Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΑΜΠΟΥΡΙΑ ΣΤΟ ΠΟΥΣΙ

Ιστορία - Tουρκοκρατία
Συντάχθηκε απο τον/την Κώστας Παπαντωνόπουλος   
Κυριακή, 19 Δεκέμβριος 2010 11:33
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η Ηλεία ήταν από τις πρώτες επαρχίες του Μοριά που απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό.  Έτσι, της δόθηκε η ευκαιρία, από τους πρώτους κιόλας μήνες, να συμβάλλει σημαντικά στον αγώνα για την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας.
Τον Ιούνιο του 1821 διεξήχθη, στις περιοχές Πούσι[1] και Μποτίνι, η πιο σημαντική και καταλυτική μάχη για την έκβαση του αγώνα. Οι ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις, που αποτελούνταν από Ηλείους, Γορτύνιους, Αχαιούς, Μεσσήνιους, Ζακύνθιους και Κεφαλλονίτες, συνέτριψαν τους σκληροτράχηλους Λαλαίους της περιοχής.
Η έκβαση της μάχης, που κρίθηκε υπέρ των Ελλήνων, είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική αποχώρηση των Τούρκων από την επαρχία της Ηλείας και  σήμανε το τέλος της σκληρής Οθωμανικής δουλείας, που ταλάνιζε, επί τετρακόσια χρόνια, τον Ηλειακό λαό, από την μάστιγα των αιμοδιψών Λαλαίων Τουρκαλβανών.
Στην προεπαναστατική Ηλεία όλα συνηγορούσαν ότι η μεγάλη μάχη πλησίαζε. Η καταπίεση των αυτόχθονων Ηλείων από τους Λαλαίους, καθώς και οι εξελίξεις της Επανάστασης στην Πελοπόννησο είχαν προετοιμάσει το έδαφος για τη μεγάλη εξέγερση. Στη διεξαγωγή της μάχης έπαιξαν ρόλο τα εξής γεγονότα. Η απόφαση των οπλαρχηγών να συσταθεί στρατόπεδο στην περιοχή Πούσι και Μποτίνι, είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί γενικός συναγερμός σε ολόκληρη την Ηλεία. Όσοι από τους κατοίκους των χωριών της ορεινής Ηλείας μπορούσαν να κρατήσουν όπλο, συνέδραμαν, συστρατευόμενοι υπό τις διαταγές των οπλαρχηγών.
Οι γεροντότεροι και ανίκανοι για εργασία, από τα διπλανά χωριά, συνάχθηκαν, με εντολή των καπεταναίων, στο χωριό Αντρώνι, που προσφερόταν για άμυνα[2]. Οι οπλαρχηγοί γνώριζαν, ότι σε περίπτωση διάλυσης του στρατοπέδου, θα οπισθοχωρούσαν στο Αντρώνι, μια περιοχή που αποτελούσε φυσικό φρούριο. Το Αντρώνι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τουρκαλβανών, οι οποίοι δίσταζαν να το πλησιάσουν, λόγω των απότομων χαραδρών που το περιβάλουν.
Η παροιμιώδης φράση «Απ’ του Κούμανι ως τ’ Αντρώνι, ο Θεός να σε γλιτώνει», που ακούγεται μέχρι και σήμερα, έχει προέλθει από τότε. Κατά την τοπική παράδοση, οι Λαλαίοι έπαθαν πολλές πανωλεθρίες, σε εφόδους που επιχείρησαν στις δασόφυτες χαράδρες μεταξύ αυτών των χωριών.
Σε αυτό το πόνημα σκοπός μας είναι να αποτίσουμε ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους όσους πολέμησαν στην πρώτη γραμμή της μάχης, αλλά και σε όλους εκείνους τους άγνωστους ήρωες, που πίσω από τα καραούλια και τα ταμπούρια, προσέφεραν, στο ακέραιο, τις υπηρεσίες τους για την παλιγγενεσία του πολύπαθου έθνους. Μέχρι σήμερα, πιστεύω, δεν έχει γίνει καμιά ιστορική μνεία για τη συμβολή του άμαχου πληθυσμού σε αυτή την ιστορική μάχη, που διεξήχθη στο Πούσι.
Πριν την επανάσταση, η εφορεία των στρατοπέδων ήταν, σχεδόν, ανύπαρκτη. Με το ξέσπασμα της επανάστασης, οι οπλαρχηγοί άρχισαν να οργανώνουν την εφορεία για τον άμεσο σιτισμό των ανδρών τους. Οι ντόπιοι καπεταναίοι της Κάπελης ανέλαβαν την πρωτοβουλία και στρατολόγησαν γυναίκες και παιδιά, με σκοπό να συμβάλλουν στην επιχείρηση τροφοδοσίας του στρατεύματος.
Η πρώτη και άμεση ανάγκη των στρατοπέδων ήταν το νερό. Χωρίς φαγητό μπορούσαν να επιβιώσουν, χωρίς νερό, όμως, η ημέρα τους θα ήταν ανυπόφορη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν αρχές Ιουνίου και οι ανάγκες για νερό ήταν υπερδιπλάσιες, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Τα μεγάλα και δυναμωμένα παιδιά, με μπροστάρη τον Μουγκοθοδωράκη[3], μάζεψαν όλα τα υποζύγια[4] και, με διάφορα αγγειά υγρών, όπως ξυλοβάρελα, τσίτσες, βαρέλες και ασκιά, κουβαλούσαν μέρα-νύχτα νερό από όλες τις παρακείμενες πηγές των χωριών Δούκα, Ντάρτιζας, Νεμούτας, Πέρσαινας και Κλεινδιά. Για να μην οδηγηθεί, σε αποτυχία η όλη επιχείρηση, ομάδες του νεοσύστατου στρατοπέδου, περιφρουρούσαν τις πηγές, φοβούμενοι επικείμενες επιθέσεις από τους Λαλαίους.
Οι μύλοι της γύρω περιοχής, κατά διαταγή της εφορίας, δούλευαν ασταμάτητα όλο το εικοσιτετράωρο, για να προλαβαίνουν να παρέχουν το πολυτιμότερο αγαθό σίτισης για την εποχή εκείνη, το αλεύρι που έφτιαχναν το ψωμί.
Οι γυναίκες ανέλαβαν τη δυσκολότερη εργασία της επιμελητείας. Έφτιαξαν, κοντά στα στρατόπεδα, πρόχειρους χωματόφουρνους, για να μπορούν εύκολα να προμηθεύουν ψωμί και φαγητό στους άνδρες των στρατοπέδων. Η θρυλική Αντιγόνη[5],  μια γυναίκα με καταγωγή από το χωριό Κλινδιά, από το παλιό σόι των Γιανναίων (σήμερα Γιαννοπουλαίων) και παντρεμένη στο Αντρώνι, ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα εκείνη την πολύταραγμένη εποχή. Η Αντιγόνη είχε αναλάβει εξ’ολοκλήρου την επιμελητεία της τροφοδοσίας, όχι μόνο του ψωμιού, αλλά και όλων των αναγκαίων αγαθών για ολόκληρο το στρατόπεδο, εκτός, βέβαια, από τα πυρομαχικά και τα όπλα.
Οι ηγετικές ικανότητές της, όμως, επιβεβαιώθηκαν από τη φροντιστεία της επικείμενης μάχης στο Πούσι. Για αυτή τη γυναίκα χρειάζεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο, ίσως και ένα ολόκληρο βιβλίο για να καταγραφούν όλα τα «ανδραγαθήματα» και όλες οι υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα εκείνη την εποχή[6].
Η Αντιγόνη ήταν ο κύριος μοχλός κίνησης όλης της επιχείρησης, το άλφα και το ωμέγα της επιμελητείας. Καβάλα σε μια τσίλικη φοράδα, γύριζε από χωριό σε χωριό, από ρούγα σε ρούγα και από στάνη σε στάνη, συντονίζοντας στο ακέραιο όλη την προσπάθεια τροφοδοσίας του στρατοπέδου. Αυτή η υπέροχη γυναίκα είχε υπό τις οδηγίες της εκατοντάδες άλλες γυναίκες, ενώ από την πρώτη κιόλας μέρα είχε οργανώσει μια τεράστια επιχείρηση επιμελητείας. Κατανεμημένες κατάλληλα, οι εκατοντάδες ηρωΐδες χωριατοπούλες, γνωρίζοντας άριστα τη δουλειά τους, προσέφεραν χωρίς δισταγμό και φόβο τις υπηρεσίες τους στο έθνος.
Κατά ομάδες, σε όλη την ακτίνα του στρατοπέδου, ζύμωναν ψωμιά, μαγείρευαν διάφορα φαγητά, έραβαν, έπλεναν τα ρούχα των πολεμιστών και φρόντιζαν τις πληγές των τραυματιών, που προέρχονταν από διάφορες αψιμαχίες αλλά και από ατυχήματα. Πάρα πολλές γυναίκες και, ιδίως, οι πιο δυναμωμένες δούλευαν και στο παλούκωμα[7] του χώρου των ταμπουριών, μαζί με τους άνδρες των στρατοπέδων.
Μια ομάδα από αυτές περιφερόταν στα γύρω χωριά και κουβαλούσε κλινοσκεπάσματα, τσαρούχια, διάφορα αγγειά και οτιδήποτε θεωρούνταν ότι ήταν χρήσιμο για τις ανάγκες των στρατοπέδων.
Οι τσοπάνηδες, και αυτοί με τη σειρά τους, προσέφεραν ολόκληρες στάνες από αιγοπρόβατα, πουλερικά και μοσχάρια στους οπλαρχηγούς, για να σιτιστούν οι άνδρες τους. Ενδεικτικά, αναφέρω ένα Νεμουτιάνο, το Δημητράκη Κατζηκονούρη, που προσέφερε στην πατρίδα όλο του το κοπάδι, που αποτελούνταν από εξήντα γιδοπρόβατα. Ο καπετάνιος του, όμως, δεν δέχθηκε να χαρίσει ο Δημητράκης όλο το βιος του, παρά να δώσει ένα μέρος από αυτό. Ο Κατζηκονούρης θύμωσε, άρπαξε ένα μαχαίρι και τα έσφαξε όλα. Αυτή η κίνηση οδήγησε και άλλους συντοπίτες του να προσφέρουν, στις γυναίκες, μέρος από το βιος τους.
Οι ανάγκες του στρατοπέδου ήσαν τεράστιες και πολυδάπανες, καθώς αναφέρεται ότι σε όλη την επιχείρηση συμμετείχαν περίπου 4.500 ψυχές. Τα βράδια, μπροστά από τα ταμπούρια τους, άναβαν μεγάλες φωτιές[8], έβγαζαν τα σκουτιά τους και τα τίναζαν στην φωτιά για να φύγουν οι ψείρες, που από την απλυσιά και τον ίδρωτα, τους βασάνιζαν.
Αξιοσημείωτη είναι και η προσφορά των γυναικών στον ένοπλο αγώνα. Αρκετές γυναίκες άφησαν τα οικιακά και συστρατεύθηκαν με τους οπλαρχηγούς, με σκοπό να βοηθήσουν στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε μερικά ονόματα γυναικών που συμμετείχαν στη μάχη στο Πούσι.
Αναγνωστοπούλου Τρισεύγενη, Βερβινή.
Γραμματικοπούλου Παρασκευή, Νεμούτα.
Δεσκανιώτη Τρυφώνη, Μπέχρου.
Μαστρομπαλάση Μαρία, Στρέζοβα. Έπεσε στη μάχη στου Λάλα.
Μπαλάσκα Μάχη, Κλειντιά.
Παπαδοπούλου Τριαντάφυλλη, Αντρώνι.
Πρινοπούλου Γιαννίτσα, Μπουκοβίνα.
Τόλιου Σύρμω, Κάπελη.
Τσιφρήκα Χρύσω, Κακοτάρι.
Μπελά Αντριάνα, Κόκλα.
Ντάρμα Βασιλικούλα, Μπουκοβίνα, τραυματίσθηκε στο Μποτίνι.
Ρούσα Αγγέλω, Κούκουρα, σκοτώθηκε σ’ ενέδρα ατάκτων Λαλαίων.
Ευπρόσδεκτες και μεγάλες ήσαν και οι προσφορές των όμορων χωριών, που με την μεγαλοψυχία τους φρόντισαν να μην λείψει τίποτα όσο καιρό κρατούσε η επιχείρηση.
Αξιοσημείωτη είναι η ευγενή προσφορά της μονής Αγίων Θεοδώρων Αροανείας στη μάχη του Πούσι. Από τα δεφτέρια της μονής προκύπτει, ότι ο καθηγούμενος π. Ιάκωβος, προσέφερε στα ελληνικά σώματα της μάχης. Χαρακτηριστικά στις πηγές αναφέρεται:
- Την 2 Ιουνίου εις το Πούσι έστειλα ψωμί οκάδες 150.
- Έτερο ψωμί Πούσι οκάδες 72.
Από την αντίπαλη πλευρά, μετά τη διαφυγή των σκλάβων Χριστιανών, οι γυναίκες των Οθωμανών παραμέρισαν όλη την αρχοντιά τους, προσφέροντας και αυτές την πολύτιμη βοήθειά τους στην απρόσμενη δοκιμασία που περνούσαν εκείνο τον καιρό.
Οι Λαλαίοι για να τρομοκρατήσουν τους επαναστατημένους ρωμιούς, μεταμφίεσαν τις νεαρές γυναίκες σε άνδρες ιππείς πολεμιστές. Ακολουθούσαν τα στρατεύματα και με τον όγκο τους προσπαθούσαν να τρομάξουν τους Έλληνες.
Χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Δεληγιάννης γράφει στην εφημερίδα «Μέριμνα»:
«Αι γυναίκες των Λαλαίων μετείχον του πολέμου εις την μάχη του Πούσι, παρευρέθησαν οθωμανίδες έφιπποι…».
ΟΙ ΛΑΛΙΩΤΙΣΣΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ
Λουκίσσα με τα κρύα νερά, με τους πολλούς καντάλους,
αν έρθει το Ρωμαίικο, ούλες το Μάη να στρίψτε,
κι αν έρθει πάλε Τούρκικο, κρύα νερά να βγάλτε.
Κ’ εσύ, καημένε Μπαστηρά, με τα πολλά κεράσια
και Λάλα με τις όμορφες, με τις βαριές κυράδες,
με τις τρανές αρχόντισσες, τις καλομαθημένες,
που δεν καταδεχότανε τη γη να την πατήσουν,
που φόραγαν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια
και τώρα καταντήσανε νερό να κουβαλάνε,
να κουβαλάν’ και ξύλα απ’ το λόγγο ζαλωμένες.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Μπροστάρης, ο = ο έχων το γενικό πρόσταγμα, ο πρώτος της ομάδας.
Νομάτοι, οι = οι άνδρες.
Ρούγα, η = η γειτονιά.
Σπαχής, ο = Τούρκος ιππέας άτακτου στρατιωτικού σώματος.
Φοράδα, η = θηλυκό άλογο.
ΠΗΓΕΣ
- Βαντάνας Χρύσανθος, από Δάφνη [Ντάμιζα] Αμαλιάδας, απόγονος Κρασακαίων, Ιούνιος 1995.
- Δημητρόπουλος Διονύσιος, καταγωγή από Καράτουλα Ωλένης.
- Εφημερίδα «Μέριμνα» της 7 Απριλίου 1872, άρθρο του Ανδρέα Δεληγιάννη.
- Ιερέας Παπακωνσταντίνου Νικόλαος [Παπατσιγκούνης], Άγναντα Πηνείας.
- Μπεκρής Γεώργιος [Καλλιμάνης], από το χωριό Ροδιά Πηνείας.
-«Παγκαλαβρυτινόν Βήμα», άρθρο του Ανδρέα Χρυσανθόπουλου, τεύχος 97, Ιανουάριος- Φεβρουάριος- Μάρτιος 1998.
- Παπαδόπουλος Νικόλαος Πρωθιερέας, «Κατακαημένου Μοριά σελίδες του 1821», Αθήνα 1974.
- Πουρναρόπουλος Γεώργιος,  «Η Ιατρική του Αγώνος», Αθήναι 1971.
- Σκούτας Δημήτριος, καταγωγή από Ροδιά Πηνείας, κάτοικος Δάφνης Αμαλιάδας.
- Σταθόπουλος Γιάννης, του Θεοδώρου από Σκούπι Καλαβρύτων, γεννηθείς το 1913. Έδωσε το τραγούδι τον Ιούνιο του 1993).


[1] Ντάρτιζα η  σημερινή Αχλαδινή δήμου Φολόης.
[2] Το χωριό Αντρώνι του δήμου Λασιώνος, λόγω της θέσης, του ήταν ένα μικρό Σούλι, με πολλά σπήλαια γύρω του. Τα πιο σημαντικά ήταν: το σπήλαιο του Στούπα, του Κουταλιανού, του Σκούτα και η περίφημη Σπηλιά του Κλαμπανάρη, που κατέρρευσε  την Τρίτη, στις 13 Απριλίου του 1954. Μαρτυρίες των κατοίκων αναφέρουν ότι η σπηλιά είχε φιλοξενήσει πολλούς αγωνιστές της σκλαβωμένης τότε πατρίδας. Χωρούσε 1000 άτομα και είχε δικό της νερό. Το νερό ήταν και η σημαντικότερη αιτία που έκανε σιγά-σιγά το βράχο, που τη στήριζε, να μαλακώσει και να διαβρώσει. Η κατάρρευση της σπηλιάς είχε σαν αποτέλεσμα να πνιγούν στο ποτάμι του Πηνειακού Λάδωνα, δύο βοσκοί, μαζί με τα πρόβατά τους.
[3] Αδελφός του Αναγνώστη Κανελλόπουλου από την Πέρσαινα.
[4] Εκτός των αλόγων, που κρίθηκαν μάχιμα. Τα ήθελαν ξεκούραστα, προκειμένου να καταδιώκουν τους Λαλαίους κατά την μάχη.
[5] Ένα σημαντικό επεισόδιο, που διαδραματίσθηκε εκείνη την εποχή, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ επαναστατών και Λαλαίων Τουρκαλβανών, μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τη δράση της Αντιγόνης. Ένα μήνα πριν τη σύσταση στρατοπέδων από τις επαναστατικές δυνάμεις στη θέση Πούσι και Μποτίνι, είχε προηγηθεί μια άνιση φονική μάχη, μεταξύ του οπλαρχηγού Γιώργη Γιαννιά από την Προστοβίτσα Τριταίας και των Λαλαίων Τουρκαλβανών, στις πηγές του Κατσαρού Aντρωνίου.
Η Αντιγόνη ζώθηκε τ’ άρματα του μακαρίτη άνδρα της, καβάλησε τη φοράδα της και κατευθύνθηκε προς τη θέση Κατσαρού, όπου διεξαγόταν η μάχη. Οι προφυλακές των Λαλαίων, μόλις την είδαν να πλησιάζει καλπάζοντας, την τουφέκισαν από μακριά, με σκοπό να την απωθήσουν και να μην πλησιάσει στον τόπο διεξαγωγής της μάχης. Τότε, καθώς αποχωρούσε αργά, ένας Τούρκος Σπαχής ξέκοψε από τις προφυλακές και την ακολούθησε στο πυκνό δάσος, έχοντας στον νου του διάφορες άνομες βλέψεις. Καθώς την πλησίασε, η Αντιγόνη σταμάτησε τον καλπασμό της φοράδας της και τον περίμενε να την πλησιάσει. Μόλις πλησίασε κοντά, τη διέταξε να σταματήσει απειλώντας την με το ντουφέκι του.  Αυτή σταμάτησε και τον ρώτησε τι θέλει. Ο Σπαχής ξεπέζεψε από το άλογό του και της ζήτησε να πετάξει τα άρματά της μακριά και να ξεπεζέψει. Η σκληρή Αντρωνιότισσα, φοβούμενη, υπάκουσε στις διαταγές του και, αφού πέταξε τα όπλα της, άλλαξε όψη και διάθεση και άρχισε να τον γλυκοκοιτάζει, κάνοντάς του διάφορα νάζια. Ο Σπαχής ξεγελάστηκε από τις διαθέσεις της Αντιγόνης, κατέβασε το όπλα του και προσπάθησε να τη φιλήσει. Μόλις πλησίασε κοντά της, η Αντιγόνη έβγαλε το μαχαίρι που είχε κρυμμένο κάτω από το φόρεμά της, περασμένο στην καλσοδέτα της, και με αφάνταστη ταχύτητα το έμπηξε στην κοιλιά του Σπαχή. Με το ένα χέρι της έστριβε το μαχαίρι στα σωθικά του και με το άλλο χέρι της αγκάλιασε το κεφάλι του αδύναμου πια Σπαχή, κλείνοντάς του με την παλάμη της το στόμα του, για να μην ξεφωνίσει από τους πόνους. Μόλις ξεψύχησε, τον ξαρμάτωσε και στη συνέχεια τον φόρτωσε, κάθετα, στο σαμάρι του αλόγου του, τον έδεσε και, αφού έστριψε το άλογο προς το πεδίο της μάχης, του έδωσε μια γερή καμουτσικιά στα καπούλια, για να να απομακρυνθεί προς τα εκεί. Η Αντιγόνη είχε επιτελέσει, στο ακέραιο, την ηρωϊκή της πράξη για την πατρίδα.
Την ίδια στιγμή, πιο πίσω, πάνω σε ένα ύψωμα, ήσαν κρυμμένοι δυο-τρεις Αντρωναίοι, καθώς και ο Γιωργάκης Σαπουτζής από το Κούμανι, οι οποίοι είχαν αποστολή να κατασκοπεύουν τις κινήσεις των Λαλαίων.
Η Πολιτεία οφείλει κάποτε να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές σε αυτή την άγνωστη Αντρωνιότισσα ηρωΐδα. Αν και η ιστορία μας την αγνόησε, η δημοτική μας μούσα δεν έμεινε αμέτοχη στη δράση της Αντιγόνης. Εμείς αισθανόμαστε τυχεροί που εντοπίσαμε και καταγράψαμε έστω και τέσσερις στίχους από ένα παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι της τάβλας που εξυμνούσε την παλικαριά της.
Άιντε! Που ’σαι κουμπάρε Σαπουτζή,  κουμπάρε μου Γιωργάκη.
Σύρε στα πέρα τα χωριά, Κούμανι κι’ Αντρώνι
και πες της καπετάνισσας, και πες στην Αντιγόνη.
Ν’ αλλάξει και να στολιστεί, τ’ άρματα να ζώσει…
(Της Αντιγόνης, συλλογή και καταγραφή Ηλίας Τουτούνης).
[6] Ο αείμνηστος Διονύσιος Δημητρόπουλος, με καταγωγή από το Καράτουλα Ωλένης, είχε δώσει αρκετές πληροφορίες, αναφέροντας ότι γνώριζε πάρα πολλά για τη δράση της Αντιγόνης από το χωριό Αντρώνι.
[7] Παλούκωμα λεγόταν η τοποθέτηση ξύλινων πασσάλων μέσα στο έδαφος. Εξείχαν του εδάφους περίπου ενάμιση μέτρο. Τους τοποθετούσαν σε πυκνή και σε ακανόνιστη σειρά. Σε περίπτωση που η εχθρική καβαλαρία διατρυπούσε τις γραμμές άμυνας, οι αμυνόμενοι οπισθοχωρούσαν με τα πόδια ενώ τα άλογα των επιτιθεμένων δεν μπορούσαν να το διαπεράσουν. Ήταν μια τακτική για αμυντικούς σκοπούς. Συνήθως χρησιμοποιούσαν το ίδιο σύστημα και μπροστά από τα ταμπούρια τους, σε απόσταση βολής.
[8] Η πάγια τακτική να ανάβουν μεγάλες φωτιές μπροστά από τα ταμπούρια, είχε αμυντικούς σκοπούς. Κατά την αναμενόμενη επίθεση, μπροστά από τα ταμπούρια με την φωτιά που άναβαν, γινόταν μια ζώνη, με σκοπό να μην μπορούν να πλησιάσουν οι εχθροί, διότι μετά την ολονύκτια τροφοδοσία της εστίας υπήρχαν σωροί από αναμμένα κάρβουνα και η ζώνη αυτή ήταν αδιαπέραστη από ανθρώπους, αλλά και από τα άλογα των επιτιθεμένων.
Δεκέμβρης 2010
Κ. Παπαντωνόπουλος
Πηγή: www.antroni.gr






Δεν υπάρχουν σχόλια: