Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΙΜΙΑΛΩΝ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΥΤΗΣ

Ανατολικά της Δημητσάνας στον δρόμο προς την Στεμνίτσα και μέσα στην χαράδρα που σχηματίζεται από του χείμαρρου που διέρχεται νοτιοανατολικά του χωριού Ζυγοβίτσι, βρίσκεται η Μονή Αιμιαλών. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα υπό του εκ Ζυγοβιτσίου καταγόμενου Γρηγορίου Κοντογιάννη, ιερομόναχου και της αδερφής αυτού Ευπραξίας μοναχής.
Η Μονή κτίσθηκε μέσα στο κοίλωμα του βράχου. Ολόκληρο το κοίλωμα αποτελεί χώρο της μονής τον οποίον καταλαμβάνουν τα κυριότερα οικοδομήματά της. Στο βάθος αυτού βρίσκεται ο ναός της Μονής έπ' ονόματι της Θεοτόκου, στενόμακρος, διατηρούμενος σε καλή κατάσταση. Διασώζονται ακόμη και σήμερα οι τοιχογραφίες του, όπου εκεί βλέπουμε την τεχνοτροπία των Βυζαντινών χρόνων, έργα των εκ Ναυπλίου Αγιογράφων, αδελφών Μόσχου.

Πίσω από τον ναό υπάρχουν ερείπια παλαιοτέρων οικοδομημάτων της Μονής. Μεταξύ των πολλών ερειπίων του ανατολικά του ναού υπάρχουν παλαιότερα ερείπια άλλου ναού της Αγίας Τριάδος.
Η Μονή Αιμιαλών από των πρώτων χρόνων της ιδρύσεώς της φέρεται σταυροπηγιακή δια σιγγιλίου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Τιμοθέου Α΄ (1614 – 1622) εξαρτιόταν κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, του Αρχιερέα της Δημητσάνας, μη έχοντας το δικαίωμα της παρέμβασης στην διοίκηση της Μονής και τα αφορώντα αυτήν. Αυτή η εξάρτηση ανανεώθηκε το έτος 1720 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Γ΄ και πάλι το έτος 1798 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄, ο οποίος ως Δημητσανίτης εξεδήλωσε θερμό ενδιαφέρον προς την Μονή δια της διατηρήσεως και ανανεώσεως αυτού του προνομίου της Μονής, όπως καταδεικνύεται από το συγγιλιώδες γράμμα αυτού που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο της Βιβλιοθήκης της Δημητσάνας. Δια το προνόμιο τούτο η Μονή κατέβαλε ετησίως στο Πατριαρχείο το ποσόν των 53 γροσιών, επί Πατριάρχου δε Γρηγορίου Ε΄ και μάλιστα από τον Αύγουστο του έτους 1819 επέτυχε την απαλλαγή της από της υποχρεώσεως αυτής αφού κατάβαλε εφ' άπαξ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το ποσό των 625 γροσιών και τούτω για να παραμείνει μακριά από κάθε ενόχληση προς είσπραξη εκ μέρους του Πατριαρχείου του αρχικά καθορισθέντος δικαιώματος αυτού των 53 γροσιών ετησίως, συμβολικά εις ένδειξη της εξάρτησης της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η Μονή εξελίχθηκε ραγδαίως από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της και μάλιστα δια των ενεργειών του εν αυτής ανατραφέντα μοναχού Παρθενίου, μετέπειτα Επισκόπου Ανδρούσης, του οποίου οι σημειώσεις στον κώδικα της Μονής παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες περί της Μονής.
Η Μονή Αιμιαλών πανηγυρίζει την 8ην Σεπτεμβρίου, ημέρα της γεννήσεως της Θεοτόκου, φέρει δε την ονομασία «Αιμιαλών» απ' την ίδρυσή της. Φέρεται δε και με άλλες ονομασίες όπως «Μυαλών», «Αιμιαλός», «Ομιαλός», «Αιμιαλούς» κανένα άλλο όμως δια αυτών τον ονομάτων δηλώνεται παρά αυτή η Μονή με το αρχικό της όνομα κατά καιρούς παραφθαρμένο. Στην Μονή αποδίδεται και η ονομασία «Παναγία η Χρυσομαλλίτισσα».
Από το έτος 1925 η Μονή Αιμιαλών διαλύθηκε και υπήχθη στην κοντινή Ιστορική Μονή, Ιωάννου του Προδρόμου, πλησίον της Στεμνίτσας και το έτος 1934 ανακηρύχθηκε Εθνικό Μνημείο.
Η Μονή Αιμιαλών έχει συνδέσει την ιστορία της περισσότερο με την στο ληνό αυτής εκτυλιχθείσα τραγωδία κατά το έτος 1806 την περίοδο του μεγάλου κατατρεγμού της Κλεφτουριάς του Μοριά και ιδιαίτερα στον ξεκλήρισμα της γενεάς των Κολοκοτρωναίων.
Λήγοντος του έτους 1805 ο αριθμός των κλεφτών σ' όλο τον Μοριά έφθασε περίπου στις τρεις χιλιάδες. Εκ τούτου η Τουρκική εξουσία άλλους μεν δια δωροδοκίας συλλάμβανε και σκότωνε, άλλους δε διόριζε Κάπους αφού κατάβαλε σε αυτούς υπέρογκες αμοιβές. Η τελευταία αυτή περίπτωση, της παροχής δηλαδή στους κλέφτες υπό της Τουρκικής εξουσίας τιμητικών θέσεων, κατέστησε αυτούς λίαν απαιτητικούς και εξελίχθηκαν σε μεγάλη μάστιγα όχι μόνο δια τους Τούρκους αλλά και δια τους Έλληνες των οποίων δεν υπολόγιζαν διόλου τις περιουσίες των, διαρπάζοντας αυτές. Η κατάσταση αυτή οξύνθηκε όταν ο αδερφός του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Γιάννης Κολοκοτρώνης ο επικαλούμενος «Ζορμπάς» δια το ατίθασο και το βίαιο του χαρακτήρα του, εφόσον είχε αφορμές και είχε δυσαρεστηθεί κατά του εκ Τριφυλίας Πρωτοσύγκελου και Μοραγιάννη του Μοριά επιτέθηκε κατά αυτού καθόσον μετέβαινε στην Τριπολιτσά και έχοντος μαζί του εξ όλων των επαρχιών εισπραχθέντα δικαιώματα των Πατριαρχείων. Το γεγονός αυτό συντάραξε τους Τούρκους, οι οποίοι δια του Μόρα Βαλεσή Οσμάν Πασά παρέστησαν στην Πύλη την ανάγκη λήψης ριζικών μέτρων κατά των κλεφτών που λυμαίνονταν τον Μοριά.
Τότε κλήθηκε από την διοίκηση ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην Τριπολιτσά δια την υπόθεση του Μοραγιάννη. Ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε να μεταβεί στην Τριπολιτσά και οι κληρικοί κατόπιν ισχυρής πίεσης από τον Οσμάν Πασά απηύθυναν έντονο αναφορά προς τον Σουλτάνο διαμαρτυρόμενοι και ζητούντες να λάβουν αυστηρά μέτρα κατά της κλεφτουριάς και ιδίως κατά των Κολοκοτρωναίων.
(ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ 'ΝΑΙ ΣΤΟ ΜΟΡΙΑ...)
Το Τούρκικο 'ναι στο Μοριά, το Φράγκικο στην Πόλη,
μα ήταν ο Γιάννης βοϊβόντας, κι' ο Θοδωράκης κλέφτης.
Κι ο Γιώργος από τον Αϊτό, είναι κατής και κρένει.
Πιάνει και γράφει μια γραφή, και στέλνει στο Γιαννάκη.
- Σε εσέ Γιαννάκη μ' αδερφέ και Θοδωράκη κλέφτη
ώρα να ιδείς το γράμμα μου, διαβάσεις την γραφή μου,
μάζω τα παλικάρια μας, δικά σου και δικά ου.
Κι' έβγα στο Σαπολείβαδο, στης Μαρμαριάς τον κάμπο
που έρχεται ο Πρωτοσύγκελος, από τους Γαργαλιάνους,
φέρνει φλωριά μεσ' τον ντορβά, τις ντούπιες στο δισάκι.
Μα πήγαν κι' εφυλάξανε στου γεφυριού το πόδι.
Πιάνουν τον Πρωτοσύγκελο, καβάλα στ' άλογό του
τον πιάνει ο Γιώργος, κι' ο Ζορμπάς, με τα σπαθιά στα χέρια.
Κι' ο Θοδωρής που τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
το Σύγγελο απόλυκε στον τόπο του να πάει.
Πεισμώνει ο Πρωτοσύγκελος, και στο Ντιβάνι γράφει:
Τους κλέφτες, τους αρματολούς, ούλους να τους ξεκάμει.
(«Η Λάστα και τα Μνημεία της», Νικόλαος Λάσκαρης, μέρος 4ον σελίδα 487, αρ. (11 α), εν Πύργω τύποις Κ. Δ. Βαρουξή 1908).
Αποτέλεσμα τούτου υπήρξε η έκδοση με διαταγή του Σουλτάνου, υπό του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, φρικτού επιτιμίου κατά της κλεφτουριάς και για όσους του υποθαλπόταν αυτούς, σταλμένο μαζί με το φιρμάνι της εξόντωσης της κλεφτουριάς, με άκρα μυστικότητα, προς τον Οσμάν Πασά στην Τριπολιτσά. Τον Νοέμβριο του έτους 1805, δια του επιτίμου αυτού υποχρεούνταν οι Χριστιανοί όχι μόνο να μην τροφοδοτούν και ενισχύουν τους κλέφτες, αλλά και να προδίδουν αυτούς στην Τουρκική εξουσία προς εξόντωση.
Έτσι από τις τοπικές αρχές άρχισε ένας ανελέητος άγριος και συστηματικός διωγμός της κλεφτουριάς υπό των Τούρκων συνεπικουρουμένων υπό των φοβισμένων Χριστιανών, οι οποίοι με προτροπή των προκρίτων υποδείκνυαν στους Τούρκους τα κρησφύγετα των καταδιωγμένων κλεφτών. Μετά την πάροδο τότε μικρού χρονικού διαστήματος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αφού προηγουμένως διέτρεξε τον Μοριά τέσσερις φορές ήλθε στην Γορτυνία μετά δέκα επτά συγγενών του και του πιστού παλικαριού του Γιώργου ή Γιώργα από τον Αϊτό της Τριφυλίας. Εκεί όμως διωκόμενος αποφασίζει να διασπάσει το μπουλούκι (ομάδα) του σε μικρότερα μπουλούκια. Επακολουθεί μεγάλη πανωλεθρία υπό των Τούρκων, φονεύεται ο πρώτος του εξάδελφος Γιωργακλής σε ενέδρα σε γεφύρι στον κάμπο της Μαρμαριάς. Καίγεται ζωντανός ο αδερφός του Γιωργακλή, Γιάννης ο λεγόμενος και «Κουντάνης», στα Καλύβια του Χρυσοβιτσίου μετά από ερωτικό επεισόδιο με την Θεοδώρα κόρη του Κοτζαμπάση Βελέντζα από την Νεμνίτσα της Βυτίνας. Ο Κουντάνης την απήγαγε την κόρη του Βελέντζα όμως η Θεοδώρα δεν θέλησε ν' ακολουθήσει και ο Κουντάνης της άφησε ελεύθερη χωρίς καν να την πειράξει. Ο Βελέντζας κάλεσε τους Τούρκους όπου τον κυνήγησαν και τον έκλεισαν στα Καλύβια του Χρυσοβιτσίου όπου τον έκαψαν ζωντανό μέσα στην καλύβα του. Επίσης φονεύεται ο Δημητράκης Κολοκοτρώνης.
Ο Γιάννης Ζορμπάς, μετά του ξαδέρφου του Γιώργα επίσης με τον Γιώργο από τον Αϊτό της Τριφυλίας και τεσσάρων άλλων Κολοκοτρωναίων μετέβησαν στο χωριό Ζάτουνα πλησίον της Δημητσάνας. Εκεί ο Ζορμπάς βρήκε κάποιο φίλο του ονομαζόμενο Θανόπουλο. Ο οποίος τους πρότεινε να φύγουν από την Ζάτουνα να κατέβουν στο χωριό «Παλιοχώρι», για να προμηθευτούν τροφές, εκεί πλησίασαν στο Μοναστήρι των Αιμιαλών που βρισκόταν δίπλα, όπου εκεί τους περίμενε το οικτρό τους τέλος.
Μόλις εμφανίσθηκαν στο Μοναστήρι βρήκαν το καλογεροπαίδι να κλαδεύει τ' αμπέλι. Τον πλησίασαν με προφυλάξεις και εφόσον βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχαν Τούρκοι, ζήτησαν να ιδούν τον καλόγερο για να τους φιλοξενήσει και να τους κρύψει σε ασφαλές σημείο. Το καλογεροπαίδι έτρεξε και φώναξε τον καλόγερο να βγει έξω. Μόλις ο καλόγερος βγήκε από το μοναστήρι, τον πλησίασε ο Ζορμπάς τον άρπαξε από τα μαλλιά που τα είχε κοτσίδα και του έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό λέγοντας: «Άκουσε καλά καλόγερε, είμαι ο Ζορμπάς ο Κολοκοτρώνης, κρύψε μας και φέρε μας να φάμε και να πιούμε. Τήρα καλά διαβολοπαρμένε, μην μας μαρτυρήσεις, γιατί σου κόβουμε το κεφάλι και το κρεμάμε να το φάνε τα κοράκια..»
Ο καλόγερος σοκαρίστηκε και έτρεμε από τον φόβο του και τους απάντησε θετικά με το νεύμα του χωρίς ν' αρθρώσει λέξη.
Τους έκρυψε στο ληνό όπου μέσα είχε κληματόβεργες από το κλάδεμα των αμπελιών τους τάγισε και τους έφερε αρκετό κρασί να πιουν και να πέσουν να ξεκουραστούν.
(ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΚΛΑΔΕΥΕ...)
Καλόγερος κλάδευε της Αιμυαλούς τ' αμπέλια.
Βλέπει από πέρα κι' έρχονται τον Γιώργο και τον Γιάννη,
από μακριά τον χαιρετούν κι' από κοντά του λένε;
«Για κρύψε μας, καλόγερε, κρύψε μας, μπουραζέρη
ψωμί κρασί για φέρε μας κ' είμαστε πεινασμένοι».
-«Που να σας κρύψω βρε παιδιά, που να σας λημεριάσω,
που 'χω κακό ηγούμενο κι' αγά διαβολεμένο»;
«-Ελάτε μπάστε στο ληνό και κάμετε λημέρι,
που είν' ο τόπος απόμερος κι' αλάργα από τη στράτα».
Επήγε και τους έκρυψε σ' ένα ληνό στ' αμπέλια,
που 'ταν γιομάτο κλήματα από τα κλαδεμένα.
Πετιέται ο Γιώργος και του λέει κι' ο Γιάννης του μιλάει
-«Καλόγερε φέρε ψωμί να φαν τα παλικάρια».
-«Καθίστε λίγο βρε παιδιά να πάγω να σας φέρω».
«Τήρα καλά, καλόγερε, να μην μας μαρτυρήσεις,
σου κόβει ο Γεώργος τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι».
-«Αστροπελέκι! Να μου 'ρθε, φωτιά και να με κάψει.
Να μαρτυρήσω 'γω την κλεφτουριά, τους Κολοκοτρωναίους».
.......................................................................
Δια αυτών των στίχων αναφέρονται παραστατικότατα τα διατρέξαντα γεγονότα από της στιγμής που κατέφυγαν οι Κολοκοτρωναίοι μέχρι της στιγμής κατά την οποία τους πρόδωσε ο καλόγερος ο οποίος φαίνεται να χολώθηκε από τα λόγια και της ιταμής συμπεριφοράς του Γιώργη και Γιάννη Κολοκοτρώνη και της συντροφιάς των.
.................................................................
Κι εκείνος πείσμα το 'βαλε πολύ του κακοφάνει
τους άφησε ξένοιαστους, και πάει να τους προδώσει,
στην Δημητσάνα έφθασε κι ευθύς τελάλη βγάζει,
έχω κρυμμένους στο ληνό τους Κολοκοτρωναίους.
Κι' εκείνος όταν έφτασε στου δήμαρχου πηγαίνει.
«Δήμαρχε, σέλωσ' τ' άλογο, φόρεσε τ' άρματά σου.
Τους κλέφτες αποτόπιασα, να πας να τους σκοτώσεις».
Κι' ευθύς ντελάλη έβαλε σ' όλη την Δημητσάνα.
«Παιδιά σελώστε τ' άλογα κι' ευθύς αρματωθείτε.
Για πάρτε τειάφιν αρκετό, να πάμετε στα ληνά μας,
που 'κει 'ν' οι κλέφτες οι πολλοί, ο Γιώργος με το Γιάννη,
να τους εβάλωμε φωτιά, προτού μας κάψουν 'κείνοι.
.............................................................................
Ο καλόγερος μετά την πρώτη επαφή με τους Κολοκοτρωναίους και την διένεξη που είχαν, στέλνει κρυφά το καλογεροπαίδι και ειδοποιεί στην Στεμνίτσα το εκεί ευρισκόμενο Τουρκικό απόσπασμα, ο ίδιος δε μεταβαίνει εσπευσμένα στην Δημητσάνα, προφανώς να μην βρίσκεται κατά την επιδρομή των Τούρκων εντός της Μονής. Τότε, εξ ακριτομυθίας πιθανότατα του καλόγερου, πληροφορείται ο πρόκριτος της Δημητσάνας Αθανάσιος Αντωνόπουλος τα της προδοσίας του καλόγερου και επιχειρεί να σώσει, τους εν τη Μονή ευρισκόμενους Κολοκοτρωναίους. Τους ειδοποιεί κρυφά αυτούς να φύγουν από το Μοναστήρι πριν επέλθουν κατά αυτών οι Τούρκοι, εν των μεταξύ πορεύθηκε βραδέως προς την Μονή με Ζυγοβιτσάνους και Δημητσανίτες, εφόσον έριχνε από μακριά πυροβολισμούς. Πάλι προσπαθεί να ειδοποιήσει τους Κολοκοτρωναίους, όμως οι προσπάθειές του Αθανασίου Αντωνόπουλου απέβησαν μάταιοι, διότι ήδη είχε φθάσει το Τουρκικό απόσπασμα από την Στεμνίτσα με τριπλάσιους στρατιώτες από ότι ήταν η κάθε περίπολος. Το πρώτο τμήμα του αποσπάσματος διήλθε της Μονής χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους Κολοκοτρωναίους, κρύφθηκε στο γειτονικό ρέμα που βρίσκεται κάτω από το βουνό Κλινίτσα. Το δεύτερο τμήμα συνεπικουρούμενο από τους παρευρισκόμενους Στεμνιτσιώτες, Ζυγοβιτσάνους και Δημητσανίτες δέχθηκε τους πρώτους πυροβολισμούς των Κολοκοτρωναίων οι οποίοι πέτυχαν αρκετούς Τούρκους όπου και φόνευσαν μερικούς.
Μετά από αυτό οι Κολοκοτρωναίοι κλείστηκαν εντός του ληνού και άρχισαν να βάλουν δια μέσου των πολεμίστρων κατά των Τούρκων οι οποίοι είχαν περικυκλώσει το ληνό.
Τα κατά αυτή την φονική συμπλοκή διασώζονται οι στίχοι:
.........................................................................
Τρεις παγανιές βγήκανε και πάνε να τους πιάσουν.
Από μακριά τους έζωσαν κι από κοντά τους λένε:
«Έβγα, Ζορμπά, προσκύνησε, μ' όλη την συντροφιά σου,
να σου χαρίσω την ζωή με όλα τα παιδιά σου.
-Πως με περνάς, Μπουλούμπαση, για να σε προσκυνήσω;
Που 'γω είμ' ο Γιάννης ο Ζορμπάς, κι αν σου βαστάει ζύγω».
Δεν κόταγαν να παν κοντά, φωτιά από το ντουφεκίδι
κι όσοι κοντά εζύγωναν τους έτρωγε το μαύρο φίδι.
.................................................................................
Στην προσπάθεια των οι Τούρκοι να εξοντώσουν τους εν τω ληνό εγκλωβισμένους Κολοκοτρωναίους προς της επέλασης της νύκτας αποπειρώνται να πυρπολήσουν την Μονή.
...ρίξαν φωτιά μεσ' στο ληνό, κουβάρια θειαφοκέρι,
πιάσαν οι κληματόβεργες, κι' ο Γιάννης τραγουδάει:
«Τώρα θα ιδείς Μπουλούμπαση, να ιδείς πως προσκυνάνε.
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο που σ' έκαμα άνου κάτου,
που σ' έκαμα Μπουλούμπαση σαν τον λαγό να τρέμεις.
Χίλιες φορές τα γιόμισες, πάλι θα τα γιομίσεις».
Και το ντουφέκι τ' άδειασε, κι' έκαμε ένα γιουρούσι,
τρεις μπαταριές του ρίξανε και πέφτει λαβωμένος,
και η φωτιά τον έζωσε και τ' άρματα δεν πιάνουν,
του ρίχνουν άλλη μπαταριά και μούγκριζε σα λύκος.
«Αφήνω γεια, σύντροφοι μου, μ' έφαγαν οι μουρτάτες».
........................................................................
Έτσι παραδίδεται ο ληνός στο πυρ, εφόσον γέμισε μέσα καπνό αναγκάζονται οι μέσα σ' αυτόν κλεισμένοι να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο. Πρώτος εξέρχεται ο αρχηγός τους, ο Γιάννης Ζορμπάς βλαστημώντας τους Τούρκους και τον καλόγερο, ο οποίος αψηφώντας τους πυροβολισμούς και την φωτιά που είχε περιζώσει τον ληνό εξέρχεται βάλλοντας κατά των Τούρκων και μαχόμενος ηρωικά πέφτει, εφόσον έπεφταν αρκετά βόλια στην πόρτα του ληνού.
....Μα όσα φτερά και πούπουλα έχει η μαύρη κότα
τόσα ντουφέκια πέφτανε μες του ληνού την πόρτα....
Μετά από αυτόν πέφτουν στο πυρ και οι υπόλοιποι έξη σύντροφοι του όπου και αυτοί είχαν την ίδια τύχη με τον Ζορμπά.
Οι Τούρκοι με αρχηγό τον Αλβανό Ισά Μπουλούκμπαση, τους έκοψαν τα κεφάλια και αφού τα παλούκωσαν τα διαπόμπευαν μέσα στην Δημητσάνα. Στη συνέχεια τα πήγαν στην Τρίπολη περνώντας από κάθε πόλη και χωριό επιδεικνύοντάς τα, αλλά και προς συμμόρφωση των κατοίκων για το τι θα επακολουθήσει με τους υπόλοιπους κλέφτες και με όποιον τους βοηθήσει. Όταν έφθασαν στην Τρίπολη έδωσε εντολή ο Πασάς να τα παλουκώσουνε στη μέση της πλατείας και δίπλα από τα δυο μεγάλα πλατάνια εκεί που κρέμαγαν τους ονομαστούς κλέφτες που έπιαναν αιχμάλωτους. Είναι η πλατεία που σήμερα έχει πάρει το όνομα του Στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κυνηγημένος από τους Τούρκους και προδομένος από τον Ζαχαριά παιδί του Παρασκευά από το χωριό Πυργάκι είχε καταφύγει στο βουνό Κλινίτσα δίπλα από το χωριό Ζυγοβίτσι πάνω και απέναντι από το Μοναστήρι των Αιμιαλών. Ακούγοντας τις μπαταριές έβαλε το κιάλι του και είδε όλο το δράμα των δικών του ανθρώπων αλλά ήταν αδύνατο να προλάβει να πλησιάσει και να τους βοηθήσει.
Μετά από αυτό αποφασίζει να φύγει από τον Μοριά όσο το πιο γρηγορότερο διότι όπως έλεγε: «Δεν μας χωράει άλλο εδώ ο τόπος».
...Ο Θοδωρής αγνάντευε ψηλ' από την Κλινίτσα:
«Σήκω φόρτο να φύγουμε, στη Ζάκυνθο να πάμε
τι μας έζωσαν τα σκυλιά, οι άπιστοι μουρτάτες».
Υπάρχουν τρεις εκδοχές για το πώς οι Κολοκοτρωναίοι έπεσαν στην παγίδα του καλόγερου. Είναι περίεργο πως δεν έλαβαν τα μέτρα τους έναντι αυτού του ανθρώπου, ώστε να μην τους προδώσει. Πώς εμπιστεύθηκαν άραγε με την πρώτη τον καλόγερο;
Πρώτη εκδοχή είναι να τους πότισε αφιόνι (υπνωτικό) είτε με το νερό, είτε με το φαγητό. Οι Τούρκοι όταν έβγαλαν το φιρμάνι, ταυτόχρονα μοίρασαν και αφιόνι σε χωριά, μοναστήρια, μύλους, χάνια, τσοπάνηδες και όπου αλλού μπορούσαν να ζητήσουν βοήθεια οι κλέφτες.
Δεύτερον, να ήταν πολύ κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες και αφού έφαγαν καλά να κάθισαν δίπλα στην φωτιά και να αποκοιμήθηκαν χωρίς να καταλάβουν τίποτα.
Και τρίτον, ο καλόγερος καθώς τους βρήκε νηστικούς να τους έδωσε φαγητό και κρασί πολλών ετών. Έτσι να μέθυσαν και να έγειραν να κοιμηθούν κοντά στη φωτιά.
Διίστανται ακόμη και σήμερα οι απόψεις για το ποιος σκότωσε τους Κολοκοτρωναίους, άλλοι υποστηρίζουν ότι τους σκότωσαν οι Έλληνες μιας και στην Δημητσάνα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν Τούρκοι.
Το δράμα των Κολοκοτρωναίων στο ληνό των Αιμιαλών έγινε γνωστό σ' όλο το Μοριά. Απέλπισε τους νοσταλγούς της πολυπόθητης ελευθερίας αλλά και αναπτέρωσε τις βλέψεις των Τούρκων να συνεχίσουν το ξεκλήρισμα.
Λίγο καιρό μετά τον χωρισμό των κλεφτών ο χαραγμένος με αίμα δρόμος για την κλεφτουριά έφθασε στο τέλος του. Όλοι όσοι χωρίσθηκαν σκοτώθηκαν, η εξόντωση των κλεφταρματολών του Μοριά υπήρξε ολοκληρωτική. Καθημερινώς στον πασά της Τρίπολης έφθαναν μαντάτα πως σκότωσαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και ο πασάς τους έδινε μπαξίσια διότι του πήγαιναν κεφάλια από άλλους κλέφτες αλλά και από φιλήσυχους ραγιάδες που έμοιαζαν του Κολοκοτρώνη.
Άλλο ένα επεισόδιο αξίζει να πούμε για την πορεία του Κολοκοτρώνη προς την Ζάκυνθο. Οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν να αναζητούν τον Κολοκοτρώνη σε κάθε άκρη του Μοριά. Ήξεραν ότι ο Θοδωρής είχε κεντήσει με στίγμα μπαρούτης την χρονολογία γέννησής του στο χέρι του. Κάθε τόσο πήγαιναν στον Πασά ένα χέρι επιδεικτικά κρεμασμένο, που να είχε στίγμα μπαρούτης, λέγοντας ότι είναι του Κολοκοτρώνη και εισέπρατταν ένα σεβαστό μπαξίσι. Έπειτα μάθαινε πάλι ο πασάς ότι ο Κολοκοτρώνης ζει.
Περί του προδότη καλόγερου, λέγετε, ότι αυτός μεταμέλησε δια την επαίσχυντο προδοσία του. Έθαψε τα ακέφαλα πτώματα των Κολοκοτρωναίων πλησίον του ληνού μοιρολογώντας: -«Εγώ Γιάννη σε πρόδωσα, εγώ και θα σε θάψω».
Εφόσον μισήθηκε υπό πάντων αναγκάσθηκε να φύγει από τον τόπο και να μεταβεί στο Άγιο Όρος, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σε πλήρη απομόνωση. Αυτό ήταν το τέλος των Κολοκοτρωναίων που θέλησαν στα μαύρα χρόνια του κατατρεγμού να μεταβούν στη Μονή των Αιμιαλών για να βρούνε κάποιο αποκούμπι για λίγο ξεκούραση και φαγητό.
Μοίρα σκληρή βάρυνε εξ αρχής την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων, που επί πέντε σχεδόν γενεές θυσιάζονταν στον ιερό βωμό του αγώνα δια την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού της πατρίδας μας. Ο δε λαός μας μετά από τα τόσα παθήματα της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων, παροιμιωδώς μετέφερε σε περιπτώσεις συνεχώς πασχόντων ανθρώπων και δεινά τυραννημένων, δια της φράσης: «Πληρώνει Αμαρτίες Κολοκοτρωνέϊκες».
Ο Γ. Καρβελάς στο βιβλίο του «Παρατηρήσεις περί του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», αποδίδει ότι οι Κολοκοτρωναίοι είχαν καταστεί μάστιγα για τον Χριστιανικό πληθυσμό, αναφέρων μάλιστα το εξής περιστατικό: Μερικές νεανίδες κατά τα γεγονότα της Μονής Αιμιαλών βρίσκονταν πέρα από το ποτάμι και έβλεπαν τα διαδραματιζόμενα και μετά χαράς έβλεπαν και χόρευαν και τραγουδούσαν, βλέποντας ότι απαλλάσσονταν από τον εφιάλτη της συμμορίας των Κολοκοτρωναίων, που λύμαινε την περιοχή. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αργότερα παραπλέων κοντά στο Άθως, έστειλε επιστολή στον εκεί Πατριάρχη Γρηγόριον τον Ε΄, εκεί που βρίσκονταν εξόριστος και του εξομολογήθηκε ότι «πνέει κατά των Δημητσανιτών εκδίκηση αίματος». Όμως ο Κολοκοτρώνης μετά από αυτό το γεγονός υπέστη σοβαρή μεταβολή στον χαρακτήρα του και στην σκέψη του. Διότι αναγκάσθηκε μετά το δράμα των Αιμιαλών να μεταβεί στην Ζάκυνθο, απαλλάχθηκε από τους κακούς συγγενείς. Ο παλαιός κλέφτης εξαφανίσθηκε από μέσα του και άρχισε να σκέπτεται σοβαρά και την θέση του κλέφτη την κατέλαβε ο θερμός πατριωτισμός για την Ελευθερία της Πατρίδος. Αφοσιώθηκε στο έργο της προετοιμασίας της απελευθέρωσης και της στρατηγικής του.
Περί του δράματος των Κολοκοτρωναίων στο ληνό της Ιεράς Μονής Αιμιαλών έχουν γράψει ο Τάκης Κανδηλώρος στο έργο του «Ιστορία της Γορτυνίας» και ο Τάσος Γριτσόπουλος στο έργο του «Η παρά την Δημητσάνα Μονή Αιμιαλούς». Εδώ υπάρχει και η περιγραφή της Μονής τεχνοκριτική και ιστορική. Πληθέστερη έκθεση της Ιστορίας της Μονής, μετά τεχνοκριτικής υπάρχει στο βιβλίο του ιστοριοδίφη Γεωργίου Καρβελά «Τα Μνημεία της Δημητσάνας».
Ο ληνός κτίσθηκε μεταξύ 20 Απριλίου και 1η Αυγούστου. Από τον κώδικα της Μονής Αιμιαλών πληροφορούμεθα τις ειδήσεις...
Το σχετικό σημείωμα έχει ως εξής «1781 Απριλίου 20 αρχίσαμε το ληνό στις Φακίστρες και ετελειώθη Αυγούστου 1. Ήταν ηγούμενος ο Παρθένιος Μπεγλόπουλος. Τα έξοδα τα έβαλε ο Άγιος π. Κορώνης κύρ Μακάριος Παπαγιαννόπουλος. Τα έβαλε, όμως τα πήρε πίσω και άλλα ακόμη του Μοναστηριού...».
Στο ληνό της Μονής, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα επί της οποίας αναγράφονται τα εξής:
«Ληνός Κολοκοτρωναίων, παρασκευάζοντες τον εθνικόν αγώνα, έπεσαν προ του ληνού τούτου την 1ην Φεβρουαρίου 1806 έξι κλέφται Κολοκοτρωναίοι υπό τον Γιάννην Ζορμπάν».

 Πηγή:www.antroni.gr

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Tο χειρότερο από όλα είναι η παραποίηση του γεγονότος και διαστρέβλωση του από την ίδια την εκκλησία και του ιστορικούς...