα η Μαλλιάρω παντρεύτηκε ένανε από το χωριό, καλό παιδί μοναχοπαίδι κι αρφανό από μάνα. Έλα μου όμως σε κανά δυο χρόνια ευτούνο το μαύρο το είχανε ντύσει φαντάρο και στο πόλεμο σκοτώθηκε, άφηκε τα κόκκαλά του απάνου στην Μακεδονία. Τον έκλαψε η Μαλλιάρω, τόνε ξανάκλαψε αλλά τίποτα οι πεθαμένοι δεν ματαγυρίζουνε ξοπίσω. Το σαράντα εννιά τότε με το αντάρτικο τότενες που ανακατευότανε ούλος ο τόπος, στο χωριό μας εφτάσανε καμιά πενηνταριά αντάρτες και μείνανε για καμιά βδομάδα.

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ…!

 

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ…!

Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Ένα από τα πιο ωραία και διαδομένα δημοτικά τραγούδια που έχω ακούσει είναι και το “Ντιλμπέρι-ντιλμπεράκι”. Η λέξη ντιλμπέρι προέρχεται από την Περσική γλώσσα دختر خوشگل και υιοθετήθηκε από τους Οθωμανούς όπου το μετέφεραν στην Ελλάδα: Dilber ντιλμπέρι (το) είναι η καλλονή, το γοητευτικό, το όμορφο παιδί.  Οι Σαρακατσάνοι ντιλμπέρι, λένε τον νέο που έχει δύναμη λιονταριού, ακόμη το νέο κι όμορφο και ναζιάρικο κορίτσι, που κλέβει καρδιές. Επίσης Ντιλμπέρι είναι ένα είδος πουλιού που φέρει αυτή την ονομασία στην περιοχή του Έβρου.

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ – ΝΤΙΛΜΠΕΡΑΚΙ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΦΥΤΕΜΑ ΤΗΣ ΣΤΑΦΙΔΑΣ…!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούυνης

Η εργασία μου αυτή είναι ένας σκέλος από το κεφάλαιο «ΣΤΑΦΙΔΑ» και αναφέρεται στην παραδοσιακή φύτευσή της
Για να φυτέψουν κάποτε σταφίδα ξεκινούσαν από την επιλογή του χωραφιού και την επιλογή του φυτού. Αρχικά αφού επέλεγαν το χωράφι, που θα φύτευαν, πρώτα το όργωναν Απρίλη μήνα. Η όργωση γινόταν για να γυρίσουν τα χώματα για να «λιαστούν» όλο το Καλοκαίρι. Τον Οκτώβρη με τα πρωτοβρόχια, ξανά το όργωναν (δηλαδή γύριζαν τα χώματα) και το άφηναν οργωμένο μέχρι την Άνοιξη που θα φύτευαν την σταφίδα. Αν τα χωράφια που προορίζονταν για φύτευση, ήταν βαριά, τότε από τον Οκτώβρη άνοιγαν «σαϊτάρια» (γράνες) για ν’ απορρέουν και να στραγγίζουν τα όμβρια νερά του χειμώνα.
Τον μήνα Φεβρουάριο κατά την εποχή του «κάθαρου» (επιλεκτικού κλαδέματος όπου γίνεται αφαίρεση όλων των πιο αδύνατων και περισσότερων παρακλαδιών και ξερών στελεχών, χωρίς να κόβονται οι βέργες που θα καρποφορήσουν) και όταν είχε φεγγάρι, πήγαιναν σε κάποιο κτήμα σταφίδας και διάλεγαν τον φυτό, δηλαδή κληματόβεργες που θα τις φύτευαν για αναπαραγωγή νέου φυτού (πολλαπλασιαστικό υλικό).

Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Γιάρμενα: Σύγχρονη παιδική χαρά πλάι στην Ταβέρνα «Οι Κένταυροι»

Τώρα που βρέθηκε και το φάρμακο…,

εδώ θα την βγάλω τον Αύγουστο, παρά δίπλα στην ταβέρνα του Ταμπουρόγιαννη με τους εξαίσιους μεζέδες και το κρασί των Κενταύρων!

Θα «παρκάρω» τις νεράιδες μου στην μοντέρνα παιδική χαρά που φρόντισε να γίνει ο συνοδοιπόρος μου στον «Ωλονό» Ανδρέας Χρονόπουλος και όχι οι καρεκλοκένταυροι του δήμου Ολυμπίας.

Ελάτε να με βρείτε…,

στην «καρδιά» του δρυοδάσους Φολόης στην Γιάρμενα και το κρασί…, κερασμένο!

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Το σαμάρι και η ιστορία του

 

laorafiko mousio antroni 1 septemvriou.2007 001.jpgΆρθρο του Ηλία Τουτούνη λαογράφου

Από αρχαιοτάτων χρόνων η μεταφορά αντικειμένων γίνονταν από τον άνθρωπο. Κατά την εξέλιξη του, αφού εξημέρωσε τα ιπποειδή, την μεταφορά του και αντικειμένων την επιφορτίστηκαν αυτά. Αρχικά δεν είχε ανακαλυφθεί ο τροχός, αλλά και όταν ανακαλύφθηκε, το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδαφικού ανάγλυφου δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Τα υποζύγια (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι) και τα βοοειδή ήταν τα πιο διαδεδομένα ζώα ως μέσα μεταφοράς. Τα υποζύγια για να μεταφέρουν ανθρώπους και αντικείμενα έπρεπε να έχουν και τον ανάλογο εξοπλισμό. Για την μεταφορά των αντικειμένων, επινόησαν, και σιγά – σιγά κατασκεύασαν και τελειοποίησαν τα σαμάρια. Αυτά τα κατασκεύαζε ο σαμαράς που ήταν ένας ειδικευμένος τεχνίτης που, με διάφορα πρωτόγονα μέσα, κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.

Χαράλαμπος Δ. Μπακάλης 1937-2022

Έφυγε σήμερα Δευτέρα 6.06.2022 ο Χαράλαμπος Μπακάλης του +Διονυσίου και της Λάμπρως που γεννήθηκε πριν 85 χρόνια στο Αντρώνι.

Η εξόδιος τελετή θα γίνει την Τρίτη στο Αλποχώρι.

Στα παιδιά του Ελένη, Παναγιώτη, Λαμπρινή, Διονυσία, στις αδελφές του Αγγέλα, Γεωργία, Μαρία και σε όλους τους συγγενείς του εκφράζουμε τα συλλυπητήριά μας.

Ο εκλιπόν ασχολείτο με γεωργικές εργασίες και ζούσε μαζί με την αείμνηστη σύζυγο του Θεοδώρα στο Αλποχώρι Ηλείας της Δημοτική Ενότητα Ιαρδάνου του Δήμου Πύργου. 

 

Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

1944 Πανόπουλο: Η σύλληψη, η κακοποίηση και η απόδραση του Νικολάου Στεργιόπουλου.

Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Ο πόλεμος του 1940 όπως αναφέρει και ο φίλος Βασίλης Λαζαράκης, βρήκε τους λιγοστούς κατοίκους του Πανόπουλου (συνοικισμού του Αντρωνίου) που είχε τότενες 7- 8 σπίτια και κάποιες πρόχειρες αγροικίες ποιμένων που πηγαινοέρχονταν από το Αντρώνι.

 Στα 1944 η Αγγλική αντικατασκοπεία υπό τον Συνταγματάρχη Κάμπελ και το Λοχαγό Ντόνελ κατασκεύασε ένα πρόχειρο αεροδιάδρομο. Για τις ανάγκες της κατασκευής εκχερσώθηκε και μέρος της Κάπελης ενώ για την ολοκλήρωση του διαδρόμου εργάστηκαν και αρκετοί κάτοικοι από το Πανόπουλο αλλά και ευρύτερα. Ίσως να ήταν ένα αεροδρόμιο το οποίο έγινε για σκοπούς προπαγάνδας, προκειμένου οι Γερμανοί να παραπλανηθούν σε σχέση με τον τόπο απόβασης των συμμάχων, απόβαση η οποία έγινε τελικά στη Σικελία. Ωστόσο οι Άγγλοι αξιωματικοί και στρατιώτες κρύβονταν στα σπίτια, τις αποθήκες και τις καλύβες των περιοίκων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στις 4 Μάη του 1944 να προσγειωθεί ένα Γερμανικό Στούκας στον πρόχειρο αεροδιάδρομο στο Πανόπουλο. Οι Γερμανοί ξεχύθηκαν προς αναζήτηση των Άγγλων καίγοντας όλα τα σπίτια του χωριού. Οι κάτοικοι φοβισμένοι κρυφτήκανε στα ρέματα για να γλιτώσουν και οι Ραγήδες όπως τους λέγανε, οι "Έλληνες" συνεργάτες των Γερμανών επιδίδονταν σε πλιάτσικο.

Όλα τα παραπάνω, μας είναι λίγο πολύ γνωστά από αφηγήσεις αλλά και από το βιβλίο του Διβριώτη Τάσου Καζάζη όπως θα δούμε παρακάτω.

Εκείνο που δεν γνωρίζαμε είναι ο ηρωισμός του συμπατριώτη και συγγενή μας Νικόλαου Στεργιόπουλου που διαπιστώνεται από τα έγγραφα που μας εμπιστεύτηκε η κόρη του, Λεμονιά Ν. Στεργιοπούλου.

Γεωργία Ιωαν. Αλεξοπούλου του Μεϊτανά (1926 – 2022)

 Έφυγε από κοντά μας στις 2.06.2022 η Γεωργία Αλεξοπούλου, χήρα του Ιωάννη (Κατσένη 1923-1997), που γεννήθηκε πριν 96 χρόνια στο Αντρώνι.

Η κηδεία της θα γίνει σήμερα Παρασκευή 3.06.2022, στις 17.00 στο Αντρώνι.

Στα παιδιά της Μαρία, Δήμο, Διονύση και σε όλους τους συγγενείς της εκφράζουμε τα συλλυπητήριά μας.

Ο σύζυγός της ο Γιάννης (Κατσένης) έφυγε στις 15.03.1997, 74 ΕΤΩΝ ετών.

Η θειά Γεωργία ήταν κόρη του Διονύση Ζήρου του Μεϊτανά.

Ευχαριστούμε τις συμπατριώτισσες, για την ενημέρωση.