Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Λαιμός λέγεται το μέρος του σώματος ανθρώπων και ζώων, μεταξύ του κεφαλιού και του κορμιού. Ο λαιμός ή τράχηλος διαιρείται, σε δύο μεγάλες τριγωνικές περιοχές, στην πρόσθια τραχηλική χώρα και στις κάτω πλάγιες τραχηλικές χώρες. Όργανα του τραχήλου αποτελούν ο φάρυγγας, ο λάρυγγας, η τραχεία, η τραχηλική μοίρα του οισοφάγου, ο θυρεοειδής αδένας, καθώς και οι παραθυρεοειδείς αδένες και τα κάτω λαρυγγικά νεύρα. Το πίσω μέρος του λαιμού λέγεται αυχένας ή σβέρκος.
Γύρω από τον λαιμό των ζώων ο άνθρωπος έφτιαξε διάφορες κατασκευές περιλαίμια, που συναρμολογούνται διάφορα εργαλεία για εργασίες όπως ζέσιμο αρότρων και αμαξών. Επίσης κατασκεύασε και διακοσμητικά περιδέραια για τον ίδιο αλλά και κουδούνια και διακοσμητικές χανάκες με χαϊμαλιά για τα ζώα του.
Λαιμαργιά = το περιαυχένιο της σαγής των υποζυγίων. Απαραίτητο κομμάτι του εξοπλισμού των ζώων για τις αγροτικές εργασίες ήταν η λαιμαριά που χρησιμοποιήθηκε στο όργωμα, στο αλώνισμα, στο σβάρνισμα, και σε όποια δουλειά απαιτούσε μεταφορά μέσω τραβήγματος από τα ζώα.
Η λαιμαριά γινόταν στα μέτρα κάθε ζώου και απαιτούσε μεγάλη δεξιότητα από τον τεχνίτη που την έφτιαχνε, γιατί από αυτή εξαρτάτο το πόσο καλά μπορούσε να δουλέψει και να αποδώσει το άλογο, το μουλάρι ή το γαϊδούρι. Ήταν ένας αυγοειδής κύκλος που άνοιγε στο επάνω μέρος και έκλεινε με τη σιδεριά που βρισκόταν στο εξωτερικό της λαιμαριάς. Στο επάνω μέρος η λαιμαριά είχε δύο κλειστούς γάντζους και ένα δερμάτινο λουρί που δενόταν. Τα σίδερα της λαιμαριάς ήταν φτιαγμένα από σιδεράδες που γνώριζαν την τέχνη της λαιμαριάς, με τις απαιτούμενες καμπές και ζυγισμένη τη θηλιά στο σημείο που χρειαζόταν να δημιουργείται η ισορροπία κάθε αντικειμένου που τραβούσε το ζώο.
Η θηλιά της λαιμαριάς στα σίδερα από εδώ και από εκεί ήταν τρύπες που πέρναγαν οι γάντζοι των τραβηχτών. Η λαιμαριά ήταν γεμάτη ή με τραγόμαλλο ή με αρνόκουρα στριμμένα τέλεια μέσα στο πέτσινο περίβλημα, που έδιναν τη μορφή της λαιμαριάς και έπεφτε πάνω στο σώμα του ζώου, ενώ το προστάτευε από τα σίδερα. Στο κάτω μέρος της λαιμαριάς έφτανε στην αρχή του στήθους, ενώ το υπόλοιπο πλεκόταν γύρω από το σβέρκο και τις ωμοπλάτες του ζώου. Στο μπροστινό μέρος το ίδιο σχήμα του δέρματος καλλιεργημένο έκανε εξόγκωμα ραβδωτό που γεμιζόταν με καλαμιά σίκαλης στριμμένη και σφιχτή. Σε αυτό το ραβδωτό εξόγκωμα στηριζόταν η σιδεριά της λαιμαριάς γι’ αυτό το έλεγαν βάση, ενώ πλάγιαζε επάνω στον κύριο όγκο.
Στα άλογα, στα γαϊδούρια και στα μουλάρια φορούσαν γύρω από τον λαιμό διάφορα διακοσμητικά με χάντρες, φυλαχτάρια και διάφορες διακοσμητικές δερμάτινες ζώνες.
Ζεύλες: Ειδικά λεπτά στεγνά ξύλα, με τα οποία έκλειναν το λαιμό του βοδιού ή του βουβαλιού στο ζυγό. Για να κρεμάσουν οι τσοπάνηδες τα κουδούνια στα ζώα τους χρησιμοποιούσαν ειδικές κατασκευές που ονομάζονταν στεφάνια, κουλούρες, βεζές, γιδοστέφανα ή γιδοζυγοί. Κι υπάρχουν τριών ειδών γιδοστέφανα, τα μονοκλείδωτα γιδοστέφανα, μ' ένα κλειδί, τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα, με δύο κλειδιά και τ’ αναποδοστέφανα που κλειδώνουν ανάποδα.
Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα. Η γιδοκουλούρα πελεκιέται και φτιάχνεται συνήθως από χέρι έμπειρου ξυλοπελεκητή. Πάνω σ’ αυτό ο παραδοσιακός τεχνίτης σκαλίζει κι εκφράζει με ποικίλα σκαλιστά κεντήματα, τον ψυχικό του κόσμο που τα κατασκευάζει μ’ ιδιαίτερη προσοχή τέχνη και χάρη.
Οι τεχνίτες που τα κατασκεύαζαν, έπρεπε να επιτύχουν μεγάλη εφαρμογή, γιατί διαφορετικά, πλήγιαζαν τα γίδια στο λαιμό και τα σακάτευαν. Τις κουλούρες τις κατασκεύαζαν με ξύλα από μουριά, γάβρο, σκίντο, κουτσουπιά, αγριλιά, αγκλαβουτσά, μελιό, κυδωνιά, κορμό κληματαριάς κ.λπ., επίσης χρησιμοποιούσαν και πέτσινα (δερμάτινα) λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα και βαριά κύπρια. Συνήθως έκοβαν ένα μακρύ ίσιο ξύλο, χωρίς κόμπους, στην συνέχεια το πελεκάγανε καλά το στενεύανε κάνοντάς το, μια στενόμακρη λουρίδα κι ύστερα το γύριζαν και του έδιναν το σχήμα του λαιμού του πρόβατου ή οποιουδήποτε ζώου, δηλαδή κάπως κυκλικό.
Έπειτα περνούσαν το βαστάκι του κουδουνιού στην τετράγωνη τρύπα που έφτιαχναν στο κάτω μέρος του στεφανιού, στην συνέχεια περνούσαν μια λαμαρίνα λεπτή ανάμεσα στο βαστάκι και γύριζαν τα δύο της άκρα στο στεφάνι πολύ καλά για να πιάσουν σφιχτά. Έβαζαν κι’ ένα κομμάτι από πετσί (δέρμα) ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο (βαστάκι και λαμαρίνα) να μην τρίβονται κι έπειτα το περνούσανε στο λαιμό του πρόβατου, της προβατίνας ή του κριαριού, το έδεναν και το ζώο ήταν έτοιμο με το κουρντισμένο τσοκάνι του.
Εκτός από τα γιδοστέφανα, χρησιμοποιούσαν και πέτσινα λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα κυπριά. Άλλο εξάρτημα ήταν η κλάπα (δηλ. κομμάτι λαμαρίνας). Την έβαζαν, για μην κρεμάει ο κύπρος, λόγω του βάρους του, κι έτσι να ελαφρύνει κάπως το ζώο που το έφερε στον λαιμό του.
Λαιμαργιά για χοιρινά, ήταν ένα χονδρό σχοινί ή δερμάτινη λωρίδα με τα οποία έδεναν τα χοιρινά από τον λαιμό και άλλα ζώα όπως σκύλους γάτες και αιγοπρόβατα. Επάνω σε αυτά προσάρμοζαν και το στριφτάρι (γιουλντανέ) το οποίο συνέδεε τον λαιμαριά με το σχοινί για να μην στρίβει το σχοινί και διπλώνεται το ζώο. Λαιμαριάστηκε λέμε όταν σφίξει υπερβολικά το σχοινί της λαιμαργιάς και αφήσει σημάδια στο σώμα του ζώου.
Είδος λαιμαργιάς είναι και η γραβάτα και τα διάφορα διακοσμητικά κολιέ (περιδέραια) που φορούν οι άνθρωποι. Επίσης και τα κολάρα. Λαιμός μπουκαλιού, κίονα, νησιού, λωρίδας, λέγεται το μέρος που στενεύει το αντικείμενο ή ο τόπος.
Η αγχόνη (κρεμάλα) ή λαιμοπνίχτης, είναι ένας τρόπος απαγχονισμού, που εμπλέκεται ο λαιμός. Επίσης ο παραδοσιακός τρόπος θανατώσεως των ζωντανών ζώων, πουλιών, ερπετών και ψαριών κατά την σφαγή αυτών, ήταν το κόψιμο του λαιμού.
Ακόμη παλιά τους αιχμαλώτους ή τους σκλάβους τους έδεναν από τον λαιμό κατά για την πιο εύκολη μεταφορά ή φύλαξή τους, τον έναν με τον άλλον, για ασφάλεια ώστε να μην δραπετεύσουν.
Ο άνθρωπος επινόησε και κατασκεύαζε διάφορες παραδοσιακές θηλιές (αγχόνες) για τον απαγχονισμό ή σύλληψη αγρίων ζώων και πτερωτών θηραμάτων.
Φράσεις καθημερινότητας:
Αυτός δεν καταπίνεται! (αναφορά για την ιδιοτροπία κάποιου).
-Έχει ελίτσα στον λαιμό! (σημάδι στον λαιμό).
-Έχει καλό λαιμό! (άριστος μελωδός τραγουδιστής).
-Μου ’κατσε στον λαιμό! (τέθηκα υπό έλεγχο).
-Μπα που να σου κάτσει στον λαιμό! (κατάρα).
-Να πάει να κόψει τον λαιμό του! (απαίτηση για εύρεση άμεσης λύσης).
-Να σε πιάσει κακός χερόλαιμος! (κατάρα).
-Ξελαιμιάστηκε! (στρίβει ή σηκώνει υπερβολικά τον λαιμό για ν’ ακούσει, ή να ιδεί).
-Πιάστηκε από σβέρκο! (λάνθασμένη εκτίμηση).
-Τον έπιασε από τον λαιμό! (τον πίεσε, τον ζόρισε).
-Τον λαιμοπίνηξε! (τον απαγχόνισε).
-Τον πήρε στον λαιμό του! (τον παρέσυρε).
-Τον σβέρκωσε! (τον κτύπησε).
-Τον τραβάει από τον λαιμό! (τον έχει του χεριού του).
-Του ’βαλε το μαχαίρι στον λαιμό! (τον απείλησε).
-Του έστριψε τον λαιμό!(τον απείλησε, τον θανάτωσε).
-Του ’κατσε στον λαιμό! (έμεινε αμανάτι).
-Ψώνισε από σβέρκο! (λανθασμένη εκτίμηση).
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις που αναφέρονται στον λαιμό.
-Αν δεν περάσεις λαιμαργιά του μουλαριού θα σου φύγει!
-Δεν το’ χω και του θανάτου, σαν το ’χω του λαιμού μου!
-Έφαγε κι ο φτωχός λάδι και του κάθισε στο λαιμό!
-Η γκαμήλα αν θέλει γαϊδουράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της.
-Ηγούμενος βαρβάτος και παπάς σβερκάτος!
-Και τα καλά και τα κακά ούλα από τον λαιμό περνάνε!
-Καταπίνει σαν τον γάλο τ’ αγραπίδια!
-Ο λαιμός τρώει εκατό χρονών γαϊδούρι!
-Ούλα τα καταπίνει! (δεν φέρνει αντιρρήσεις)
-Τα βρασμένα σκαπετιώνται τα άβραστα κάθονται στο λαιμό.
-Της φτώχειας ο λαιμός χαϊμαλιά δεν ξέρει.
-Του περάσανε λαιμαριά!
-Φάε λαιμέ και χέσε κώλε!
Λεξιλόγιο:
Γδυτολαίμης, -α = λέγονται τα ορνίθια που σ’ ολόκληρο τον λαιμό τους δεν έχουν καθόλου πίπουλα.
Γιουρτάνι, το = το περιδέραιο του λαιμού.
Λαιμά = ο λαιμός, το υπέρ του στήθους, μέχρι της κάτω σιαγόνας έμπροσθεν μέρος του σώματος.
Λαίμαργος = αυτός που τρώγει υπερβολικά, ο άπληστος στην τροφή.
Λαιμητόμος = όργανο δια του οποίου εκτελούταν ο αποκεφαλισμός των καταδικασθέντων εις θάνατον, κοινώς ονομάζονταν καρμανιόλα ή γκιλοτίνα.
Λαίμιον = (βοτ.) φυτό διακοσμητικό της οικογενείας των χειλανθών.
Λαιμοδέτης = λωρίδα από ύφασμα που δένεται περί το περιλαίμιο του πουκαμίσου και σχηματίζει εμπρός φιόγκο ή κόμβο ή και γραβάτα.
Λαιμοκήλη = βρογχοκήλη.
Λαιμοπνίχτης = η αγχόνη, η θηλειά.
Λαιμοτομία = η κοπή του λαιμού, η αποκοπή της κεφαλής.
Ξελαιμουριάστηκε = τέντωσε υπερβολικά τον λαιμό, πόνος στον λαιμό.
Πονόλαιμος = ο πόνος του λαιμού.
Χαίτη = λέγεται το τριχωτό του αυχένα, κυρίως αναφέρεται για τ’ άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια που έχουν αυξημένη τριχοφυΐα. Επίσης αναπτυγμένη τριχοφυΐα γύρω από τον λαιμό έχει και το αρσενικό λιοντάρι.
Χανάκα = δερμάτινο περιλαίμιο, για την συγκράτηση ή την διακόσμηση του ζώου.
Χοιρόλαιμος = ασθένεια χοιρινών στον λαιμό. Αυτή την αντιμετώπιζαν καίγοντας με πυρακτωμένο σίδερο (μασιά) τον ουρανίσκο του χοιρινού.
Δημοτικά τραγούδια:
«…Απ’ τον λαιμό την άρπαξε, στο γόνατο την σφάζει…»
-«…Απ’ τον λαιμό την έδεσε και στον Κατή παγαίνει και πίσω παγένει η μάνα της η μαυροφορεμένη…»
-«…Απ’ τον λαιμό την τσάκωσε και τα βυζιά της κόβει… μα κείνη δεν εβόγκηξε, μιλιά λαλιά δεν βγάνει…»
-«…Έχε υγειά, Ελένη μου, φρυδογαϊτανεμένη, που ’χεις της πάπιας το λαιμό, της πέρδικας τα νάζια και της οχιάς το μπιρμπιλό τρογύρω στο λαιμό σου…»
-«…Και πιο κάτου απ’ τα λαιμά θαρρώ της κόρης τα βυζιά, που ’ναι άσπρα σαν το χιόνι και μικρά σαν το λεμόνι…»
-«…Κι έστησα τα ξόβεργά μου, κι ’ρθε το πουλί κοντά μου…»
-«…Ξύπνα κι αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια σαν λεμόνια..»
-«Βασιλικός μυρίζ’ εδώ, κάποια τον έχει στον λαιμό…»
-«Κουμπάρα με βαλάντωσες… με πήρες στον λαιμό σου…»
-«Στον άσπρο – ν’ άσπρο σου λαιμό σαν μέλισσα θα κάτσω, να σε τσιμπήσω κόρη μου και να σ’ αναστενάξω…»
Ονοματολόγιο:
Λαιμός, Λαιμόπουλος, Λαιμίδης, Λαιμάκης, Λαιμάκος, Λαιμιδάκης, Λαιμούδης, Λαίμογλου, Στραβοκέφαλος, Στραβόλαιμος, Λαιμιδόπουλος κ.ά.
Ανάλογα με το μήκος του λαιμού οι άνθρωποι επικολλούσαν παρατσούκλια όπως, χοντρολαίμης, ζαρολαίμης, γδυτολαίμης, σβερκιάς, κοντολαίμης, στραβόλαιμος, στραβοκέφαλος, μικρολαίμης, κορδολαίμης και μακρυλαίμης.
Πανίδα:
1). Κοκκινολαίμης, είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Erithacus rubecula. Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Erithacus rubecula rubecula.
Ο κοκκινολαίμης, από τα χαρακτηριστικότερα ωδικά πτηνά της ελληνικής και ευρωπαϊκής ορνιθοπανίδας, αποτελεί κόσμημα για τους κήπους και τα πάρκα σε όλες τις περιοχές κατανομής του. Είναι, από τα πιο κοινά πτηνά σε όλες τις χώρες όπου απαντά και, από τα πλέον αγαπητά, όχι μόνον για τα όμορφα χρώματά του, αλλά κυρίως για το δυνατό και μελωδικό τραγούδι.
2). Λευκόλαιμο Αηδόνι, Ασπρολαίμης (Irania gutturalis). Το Λευκόλαιμο Αηδόνι είναι ένα μικρό μεταναστευτικό πουλί που αναπαράγεται στη δυτική Ασία και ξεχειμωνιάζει στην Ανατολική Αφρική. Παλιότερα ταξινομημένο στην οικογένεια των τσιχλών Turdidae, αλλά τώρα θεωρείται ότι ανήκει στην οικογένεια Μυγοθηρίδες Muscicapidae.
Το στήθος του είναι πορτοκαλί, τα πλαϊνά του κεφαλιού μαύρα, λευκό φρύδι, κάτω από τον λαιμό έχει άσπρη στενή λωρίδα που ξεκινάει από τη βάση του ράμφους και καταλήγει στο στήθος, το πάνω μέρος είναι γκριζόμαυρο, η ουρά και το ράμφος μαύρα. Το θηλυκό έχει ανοιχτότερα χρώματα. Το μήκος του κυμαίνεται από 15 έως 17 εκατοστά και το βάρος του από 18 έως 30 γραμμάρια. Το αρσενικό κελαηδεί συνήθως καθισμένο σε ένα θάμνο ή κατά την πτήση. Το κελάηδημά του μοιάζει με της Λευκοσουσουράδας (Motacilla alba). Είναι κυρίως εντομοφάγο, αλλά το φθινόπωρο τρέφετε και με διάφορα άγρια φρούτα.
-Ο μαυρολαίμης (Saxicola torquata υποείδος rubicola), ως επιδημητικό πουλί, είναι μόνιμος κάτοικος Αμοργού.
3). Ο καστανολαίμης είναι ένα μοναχικό είδος αν και μπορεί να σχηματίσει μικρές οικογενειακές ομάδες κατά το Φθινόπωρο. Τρέφεται κυρίως με έντομα αλλά και μικρά ασπόνδυλα (αράχνες, σαλιγκάρια, σκουλήκια, κ.α.), τέλος επιλέγουν μικρές ποσότητες φρούτων κυρίως βατόμουρων κατά το Φθινόπωρο.
4). Κιτρινολαίμης ποντικός. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο νυκτόβιος κιτρινολαίμης ποντικός είναι ένα σχεδόν άγνωστο είδος τρωκτικών, το οποίο δε συναντάται συχνά σε περιοχές, όπου ζουν άνθρωποι. Μέχρι πρότινος, δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ του κιτρινολαίμη ποντικού (Apodemus Flavicollis) και του ποντικού του δάσους (Apodemus sylvaticus), ενώ πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για το ίδιο είδος.
5). Ο γαλαζολαίμης ή Luscinia Svecica στην άγρια φύση, πουλί, άγρια φύση, άνοιξη, ζώο, αρσενικό, τραγούδι, πορτοκαλής, χαριτωμένος, όμορφος, μικρό, ουρά, φωτεινή, κλάδος, φτερό, βιότοπος, animalia, υπόβαθρο, φτερά, δέντρο, ζωηρόχρωμος, πράσινος, φυσικό, birdsong, κλήση, χώρα, φράκτης, πρόστιμο, που χαρακτηρίζεται, συμπαθητικό, σημείωση, υπαίθρια, όμορφη, πλούσιος, αγροτικός, αγροτικός, που διαποτίζεται, τραγουδά, χωριό, ζωηρό, συλβία, passerine, κάθισμα
6). Ο μαυρολαίμης European stonechat (Saxicola rubicola) Mαυρολαiμης - Παπαδκιά - Φίστρακκας - Cyprus.
Πηγή: www.antroni.gr
Λαιμός λέγεται το μέρος του σώματος ανθρώπων και ζώων, μεταξύ του κεφαλιού και του κορμιού. Ο λαιμός ή τράχηλος διαιρείται, σε δύο μεγάλες τριγωνικές περιοχές, στην πρόσθια τραχηλική χώρα και στις κάτω πλάγιες τραχηλικές χώρες. Όργανα του τραχήλου αποτελούν ο φάρυγγας, ο λάρυγγας, η τραχεία, η τραχηλική μοίρα του οισοφάγου, ο θυρεοειδής αδένας, καθώς και οι παραθυρεοειδείς αδένες και τα κάτω λαρυγγικά νεύρα. Το πίσω μέρος του λαιμού λέγεται αυχένας ή σβέρκος.
Γύρω από τον λαιμό των ζώων ο άνθρωπος έφτιαξε διάφορες κατασκευές περιλαίμια, που συναρμολογούνται διάφορα εργαλεία για εργασίες όπως ζέσιμο αρότρων και αμαξών. Επίσης κατασκεύασε και διακοσμητικά περιδέραια για τον ίδιο αλλά και κουδούνια και διακοσμητικές χανάκες με χαϊμαλιά για τα ζώα του.
Λαιμαργιά = το περιαυχένιο της σαγής των υποζυγίων. Απαραίτητο κομμάτι του εξοπλισμού των ζώων για τις αγροτικές εργασίες ήταν η λαιμαριά που χρησιμοποιήθηκε στο όργωμα, στο αλώνισμα, στο σβάρνισμα, και σε όποια δουλειά απαιτούσε μεταφορά μέσω τραβήγματος από τα ζώα.
Η λαιμαριά γινόταν στα μέτρα κάθε ζώου και απαιτούσε μεγάλη δεξιότητα από τον τεχνίτη που την έφτιαχνε, γιατί από αυτή εξαρτάτο το πόσο καλά μπορούσε να δουλέψει και να αποδώσει το άλογο, το μουλάρι ή το γαϊδούρι. Ήταν ένας αυγοειδής κύκλος που άνοιγε στο επάνω μέρος και έκλεινε με τη σιδεριά που βρισκόταν στο εξωτερικό της λαιμαριάς. Στο επάνω μέρος η λαιμαριά είχε δύο κλειστούς γάντζους και ένα δερμάτινο λουρί που δενόταν. Τα σίδερα της λαιμαριάς ήταν φτιαγμένα από σιδεράδες που γνώριζαν την τέχνη της λαιμαριάς, με τις απαιτούμενες καμπές και ζυγισμένη τη θηλιά στο σημείο που χρειαζόταν να δημιουργείται η ισορροπία κάθε αντικειμένου που τραβούσε το ζώο.
Η θηλιά της λαιμαριάς στα σίδερα από εδώ και από εκεί ήταν τρύπες που πέρναγαν οι γάντζοι των τραβηχτών. Η λαιμαριά ήταν γεμάτη ή με τραγόμαλλο ή με αρνόκουρα στριμμένα τέλεια μέσα στο πέτσινο περίβλημα, που έδιναν τη μορφή της λαιμαριάς και έπεφτε πάνω στο σώμα του ζώου, ενώ το προστάτευε από τα σίδερα. Στο κάτω μέρος της λαιμαριάς έφτανε στην αρχή του στήθους, ενώ το υπόλοιπο πλεκόταν γύρω από το σβέρκο και τις ωμοπλάτες του ζώου. Στο μπροστινό μέρος το ίδιο σχήμα του δέρματος καλλιεργημένο έκανε εξόγκωμα ραβδωτό που γεμιζόταν με καλαμιά σίκαλης στριμμένη και σφιχτή. Σε αυτό το ραβδωτό εξόγκωμα στηριζόταν η σιδεριά της λαιμαριάς γι’ αυτό το έλεγαν βάση, ενώ πλάγιαζε επάνω στον κύριο όγκο.
Στα άλογα, στα γαϊδούρια και στα μουλάρια φορούσαν γύρω από τον λαιμό διάφορα διακοσμητικά με χάντρες, φυλαχτάρια και διάφορες διακοσμητικές δερμάτινες ζώνες.
Ζεύλες: Ειδικά λεπτά στεγνά ξύλα, με τα οποία έκλειναν το λαιμό του βοδιού ή του βουβαλιού στο ζυγό. Για να κρεμάσουν οι τσοπάνηδες τα κουδούνια στα ζώα τους χρησιμοποιούσαν ειδικές κατασκευές που ονομάζονταν στεφάνια, κουλούρες, βεζές, γιδοστέφανα ή γιδοζυγοί. Κι υπάρχουν τριών ειδών γιδοστέφανα, τα μονοκλείδωτα γιδοστέφανα, μ' ένα κλειδί, τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα, με δύο κλειδιά και τ’ αναποδοστέφανα που κλειδώνουν ανάποδα.
Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα. Η γιδοκουλούρα πελεκιέται και φτιάχνεται συνήθως από χέρι έμπειρου ξυλοπελεκητή. Πάνω σ’ αυτό ο παραδοσιακός τεχνίτης σκαλίζει κι εκφράζει με ποικίλα σκαλιστά κεντήματα, τον ψυχικό του κόσμο που τα κατασκευάζει μ’ ιδιαίτερη προσοχή τέχνη και χάρη.
Οι τεχνίτες που τα κατασκεύαζαν, έπρεπε να επιτύχουν μεγάλη εφαρμογή, γιατί διαφορετικά, πλήγιαζαν τα γίδια στο λαιμό και τα σακάτευαν. Τις κουλούρες τις κατασκεύαζαν με ξύλα από μουριά, γάβρο, σκίντο, κουτσουπιά, αγριλιά, αγκλαβουτσά, μελιό, κυδωνιά, κορμό κληματαριάς κ.λπ., επίσης χρησιμοποιούσαν και πέτσινα (δερμάτινα) λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα και βαριά κύπρια. Συνήθως έκοβαν ένα μακρύ ίσιο ξύλο, χωρίς κόμπους, στην συνέχεια το πελεκάγανε καλά το στενεύανε κάνοντάς το, μια στενόμακρη λουρίδα κι ύστερα το γύριζαν και του έδιναν το σχήμα του λαιμού του πρόβατου ή οποιουδήποτε ζώου, δηλαδή κάπως κυκλικό.
Έπειτα περνούσαν το βαστάκι του κουδουνιού στην τετράγωνη τρύπα που έφτιαχναν στο κάτω μέρος του στεφανιού, στην συνέχεια περνούσαν μια λαμαρίνα λεπτή ανάμεσα στο βαστάκι και γύριζαν τα δύο της άκρα στο στεφάνι πολύ καλά για να πιάσουν σφιχτά. Έβαζαν κι’ ένα κομμάτι από πετσί (δέρμα) ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο (βαστάκι και λαμαρίνα) να μην τρίβονται κι έπειτα το περνούσανε στο λαιμό του πρόβατου, της προβατίνας ή του κριαριού, το έδεναν και το ζώο ήταν έτοιμο με το κουρντισμένο τσοκάνι του.
Εκτός από τα γιδοστέφανα, χρησιμοποιούσαν και πέτσινα λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα κυπριά. Άλλο εξάρτημα ήταν η κλάπα (δηλ. κομμάτι λαμαρίνας). Την έβαζαν, για μην κρεμάει ο κύπρος, λόγω του βάρους του, κι έτσι να ελαφρύνει κάπως το ζώο που το έφερε στον λαιμό του.
Λαιμαργιά για χοιρινά, ήταν ένα χονδρό σχοινί ή δερμάτινη λωρίδα με τα οποία έδεναν τα χοιρινά από τον λαιμό και άλλα ζώα όπως σκύλους γάτες και αιγοπρόβατα. Επάνω σε αυτά προσάρμοζαν και το στριφτάρι (γιουλντανέ) το οποίο συνέδεε τον λαιμαριά με το σχοινί για να μην στρίβει το σχοινί και διπλώνεται το ζώο. Λαιμαριάστηκε λέμε όταν σφίξει υπερβολικά το σχοινί της λαιμαργιάς και αφήσει σημάδια στο σώμα του ζώου.
Είδος λαιμαργιάς είναι και η γραβάτα και τα διάφορα διακοσμητικά κολιέ (περιδέραια) που φορούν οι άνθρωποι. Επίσης και τα κολάρα. Λαιμός μπουκαλιού, κίονα, νησιού, λωρίδας, λέγεται το μέρος που στενεύει το αντικείμενο ή ο τόπος.
Η αγχόνη (κρεμάλα) ή λαιμοπνίχτης, είναι ένας τρόπος απαγχονισμού, που εμπλέκεται ο λαιμός. Επίσης ο παραδοσιακός τρόπος θανατώσεως των ζωντανών ζώων, πουλιών, ερπετών και ψαριών κατά την σφαγή αυτών, ήταν το κόψιμο του λαιμού.
Ακόμη παλιά τους αιχμαλώτους ή τους σκλάβους τους έδεναν από τον λαιμό κατά για την πιο εύκολη μεταφορά ή φύλαξή τους, τον έναν με τον άλλον, για ασφάλεια ώστε να μην δραπετεύσουν.
Ο άνθρωπος επινόησε και κατασκεύαζε διάφορες παραδοσιακές θηλιές (αγχόνες) για τον απαγχονισμό ή σύλληψη αγρίων ζώων και πτερωτών θηραμάτων.
Φράσεις καθημερινότητας:
Αυτός δεν καταπίνεται! (αναφορά για την ιδιοτροπία κάποιου).
-Έχει ελίτσα στον λαιμό! (σημάδι στον λαιμό).
-Έχει καλό λαιμό! (άριστος μελωδός τραγουδιστής).
-Μου ’κατσε στον λαιμό! (τέθηκα υπό έλεγχο).
-Μπα που να σου κάτσει στον λαιμό! (κατάρα).
-Να πάει να κόψει τον λαιμό του! (απαίτηση για εύρεση άμεσης λύσης).
-Να σε πιάσει κακός χερόλαιμος! (κατάρα).
-Ξελαιμιάστηκε! (στρίβει ή σηκώνει υπερβολικά τον λαιμό για ν’ ακούσει, ή να ιδεί).
-Πιάστηκε από σβέρκο! (λάνθασμένη εκτίμηση).
-Τον έπιασε από τον λαιμό! (τον πίεσε, τον ζόρισε).
-Τον λαιμοπίνηξε! (τον απαγχόνισε).
-Τον πήρε στον λαιμό του! (τον παρέσυρε).
-Τον σβέρκωσε! (τον κτύπησε).
-Τον τραβάει από τον λαιμό! (τον έχει του χεριού του).
-Του ’βαλε το μαχαίρι στον λαιμό! (τον απείλησε).
-Του έστριψε τον λαιμό!(τον απείλησε, τον θανάτωσε).
-Του ’κατσε στον λαιμό! (έμεινε αμανάτι).
-Ψώνισε από σβέρκο! (λανθασμένη εκτίμηση).
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις που αναφέρονται στον λαιμό.
-Αν δεν περάσεις λαιμαργιά του μουλαριού θα σου φύγει!
-Δεν το’ χω και του θανάτου, σαν το ’χω του λαιμού μου!
-Έφαγε κι ο φτωχός λάδι και του κάθισε στο λαιμό!
-Η γκαμήλα αν θέλει γαϊδουράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της.
-Ηγούμενος βαρβάτος και παπάς σβερκάτος!
-Και τα καλά και τα κακά ούλα από τον λαιμό περνάνε!
-Καταπίνει σαν τον γάλο τ’ αγραπίδια!
-Ο λαιμός τρώει εκατό χρονών γαϊδούρι!
-Ούλα τα καταπίνει! (δεν φέρνει αντιρρήσεις)
-Τα βρασμένα σκαπετιώνται τα άβραστα κάθονται στο λαιμό.
-Της φτώχειας ο λαιμός χαϊμαλιά δεν ξέρει.
-Του περάσανε λαιμαριά!
-Φάε λαιμέ και χέσε κώλε!
Λεξιλόγιο:
Γδυτολαίμης, -α = λέγονται τα ορνίθια που σ’ ολόκληρο τον λαιμό τους δεν έχουν καθόλου πίπουλα.
Γιουρτάνι, το = το περιδέραιο του λαιμού.
Λαιμά = ο λαιμός, το υπέρ του στήθους, μέχρι της κάτω σιαγόνας έμπροσθεν μέρος του σώματος.
Λαίμαργος = αυτός που τρώγει υπερβολικά, ο άπληστος στην τροφή.
Λαιμητόμος = όργανο δια του οποίου εκτελούταν ο αποκεφαλισμός των καταδικασθέντων εις θάνατον, κοινώς ονομάζονταν καρμανιόλα ή γκιλοτίνα.
Λαίμιον = (βοτ.) φυτό διακοσμητικό της οικογενείας των χειλανθών.
Λαιμοδέτης = λωρίδα από ύφασμα που δένεται περί το περιλαίμιο του πουκαμίσου και σχηματίζει εμπρός φιόγκο ή κόμβο ή και γραβάτα.
Λαιμοκήλη = βρογχοκήλη.
Λαιμοπνίχτης = η αγχόνη, η θηλειά.
Λαιμοτομία = η κοπή του λαιμού, η αποκοπή της κεφαλής.
Ξελαιμουριάστηκε = τέντωσε υπερβολικά τον λαιμό, πόνος στον λαιμό.
Πονόλαιμος = ο πόνος του λαιμού.
Χαίτη = λέγεται το τριχωτό του αυχένα, κυρίως αναφέρεται για τ’ άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια που έχουν αυξημένη τριχοφυΐα. Επίσης αναπτυγμένη τριχοφυΐα γύρω από τον λαιμό έχει και το αρσενικό λιοντάρι.
Χανάκα = δερμάτινο περιλαίμιο, για την συγκράτηση ή την διακόσμηση του ζώου.
Χοιρόλαιμος = ασθένεια χοιρινών στον λαιμό. Αυτή την αντιμετώπιζαν καίγοντας με πυρακτωμένο σίδερο (μασιά) τον ουρανίσκο του χοιρινού.
Δημοτικά τραγούδια:
«…Απ’ τον λαιμό την άρπαξε, στο γόνατο την σφάζει…»
-«…Απ’ τον λαιμό την έδεσε και στον Κατή παγαίνει και πίσω παγένει η μάνα της η μαυροφορεμένη…»
-«…Απ’ τον λαιμό την τσάκωσε και τα βυζιά της κόβει… μα κείνη δεν εβόγκηξε, μιλιά λαλιά δεν βγάνει…»
-«…Έχε υγειά, Ελένη μου, φρυδογαϊτανεμένη, που ’χεις της πάπιας το λαιμό, της πέρδικας τα νάζια και της οχιάς το μπιρμπιλό τρογύρω στο λαιμό σου…»
-«…Και πιο κάτου απ’ τα λαιμά θαρρώ της κόρης τα βυζιά, που ’ναι άσπρα σαν το χιόνι και μικρά σαν το λεμόνι…»
-«…Κι έστησα τα ξόβεργά μου, κι ’ρθε το πουλί κοντά μου…»
-«…Ξύπνα κι αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια σαν λεμόνια..»
-«Βασιλικός μυρίζ’ εδώ, κάποια τον έχει στον λαιμό…»
-«Κουμπάρα με βαλάντωσες… με πήρες στον λαιμό σου…»
-«Στον άσπρο – ν’ άσπρο σου λαιμό σαν μέλισσα θα κάτσω, να σε τσιμπήσω κόρη μου και να σ’ αναστενάξω…»
Ονοματολόγιο:
Λαιμός, Λαιμόπουλος, Λαιμίδης, Λαιμάκης, Λαιμάκος, Λαιμιδάκης, Λαιμούδης, Λαίμογλου, Στραβοκέφαλος, Στραβόλαιμος, Λαιμιδόπουλος κ.ά.
Ανάλογα με το μήκος του λαιμού οι άνθρωποι επικολλούσαν παρατσούκλια όπως, χοντρολαίμης, ζαρολαίμης, γδυτολαίμης, σβερκιάς, κοντολαίμης, στραβόλαιμος, στραβοκέφαλος, μικρολαίμης, κορδολαίμης και μακρυλαίμης.
Πανίδα:
1). Κοκκινολαίμης, είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Erithacus rubecula. Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Erithacus rubecula rubecula.
Ο κοκκινολαίμης, από τα χαρακτηριστικότερα ωδικά πτηνά της ελληνικής και ευρωπαϊκής ορνιθοπανίδας, αποτελεί κόσμημα για τους κήπους και τα πάρκα σε όλες τις περιοχές κατανομής του. Είναι, από τα πιο κοινά πτηνά σε όλες τις χώρες όπου απαντά και, από τα πλέον αγαπητά, όχι μόνον για τα όμορφα χρώματά του, αλλά κυρίως για το δυνατό και μελωδικό τραγούδι.
2). Λευκόλαιμο Αηδόνι, Ασπρολαίμης (Irania gutturalis). Το Λευκόλαιμο Αηδόνι είναι ένα μικρό μεταναστευτικό πουλί που αναπαράγεται στη δυτική Ασία και ξεχειμωνιάζει στην Ανατολική Αφρική. Παλιότερα ταξινομημένο στην οικογένεια των τσιχλών Turdidae, αλλά τώρα θεωρείται ότι ανήκει στην οικογένεια Μυγοθηρίδες Muscicapidae.
Το στήθος του είναι πορτοκαλί, τα πλαϊνά του κεφαλιού μαύρα, λευκό φρύδι, κάτω από τον λαιμό έχει άσπρη στενή λωρίδα που ξεκινάει από τη βάση του ράμφους και καταλήγει στο στήθος, το πάνω μέρος είναι γκριζόμαυρο, η ουρά και το ράμφος μαύρα. Το θηλυκό έχει ανοιχτότερα χρώματα. Το μήκος του κυμαίνεται από 15 έως 17 εκατοστά και το βάρος του από 18 έως 30 γραμμάρια. Το αρσενικό κελαηδεί συνήθως καθισμένο σε ένα θάμνο ή κατά την πτήση. Το κελάηδημά του μοιάζει με της Λευκοσουσουράδας (Motacilla alba). Είναι κυρίως εντομοφάγο, αλλά το φθινόπωρο τρέφετε και με διάφορα άγρια φρούτα.
-Ο μαυρολαίμης (Saxicola torquata υποείδος rubicola), ως επιδημητικό πουλί, είναι μόνιμος κάτοικος Αμοργού.
3). Ο καστανολαίμης είναι ένα μοναχικό είδος αν και μπορεί να σχηματίσει μικρές οικογενειακές ομάδες κατά το Φθινόπωρο. Τρέφεται κυρίως με έντομα αλλά και μικρά ασπόνδυλα (αράχνες, σαλιγκάρια, σκουλήκια, κ.α.), τέλος επιλέγουν μικρές ποσότητες φρούτων κυρίως βατόμουρων κατά το Φθινόπωρο.
4). Κιτρινολαίμης ποντικός. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο νυκτόβιος κιτρινολαίμης ποντικός είναι ένα σχεδόν άγνωστο είδος τρωκτικών, το οποίο δε συναντάται συχνά σε περιοχές, όπου ζουν άνθρωποι. Μέχρι πρότινος, δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ του κιτρινολαίμη ποντικού (Apodemus Flavicollis) και του ποντικού του δάσους (Apodemus sylvaticus), ενώ πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για το ίδιο είδος.
5). Ο γαλαζολαίμης ή Luscinia Svecica στην άγρια φύση, πουλί, άγρια φύση, άνοιξη, ζώο, αρσενικό, τραγούδι, πορτοκαλής, χαριτωμένος, όμορφος, μικρό, ουρά, φωτεινή, κλάδος, φτερό, βιότοπος, animalia, υπόβαθρο, φτερά, δέντρο, ζωηρόχρωμος, πράσινος, φυσικό, birdsong, κλήση, χώρα, φράκτης, πρόστιμο, που χαρακτηρίζεται, συμπαθητικό, σημείωση, υπαίθρια, όμορφη, πλούσιος, αγροτικός, αγροτικός, που διαποτίζεται, τραγουδά, χωριό, ζωηρό, συλβία, passerine, κάθισμα
6). Ο μαυρολαίμης European stonechat (Saxicola rubicola) Mαυρολαiμης - Παπαδκιά - Φίστρακκας - Cyprus.
Πηγή: www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.