Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΔΙΠΟΤΑΜΟΥ


Κάποτες τα παλιά χρόνια ελέγανε ότι παραπάνου από το Κακοτάρι στη στράτα που παγαίνει για Τσίπιανα και Ντερβινή εδεκεί π' ανταμώνουνε τα δυο λαγκάδια το λένε Διπόταμο. Εκεί κάποτις, ήταν ένα σπίτι με τρανούς νοικοκυραίους, με πολλά πρόβατα γίδια, άλογα και μουσκάρια. Το νοικοκύρη αυτουνού του σπιτιού τον λέγανε Μπάλιο, έτσι λέγανε και τον μακαρίτη τον πατέρα του, ευτούνος ήτανε κάπως σα λιάρος στα μούτρα και στο ζερβί του χέρι και από αυτούνο το πράμα του είχανε κολλήσει το Μπάλιος.

Ευτούνος ο άνθρωπος στα νιάτα του ήτανε μεγάλος νοικοκύρης και καλός άνθρωπος. Όποιος και να πέρναγε από το κονάκι του, έτρωγε έπινε και έβρισκε τόπο και πλάγιαζε, άμα τον έπαιρνε η νύχτα. Όμως όσο τράνηνε τον είχε ρίξει ο Θιός στο πιόσιμο και όπου έβρισκε κρασί στρωνότανε χάμου, γινότανε φέσι και ξέχναγε να σηκωθεί από την τάβλα.
Στον τόπο δεν τον ζύγωνε καμιά γυναίκα να τον κάμει άντρα της. Μια φορά βρέθηκε ένας κουμπάρος του, που ήτανε αλογοσούρτης, και του έφερε μια καλή τσούπα από κείθε από το Δεχούνι. Έδεσε το προξενιό και ο Μπάλιος, αν και η μάνα του δεν την ήθελε, ανάγκασε και πέρασε ογλήγορα δακτυλίδι και στέφανα. Με την Αννιώ έκαμε τέσσερα καν πέντε παιδιά, το ένα κοντά στ' άλλο, δηλαδής τα δυο πρώτα ήσαντε διπλαράκια.
Ο Μπάλιος αν και απόχτησε σειρά, το χούϊ του δεν το έκοψε. Που τον έβρισκες, που τον έχανες, όπου γλέντι πρώτος πάγαινε και τελευταίος έφευγε, του πήρε ο διάβολος την πατσά, άμα δεν στέρευε του διαβόλου η στάλα, δεν έκαμε πέρα να γυρίσει στην κούρνια του. Η γκρίνια με την γυναίκα του δεν είχε κιώσιμο, όπου και να βρισκόσαντε, ούλο για ευτούνο το χτικιό είχανε τρανό τσακωμό, και για τίποτα άλλο.
Μια μέρα τ' Άη Φιλίππου που αποκρέβανε καβάληκε τ' άλογο του και χάθηκε για τέσσερις ολάκερες μέρες. Η κακομοίρα η Αννιώ με την γριά Μπάλιαινα και τα τσορομπίλια στην ερημιά περνάγανε τον αλοίμονο. Έκιωσε και τ' αλεύρι και τα παιδιά κλαίγανε για ένα τσουρούλι ψωμί να βουτήξουνε στην καυκιά με το γάλα να καρδαμώσουμε λίγο τα κακόμοιρα.
Ο Μπάλιος χαϊτός, η γριά κουβέντιασε με την Αννιώ, να πάνε λίγο στάρι στον μύλο για ν' αλέσουνε, να φτιάσουνε κάνα καρβέλι ψωμάκι να μην πεθάνουνε της πείνας. Η γριά, με την Αννιώ πιάσανε από το κασόνι ένα μισόσακκο στάρι, το βγάλανε στο πεζούλι όξω από το κατώι και η Αννιώ έριξε τα σχοινιά της, γονάτισε χάμου και ζαλώθηκε το γέννημα και σιγά σιγά τράβηξε για τον μύλο κάτου από την Κερέσοβα. Ανάγκασε η δόλια τα πόδια της, γιατί από κάτου είχε μαυρίσει ο τόπος, από την συγνεφιά και ερχότανε τρανή μπόρα.
Μόλις άλεσε, περίμενε μέχρι να κρατήσει ο καιρός, να ζαλωθεί τ' άλεσμα και να γυρίσει στην φτώχεια της. Όταν είδε και ξάνοιξε λίγο ο καιρός, ζαλώθηκε και πήρε το στρατί για το ξυλογιόφυρο. Κόντευε να νυχτώσει όταν σίμωσε στο γιοφύρι, είδε τα νερά της κατεβασιάς να φέρνουνε το ξυλογιόφυρο ίσα με μια σπιθαμή κάτου από την περασιά. Την έπιασε μια τρομάρα και σκεβότανε να διαβεί ή να μην διαβεί. Το θολωμένο νερό ερχότανε του σκοτωμού και μούγκριζε σαν το θεριό, τα κοπανήματα από τα αγκωνάρια αγροικιώσαντε σαν τις μυλόπετρες που τρίζουνε τα δόντια τους. Όσο σκεβότανε και τήραγε το λαγκάδι, δεν ανάγκαζε να το περάσει, το φοβότανε πολύ.
Πάνου στη σκέψη της, να περάσει ή να μην περάσει, την αποκεί μεριά του λαγκαδιού κι εκεί που δεν το περίμενε ξάφνου ξαναφάνηκε ο άντρας της ο Μπάλιος, να έρχεται καβάλα στ' άλογό του. Τ' άλογο ροβόλαγε αργά το σκαλί και ο Μπάλιος είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω στην Ανιώ, που ήτανε ζαλωμένη, στην αποκεί μεριά του γιοφυριού. Ευτούνη μόλις τον είδε, πέταξε από την χαρά της, τώρα θα πέρναγε το σάπιο ξυλογιόφυρο, χωρίς φόβο.
Μόλις ο Μπάλιος ροβόληκε και έφτασε κοντά στο γιοφύρι, έδεσε το καπίστρι τ' αλόγου από μια ξερή αγραπιδιά και πέρασε από το γιοφύρι στην μεριά που στεκότανε η Ανιώ. Αντί όμως να την χαιρετίσει και να την βοηθήσει, άρχισε να την βλασθημάει και να την κοπανάει όπου έβρισκε λέγοντας:
- Που ήσουνα από το γιόμα μωρή πουτάνα! Που στον διάβολο τραβιόσουνα, και τα παιδιά σου πλατάξανε στο κλάμα για μια μπουκιά ψωμί;
Η δόλια η Αννιώ επειδής ήτανε ζαλωμένη δεν μπορούσε ν' αντιδράσει ο Μπάλιος καθώς ήτανε μεθυσμένος δεν νόγαγε τι έκανε. Η Αννιώ στην προσπάθειά της να τον αποφύγει έσαξε κατά το γιοφύρι. Ο Μπάλιος την ακουλούθησε και χωρίς κανένα δισταγμό την έσπρωξε και έπεσε κάτω από το ξυλογιόφυρο. Έμεινε ακούνητος και τήραγε την άτυχη Αννιώ να παλεύει καθώς ήτανε ζαλωμένη με τα αγριεμένα νερά του λαγκαδιού. Σε λίγο που χάθηκε από τα μάτια του, γύρισε πίσω στ' άλογό του και αφού το καβάληκε πισωγύρισε στο κονάκι του.
Μόλις έσωσε και έφτασε στο κονάκι του, έδεσε τ' άλογο στο κατώι και έγειρε σιμά στο παραγώνι, διπλώθηκε με μια παλιομπαντανία και ξεράθηκε μέχρι την αυγή. Τα παιδιά του κι εκείνα είχανε χωθεί τα δόλια, ούλα μαζί σε ένα ξυλοκρέβατο, μαζεμένα ένα κουβάρι και κοιμόσαντε του καλού καιρού.
Την άλλη μέρα πρου χαράξει για τα καλά, ξύπνησε ο Μπάλιος, σηκώθηκε και στρεκλίζοντας πήγε στην εξώπορτα έπιασε λίγο βροχόνερο, από το λεβέτι που είχανε στην ρωνιά, και αφού ξέπλυνε τα μούτρα του, ροβόλησε προς το λαγκάδι. Το πήρε από το γιοφύρι ψάχνοντας την γυναίκα του και τράβαγε στην άκρη του λαγκαδιού. Δεν τράβηξε καμιά πεντακοσαριά οργιές και στο ρίζωμα ενός πλατανιού είδε κάτι να ξεχωρίζει. Ζύγωσε κοντά και είδε την γυναίκα του χωμένη μέσα στην λάσπη, μπερδεμένη με τα σχοινιά από τις ρίζες και εξείχε μόνο από τον σβέρκο κι απάνου. Ζύγωσε κοντά και σιγά, σιγά με την σουγιά του, έκοψε τα σχοινιά που δεν μπορούσε να τα ξεμπερδέψει και έβγαλε την Αννιώ στο ίσωμα. Την ξάπλωσε κατάχαμα, έβγαλε το μαντήλι του και της σκούπισε στα μούτρα και την φίληγε κοντά- κοντά σκούζοντας σαν νιάκαρο για το χαμό της καλής του γυναίκας. Έκλαψε κάμποση ώρα, μέχρις που στεγνώσανε τα δάκρυά του πάνω στο άψυχο κορμί της δόλιας γυναίκα του. Μετά την πήρε αγκαλιά και τράβηξε για το κονάκι του. Η γριά Βγένω η μάνα του, «σκατά στην ψυχή της και εδεκεί που κείτεται», του είχε βάλει λόγια για την νύφη της, τον είχε πάρει από μακριά και από κρυφά τον και μόλις τον είδε και την έβγανε πεθαμένη από το ποτάμι, γύρισε πίσω στο σπίτι και πήρε τα παιδιά τα έβαλε απάνω στ' άλογο και τα πήγε στου Κακοτάρι.
Εκεί τα άφηκε στην αδερφή της, της μολόγησε για τον πνιγμό της Αννιώς και ογλήγορα γύρισε στο σπίτι της κοντά στο παιδί της. Μόλις την έφερε ο Μπάλιος πάγωσε ούλος ο τόπος από το τρανό κακό που έγινε, λες και ήτανε από τον θεό να μαυρίσει η μέρα και να κλείσει ο ουρανός να ρίχνει αστραπόβροντα.
Η γριά, βγήκε έξω από το πορτόξυλο και του έκανε νόημα και την βάλανε μέσα στο σπίτι. Εκεί την ετοίμασε σκούπισε λίγο, συμμάζεψε τα τσόλια των παιδιών και τις μπαντανίες έβαλε κάνα δυό κούτσουρα στην φωτιά και περίμενε τους συγγενήδες να κλάψουνε την Αννιώ.
Σαν έφθασε ο κόσμος, οι κουβέντες παίρνανε και δίνανε, ρωτήσανε πως έγινε, μα εκείνοι τους κρύψανε την αλήθεια, είπανε τάχατις ότι γλίστρησε στο γιοφύρι και την πήρε το ποτάμι και την πίνηξε. Την άλλη ημέρα φέρανε ένα παπά την διαβάσανε, ανοίξανε και ένα μνήμα πιο πέρα από τ' αλώνια και την σκεπάσανε την μαύρη Αννιώ.
Έλα μου ντε, που μετά από κάνα δυο ημέρες όταν φέρανε τα παιδιά στο σπίτι ευτούνα δεν μωρώνανε από το κλάμα γυρεύοντας την μάνα τους, τα μαύρα δεν ξέρανε τίποτα. Ο Μπάλιος και η γριά τους είπανε ότι είναι άρρωστη και όταν υγιάνει θα γυρίσει πάλι, έτσι μέχρι να ξεχαστούνε, αλλά η μάνα ποτέ δεν ξεχνιέται παιδάκι μου.
Και έτσι η γριά Μπάλιαινα ανάλαβε ν' αναθρέψει μια λυκουνιά παιδιά, γάρς και τα δυνώτανε; Αλλά και τι να έκανε, αγγόνια της ήσαντε; Τι φταίγανε και εφτούνα τα κακόμοιρα;
Δεν περάσανε κάνα δυο μήνοι και η γριά Μπάλιαινα πέθανε και εκείνη και έτσι τα ορφανά γίνανε δυο φορές ορφανά, η ορφάνια τα πήρε απουκάτου, δεν τ' άφηκε να χαρούνε και εφτούνα τα μαύρα. Ο Μπάλιος το πιόμα δεν το έκοβε με τίποτα, ξημεροβραδιαζότανε από κονάκι σε κονάκι και από καλύβι σε καλύβι, με την μποτίλια αγκαζέ. Τα μαύρα ορφανά πότε νηστικά και πότε τυλωμένα, πότε γδυτά και πότε μαζωμένα μέσα στο παλιοκρέβατο κλαίγανε τον πόνο τους και την μαύρη μοναξιά τους.
Μια φορά ο Μπάλιος που έλειπε κανά δυο τρεις ημέρες, ένας κουμπάρος του πήγε στο κονάκι του να τον ιδεί. Μόλις μπήκε στο σπίτι βρήκε τα νιάκαρα να κοιμούνται, το σπίτι να είναι συμμαζεμένο, τα σκουτιά των παιδιών πλυμένα και απλωμένα στην παλουκαριά και το τσουκάλι στην φωτιά να βράζει κάμποσο κρέας.
Ευτούνος νόμισε ότι κάποια νοικοκυρά γυρνοβόλαγε στο σπίτι. Περίμενε κάμποση ώρα, αλλά που να φανεί άνθρωπος, τα παιδιά κοιμόσαντε του καλού καιρού.
Στο μυαλό του δεν χώραγε ότι δεν ήτανε γυναίκα στο σπίτι, κατάλαβε ότι κάποιος ίσκιος τον γυρόφερνε, αλλά δεν μπορούσε να πάρει χαμπάρι τίποτε. Σε μια στιγμή άκουσε βήματα απ' όξω και πετάχτηκε να δει τι γίνεται, όμως δεν είδε ψυχή, ούλα ήσαντε ήρεμα. Ξαναμπαίνει στο σπίτι, τηράει το τσουκάλι να είναι κατεβασμένο από την φωτιά και το φαΐ μέσα σε μια καυκιά απάνου στον σοφρά ν' αχνίζει και κάμποσο ψωμί κομμένο φέτες απλωμένο.
Μόλις είδε αυτό το πράγμα τα έχασε, τα παιδιά ακόμη κοιμώσαντε. Δεν μίλησε καθόλου έκανε τον σταυρό του και βγήκε όξω από το σπίτι. Μόλις βγήκε όξω βρήκε τα σκουτιά των παιδιών μαζεμένα και βαλμένα με την σειρά απάνου σε ένα κωλοκούμπι που ήτανε στην αυλόπορτα. Και πάλι τα έχασε ο κουμπάρος, χωρίς να βγάλει λέξη καβάληκε τ' άλογό του και έφυγε αλαφιασμένος.
Λέγανε ότι όταν έλειπε ο Μπάλιος μια σκιά τρούπωνε μέσα στο κονάκι του Μπάλιου και μαγείρευε, έπλενε, συμμάζωνε το σπίτι και έκανε ούλες τιε δουλειές και στα ζωντανά ακόμη και στον κήπο του Μπάλιου.
Μια γυναίκα μουγκή από τα Τσίπιανα, μια ημέρα που πέρναγε από κείθενες με παραστατικό τρόπο μαρτύραγε, ότι τάχατις είδε την Αννιώ να σαρώνει την αυλή της, κανένας όμως δεν την πίστεψε και είπανε ότι της είχε στρίψει το μυαλό. Αυτή η δουλειά γινότανε για πολύ καιρό, μέχρις που μεγάλωσε και το στερνότερο από τα παιδιά της μαύρης Αννιώς και έβγαλε μουστάκι. Τότενες λέγανε μια ημέρα τα παιδιά βρήκανε το σπίτι συγυρισμένο και το φαγητό στον σοφρά. Ακούσανε μια βροντή και είδανε μια λάμψη σαν αστροπή και από τότενες, χάθηκε κείνος ο ίσκιος και δεν ξαναφάνηκε στο κονάκι τους.
Την άλλη ημέρα το πρωί, τα παιδιά εκεί σιμά στ' αλώνια που ήτανε το κιβούρι της μάνας τους, το βρήκανε ανασκαμμένο και χάμου στο μνήμα, το φυλαχτάρι του μικρότερου παιδιού, που το είχε χάσει πριν από πολλά χρόνια. Την άλλη μέρα τα παιδιά σάξανε κάτου στο χωριό και φέρανε ένα παπά και πήγε στο μνήμα και διάβασε μια ευχή. Μόλις έκιωσε ο παπάς, λέγανε ότι μέσα από το μνήμα ακούστηκε ένας βαρύς αναστεναγμός.
Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του, και σούρνωντας πήγε και σταμάτησε όξω από το κονάκι του, αλλά εγώ δεν τα πιστεύω ευτούνα, κάποιος του την φύλαγε και τον έστειλε κατά εκεί που του άξιζε. Τα παιδιά μετά τον πεθαμό του πατέρα τους σκορπίσανε σαν του λαγού τα παιδιά, το ένα έσαξε στην Τριταία, τ' άλλο κάτου στον κάμπο της Γαστούνης, το τρίτο στο Λεβίδι, και το τέταρτο το στερνότερο, σκοτώθηκε στον πόλεμο, τώρα σε ποιο πόλεμο δεν ξέρω. Το κονάκι του Μπάλιου, με τον καιρό γκρεμίστηκε και χάθηκε, κι ο τόπος έμεινε μάτερος και δεν ζύγωνε κανένας να μείνει εκεί ούτε περαστικός αλλά ούτε και διακονιάρης. Λέγανε ότι ο τόπος κρατάει εκεί και δεν έσωνε να κανείς να ζυγώσει.
Έέέ! Μάτι μου τίποτις άλλο γι' αυτουνούς δεν έχω ακουστό.
Λεξιλόγιο:
Δαυλί, το = μικρό κομμάτι ξύλου αναμμένο με φωτιά, μεταφ. (Εδώ ο μεθυσμένος ο κατακόκκινος από το κρασί).
Διακονιάρης, ο = ο επαίτης.
Διπλαράκια, τα = τα δίδυμα.
Κωλοκούμπι, το = το σκαμνί.
Λιάρος, ο = ο δίχρωμος (εδώ εννοείται αυτός που είχε αιμαγγείωμα).
Λυκουνιά, η = η φτώχεια, εδώ η φτωχή οικογένεια με τα πολλά παιδιά.
Μάτερος, ο = ο ακαλλιέργητος τόπος.
Μπαντανία, η = χοντρή κουβέρτα από μαλλί προβάτων.
Μποτίλια, η = η φιάλη, μπουκάλα, η οινοδόχος.
Νιάκαρο, το = το νεογέννητο, εδώ το μικρό παιδί.
Παλουκαριά, η = φράκτης φτιαγμένος από διαδοχικά παλούκια από ξύλο, συνήθως βελανιδιάς.
Ρωνιά, η = το κάτω μέρος της σκεπής, εκεί που καταλήγουν τα κεραμίδια.
Σιμά, = κοντά.
Στερνότερο, το = το τελευταίο.
Σοφράς, ο = πολύ κοντό τραπέζι όπου γύρω του, κάθονταν σταυροπόδι για να φάνε.
Τσορομπίλι, το = το μικρό παιδί.
Τσουκάλι, το = χάλκινο μαγειρικό σκεύος μ' ένα χερούλι.
Σημείωση: Το κείμενο καταγράφηκε όπως έχει με την τοπική διάλεκτο χωρίς επισημάνσεις και αλλαγές και η ορθογραφία του παραμένει όπως καταγράφηκε.
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης, Δεκέμβρης 1978.
Πηγή: www.antroni.gr

1 σχόλιο:

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΥΛΩΝΑΣ είπε...

Ωραία η ιστορία αυτή. Σε πόσο παλιό γεγονός αναφέρεται; Τι άνθρωποι υπήρχαν και τότε, όμως.. Εγκλήματα σαν να μην έτρεχε τίποτα. Από δημοσιεύματα σε εφημερίδες όλο για δολοφονίες γράφανε.