Ο Πυριοβολής, που ήτανε πανύψηλος ως λέγεται, ήτανε αιπόλος[3]. Είχε πολλά γίδια. Στο πιο μεγαλόσωμο μουνουχισμένο τραΐ του, το γκεσέμι, έβαζε πάντα ένα μεγάλο τσοκάνι "ζακυθινό", φτιαγμένο από χαλκό, που ήτανε γλυκόλαλο. Το "ζακυθινό" τούτο το κληρονόμησε ο γιός του, ο Βγενύσης, και μπορεί σήμερα να το κατέχει ο εγγονός του Γιώργη του Πυριοβολή, ο Νίκος, ο γιος του Βγενύση, ο ονομαστός μάγειρας του 'Ίντερκοντινεντάλ" γιατί λογαριάζει σαν γίνει συνταξιούχος να γυρίσει στην Γιάρμενα να πάει στου Χτενά εκεί στα ''Ολύμπια'' στον γιδότοπο, να φτιάξει στανοτόπι και νά' χει πολλά γίδια, σαν τον παπούλη του το Γιώργη και να βάλει στο τρανό γκεσέμι το μουνουχισμένο, τον "Κόρμπο", το γλυκόλαλο "ζακυθινό" και να ευφραίνεται η ψυχή του.
![]() |
Ο πατέρας του ο Διονύσης, η μάνα του η Μηλιά και η αδελφή του η Λέλα |

Με τον Νίκο Σκέτζη του Πρυοβολή[4] είμαστε ξαδέλφια, δυο αδερφάδων παιδιά. Τον γνωρίζουμε από όταν ανοίξαμε τα μάτια μας. Είναι ένας άνθρωπος καλοσυνάτος, εργατικός χαμογελαστός και για να μην γινόμαστε κουραστικοί, κουβαλάει απάνω του όλα τα ανθρώπινα προτερήματα. Η διαφορά ηλικίας, οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, η αποξένωση των ανθρώπων στις μεγάλες πόλεις μας έκανε να μην βρισκόμαστε ταχτικά. Τα τελευταία χρόνια όμως ύστερα και από την περιπέτειά μας ο Νίκος βρίσκεται συνεχώς δίπλα μας.
Μου είχε πει λοιπόν πριν πολύ καιρό, «να έλθεις, έχω κάτι κουδουνάκια και θέλω να τα φωτογραφήσεις».
«Ευλόγησε» μια Κυριακή, (μετά την εκκλησία) και τον ειδοποίησα και όταν έφτασα εκεί, χαμογελούσε με την έκπληξη που μας ετοίμασε. Τι να ιδούμε; Γεμάτος ο τόπος κουδούνια. Στις λεμονιές του κήπου κρέμονταν βουρλιασμένα σε σιδερένιες τέμπλες δεκάδες κουδούνια και μέσα σε ένα καμαράκι εκατοντάδες επίσης γιδοκούδουνα[5].

Εδώ κυριαρχούσε σε όλο του το μεγαλείο το μεράκι.
Αφού συνήλθαμε από την έκπληξη που μας έκανε ο ξάδελφος, πήραμε μερικά πλάνα με την κάμερα μας και στη συνέχεια ζητήσαμε από τον Νίκο να μας αφηγηθεί και να μας εξηστορήσει πως κατάφερε και δημιούργησε όλο αυτόν τον θησαυρό.
Μας εξηγεί ότι, «αυτά τα κουδούνια έχουν γίνει ειδική παραγγελία στην Παραμυθιά. Το κάτω το μεσάρι, το λένε και κουδουνόπουλο, έχει έλθει από την Τουρκία προκειμένου να γίνει τέλεια η φωνή του. Αυτά είναι κουδούνια κατσίκας, γιδοκούδουνα και δεν τα φορούν ποτέ πρόβατα».

«Το συγκεκριμένο κουδούνι έχει λιανότερο ήχο από το προηγούμενο λιανοκούδουνο. Τα επόμενα κουδούνια έχουν πιο γιομάτο ήχο και η φωνή τους είναι τέλεια που άμα το πλησιάσεις στην χούφτα του χεριού ο ήχος σκορπάει».
Στη συνέχεια μας κουνάει κάτι μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια που τα ονομάζουν κυπριά και όπως μας εξηγεί είναι φτιαγμένα και αυτά στην Παραμυθιά από το ίδιο μέταλλο που κατασκευάζουν τις καμπάνες των εκκλησιών. Είναι το καλύτερο μέταλλο λέει και οι κουλούρες τους είναι και αυτές από κουτσουπιά.

«Πάμε τώρα στα ζακυνθινά», λέει και άρχισε να μας τα δείχνει σύμφωνα με τον ήχο τους. Χτυπάει το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και μετά έχει διάφορες σκάλες το τέταρτο το πέμπτο ανάλογα με τον ήχο που βγάζει το καθένα.
Κατόπιν μας πηγαίνει στα τροκάνια που τα λένε και ξεροτσόκανα.
-Είναι πολλά από δαύτα, ρωτάμε;
-«Καμιά εξηνταριά», απαντάει.
-«Τα βάζουμε και στα κατσίκια και όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα μεγάλο οργανωμένο κοπάδι».
-«Δεν υπάρχει» λέει (ο Νίκος) τέτοια συλλογή και συμφωνούμε μαζί του ότι δεν μπορούμε να βρούμε αλλού κάτι παρόμοιο.

Ήλθε η σειρά να μας δείξει τις γκλίτσες του που είναι φτιαγμένες από ρείκι και τα ραβδιά που τις συνοδεύουν από σχιζάρι αριάς. Μία άλλη είναι από αγλαβουτσά και μία τρίτη που και η γκλίτσα και το ραβδί είναι από πουρνάρι.
Άφησε τελευταία μια γκλίτσα που για να γίνει την πάλευε έξι μήνες. Έχει πολύ δουλειά, με πολύ όμορφα σχέδια η οποία είναι φτιαγμένη από σφεντάμι.

Σε ένα σημείο του χώρου είναι ακουμπισμένες διάφορες κουλούρες που η πρώτη που μας δείχνει είναι το σχέδιο που το είχε μάθει από τον μακαρίτη τον μπάρμπα Μπουγά[6] από το Αντρώνι. Η δεύτερη είναι από το σχέδιο του γιού του Μπουγά, του Νιόνιου, φτιαγμένη από κοκορεβιθιά. «Είναι γιομάτο το δικό μας ποτάμι[7] από κοκορεβιθιές» μας βεβαιώνει.




Τα κουδούνια που είδαμε ήταν όλα μαζί γύρω στα τριακόσια πενήντα (350).
Ένα μεγάλο, τεράστιο κοπάδι. Τους έχει πει στο χωριό ότι αν τα κουδούνια του μπούνε σε γίδια, «θα κλείσει» ο νομός Ηλείας.
Μέσα στον χώρο υπήρχε ακόμη μια συλλογή από αρκετά μαχαίρια που όπως μας είπε, τα είχε αγοράσει από τότε που ξεκίνησε τη δουλεία του ως μάγειρας. «Έχω την πιρούνα» μας λέει, «που πιάνω το ψητό, έχω διάφορα μαχαίρια, έχω εδώ από Γαλλία το μασάκι (σαν λίμα) που τρουχάω τα μαχαίρια και τα δυο μπαλταδάκια».

Επανέρχεται στα κουδούνια και μας εξηγεί, ότι το ζακυνθινό που κρατάει στα χέρια του, ακούγεται καλύτερα απέξω από ότι στο κλειστό καμαράκι του. Μας εξηγεί ότι στην κουλούρα μπορούν να μπουν εκτός από το σύρμα και ειδικά κουμπιά μπρούτζινα, στρατιωτικά ή ακόμη και αγκράφα μπρούτζινη. Οι κουλούρες των ζακυνθινών κουδουνιών γίνονται από καθαρό δέρμα διότι με τις ξύλινες αλλοιώνεται ο ήχος τους. Τα ζακυνθινά που μας δείχνει εδώ, στοίχησαν το 1990 γύρω στα πεντακόσια ευρώ το καθένα.
Το κρατάει να βαράει και όταν πλησιάζει την χούφτα του «αδειάζει» ο ήχος του. Αυτό δείχνει ότι είναι τέλειο φτιαγμένο.

«Δεν βαράει η λαμαρίνα έτσι», μας εξηγεί! «Είδες τη δουλειά έχει; Είναι φτιαγμένο τέλεια και το βάρος του είναι γύρω στα χίλια διακόσια γραμμάρια. Στα παζάρια βγάζουν κουδούνια με Ιταλικιά λαμαρίνα».
Πιάνει και ένα άλλο ζακυνθινό τσοκάνι που γράφει ημερομηνία 2006 και το όνομα του κατασκευαστή «Σγόρδας Γεώργιος».
Ο Νίκος γεννήθηκε στη Γιάρμενα στις 29 Σεπτεμβρίου του 1949. Το πέμπτο στη σειρά παιδί του Διονυσίου Σκέτζη (Πυριοβολή) και της Μηλιάς Παπαντώνη, (Μπούκη) που από πέντε χρονώνε πήγαινε με τα γίδια.
![]() |
Ο Νίκος με την τσούπα του την Διονυσία, η μάνα του η θειά Μηλιά και η Ελένη η σύζυγός του |


![]() |
Η θειά Μηλιά στο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού της |
20.43
«Ο Γιώργης σκάριζε μέχρι που πήγε φαντάρος και έκτοτε δεν ξανασκάρισε, έφυγε. Εγώ, πήγαινα στα γίδια και από δω (την Αθήνα) που ήμουνα μάγειρας όταν βρισκόμουν στο χωριό έως το 95 που ήταν τα πράματα στη Γιάρμενα». Δείχνει τη φωτογραφία με τα γίδια του που βρίσκονται τώρα στη Δόξα Γορτυνίας. Μας βεβαιώνει ότι αυτοί που έχουν τώρα τα γίδια είναι και αυτοί μερακλήδες γιδοβοσκοί.
Φέρνει μια άλλη φωτογραφία που με το κονάκι του στις Χαραγές που σε αυτό σταλίζει τα πρόβατα σήμερα ο φίλος αυτής της σελίδας, Γιώργος Μαρκόπουλος. Μας δείχνει την αγραπιδιά που είναι δίπλα από το σπιτάκι. Εδώ από κάτω λέει με συγκίνηση, «καθόταν και ξαπόσταιναν όταν θέριζαν, η μάνα μου και ο πατέρας μου».
Σείεται ο τόπος όταν με περηφάνεια χτυπάει τα κουδούνια που είναι κρεμασμένα στα δένδρα. Οι γειτόνοι από το θόρυβο βγαίνουν στα μπαλκόνια.
Μας τα δείχνει όλα, και τα όπλα του. Το δίκαννο Saint Etienne Γαλικό και το Super Pose το Ιταλικό.

«Έχω το ξυλαφάι[14] και θα το κάνω κουλούρα για κουδούνι. Έχω και του παππούλη μου το σκεπάρνι από το 1930, του Γιώργη του Πρυοβολή. Αυτό εδώ (το εργαλείο) είναι ειδικό, είναι γυριστό και πελεκάς ωραία και δεν χρειάζεται να το τρουχάς, είναι καλό μέταλλο. Θα το είχαν φτιάξει οι δικοί μας χαλικιάδες, ο Γιάννης ή ο πατέρας του ο Μήτσος. Είχαμε δύο χαλικιάτικα στη Γιάρμενα. Έφερναν να πουλήσουν και στο Αντρώνι κολιτσάκια για τα σαμάρια».
«Του Χρήστου του Νικολόπουλου είναι το σκερπάνι που πελεκάω».
Τον ρωτάμε να μας πει για το ξύλο που κάθεται; «Το έχω κόψει από μια αμυγδαλιά και το χρησιμοποιώ να κόβω κρέας αλλά και να κάθομαι. Έχω τη δροσιά μου εδώ. Η καρδάρα είναι από δω αγορασμένη, την ξύλινη που είναι παλαιά, την έχω στο χωριό».
25.18

Όταν η κουβέντα έρχεται σε κάποιον που ενδιαφέρεται να αγοράσει τα κουδούνια του, μελαγχολεί και το πρόσωπο του σκοτεινιάζει. Είναι κάποιος έμπορος κουδουνιών από την Χαλκίδα που τον πολιορκεί να αγοράσει τα κουδούνια του. «Δεν θα τα κάνω παζάρι τα κουδούνια μου» του είπε. Με λίγα λόγια δεν θέλει να τα δώσει. Η συμβουλή μας όμως είναι να τα πουλήσει για να ελαφρώσει ή αν θέλετε να απαλλαγεί ψυχολογικά και να το πάρει απόφαση ότι, όλα έχουν κάποτε, ένα τέλος.

«Αυτά τα ξύλα για τις κουλούρες, τα ραβδιά, τις γκλίτσες τα ‘χω κόψει σε γέμισμα φεγγαριού. Γιατί άμα το κόψεις έτσι, σκοροτρώει. Ξέρανε οι παλιοί γι’ αυτό και τα δέντρινα ξύλα στις σκεπές, κρατάνε ακόμη. Τα κόβανε με τη γέμιση του φεγγαριού».
![]() |
Ο Νίκος φαντάρος με τον αείμνηστο Βασίλη Χρυσανθακόπουλο (του Κωτσαρίνη) |
Αυτά εδώ, είναι οι πίροι μας λέει και μας δείχνει πως φτιάχνει τους πίρους με ένα ξύλο από ρείκι. «Το καλύτερο ξύλο, γι’ αυτό στο έχω αφήσει να δεις πως το φτιάχνω». Μας δείχνει πως εφαρμόζει τους πείρους στην κουλούρα.
Ξεκρεμάει εδώ μία κουλούρα από κοκορεβιθιά και του ζητάμε να μας εξηγήσεις πως την γυρίζει. «Κάθομαι εδώ, (μας δείχνει) και την γυρίζω πάνω στο γόνατο. Κάνω την κλίση πρώτα στο αποκάτω και σιγά-σιγά την γυρίζω αφού πριν την έχω κάνει λεία πρώτα με ειδικό μαχαίρι και κατόπιν με γυαλόχαρτο. Είναι δυνατό ξύλο και αν δεν το τρυπήσεις γρήγορα (πριν ξεραθεί) δεν τρυπιέται για να του βάλω πείρο. Αναγκάζομαι κάποιες φορές να ανοίξω την τρύπα με το τρυπάνι. Είναι σκληρό ξύλο που άμα το ξύσεις με το νύχι φαίνεται σαν να έχει άμμο μέσα. Μπορεί όμως αυτό το ξύλο να κρατήσει εκατό χρόνια. Ενώ η Κουτσουπιά στα δεκαπέντε, είκοσι χρόνια αν είναι έξω θα χαλάσει».

Διαπιστώνουμε εδώ, ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν ή αν θέλετε, δεν δύνανται να κατανοήσουν οι δικοί του άνθρωποι, την λατρεία και το μεράκι που θρέφει ο Νίκος γι΄ αυτά τα αντικείμενα.
Αρχίζει να ξεκρεμάει σιγά σιγά τα κουδούνια που είναι κρεμασμένα στα δένδρα για να τα τοποθετήσει στη θέση τους, μέσα στο καμαράκι. Αυτά όπως είναι φυσικό, χτυπάνε ενώ η ώρα είναι σχεδόν ακατάλληλη.
-Θα νομίσουν οι γειτόνοι (του λέμε), ότι σκαρίσαμε μεσημεριάτικα τα γίδια στην πόλη.
-«Τα αυτοκίνητα δεν τους ενοχλούνε;» Μας απαντάει!

-«Κάτι γέροι που μένουν στο χωριό μου λεν, πότε θα ‘ρθεις κάτω να βάλεις τα κουδούνια και να βγάλεις τα γίδια στο Χτενά, να κλείσει ο τόπος. Να μην ακούγεται άλλος».
-Έχεις κάνει πάρα πολύ δουλεία, τον επαινούμε! Εσύ, τις έχεις γράψει όλες τις κουλούρες. Έγραψες το όνομα του καλλιτέχνη, αστειευόμαστε; Έτσι που το χαράζεις είναι καλύτερα από ότι να τις γράφεις με μαρκαδόρους.
Επανέρχεται πάλι και μας δείχνει ένα άλλο κουδούνι! «Σε αυτό (αναφέρει), ήμουν από πάνω τους όταν το έφτιαχναν στην Παραμυθιά. Δοκίμαζα τα μεσάρια και αφού ταίριαζαν στον ήχο το τοποθετούσα στο κουδούνι και έτσι συμφωνούσαν μεσοκούδουνο και κουδούνι στη φωνή».
31.44

Μας δείχνει ακόμη μια ζεύλα από Κουτσουπιά που τα «νερά» της καρδιάς του ξύλου, έδειχναν ένα όμορφο σχέδιο.
Πλησιάζει το αυτί του σε ‘να κυπρί και όταν ακούει τον ήχο «τρελαίνεται», χαμογελάει με ικανοποίηση και αγαλλιάζει η καρδιά του.

΄Έχει πολλές γκλίτσες και περισσότερα ραβδιά. Βγαίνει και στην πλατεία στη Γιάρμενα με γκλίτσα.
Εσύ του λέμε, θα χαιρόσουν να «σκάσεις μούρη» με τα γίδια στην πλατεία του χωριού και με τα τριακόσια πενήντα κουδούνια σου. «Το ίδιο αναφέρουμε και στον πρόλογο, αυτό που το είχε γράψει και ο δάσκαλος, ο Μαρκόπουλος.
Δυστυχώς αφού σιγά-σιγά ερημώνει ο τόπος κάποτε τα γίδια θα βγουν και στην πλατεία.
Κουνάει ένα κουδούνι και λέει: «Κλαίει… όλο».
-Κλαίει με μαύρο δάκρυ του αστιευόμαστε και γελάει με περηφάνεια. Είναι ένα αριστούργημα με ξύλινους πίρους. Δυο μέρες έκανε να τρυπήσει αυτή την κουλούρα.
Ομιλεί και για κάποια κουδούνια που είχε ο Θοδωρής (ο πατέρας μας) να τα βρούμε και να τα φυλάξουμε στο μουσείο. Θυμόμαστε, όταν συναντιόταν ο Νίκος με τον μπάρμπα του τον Θοδωρή οι συζητήσεις γύρω από αυτά τα θέματα ήταν ατέλειωτες αφού ήταν κοινά και τα ενδιαφέροντά τους
Ο Νίκος όπως είπαμε στην αρχή για τα προτερήματά του έχει και αστείρευτο χιούμορ, κάνει και πολλές πλάκες στους φίλους τους στο χωριό με τα κουδούνια του. Τους καλεί στο τηλέφωνο, χτυπάει τα κουδούνια και οι άλλοι νομίζουν, ότι βρίσκεται με τα γίδια του σε κάποιο καταράχι της Αρκαδίας.
Συμφωνήσαμε τότε που γινόταν η συνομιλία, ότι δεν θα αναφέρουμε που είναι τα κουδούνια αλλά τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές τα κουδούνια έχουν φύγει από την θέση που τα κινηματογραφήσαμε.

Ατέλειωτα ήταν…! Κρατάει δύο άλλα με μελωδικούς ήχους και μας εξηγεί πάλι τότε που του ήλθαν από την Τουρκία τα μεσαριά. Τα πήρε μαζί του και πήγε στην Παραμυθιά και σε όποιο κουδούνι και αν το ταίριαζε, ό ήχος ήταν τέλειος.
Θα θέλαμε εδώ να τον ευχαριστήσουμε για όλα όσα μας έδειξε αλλά και για την κουλούρα από ξύλο κουτσουπιάς που μας έδωσε. για να την τοποθετήσουμε στο Μουσείο.
Τώρα ύστερα από όσα είδαμε θα τολμήσουμε να του ζητήσουμε περισσότερα. Να μας δώσει ένα κουδούνι από το κάθε σχέδιο με διαφορετικές κουλούρες για να κοσμήσουν το Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου που είναι και το χωριό της αείμνηστης Μηλιάς, της μάνας του.
Όπως είπαμε και παραπάνω, η αγάπη και το μεράκι του Νίκου Σκέντζη για τα κουδούνια και τα παρελκόμενα τους είναι απεριόριστη. Παρατηρήσαμε πολλές φορές, ότι όταν αναφερόταν σε υποψήφιο αγοραστή το πρόσωπό του σκοτείνιαζε και μόνο στη σκέψη ότι θα χάσει αυτά τα αριστουργήματα.

37.34
Το βίντεο με τα κουδούνια του Νίκου που σας παρουσιάζουμε εδώ, είναι σαράντα περίπου λεπτά.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Δεκέμβρης 2018
[1] http://www.antroni.gr/index.php/o-topos-mas/meletes-pnevmatika/vivlia-entypa/195-vivlia-toy-topou-mas/1047-peri-folois-o-logos
[2] Πυριόβολος = ο πυριόβολος είναι σιδερένιο μικρό σύνεργο, με το σύνεργο τούτο χτυπούσαν την στουρναρόπετρα και με τις σπίθες της άναβε φωτιά η ίσκα για να ανάψουν φωτιά και τσιγάρο οι ξωμάχοι και οι καπνιστές.
[3] αιπόλος. αἰπόλος, ο 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός. 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος. κάπηλος»
[4] Πρυοβολή τον λέγαμε στο Αντρώνι
[5]Δείτε περισσότερα στο σύνδεσμο για κουδούνια στο άρθρο του λαογράφου Ηλία Τουτούνη: http://www.antroni.gr/index.php/paradosi/2008-09-25-17-44-41/189-i-ktinotrofia/847-2013-05-19-22-05-10
[6]Αργύρη Σίνο
[7] Κοκαλάκη ή Ομηρικός ποταμός Σελλήεις ή Πηνιακός Λάδωνας, Λαγαναίικο ποτάμι
[8] Ο σύλλογος του χωριού του,
[9] Βελάνι = το βελανίδι
[10] Κουλούρες, στεφάνια, βεζές, γιδοστέφανα ή γιδοζυγοί. Κι υπάρχουν τριών ειδών γιδοστέφανα, τα μονοκλείδωτα γιδοστέφανα, μ' ένα κλειδί, τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα, με δύο κλειδιά και τ' αναποδοστέφανα που κλειδώνουν ανάποδα. Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα. Τις κουλούρες στην Ορεινή Ηλεία τις κατασκεύαζαν με ξύλα από κουτσουπιά, κοκορεβιθιά, αγκλαβουτσά αλλά και από μουριά, γάβρο, σκίντο, αγριλιά, μελιό, κυδωνιά, κορμό κληματαριάς κ.λπ.
[11] Κολορίζι (το) = η δυνατή ρίζα δέντρου
[12] Κόμπια (τα) = 1) κομμάτια των σταχυών που έμειναν απάτητα στο αλώνι 2) οι αρθρώσεις του σώματος 3) εξογκώματα των κλαδιών-κορμών
[13] Σήμερα, η κουλούρα έχει σχεδόν αντικατασταθεί με διάφορα συνθετικά, πλαστικά και σε ορισμένες περιπτώσεις με καδένες, ενώ έχω συναντήσει και κοπάδι με κουλούρες φτιαγμένες από λάστιχα αυτοκινήτων, αλλά και από λουριά μηχανικών τροχαλιών, που ίσως έχουν μεγαλύτερες αντοχές.
[4] Το γύρισμα της κουλούρας, επιτυγχάνονταν με την βοήθεια της φωτιάς. Κύριο μέλημα του κατασκευαστή για να επιτύχει, έπρεπε το ξύλο οπωσδήποτε να είναι χλωρό. Για να μαλακώσει το ξύλο και να μην σπάσει κατά την διαδικασία του λυγίσματος, το ζέσταινε στην φωτιά και στην συνέχεια όταν μαλάκωνε, με ιδιαίτερη τεχνική το λύγιζε και του έδινε το κατάλληλο σχήμα και μετά το έδενε για αρκετές ημέρες μέχρι να σταθεροποιηθεί σ’ αυτό το σχήμα που του έδωσε ο κατασκευαστής του. Επίσης αρκετοί τεχνίτες είχαν φτιάξει ειδικά ξύλινα καλούπια και προσάρμοζαν τις κουλούρες εντός αυτών μέχρι να πάρουν το τελικό τους σχήμα. Ακόμη αρκετοί τις έδεναν σε κορμούς δένδρων ανάλογα με την περιφέρεια του λαιμού των ζώων που προοριζόταν.
[14] Κυρτό μεταλλικό εργαλείο
[15] Γίδια
[16] Σημαίνει "άλλα τα σχέδια των ανθρώπων κι άλλες οι προσταγές του θεού" και τη χρησιμοποιούμε για περιπτώσεις στις οποίες τα πράγματα δεν έχουν την τροπή που περιμένουμε.
[17] Δόξα, χωριό της Γορτυνίας
[18] Το Βυζίκι (παλαιότερα: Βυζίτσι ή Βυζίτζι) είναι ένα ορεινό χωριό του Νομού Αρκαδίας, στην πρώην Επαρχία Γορτυνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου