Το επώνυμο Αρχαύλης προέρχεται από το ουσιαστικό αρχαύλης το οποίο σημαίνει τον κύριο άρχοντα του ποιμνίου, ή τον πρώτο των ποιμένων, ή τον αρχιποιμένα. Στα Δωδεκάνησα, η λέξη απαντάται υπό τον τύπο αρκαύλης ή αρχαύλης, που σημαίνει ποιμένας τυροκόμος, ή τον τυροκόμο ο οποίος για κάποιο χρονικό διάστημα, συλλέγει το γάλα των ποιμνίων της περιφέρειας και στην συνέχεια το τυροκομεί. Το χρονικό αυτό διάστημα της συλλογής και τυροκόμησης του γάλατος λέγεται αρκαυλειό. Η λέξη αρχαύλης σχηματίζεται από το ρήμα άρχω και αυλή. Η λέξη αυλή, σημαίνει εκτός των άλλων και ο περιφραγμένος χώρος οικίας, η ο περίφρακτος χώρος όπου σταβλίζονται αιγοπρόβατα ή άλλα οικόσιτα ζώα. Επίσης αυλή ονομάζουμε το στενό περιβάλλον των αρχηγών κρατών. Στην Ελλάδα, σήμερα πάρα πολλές οικογένειες έχουν το επώνυμο Αρχαύλης. Στην Σίφνο, αρχαύληδες ονόμαζαν οι βοσκοί τους ιδιοκτήτες των ποιμνίων. Την Τρίτη του Πάσχα οι αρχαύληδες προσέρχονταν ντυμένοι εορταστικά και προσέφεραν διάφορα δωράκια στους βοσκούς των.
Στον Ακάθιστον Ύμνο υπάρχει η εξής φράση: «Χαίρε αυλή λογικών προβάτων». Εφόσον έχουμε το ρήμα αυλίζω, που σημαίνει ότι εισάγω κτήνη στην αυλή. Μια φράση απαντάται και στον Όμηρο: «μηκυθμού τ' ήκουσα βοών τ' αυλιζομένων». Σε επιγραφή του 3ου π.Χ. αιώνα έχουμε τα απαρέμφατα αυλοστατείν και εναυλοστατείν τα οποία σημαίνουν το σταυλίζειν ή μανδρίζειν. Η λέξη αυλή είναι συνώνυμος προς την λέξη μάνδρα, εξ' ου και ο Αρχιμανδρίτης, ο αρχηγός της μάνδρας, επίσης και μανδρώνω ή μαντρώνω, μανδρίζω ή μαντρίζω. Αυλάρχης: ήταν ο πρώτος τη τάξει αξιωματούχος των ανακτόρων και έμπιστος του βασιλιά.
Συνέλεξα κάποιες συνηθισμένες λέξεις, που έχουν άμεση σχέση με τους αυλάρχες με αλφαβητική σειρά. Αυτές οι λέξεις σε –άρχης υποδουλώνουν ότι αυτοί που αντιπροσωπεύουν το κάθε αντικείμενο, έχουν και την απόλυτη ευθύνη για αυτό:
Αερολιμενάρχης, αιθουσάρχης, αιρεσιάρχης, αλυτάρχης, αντισυνταγματάρχης, αττικάρχης, αυλάρχης, γενάρχης, γυμνασιάρχης, δασάρχης, εθνάρχης, εκδηλωσιάρχης, ενωμοτάρχης, επιτελάρχης, εργοστασιάρχης, θαλαμάρχης, θιασάρχης, ιεράρχης, καλονάρχης, καναλάρχης, κανονάρχης, καραβανάρχης, καταστηματάρχης, κλινικάρχης, κοινοτάρχης, κομματάρχης, λεμβάρχης, λιμενάρχης, λυκειάρχης, μονάρχης, νομάρχης, οικογενειάρχης, ομαδάρχης, πανηγυριάρχης, πατριάρχης, περιπολάρχης, περιφερειάρχης, πλανητάρχης, πλωτάρχης, ποιμενάρχης, προσωπάρχης, σκασιάρχης, σταβλάρχης, σταθμάρχης, στασιάρχης, στολάρχης, στρατάρχης, συγκεντρωσιάρχης, συμποσιάρχης, συνταγματάρχης, συσσιτιάρχης, σχολάρχης, σωματάρχης, ταγματάρχης, ταξιάρχης, τμηματάρχης, τομεάρχης, τοπάρχης, φεουδάρχης, χανιάρχης.
Μωρός, = (αρχαία ελληνική) -ά, -όν = ο ανόητος, ο ευήθης, ο κουτός, ο βλάκας, ο χαζός.
Συνώνυμα:
Μώρα, μωραμένος, μωραίνομαι, μωραίνω, μωρέ, μωρία, μωρό, μωρότητα, μωρολόγημα, μωρολογώ, μωροπίστευτος, μωροπιστία, μωρόπιστος, μωροσοφία, μωρόσοφος, μωρότητα, μωροφιλοδοξία, μωροφιλόδοξος, μωρόχαυλος.
Η συνθετική λέξη μωρόχαυλος, προέρχεται από την λέξη μωρός+αρχαύλης = μωρόχαυλος. Επίσης στην τοπική διάλεκτο της βόρειας ορεινής Ηλείας, όταν τα νήπια γελούν ή προσπαθούν σαν να θέλουν κάτι να ειπούν, χωρίς ακόμη να μπορούν να μιλήσουν λένε: «το μωρό χαυλιουρίζει, ή χαυλίζει», δηλαδή χαμογελάει ή θέλει κάτι να ειπεί με τον δικό του τρόπο επικοινωνίας.
Μωρόχαυλους, ονομάζανε όλους αυτούς τους ευνοούμενους πάντα αυλικούς, που πλαισίωναν και πλαισιώνουν ακόμη τους εκάστοτε, βασιλιάδες, πρωθυπουργούς, υπουργούς, προέδρους, διοικητές ή διευθυντάς κ.ο.κ. Οι αυλικοί, (αυτοί που ζούσαν στο στενό περιβάλλον διαφόρων αξιωματούχων), γενικά ήσαν άνθρωποι εύγλωττοι, πειστικοί, τεμπέληδες και χαραμοφάηδες. Αυτοί οι άνθρωποι, ενώ φαινομενικά προσλαμβάνονταν σαν συμβουλάτορες, στην κυριολεξία, αυτοί οι κύριοι δεν είχαν την ικανότητα να προσφέρουν τίποτα, διότι δεν γνώριζαν το αντικείμενο της ενασχόλησης των, αλλά προσλαμβανόταν, για να πληρώνονται αδρά και να ζουν μέσα στα πλούτη και στην χλιδή, πάντα εις βάρος των φορολογουμένων πολιτών.
Ο Βιτζέντζος Κορνάρος στο μνημειακό του έργο «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ», μνημονεύει τους συμβουλάτορες εκείνης της εποχής:
«...Είχεν ο Βασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του•....»
(Βιτζέντζου Κορνάρου, «Ερωτόκριτος», στίχος 91-94).
Τέτοια παραδείγματα αυλικών (μωρόχαυλων), σήμερα υπάρχουν πάρα πολλά και καταγράφονται σε μεγαλύτερα ποσοστά από τα παλαιότερα χρόνια, όπως: (σύμβουλοι πρωθυπουργών, επιζήμιοι για το κοινό συμφέρον, όπου κατηγορήθηκαν για κατάχρηση θέσης και εξουσίας, γραφεία υπουργών και βουλευτών με ιδιαιτέρους και «σία»,
γραφεία Γεν. γραμματέων, διοικητών, προέδρων διευθυντών, νομαρχών, δημάρχων κ.λπ.
Οι μωρόχαυλοι και οι σημερινοί «αρχαύληδες », που κινούν κατά τρόπο τα νήματα της διοίκησης της κρατικής μηχανής, ενώ έχουν θρεφτεί από τον Μόσχον τον Σιτευτόν, έχουν οδηγήσει λαούς και έθνη, σε περιπέτειες. Ενώ με την άγνοιά τους και το προσωπικό συμφέρον τους, έχουν κατακερματίσει και τσαλακώσει την προσωπική υπόληψη και την εθνική μας υπερηφάνεια.
Αυτοί οι κύριοι, πάντοτε μετά από τα λάθη τους, αποποιούνται των ευθυνών, διότι είναι τα σκοτεινά και αφανή κέντρα εξουσίας, χωρίς να τους γνωρίζει ο λαός και χωρίς να υποπίπτουν σε κανένα πολιτικό προσωπικό ή οικονομικό ή ηθικό κόστος. Η δε ασθένεια που διέπει αυτούς ονομάζεται «Μωροχαυλία».
Πηγή: www.antroni.gr
Στον Ακάθιστον Ύμνο υπάρχει η εξής φράση: «Χαίρε αυλή λογικών προβάτων». Εφόσον έχουμε το ρήμα αυλίζω, που σημαίνει ότι εισάγω κτήνη στην αυλή. Μια φράση απαντάται και στον Όμηρο: «μηκυθμού τ' ήκουσα βοών τ' αυλιζομένων». Σε επιγραφή του 3ου π.Χ. αιώνα έχουμε τα απαρέμφατα αυλοστατείν και εναυλοστατείν τα οποία σημαίνουν το σταυλίζειν ή μανδρίζειν. Η λέξη αυλή είναι συνώνυμος προς την λέξη μάνδρα, εξ' ου και ο Αρχιμανδρίτης, ο αρχηγός της μάνδρας, επίσης και μανδρώνω ή μαντρώνω, μανδρίζω ή μαντρίζω. Αυλάρχης: ήταν ο πρώτος τη τάξει αξιωματούχος των ανακτόρων και έμπιστος του βασιλιά.
Συνέλεξα κάποιες συνηθισμένες λέξεις, που έχουν άμεση σχέση με τους αυλάρχες με αλφαβητική σειρά. Αυτές οι λέξεις σε –άρχης υποδουλώνουν ότι αυτοί που αντιπροσωπεύουν το κάθε αντικείμενο, έχουν και την απόλυτη ευθύνη για αυτό:
Αερολιμενάρχης, αιθουσάρχης, αιρεσιάρχης, αλυτάρχης, αντισυνταγματάρχης, αττικάρχης, αυλάρχης, γενάρχης, γυμνασιάρχης, δασάρχης, εθνάρχης, εκδηλωσιάρχης, ενωμοτάρχης, επιτελάρχης, εργοστασιάρχης, θαλαμάρχης, θιασάρχης, ιεράρχης, καλονάρχης, καναλάρχης, κανονάρχης, καραβανάρχης, καταστηματάρχης, κλινικάρχης, κοινοτάρχης, κομματάρχης, λεμβάρχης, λιμενάρχης, λυκειάρχης, μονάρχης, νομάρχης, οικογενειάρχης, ομαδάρχης, πανηγυριάρχης, πατριάρχης, περιπολάρχης, περιφερειάρχης, πλανητάρχης, πλωτάρχης, ποιμενάρχης, προσωπάρχης, σκασιάρχης, σταβλάρχης, σταθμάρχης, στασιάρχης, στολάρχης, στρατάρχης, συγκεντρωσιάρχης, συμποσιάρχης, συνταγματάρχης, συσσιτιάρχης, σχολάρχης, σωματάρχης, ταγματάρχης, ταξιάρχης, τμηματάρχης, τομεάρχης, τοπάρχης, φεουδάρχης, χανιάρχης.
Μωρός, = (αρχαία ελληνική) -ά, -όν = ο ανόητος, ο ευήθης, ο κουτός, ο βλάκας, ο χαζός.
Συνώνυμα:
Μώρα, μωραμένος, μωραίνομαι, μωραίνω, μωρέ, μωρία, μωρό, μωρότητα, μωρολόγημα, μωρολογώ, μωροπίστευτος, μωροπιστία, μωρόπιστος, μωροσοφία, μωρόσοφος, μωρότητα, μωροφιλοδοξία, μωροφιλόδοξος, μωρόχαυλος.
Η συνθετική λέξη μωρόχαυλος, προέρχεται από την λέξη μωρός+αρχαύλης = μωρόχαυλος. Επίσης στην τοπική διάλεκτο της βόρειας ορεινής Ηλείας, όταν τα νήπια γελούν ή προσπαθούν σαν να θέλουν κάτι να ειπούν, χωρίς ακόμη να μπορούν να μιλήσουν λένε: «το μωρό χαυλιουρίζει, ή χαυλίζει», δηλαδή χαμογελάει ή θέλει κάτι να ειπεί με τον δικό του τρόπο επικοινωνίας.
Μωρόχαυλους, ονομάζανε όλους αυτούς τους ευνοούμενους πάντα αυλικούς, που πλαισίωναν και πλαισιώνουν ακόμη τους εκάστοτε, βασιλιάδες, πρωθυπουργούς, υπουργούς, προέδρους, διοικητές ή διευθυντάς κ.ο.κ. Οι αυλικοί, (αυτοί που ζούσαν στο στενό περιβάλλον διαφόρων αξιωματούχων), γενικά ήσαν άνθρωποι εύγλωττοι, πειστικοί, τεμπέληδες και χαραμοφάηδες. Αυτοί οι άνθρωποι, ενώ φαινομενικά προσλαμβάνονταν σαν συμβουλάτορες, στην κυριολεξία, αυτοί οι κύριοι δεν είχαν την ικανότητα να προσφέρουν τίποτα, διότι δεν γνώριζαν το αντικείμενο της ενασχόλησης των, αλλά προσλαμβανόταν, για να πληρώνονται αδρά και να ζουν μέσα στα πλούτη και στην χλιδή, πάντα εις βάρος των φορολογουμένων πολιτών.
Ο Βιτζέντζος Κορνάρος στο μνημειακό του έργο «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ», μνημονεύει τους συμβουλάτορες εκείνης της εποχής:
«...Είχεν ο Βασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του•....»
(Βιτζέντζου Κορνάρου, «Ερωτόκριτος», στίχος 91-94).
Τέτοια παραδείγματα αυλικών (μωρόχαυλων), σήμερα υπάρχουν πάρα πολλά και καταγράφονται σε μεγαλύτερα ποσοστά από τα παλαιότερα χρόνια, όπως: (σύμβουλοι πρωθυπουργών, επιζήμιοι για το κοινό συμφέρον, όπου κατηγορήθηκαν για κατάχρηση θέσης και εξουσίας, γραφεία υπουργών και βουλευτών με ιδιαιτέρους και «σία»,
γραφεία Γεν. γραμματέων, διοικητών, προέδρων διευθυντών, νομαρχών, δημάρχων κ.λπ.
Οι μωρόχαυλοι και οι σημερινοί «αρχαύληδες », που κινούν κατά τρόπο τα νήματα της διοίκησης της κρατικής μηχανής, ενώ έχουν θρεφτεί από τον Μόσχον τον Σιτευτόν, έχουν οδηγήσει λαούς και έθνη, σε περιπέτειες. Ενώ με την άγνοιά τους και το προσωπικό συμφέρον τους, έχουν κατακερματίσει και τσαλακώσει την προσωπική υπόληψη και την εθνική μας υπερηφάνεια.
Αυτοί οι κύριοι, πάντοτε μετά από τα λάθη τους, αποποιούνται των ευθυνών, διότι είναι τα σκοτεινά και αφανή κέντρα εξουσίας, χωρίς να τους γνωρίζει ο λαός και χωρίς να υποπίπτουν σε κανένα πολιτικό προσωπικό ή οικονομικό ή ηθικό κόστος. Η δε ασθένεια που διέπει αυτούς ονομάζεται «Μωροχαυλία».
Πηγή: www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.