Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Η ΓΡΙΑ ΚΑΙ Τ’ ΑΝΤΕΡΑ (παραμύθι)

 Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας γέρος, που ήταν πολύ κακός άνθρωπος και πολύ ιδιότροπος. Ζούσε με την γριά του και είχε κονάκι μακριά από το χωριό. Δεν είχανε παιδιά ούτε και πάρε δώσε με τους γείτονές του, λόγω της μεγάλης κακίας του. Η γριά του όμως ήτανε πολύ καλή γυναίκα, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να τον κάνει άνθρωπο κι έτσι περνάγανε την ζωή τους κάθε μέρα γκρί- ντάφ (μαλώματα). Μια μέρα ο γέρος έσφαξε ένα αρνί κι έδωσε τ’ άντερα του, στην γριά του, να πάει να τ’ ξεπλύνει πέρα στην βρύση που ήτανε λίγο μακριά από το κονάκι τους. Η γριά έβαλε τ’ άντερα στο καλάθι και πήγε στην βρύση. Σε κάποια στιγμή άφησε τ’ άντερα στο πεζούλι της βρύσης και έσαξε πιο πέρα, να βρει μια ψιλή ξύλινη βέργα, για να τα γυρίσει[1]. Τότε ένας αητός από ψηλά είδε τ’ άντερα, χαμηλώνει και κάνει μια βουτιά και τ’ άρπαξε για να τα φάει. Γυρίζει η γριά με την βέργα και βλέπει να λείπουν τ’ άντερα και τηρώντας τρογύρω της είδε τον αητό να τα έχει βουρλιασμένα στα νύχια του και να στέκεται στην κορφή ενός δένδρου και να τα τρώγει.
Πω, πω, πω τι έπαθα η δόλια! σκέφθηκε η γριά! Και αμέσως τηρώντας ψηλά τον αητό του λέει:
-Δώσε μου αητέ μου τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
-Δώσε μου κι εσύ ένα πουλί να φάω και εγώ σου δίνω τ’ άντερα.
Κινάει η γριά και πάει στην κλώσα και της ζητάει ένα πουλί λέγοντας:
-Δώσε μου κλώσα κι εμέ ένα πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος.
-Δώσε μου κι εσύ μια χούφτα αραποσίτι και εγώ πουλί σου δίνω.
Κινάει η γριά και πάει στον ζευγολάτη.
-Ζευγά δώσε μου κι εμέ μια χούφτα αραποσίτι και εγώ αραποσίτι της κλώσας κι η κλώσα εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
-Φέρε μου γριά ένα υνί και εγώ αραποσίτι σου δίνω.
Κινάει η γριά και πηγαίνει στον γύφτο τον χαλικιά.
-Χαλικιά δώσε κι εμένα ένα υνί και εγώ υνί του ζευγά και ο ζευγάς εμέ μια χούφτα αραποσίτι και εγώ αραποσίτι της κλώσας κι η κλώσα εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
-Δώσε μου κι εμένα γριά λίγα κάρβουνα να κάψω το καμίνι.
Κινάει η γριά και πάει στον καρβουνιάρη.
-Καρβουνιάρη δώσε μου κι εμένα λίγα κάρβουνα κι εγώ κάρβουνα του χαλικιά και ο χαλικιάς εμένα υνί και εγώ υνί του ζευγά και ο ζευγάς εμέ μια χούφτα αραποσίτι κι εγώ αραποσίτι της κλώσας κι η κλώσα εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
-Δώσε μου γριά και εμένα μια φωτιά ν’ ανάβω την φωτιά μου και εγώ κάρβουνα σου δίνω.
Κινάει η γριά και πάει στον φωτιά.
-Φωτιά δώσε μου κι εμένα μια φωτιά και εγώ φωτιά του καρβουνιάρη κι ο καρβουνιάρης εμένα κάρβουνα κι εγώ κάρβουνα του χαλικιά και ο χαλικιάς εμένα υνί και εγώ υνί του ζευγά και ο ζευγάς εμέ μια χούφτα αραποσίτι κι εγώ αραποσίτι της κλώσας κι η κλώσα εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
-Φέρε μου γριά κι εμένα λίγα ξύλα, να έχω για να καίω κι εγώ φωτιά σου δίνω.
Κινάει η γριά και πάει στο δάσος.
-Ξυλοκόπε δώσε μου κι εμένα λίγα ξύλα και εγώ ξύλα του φωτιά και ο φωτιάς εμένα μια φωτιά και εγώ φωτιά του καρβουνιάρη κι ο καρβουνιάρης εμένα κάρβουνα κι εγώ κάρβουνα του χαλικιά και ο χαλικιάς εμένα υνί και εγώ υνί του ζευγά και ο ζευγάς εμέ μια χούφτα αραποσίτι κι εγώ αραποσίτι της κλώσας κι η κλώσα εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
-Φέρε γριά λίγο νερό κι εγώ ξύλα σου δίνω.
Κινάει η γριά και πάει στο ποτάμι.
-Ποτάμι δώσε μου κι εμένα λίγο νερό και εγώ νερό του ξυλοκόπου και ο ξυλοκόπος εμένα ξύλα και εγώ ξύλα του φωτιά και ο φωτιάς εμένα μια φωτιά και εγώ φωτιά του καρβουνιάρη κι ο καρβουνιάρης εμένα κάρβουνα κι εγώ κάρβουνα του χαλικιά και ο χαλικιάς εμένα υνί και εγώ υνί του ζευγά και ο ζευγάς εμέ μια χούφτα αραποσίτι κι εγώ αραποσίτι της κλώσας κι η κλώσα εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
-Δώσε μου γριά λίγη βροχή και εγώ νερό σου δίνω.
Κινάει η γριά και πάει στο σύννεφο.
-Σύννεφο δώσε μου κι εμένα μια βροχή κι εγώ βροχή του ποταμιού και το ποτάμι εμέ νερό κι εγώ νερό του ξυλοκόπου και ο ξυλοκόπος εμένα ξύλα και εγώ ξύλα του φωτιά και ο φωτιάς εμένα μια φωτιά κι εγώ φωτιά του καρβουνιάρη κι ο καρβουνιάρης εμένα κάρβουνα κι εγώ κάρβουνα του χαλικιά και ο χαλικιάς εμένα το υνί κι εγώ υνί του ζευγά και ο ζευγάς εμέ μια χούφτα αραποσίτι κι εγώ αραποσίτι της κλώσας κι η κλώσα εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
-Τράβα γριά στον άνεμο να φυσήξει για να ρίξω κι εγώ βροχή.
Κινάει η γριά και πάει στον αγέρα.
-Αγέρα καλέ μου αγέρα, φύσα το σύννεφο, να ρίξει μια βροχή, κι εγώ βροχή του ποταμιού και το ποτάμι εμέ νερό κι εγώ νερό του ξυλοκόπου και ο ξυλοκόπος εμένα ξύλα και εγώ ξύλα του φωτιά και ο φωτιάς εμένα μια φωτιά κι εγώ φωτιά του καρβουνιάρη κι ο καρβουνιάρης εμένα κάρβουνα κι εγώ κάρβουνα του χαλικιά και ο χαλικιάς εμένα το υνί κι εγώ υνί του ζευγά και ο ζευγάς εμέ μια χούφτα αραποσίτι κι εγώ αραποσίτι της κλώσας κι η κλώσα εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αετού κι ο αετός εμένα τ’ άντερα, μη με σκοτώσει ο γέρος, μη με σκοτώσει ο γέρος!
   Τότε ο Θεός θέλοντας να βοηθήσει, την γριά, έδωσε κίνηση στον άνεμο για να φυσήξει το σύννεφο, να ρίξει ένα νερό, να τρέξει το ποτάμι, να πάει η γριά νερό στον ξυλοκόπο να της δώσει ξύλα να τα πάει στον φωτιά, να της δώσει μια φωτιά, να την πάει στον καρβουνιάρη, να της δώκει κάρβουνα, να τα πάει στον χαλικιά, να της φτιάξει ένα υνί, να το πάει στον ζευγά, να της δώκει μια χούφτα αραποσίτι, να το δώκει στην κότα, να της δώκει ένα πουλί να το πάει στον αητό, να της δώκει τ’ άντερα. Αλλά μέχρι να πάει η γριά, σε ούλους ευτούνους, ο πεινασμένος αητός είχε φάει ούλα τ’ άντερα.
   Την γριά την φάγανε τα μαύρα φίδια από τον φόβο της μην την σκοτώσει ο κακός γέρος της, και μόλις γύρισε στην καλύβα χωρίς τ’ άντερα, ο γέρος την σκότωσε και η γριά εγίνηκε νεράιδα και κάθε μέρα το γιόμα μόλις φυσάει ο αγέρας, ακούγεται το κλάμα της γριάς και τα παρακάλια της, προς τον αητό, προς την κλώσα, στον ζευγά, στον χαλικιά, στον καρβουνιάρη, στον φωτιά, στον ξυλοκόπο, στο ποτάμι, στο σύννεφο και στον αγέρα.
   Την μεριά που έχασε τα άντερα η γριά την λένε: «Της γριάς το λαγκάδι».
Χαλικιάς ο, = ο σιδηρουργός
Το παραμύθι καταγράφηκε από τον αείμνηστο Πανούτσο Βασίλη Τρίτη 20 Μαρτίου 2012, από το χωριό Αντρώνι του νομού Ηλείας.

[1] Ο καθαρισμός των εντέρων επιτυγχάνονταν με την μέθοδο του αναποδογυρίσματος. Έπαιρναν μια ψιλή βέργα όπου στην μία άκρη είχε μια μικρή εγκοπή ή τσατάλι και την περνούσαν μέσα στο έντερο. Η άκρη μάγκωνε στο τσατάλι και συνεχίζοντας να περνάν το έντερο γύριζε ανάποδα για να το πλύνουν από τις ακαθαρσίες. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: