Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Τραγούδι του Γιώργη Γιαννιά



ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΝ................
ΜΟΥΡΤΑΤΗ ΤΙ ΜΕ ΠΕΡΑΣΕΣ …ΝΑ ’ΡΘΩ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩ;
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΩΛΟΝΟΥ
Από το βιβλίο του Ηλία Τουτούνη & Κώστα Παπαντωνόπουλου
“ΓΙΑΝΝΗΣ & ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ, Οι σταυραετοί του Ωλενού”
Ως τώρα η επίσημη ιστορία μας, καθώς φαίνεται, καταπιάστηκε μόνο με τα τρανά πρόσωπα και ως ακατάδεχτη περιφρόνησε και αγνόησε ουκ ολίγους απλούς και έντιμους λαϊκούς αγωνιστές. Όμως χρέος μας είναι να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε, ν’ απονέμουμε τις πρέπουσες τιμές και σ’ αυτούς τους σεμνούς και αφανείς ήρωες.
Ένας από αυτούς, που ηθελημένα αγνοήθηκε, ήταν κι ο οπλαρχηγός Γιώργης Γιαννιάς και τα παλικάρια του, μια ομάδα ανθρώπων που προτίμησαν να δώσουν την ζωή τους για ν’ απολαμβάνουμε εμείς σήμερα τ’ αγαθά της ελευθερίας.
Οι μάχες στα στενά της Τζάχλης, της Πολίτζας αλλά και στου Κατσαρού της βόρειας ορεινής Ηλείας, δεν αποτέλεσαν μεμονωμένα πολεμικά γεγονότα, παρά συνδέθηκαν άμεσα με την έναρξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης και με την απαρχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που σήμανε το τέλος της πολύχρονης σκλαβιάς.
Κατά την επιδρομή των Λαλαίων Τουρκαλβανών κατά της Πηνείας, της Κάπελης και των χωριών που βρίσκονται στα ριζοβούνια του Ωλονού, οι οπλαρχηγοί συσκέφθηκαν στις 16 Μαΐου 1821 και συναποφάσισαν να συνδράμουν όλοι για ν’ αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους εχθρούς. Τα χαράματα της επομένης οι Τουρκαλβανοί αποχωρώντας από τα Τσίπιανα, όπου είχαν διανυχτερεύσει, προσβάλουν τις θέσεις που κατείχε και αμύνονταν ο νεαρός κλεφτοκαπετάνιος Γιώργης Γιαννιάς. Oι οπλαρχηγοί της ευρύτερης περιοχής, για διαφόρους λόγους, όχι μόνο δεν συνέτρεξαν να βοηθήσουν τον Γιώργη Γιαννιά, αλλά στο τέλος αγνόησαν αυτή την σημαντικότατη μάχη που διεξήχθη αρχής γενομένης από την Τζάχλη, Πολίτζα και κατέληξε στη θέση Κατζαρού.
Μετά την πανωλεθρία αυτή, νομίζω ότι για τους ίδιους λόγους και οι ιστορικοί εκείνης της εποχής, ηθελημένα αγνόησαν την θυσία του εικοσιπεντάχρονου οπλαρχηγού και δεν αφιέρωσαν ούτε μια σελίδα στις ιστορικές συγγραφές τους.
Υπήρξαν όμως και λίγες εξαιρέσεις με φειδωλά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν γι’ αυτήν την περιβόητη μάχη στον οικισμό Κατζαρού (του σημερινού δ.δ. Αντρωνίου), κατά καιρούς στ’ απομνημονεύματα διαφόρων αγωνιστών που έλαβαν μέρος στον αγώνα του 1821, αλλά και από τους μετέπειτα ιστορικούς που κατέγραψαν τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση.
Αντίθετα η λαϊκή μούσα δεν υπάκουσε στις υπαγορεύσεις αυτών που πρόδωσαν* τον νεαρό κλεφτοκαπετάνιο που δεν ήθελαν ν’ αναφέρεται ούτε καν τ’ όνομά του στις ιστορικές συγγραφές. Πλην όμως ένας άγνωστος τραγουδοποιός εκείνης της εποχής, απαλλαγμένος από τις θέσεις και τις βουλές των επωνύμων, μας παραθέτει αρκετά και σημαντικότατα στοιχεία, γύρω από τη διεξαγωγή της μάχης στην θέση Κατζαρού, μ’ ένα ωραίο αφηγηματικό και γλαφυρό τρόπο. Από αυτό το τραγούδι συμπεραίνουμε ότι, ο τραγουδοποιός θα πρέπει να ήταν ένας άριστος συνθέτης και καλός τραγουδιστής.
Για να προσεγγίσω τον Γιώργη Γιαννιά και την περιβόητη μάχη στου Κατζαρού Αντρωνίου διάλεξα το πιο μακροσκελέστατο τραγούδι, απ’ όλη την συλλογή που έχω στην διάθεσή μου και ερευνώντας να πραγματοποιήσω μια ιστορικολαογραφική προσέγγιση, με σκοπό ν’ αντλήσω διάφορα στοιχεία και ειδήσεις περί του σημαντικού ιστορικού γεγονότος για την άνιση και φονική μάχη της 17ην Μαΐου 1821. Το τραγούδι αυτό αποτελείται από σαράντα τρεις (43) διαφωτιστικούς στίχους.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον κόσμο ήλιος,
Ο τραγουδοποιός μας, θέλοντας να πραγματοποιήσει την εισαγωγή μας αναφέρει τα καιρικά φαινόμενα που επικρατούσαν την συγκεκριμένη ημέρα, στις 17 Μαΐου 1821, όπου διεξήχθη η μάχη. Η αναφερόμενη ημέρα φαίνεται να ήταν καλοκαιριάτικη όπου διαφαίνεται να επικρατεί ξαστεριά και ζέστη.
στα ριζοβούνια του Ωλενού η καταχνιά κι αντάρα.
Ενώ επικρατούσαν άριστα για την εποχή καιρικά φαινόμενα, στις παρυφές του όρους Ερυμάνθου (Ωλονού), προς την πλευρά της Κάπελης και στο συγκεκριμένο σημείο θέση Κατζαρού, μάλλον δεν επικρατούσε το ίδιο.
Εδώ μας παρουσιάζει μια εικόνα της μάχης, δηλαδή τι επικρατούσε στην περιοχή κατά την διεξαγωγή της. Η καταχνιά ίσως να προέρχονταν από τους καπνούς της εκπυρσοκρότησης των όπλων και ίσως οι τούρκοι να είχαν ανάψει φωτιές περιμετρικά από τους αποκλεισμένους με σκοπό να τους εξαναγκάσουν να παραδοθούν κάτω από την επήρεια του καπνού, ή και να τους εμποδίσουν ν’ αποδράσουν από το συγκεκριμένο σημείο αποκλεισμού. Συνήθης τακτική της εποχής εκείνης δι’ αποκλεισμένους και ιδίως των Τούρκων: …ρίξαν φωτιά μεσ’ στο ληνό, κουβάρια θειαφοκέρι, πιάσαν οι κληματόβεργες, κι’ ο Γιάννης τραγουδάει…, όπου τον Φεβρουάριο του 1806 αποκλείσθηκαν και σκοτώθηκαν Κολοκοτρωναίοι στο ληνό της Μονής Αιμιαλών Δημητσάνας.
Κάνε στοιχειά παλεύουνε, κάνε γκρεμοί κρεμνιούνται;
Μας εισαγάγει στην σοβαρότητα της μάχης και στη σκληρή αναμέτρηση που επακολούθησε. Αποπειράται να παρουσιάσει την μάχη ως τιτανομαχία ή γιγαντομαχία. Αναρωτιέται τι άραγε να συμβαίνει; Και ταυτόχρονα προσπαθεί να συνδέσει το σοβαρότατο για τον τόπο τους επεισόδιο, με κάποιο έντονο φυσικό φαινόμενο.
Μήτε στοιχειά παλεύουνε, μήτε γκρεμοί κρεμνιούνται.
Σ’ αυτό το σημείο, αποκλείει την αναμέτρηση των στοιχειών, αλλά και την εμφάνιση των έντονων φυσικών φαινομένων, και κάνει μια λογοτεχνική προσπάθεια να μας γνωστοποιήσει το κλίμα της μεγάλης πολεμικής έντασης της αναμέτρησης.
Κάτου στη μάνα του νερού, στου Κατζαρού το μνήμα
τρανό σεφέρι γίνεται, και συντυχιά κρατιέται.
Εδώ αρχίζει να μας δίνει τα πρώτα και ακριβή στοιχεία στο μέρος που διεξήχθη η μάχη. Γίνεται η πρώτη αναφορά για τις πηγές, όπου υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Για του Κατζαρού το μνήμα που αναφέρεται, δεν έχουμε καμιά άλλη πληροφορία ν’ αναφέρει κάποιο μνήμα. Επίσης γνωστοποιεί ότι γίνεται μια μεγάλη μάχη (σεφέρι) και αυτή η πολεμική συνάντηση (συντυχιά), διαρκεί αρκετές ώρες.
Τον μαύρο Γιώργη κλείσανε, οι άπιστοι Λαλαίοι.
Απ’ αυτόν το στίχο ο τραγουδοποιός, αρχίζει να δίνει τις πρώτες ειδήσεις για τον αποκλεισμό του Γιαννιά. Επειδή γνώριζε την τελική κατάληξη της άνισης μάχης, αποκαλεί τον Γιώργη μαύρο. (Μαύρο, στην περιοχή της Βόρειας ορεινής Ηλείας, αποκαλούν αυτόν που παθαίνει κάποια μεγάλη συμφορά, όπως ζημιά, ατύχημα, θάνατος φιλικού προσώπου ή χάνει την ζωή του ο ίδιος).
Δεν ήταν τόσο λιγοστοί, μόν’ χίλιοι πεντακόσιοι
Εδώ αρχίζει ν’ αναφέρεται στην διεξαγωγή της μάχης και μας δίνει αριθμητικά στοιχεία για τις δυνάμεις των αντιμαχομένων. Συγκεκριμένα, εδώ μας αναφέρει την δύναμη των Λαλαίων Τουρκαλβανών, όπου και κατά τους ιστορικούς, αναφέρεται ότι η δύναμή των κυμαίνονταν από πεντακόσιους έως χίλιους πεντακόσιους άνδρες.
κι ο Ντεληγιώργης μοναχός με δώδεκα νομάτους.
ενώ το έτερο στρατόπεδο, του Γιώργη Γιαννιά, απαριθμούσε μόνον δώδεκα παλικάρια. Με την προσωνυμία "Ντελής", που σημαίνει σκληρός, μας δίνει μια πρώτη είδηση για την πολεμική προσωπικότητα του νεαρού οπλαρχηγού.
Ντερβίς αράπης φώναξε από το μετερίζι:
- Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και ρίξε τ’ άρματά σου,
να σου χαρίσω τη ζωή και βλάμη να σε κάνω.
Πριν από κάθε μάχη, συνήθως κάποιος εκ των Τούρκων, σύμφωνα με την πάγια τακτική τους και ιδίως αυτός που είχε το γενικό πρόσταγμα, ανέβαινε σε κάποιο ύψωμα, πιο ξέμακρα και σε απόσταση εκτός βολής και καλούσε τους αποκλεισμένους να διαπραγματευτούν, θέτοντας βεβαίως και τους δικούς του όρους παράδοσης. Από αυτούς τους στίχους μας γίνεται γνωστό, ότι διαπραγματευτής ήταν ο περιβόητος Λαλαίος μπουλούκμπασης Ντερβίς Αράπης.
Οι Λαλαίοι, κατά την έναρξη της Επανάστασης, έχοντας πλήρη γνώση για την σοβαρότητα της κατάστασης, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διαπραγματεύονται με τους αντιπάλους τους, ώστε να μην έχουν απώλειες σε έμψυχο αλλά και άψυχο υλικό, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες. Και γι’ αυτό το λόγο κάλεσαν τον Γιαννιά να διαπραγματευθεί και ν’ αντλήσουν πληροφορίες, προτού αναμετρηθούν και μετρήσουν απώλειες.
- Τι με περνάς, μπουλούκμπαση, να βγω να προσκυνήσω;
Μήγαρις είμαι νιόνυφη και εσύ η πεθερά μου,
να προσκυνήσω την ποδιά, να σου φιλιώ τα χέρια;
Ο Γιαννιάς γνωρίζοντας την σκληρή πραγματικότητα, υψώνει το ανάστημά του και στέκεται όρθιος στην περίσταση και στη συμφορά που επέρχεται γι’ αυτόν και τα παλικάρια του, συγχρόνως προβάλλει την προσωπικότητά του και στη συνέχεια αρνιέται τις παροχές και τα ταξίματα του Ντερβίς Αράπη.
Από αυτή την λαογραφική ενότητα, γνωρίζουμε μερικά ήθη και έθιμα του γάμου εκείνης της εποχής. Σύμφωνα λοιπόν με το έθιμο, εκείνη την εποχή η νεαρή νύφη, όταν για πρώτη φορά περνούσε το κατώφλι της πεθεράς της, την προσκυνούσε και της φιλούσε τα χέρια και την ποδιά, παίρνοντας έτσι την ευχή της. Η κίνηση αυτή θεωρούταν ως δείγμα πλήρους υποταγής, δηλαδή «ασπαζότανε» και τα χούκια της:
- το προσκύνημα δήλωνε την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή στο πρόσωπό της,
- τα χέρια αντιπροσώπευαν τις εργασίες, μεταξύ αυτών κέντημα, αργαλειός, μαγειρική, νοικοκυροσύνη κ.λπ.
- ενώ η ποδιά αντιπροσώπευε την οικονομική δραστηριότητα.
Καθώς προσκυνούσε η νύφη οι παρευρισκόμενες γυναίκες με το προσκύνημα έλεγαν προς την νύφη: «Να μοιάσεις της πεθεράς σου να είσαι πάντα άξια, χρυσοχέρα, νοικοκυρά, καλόγνωμη και γλυκομίλητη και οικονομολόγα».
Εγώ είμαι ο Γιώργης του Γιαννιά, του πρώτου καπετάνιου,
και θα βαστήξω πόλεμο και δυο και τρεις ημέρες,
ώστε να ’ρθει μεντάτι μου και μένα η συντροφιά μου.
Ο αποκλεισμένος καπετάνιος με αυτήν του την απάντηση κάνει γνωστή την ταυτότητα του και στη συνέχεια, θέλοντας να τρομοκρατήσει τους εχθρούς, προσπαθεί να εξυψώσει το ηθικό των παλικαριών του και ανακοινώνει ότι έχει την δυνατότητα να κρατήσει τη μάχη μέχρι να φθάσει η αναμενόμενη βοήθεια ή και να τους καθυστερήσει ώσπου να νυχτώσει, με την προϋπόθεση να μπορέσει να ξεφύγει από τον κλοιό.
Η τακτική αυτή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, επέφερε μεγάλη ζημιά στο Λαλαίϊκο στράτευμα. Οι επιτιθέμενοι βιάστηκαν να τον ξεμπερδέψουν, πριν έλθει «η αναμενόμενη βοήθεια» και πριν νυχτώσει πραγματοποίησαν σφοδρότατες απανωτές επιθέσεις (γιουρούσια), όπου έχασαν πολλούς μαχητές αλλά και ταυτόχρονα σπατάλησαν αρκετά πολεμοφόδια.
Οι ιστορικοί μελετητές αναφέρουν ότι στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν περίπου εκατό Τούρκοι, ξέχωρα πόσοι λαβώθηκαν και τεθήκαν εκτός μάχης και πόσοι πέθαναν αργότερα, διότι οι Τούρκοι, μετά την έναρξη της επανάστασης, δεν είχαν τις ανάλογες υγειονομικές υπηρεσίες, αφού αποχώρησαν οι Έλληνες γιατροί τους.
Μακρηπανάγος φώναζε από ψηλή ραχούλα.
- Βάστα, Γιώργη, τον πόλεμο, βάστα και το ντουφέκι
κι εγώ μεντάτι έρχομαι με δυο, με τρεις χιλιάδες.
Ο θείος του Γιαννιά, ο Πανάγος Μακραγγελόπουλος, κλεφτοκαπετάνιος από τη Νουσά Καλαβρύτων, κατά πάσα πιθανότητα προσπάθησε να βοηθήσει τον ανεψιό του. Γι’ αυτό το λόγο προσέγγισε προσεκτικά, παίρνοντας και τις ανάλογες προφυλάξεις, σ’ ένα από τα γύρω υψώματα, σε απόσταση ασφαλείας από τα τουρκικά στρατεύματα για λόγους άμυνας και διαφυγής. Λόγω του κακοτράχαλου εδάφους, το ιππικό των Λαλαίων ήταν αδύνατον να τον καταδιώξει, αλλά ούτε οι Λαλαίοι θα σπαταλούσαν χρόνο και στρατό να τους κυνηγήσουν. Ο απώτερος σκοπός τους ήταν ο Γιώργης Γιαννιάς και τώρα που τον είχαν αποκλείσει, δεν ήθελαν για κανένα λόγο να τον χάσουν.
 Ο Μακρηπανάγος πλησίασε καλώντας τον ανεψιό του να κρατήσει τις θέσεις του διαμηνύοντας ότι καταφθάνει βοήθεια, με σκοπό να εξυψώσει το ηθικό του Γιαννιά και να τρομοκρατήσει τους τούρκους, ή ίσως και να περίμενε κάποια βοήθεια, «αναμενόμενη» από τους καπεταναίους της ευρύτερης περιοχής.
- Τι να βαστάξω θείε μου, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνα;
Η απάντηση του Γιαννιά ήταν ότι αδυνατεί να κρατήσει άμυνα δίχως εφόδια, ταυτοχρόνως είχε ήδη καταλάβει την προδοσία και την πλεκτάνη που του έστησαν οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί του Ωλονού και της Κάπελης. Η απάντηση "τρεις μέρες και τρεις νύχτες" ίσως να περίμεναν βοήθεια από μακριά. Επειδή οι επιτιθέμενοι δεν ήθελαν ν’ αποδυναμώσουν το στράτευμα, τους κρατούσαν αποκλεισμένους μέχρι ώσπου να ξεμείνουν από πυρομαχικά.
Τα λόγια, «δίχως καμιά κυβέρνα», προσδιορίζουν την σκληρή πραγματικότητα που επικρατούσε στα στρατόπεδα του Ωλονού, όσον αφορά την καθοδηγούμενη διοίκηση και στη συνέχεια τη μεγάλη προδοσία που διαπράχθηκε σε βάρος του νεαρού κλεφτοκαπετάνιου και των παλικαριών του. Αυτό είναι ένα παρθένο κεφάλαιο και νομίζω ότι χρειάζεται μια μεγάλη εργασία και συζήτηση για τα τεκταινόμενα στην Ηλεία εκείνη την συνταραγμένη και θολή εποχή.
Τρία γιουρούσια κάνανε οι Τούρκοι απ’ τα ταμπούρια,
Εφόσον οι διαπραγματεύσεις περί παράδοσης των εγκλωβισμένων δεν απέδωσαν, οι τούρκοι φοβούμενοι το επερχόμενο σκοτάδι, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν απανωτές επιθέσεις, τα λεγόμενα γιουρούσια, για να δώσουν τέλος στη μάχη. Βγήκαν από τα ταμπούρια τους και πραγματοποίησαν τρεις σφοδρές και απανωτές επιθέσεις προς τους αμυνόμενους. Λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής, οι εγκλωβισμένοι δεν είχαν καμιά ελπίδα σωτηρίας.
μια μπαταριά του δώσανε ανάμεσα στα στήθη.
Ο Γιαννιάς όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά τους βγήκε από το ταμπούρι έρποντας προς τους σκοτωμένους τούρκους που βρίσκονταν λίγα μέτρα μπροστά από το ταμπούρι του, για να αρπάξει πυρομαχικά. Εκεί όμως δέχθηκε μια ομοβροντία από τους επιτιθέμενους. Το ίδιο έπραξαν και τα εναπομείναντα παλικάρια του. Μετά από λίγη ώρα όλοι τους κείτονταν νεκροί στο πεδίο της μάχης, μπροστά από τα ταμπούρια, δίπλα στον αδάμαστο και γενναίο καπετάνιο τους.
Τα χείλια του αίμα γιόμισαν κι η μύτη του φαρμάκι
κι η γλώσσα του κελάηδαγε σαν το χελιδονάκι.
Ανάθεμά σε Χασάν Φιδά, βρέ άπιστε μουρτάτη,
που ’ξόμεινα από ζαερέ και μου ’σπασε η σπάθη.
Ο τραγουδοποιός αναφέρει ότι χτυπήθηκε στα ζωτικά σημεία του σώματός του. Ξεψυχώντας ο Γιαννιάς, καταριόταν την ώρα που ξέμεινε από βόλια και μας δίνει την είδηση, ότι το γιαταγάνι του έσπασε στην ώρα της διεξαγωγής της μάχης σώμα με σώμα. Ίσως να δανείσθηκε τους δυο πρώτους στίχους από το τραγούδι του Καλαμπαλίκη από τον Ζεμενό, (…Το στόμα του αίμα γιόμισε, τα ’χείλι του φαρμάκι...).
Πάρε μου το κεφάλι μου και ρίχτο στα σκυλιά σου
μον’ η ψυχή μου δεν μπορεί, να ’ρθει με τα νερά σου.
Φαίνεται ότι όταν κόπασε η μάχη, ο Γιαννιάς θα πρέπει να ήταν ακόμα ζωντανός. Ο τραγουδοποιός δίνει έμφαση σ’ αυτή την χρονική στιγμή, με μια ιδιαίτερη αναφορά στα τελευταία λόγια του καπετάνιου προς τον αντίπαλό του, με αυτά τα υπέροχα και θαυμάσια ηρωικά λόγια, διαμηνύει στον αρχηγό των εχθρών ότι «το σώμα του μπορούν να το κάνουν ότι θέλουν, όμως την ψυχή του δεν την ορίζουν». Εδώ θαυμάζουμε όλο το μεγαλείο της ελληνικής φυλής και της ντόπιας υπερηφάνειας.
Μακρηπανάγος έκλαιγε σαν το μικρό παιδάκι
και μια γραφούλα έγραψε μ’ αίμα και φαρμάκι.
Ο Μακρηπανάγος παρατηρώντας την προδιαγραμμένη έκβαση της μάχης, έκλαψε και πόνεσε για την τραγική κατάληξη του ανεψιού του και των παλικαριών του. Πλημμυρισμένος από θλίψη, αγανάκτηση και πόνο, απέστειλε, όπως συνηθίζονταν, μαντατοφόρους στις οικογένειες των θυμάτων, για να τους αναγγείλει το μεγάλο κακό:
- Ποιος είναι άξιος και γρήγορος να πάει στην Προστοβίτσα,
Από αυτόν τον στίχο αντλούμε ακόμη μια είδηση, ότι οι οπλαρχηγοί χρησιμοποιούσαν ή είχαν στρατολογήσει υπό τις διαταγές τους ταχυδρόμους (μαντατοφόρους), ανθρώπους γρήγορους, άξιους, έμπιστους και παλικαράδες.
να πάει να πει της Γιώργαινας, της μικροπαντρεμένης,
που ’ταν μια καπετάνισσα στο κόσμο παινεμένη.
Εδώ υποθέτουμε ότι ο τραγουδοποιός ίσως να έχει δανεισθεί μερικούς στίχους από το περιβόητο τραγούδι του κλεφτοκαπετάνιου του Ωλονού Μήτρου. (…Να πάει να ειπεί της Μήτραινας της μικροπαντρεμένης….), όμως αυτό δε μειώνει την αξία του τραγουδιού.
Η αναφορά για την καπετάνισσα γυναίκα του Γιαννιά που ζούσε στην γενέτειρά του, την Προστοβίτσα, μας δίνει την είδηση ότι ο Γιώργης ήταν παντρεμένος, και μάλιστα ότι είχε παντρευτεί κάποια νεαρή κοπέλα. Το προσωνύμιο παινεμένη ίσως θέλει να μας κάνει γνωστό ότι και αυτή θα ήταν αντάξια του ανδρός της. Πηγές αναφέρουν ότι η γυναίκα του λεγόταν στο επώνυμο Ραβάνα, (σημ. σήμερα υπάρχει οικογένεια με το όνομα Ραβάνη- Ραβαναίοι).
Ακόμη το όνομα Γιώργαινας, ήταν ένα προσωνύμιο που επικρατούσε και αναφέρονταν προς όλες τις παντρεμένες γυναίκες, τις οποίες συνήθως τις αποκαλούσαν με το όνομα του ανδρός τους (π.χ. του Γιώργου την γυναίκα- Γιώργαινα, του Μήτρου- Μήτραινα, του Νίκου- Νικολάκαινα κ.ο.κ.)
Να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάσει,
τον Γιώργη τον σκοτώσανε, στης εκκλησιάς τη ράχη.
Εδώ μπορούμε να κάνουμε ακόμη μια μικρή λαογραφική προσέγγιση και να γνωρίσουμε τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούσαν εκείνη την εποχή όσον αφορά τον πρόωρο θάνατο. Οι πενθούντες δεν συμμετείχαν στην ακολουθία της Ανάστασης, ενώ γενικά οι γυναίκες των πενθούντων φορούσαν μαύρα ρούχα, δεν στολίζονταν κατά τις επίσημες γιορτές, δεν συμμετείχαν στα διάφορα μυστήρια της χαράς αλλά και στα πανηγύρια. Επίσης, μας γίνεται γνωστό ότι οι γυναίκες κατά τις γιορτές στόλιζαν τις επίσημες φορεσιές τους και τα μαντήλια τους μ’ αρκετά χρυσαφικά και φλουριά, κυρίως για εντυπωσιασμό.
Ακόμη, μας δίνει μια είδηση, ότι ο Γιώργης σκοτώθηκε πολεμώντας στο ύψωμα, ίσως γύρω από τον περίβολο του ναού, του Αγίου Δημητρίου. Επομένως μας γνωστοποιείται ότι ο ναΐσκος υπήρχε από τότε στο συγκεκριμένο σημείο.
Να βγει στο παρεθύρι της, τους φίλους της να κράξει,
τους φίλους και τους συγγενείς, τον Γιώργη της να κλάψει.
Μετά από μια επίσκεψη που πραγματοποιήσαμε στην Προστοβίτσα (σημερινή Δροσιά Τριταίας) μαζί με τον κ. Κώστα Παπαντωνόπουλο, εντοπίσαμε την οικία των Γιαννιάδων, η οποία βρίσκεται βορειοανατολικά στην άκρη του χωριού. σε πανοραμικό σημείο, όπου κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε και σαν καραούλι.
Μετά από τέτοια κακά και συμφορές, συνήθως οι γυναίκες κωρονυχιάζονταν φωνάζοντας και μοιρολογώντας. Και ότι στη συμφορά συμμετείχαν όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γνωστοί και οι συγχωριανοί.
-Για δέστε φίλοι μου καλοί, φίλοι παλικαράδες
πώς πολεμάνε τα θεριά, το πώς πεθαίνουν οι Γιαννιάδες.
Ο τραγουδοποιός ως επίλογο του τραγουδιού, δίδει τον λόγο στην γυναίκα του Γιώργη Γιαννιά, την Γιώργαινα η οποία με την σειρά της εξαίρει την περίσσια αντρειοσύνη, αλλά και τον ηρωικό θάνατο της οικογένειας των Γιαννιάδων.
Ο Γιαννιάς και τα παλικάρια του κράτησαν το ύψωμα του Αγίου Δημητρίου αρκετές ώρες και πολέμησαν σαν λιοντάρια, αν και ήξεραν ότι στο τέλος θα σκοτωθούν, όμως αντιστάθηκαν και πολέμησαν ηρωικά μέχρι τέλους. Έχασαν τη μάχη, αλλά κέρδισαν τον πόλεμο.
Οι Λαλαίοι έχοντας υπερδιπλάσιες δυνάμεις είχαν και τις ανάλογες απώλειες και μετά από αυτή την μάχη, ήλθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και κατάλαβαν τι τους περίμενε, διότι ήξεραν ότι οι Έλληνες ήσαν αποφασισμένοι να πολεμήσουν και να δώσουν και τη ζωή τους, για την Πατρίδα τους, τη Θρησκεία τους και την Οικογένειά τους.
Ο δήμαρχος Αρχαίας Ολυμπίας κ. Ευθύμιος Κοτζιάς, με χουντική διαταγή σταμάτησε τις εορταστικές εκδηλώσεις για τον Γιαννιά και τα παλικάρια του, ισχυριζόμενος ότι δεν υπάρχουν χρήματα, αλλά ξοδεύουν χιλιάδες ευρώ για γουρνοπουλες και πανηγύρια την Πρωτομαγιά στην Κάπελη, στο Κούμανι, στον Άμπουλα κ..α
Αξίζει χειροκρότημα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Φώτο & Βίντεο Παπαντωνόπουλος Κώστας & Τουτούνης Ηλίας από την επίσκεψή μας στα Σουλιμοχώρια, την Πέμπτη, ‎25 ‎Μαρτίου ‎2010
Ηλίας Τουτούνης
Πηγή:www.antroni.gr

2 σχόλια:

Unknown είπε...

ΣΥΓΧΑΡΗΥΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ.

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό αφιερωμα στο Γιαννιά! Συγχαρητήια για το ενδιαφέρον σας για την τοπική ιστορία!