O ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ, η ΡΟΚΑ
Η σημαντικότερη μηχανή για την οικιακή οικονομία της οικογένειας στο Αντρώνι. Στα περισσότερα σπίτια του χωριού o αργαλειός ήταν μόνιμα στημένος, κάτω από χαγιάτια (μπαλκόνια), στο κατώι δίπλα πάντα από παράθυρο και προσωρινά πολλές φορές στην άκρη του δωματίου στο σπίτι. Οι γυναίκες του σπιτιού περνούσαν πολλές ώρες υφαίνοντας τα ρούχα που φορούσαν, τα ρούχα που έστρωναν στο πάτωμα, τα ρούχα που σκεπάζονταν. Οι παλιότεροι θα θυμούνται καλύτερα τη χρήση και την ονοματολογία του αργαλειού. Αυτό το εργαλείο έφτασε σε εμάς απ' τα ομηρικά κι ακόμα παλιότερα χρόνια, σε μια παράδοση αιώνων που έντυσε γενιές και γενιές.
Ο αργαλειός στο Αντρώνι φτιαχνόταν από τέσσερα ισομεγέθη γερά και βαριά όρθια ξύλα απο δρύς(δέντρου), που συνδέονταν και με άλλα ξύλα, με ειδικούς αρμούς και είχε τα έξης εξαρτήματα: Δύο «αντί» που στο ένα τυλιγόταν το στημόνι και στο άλλο το υφάδι, διάφορα χτένια, δύο ποδαρικά, τέσσερα μιτάρια, το ξυλόχτενο, την ποταμίστρα, την κουρούνα, τις τροχαλίες, τις σαΐτες, το κάθισμα και τις συνδετήρες.
Παράλληλα με το χτύπημα του αργαλειού και την διάθεση της γυναίκας που ύφαινε σε κάθε σπίτι και γειτονιά ακούγονταν χαχανητά, κουτσομπολιά, μοιρολόγια ή τραγούδια.
Για τη λειτουργία του αργαλειού χρειαζόταν το υφάδι και το στημόνι. Πρώτα θα ετοιμαζόταν το υφάδι. Τα μαλλιά πλένονταν στο ποτάμι και στεγνώνονταν στον ήλιο, τα περνούσαν στα λανάρια (ξύλινα εργαλεία, πάνω στα οποία έχουν μπηχτεί μυτερά σίδερα). Σε αυτά λαναρίζονταν (ξένονταν) τα μαλλιά, τρίβονταν και γίνονταν απαλά και κατάλληλα για τη ρόκα. Ύστερα γνέθονταν στη ρόκα, γίνονταν γνέμα (νήμα) που μαζευόταν σε δρούγες και κατόπιν σε κουβάρια. Το γιδόμαλο (κοζά) το χτυπούσαν για να μαλακώσει.
Το γνέμα (νήμα) βαφόταν με αγοραστά χρώματα ή το έβραζαν με φυσικές βαφές από χοντρές φλούδες δέντρου (κόκκινο), φλούδια καρυδιάς (καφέ), φύλλα ευκαλύπτου και βελανιδιάς (μπεζ), κρεμμυδόφλουδα (ροζ), καρπούς ή φούντες μελιάς ή μελιού (μαύρο χρώμα),από κικίδια ή ρίζες φυτών (χακί), με καπνιά από το τζάκι (κεραμιδί) κ.λ.π. Το γνέμα αυτό περασμένο στις σαΐτες έδινε τα σχέδια στο υφαντό, καθώς ξετυλιγόταν σιγά-σιγά απ' τα μασούρια. Το στημόνι πρώτα έπαιρνε την κατεύθυνση που χρειαζόταν για την ύφανση και μετριόταν με οργιές ανάλογα τι υφαντό ήθελαν να φτιάξουν. Μετά το μέτρημα σχηματίζονταν δεμάτια με εικοσιπέντε κλωστές. Με τις τυλίχτρες, το στημόνι τυλιγόταν στο «αντί» (πισάντι) κι ύστερα το περνούσαν στον αργαλειό και το πρόσδεναν σ' ένα δεύτερο, αφού πρώτα περνούσαν τις κλωστές μέσα από τα χτένια.
Για τη σταύρωση του στημονιού υπήρχαν τα μιτάρια. Με το διαδοχικό πάτημα στα ποδαρικά το στημόνι άνοιγε το «στόμα» και πέρναγε η σαΐτα. Το υφάδι κανόνιζε την ούγια, ενώ το στημόνι κανονίζε το πλάτος του υφαντού. Τέλος, το ξυλόχτενο με δυνατή πίεση έσφιγγε τις κλωστές και το υφάδι-ύφασμα τυλιγόταν στο «αντί» προστάντι, που κι αυτό με τη σειρά του περιστρεφόταν με ένα μοχλό, που μπαίνει στις τέσσερις τρύπες του.
Η δουλειά στον αργαλειό ήθελε πολύ προσοχή, υπομονή και πολύ επιμονή. Ιδιαίτερα όταν το υφαντό είχε σχέδια με κενά διαστήματα και χρωματιστές γραμμές. Η τέχνη και τα μυστικά της περνούσαν από μάνα σε κόρη, που παρατηρούσαν και αντέγραφαν διάφορα σχέδια από λουλούδια, δέντρα, φύλλα και τα μετέφεραν πάνω στο υφαντό.
ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΛΛΙΟΥ
1.Λανάρια (Ξάνια) -Ξάσιμο
Υπήρχαν δύο ειδών λανάρια για το ξάσιμο, τα μικρά και μεγάλα.
Τα μεγάλα λανάρια ήταν μία κατασκευή σε σχήμα Π, κάτι σαν σκαμνί, που τα δύο του πόδια ήταν καρφωμένα στα πλάγια μιας χοντρής και μακριάς πλατανίσιας τάβλας. Για να εργαστεί η νοικοκυρά στα λανάρια τα ακουμπούσε στο δάπεδο και καθόταν πάνω στην τάβλα για να μην μετακινείται. Στο πάνω μέρος της κατασκευής, υπήρχαν τα λανάρια: είκοσι λεπτά και μυτερά σίδερα σε δύο ή το πολύ τρεις σειρές μπηγμένα, που εξείχαν σε ύψος 10-15 περίπου εκατοστών.
Τα μεγάλα λανάρια ήταν μία κατασκευή σε σχήμα Π, κάτι σαν σκαμνί, που τα δύο του πόδια ήταν καρφωμένα στα πλάγια μιας χοντρής και μακριάς πλατανίσιας τάβλας. Για να εργαστεί η νοικοκυρά στα λανάρια τα ακουμπούσε στο δάπεδο και καθόταν πάνω στην τάβλα για να μην μετακινείται. Στο πάνω μέρος της κατασκευής, υπήρχαν τα λανάρια: είκοσι λεπτά και μυτερά σίδερα σε δύο ή το πολύ τρεις σειρές μπηγμένα, που εξείχαν σε ύψος 10-15 περίπου εκατοστών.
Παίρνοντας τώρα η νοικοκυρά τούφες πλυμμένου μαλλιού τα περνούσε ανάμεσα στα όρθια σίδερα και τα ξεμπέρδευε. Μετά το ξεμπέρδεμα, τα μαλλιά περνούσαν στα μικρά λαναράκια, των οποίων ο σκελετός της κατασκευής ήταν ίδιος, αλλά στην επιφάνεια υπήρχαν μπηγμένα κοντά -κοντά κατά δεκάδες πολλά μικρά σιδεράκια, μυτερά κι όρθια σ' ένα ύψος 5-7 εκατοστών περίπου.
Ένα δεύτερο σανίδι, κινητό, ήταν κατά τον ίδιο τρόπο παραγεμισμένο με πολλά μικρά λαναράκια (καρφάκια), σε σειρές πάντα τοποθετημένα. Το σανίδι αυτό ήταν μακρύτερο από το σταθερό οριζόντιο λανάρι. Έτσι, η νοικοκυρά άπλωνε πάνω στα λαναράκια τα μαλλιά και με τα δύο της χέρια τραβούσε το κινητό λανάρι πολλές φορές προς το μέρος της. Τα μαλλιά, αναγκασμένα να περνάνε ανάμεσα στα σιδεράκια, γίνονταν μαλακά και τα λανάρια «έφευγαν» με ευκολία.
Η νοικοκυρά έπαιρνε την καλτσοβελόνα, που είχε περασμένη στα μαλλιά της, για να τη βρίσκει εύκολα, ξεμπέρδευε τα μαλλιά από τα λαναράκια και τα γύριζε από την άλλη. Ξανάρχιζε το λανάρισμα κι όταν τα μαλλιά είχαν ξεχωρίσει σε μαλακές λεπτές ίνες, τα έβγαζε πάλι από τα λανάρια και τα πόστιαζε απαλά. Τα μαλλιά ήταν πλέον έτοιμα να γίνουν οι μαλακές τουλούπες της ρόκας.
Το ξάσιμο ήθελε υπομονή και πολύ κόπο. Γινόταν όταν δεν υπήρχαν δουλειές για τις γυναίκες στα χωράφια. Ο χαρακτηριστικός θόρυβος των λαναριών «χράτς-χράτς», ακουγόταν σε όλη τη γειτονιά.
2. Η ρόκα.
Ένα ραβδί που το ένα άκρο του καταλήγει σε δύο κύκλους σε σχήμα Φ που μέσα τους έμπαιναν και συγκρατούνταν οι τουλούπες (μαλλί) για το γνέψιμο. Όλες οι νοικοκυρές στο χωριό αν δεν κρατούσαν πλεχτό ή κέντημα κρατούσαν την ρόκα.
3.Το αδράχτι.
Ξύλινη βέργα που έστριβε η νοικοκυρά για να γίνει κλωστή το μαλλί και στη συνέχεια την τύλιγε στο αδράχτι.
4.Η δρούγα.
Ίδια βέργα που στην άκρη της στο κάτω μέρος συγκρατούσε το σφοντήλι, που βοηθούσε στο στρίψιμο για την παρασκευή του νήματος.
5.Το σφοντύλι.
Στρογγυλό πέτρινο εξάρτημα με τρύπα που τοποθετείται στην δρούγα για να την διευκολύνει στην περιστροφή.
ΤΟ ΣΤΗΜΟΝΙ
Το στημόνι ήταν κόκκινο ή λευκό βαμβακερό νήμα του εμπορίου που τοποθετείτο κατά μήκος του αργαλειού τεντωμένο. Πάνω του γινόταν η ύφανση. Το στημόνι το προμηθεύονταν σε κούκλες που περνούσε από διάφορες φάσεις μέχρι να τυλιχτεί στο «αντί»:
1ον To τοποθετούσαν στην ανέμη και με το ανεμίδι τυλιγόταν στα καλάμια.
2ον Τα καλάμια τα είχαν τοποθετήσει πάνω στην κλουβίστρα.
3ον Από τα καλάμια τυλιγόταν σε δύο ξύλα που ήταν καρφωμένα στο έδαφος αρκετά μακριά το ένα από το άλλο. Σε μερικές γειτονιές ήταν μόνιμα τοποθετημένα.
4ον Στήριζαν το πίσω «αντί»στις δύο τυλίχτρες και τύλιγαν πάνω του το νήμα.
5ον Κατόπιν έκαναν το μίτωμα, δηλαδή τοποθετούσαν το στημόνι στα μιτάρια και μετά στο χτένι.
6ον Μετά πήγαιναν το «αντί» στον αργαλειό και έδεναν το στημόνι στο μπροστινό «αντί».
ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΜΟΝΙΟΥ
1)Ανέμη: ξύλινο εργαλείο που περιστρεφόταν για το ξετύλιγμα της κούκλας του νήματος.
2) Ανεμίδι: μηχάνημα που συμπλήρωνε την ανέμη, όπου με την περιστροφή του τροχού της ξετύλιγε το νήμα από την ανέμη και το ξανατύλιγε σε καλάμια ή μασούρια.
3) Κλουβίστρα: ορθογώνια ξύλινη συσκευή που προσαρμόζονταν τα καλαμίδια.
4) Καλαμίδια: μικρά καλάμια που πάνω τους μαζευόταν το νήμα, όταν ξετυλίγεται από την ανέμη.
5) Τυλίχτρες: ξύλινες χοντρές διχάλες που τις έμπηγαν στο έδαφος και πάνω τους ακουμπούσε το πίσω «αντί» για να τυλιχτεί πάνω του το στημόνι. Σε μερικές γειτονιές ήταν μόνιμα τοποθετημένες.
ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ
Ο αργαλειός αποτελείτο από πολλά εξαρτήματα. Όταν τα συναρμολογήσουμε και βάλουμε το στημόνι, (βάζω βιλάρι) έχει στηθεί ο αργαλειός και είναι έτοιμος για την ύφανση του υφαδιού.
Εξαρτήματα του αργαλειού.
1) Αντιά: δύο στρογγυλά ξύλα με διάμετρο 10-15 εκατοστών που στο ένα άκρο έχουν τετράγωνη κατάληξη με τέσσερες τρύπες. Στομπροστινό (προστάντι), που το συγκρατεί η κουρούνα, τυλίγεται το υφαντό καθώς φτιάχνεται , ενώ το άλλο στο πίσω μέρος (πισάντι), πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι, το συγκρατεί η ποταμίστρα.
2) Κουρούνα: κοντόχοντρο κυλινδρικό ξύλο που στηρίζει το «προστάντι» και το συγκρατεί.
3) Ποταμίστρα: μακρύ κυλινδρικό ξύλο που στηρίζει και συγκρατεί το «πισάντι».
4) Χτένι: παραλληλόγραμμο με ύψος 10-12 εκατοστά περίπου, με πλήθος από λεπτά δόντια από καλάμι που προσαρμόζονται σε δύο στενά παράλληλα καλάμια ή ξύλα. Υπήρχαν πολλά είδη χτενιών. Για τα κουκιαστά υφαντά χρησιμοποιούσαν το κοκκινόχτενο. Για τις μπαντανίες χρησιμοποιούσαν το πυκνόχτενο. Για τα υφάσματα που έφτιαχναν ενδύματα τότε το χτένι ήταν δίμιτο. Για τις καπότες και γενικά για την κοζά χρησιμοποιούσαν το απολυτό χτένι, με τα αραιά δόντια για να περνάει εύκολα το γνέμα. Το πιο μακρύ χτένι λέγεται «ξώπλατο».
5) Μιτάρια: κυλινδρικά ξύλα παράλληλα μεταξύ τους που πάνω τους είναι δεμένοι πολλοί λεπτοί σπάγγοι. Ανάλογα με το υφαντό άλλοτε χρησιμοποιούσαν δύο και άλλοτε τέσσερα.
6) Ξυλόχτενο: δύο οριζόντια ξύλα με αυλακιές. Αυτά δένονταν με δύο μικρότερα ξύλα κάθετα. Μέσα τους προσαρμόζεται και κλειδώνει το χτένι με το οποίο χτυπιέται το υφάδι.
7) Σαΐτα: ξύλο ελλειψοειδές που ήταν σκαμμένο εσωτερικά και κατά μήκος συγκρατούσε μια βέργα. Στη βέργα τύλιγαν το βαμβακερό νήμα που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι.
8) Μασούρι: ξύλο λεπτό, μήκους 40-50 εκατοστών που τύλιγαν πάνω του το μάλλινο νήμα που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι.
9) Ποδαρικά: δύο μικρά ξύλα συνδεδεμένα με τα μυτάρια που τα πατούσαν διαδοχικά. Έτσι άνοιγε το στημόνι (το στόμα) για να περνάει η σαΐτα.
Το κέντημα είναι γλέντημα,
η ρόκα είναι συριάνι,
κι αυτός ο δόλιος αργαλειός
είναι σκλαβιά μεγάλη.
η ρόκα είναι συριάνι,
κι αυτός ο δόλιος αργαλειός
είναι σκλαβιά μεγάλη.
Στην αρχή της λειτουργίας του αργαλειού ύφαιναν δοκιμαστικά ένα πρόχειρο κομμάτι ύφασμα μέχρι να μπει σε κανονική λειτουργία.
Τα υφαντά του αργαλειού ήταν κυρίως κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, ενδύματα, διακοσμητικά κ.α.
Απλάδι (το): ρούχο από προβατόμαλλο. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για τα σαμάρια των ζώων σε γιορτές, γάμους, πανηγύρια και για στρωσίδια. Στα μεγάλα δωμάτια έστρωναν την σαλαπάδα που ήταν μεγάλο υφαντό.
Γιούρντα (η): γυναικείο πανωφόρι που είχε σιρίτια.
Δισάκι (το): διπλό σακούλι που κρεμιόταν συνήθως στον ώμο.
Κουβέρτα (η): υφαντό που χρησιμοποιούσαν για φιγούρα για στρωσίδι κρεβατιών, από μάλλινο υφάδι και βαμβακερό στημόνι.
Κουρελού (η): υφαντό που χρησιμοποιούσαν για στρωσίδι, που γινόταν από στενόμακρα κομμάτια φθαρμένων ρούχων (παλιόρουχων).
Ματαράτσι (το): μάλλινο σκούρο κλινοσκέπασμα που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν άχερα και για σακούλες δημητριακών.
Μπαντανία, μαντανία, βελέντζα (η) : χοντρό χνουδωτό μάλλινο κλινοσκέπασμα χτυπημένο στην νεροτριβή.
Σάϊσμα (το): υφαντό από κοζά (γιδόμαλλο) χτυπημένο στην νεροτριβή, που το έστρωναν στο δάπεδο και κυρίως στο παραγώνι.
Σακούλι, ταγάρι (το): υφαντό με σχέδια που με σχοινί κρεμιόταν στον ώμο. Το χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για σχολική τσάντα.
Φλοκάτη (η): υφαντό από μάλλινα μικρά κομμάτια νήματος (φλόκια) φυτεμένα στο στημόνι. Στην νεροτριβή γινόταν χνουδωτή.
Τιμή μεγάλη και τρανή πουν’ αργαλειός στο σπίτι,
το κάθε δόντι του χτενιού αξίζει μαργαρίτη
Τα σπάρτινα ρούχα
Το σπάρτο είναι φυτό με λεπτούς βλαστούς σαν βελόνες πλεξίματος που ευδοκιμούσε στην Σπαρτουλιά, στην Μποκοβίνα και στο Καρμπέτα. Αφού έκοβαν τα βλαστάρια τα έκαναν χερόβολα και τα τοποθετούσαν στο ποτάμι πλακωμένα με πέτρες για να μουλιάσουν.
Μετά από μερικές μέρες το ζεμάτιζαν στο λεβέτι και χτυπούσαν τους βλαστούς με τον κόπανο σε μεγάλη ποταμόπετρα, για να ξεχωρίσει η φλούδα. Όταν στέγνωνε γινόταν το ξάσιμο και το γνέσιμο. Mε το σπάρτινο νήμα γίνονταν στον αργαλειό κυρίως στρωσίδια.
Όλα τα ρούχα του αργαλειού τα τοποθετούσαν σε στοίβες διπλωμένα κάθετα στο «γιούκο». Τακτικά τα επιδείκνυαν όταν τα έβγαζαν να αεριστούν στα μπαλκόνια και στα παλούκια ( ξύλινοι φράχτες).
Πλεχτά
Βελέσι (το): πλεχτό γυναικείο μισοφόρι.
Μπελερίνα (η): κοντή διπλή εσάρπα πλεγμένη με προβατόμαλλο.
Σκαλτσούνια (τα): γυναικείες και ανδρικές πλεχτές κάλτσες
Γάντια
Σκούφοι
--------------------
Μάϊος 2006
Κ.Παπαντωνόπουλος
Το κέντημα των ρούχων
«Τα σκουτιά, που φτιάνανε, τα κάνανε με κεντίδια. Βάνανε κεντίδια στα φαντά πουκάμισα, στα μεσοφόρια και στα βελέσια και στις περσότερες κουβέρτες. Μερικές βάνανε πολλών λογιών κεντίδια, όπως λέει και το τραγούδι:
«Πέρασα π’ ένα χωριό κι είδα μια στον αργαλειό
Κι έφτιανε το σιγαϊτάνι, δεκοχτώ λογιών το φτιάνει».
Στ’ άλλα τα ρούχα βάνανε κορδέλες, πιέττες ή ντα(ν)μτέλλες (=δαντέλλες). Τα μεσοφόρια είχανε και κεντίδια και κορδέλα στο λαιμό με πιέττες κόκκινες και λαζούρι. Το βελέσι (=είδος μεσοφοριού) ήτανε φαντό με καμούφα (=βολάν) με λιανές (=λεπτές) ρίγες λαζούρι (=μπλέ) και κόκκινες.
Τα αντρικά εσώρουχα ήταν κι αυτά στον αργαλειό κεντημένα με δυο ζωνάρια μπρος και δυο πίσω και τα γυναικεία έξω από τα κεντίδια είχανε και νταμτέλλες……….
Στον αργαλειό, λοιπόν, με μαλλί έφτιαχναν τα απλάδια τους (στρωσίδια για τις καλές περιστάσεις της ζωής, π.χ. τους γάμους), τα σαλάπλαδα, τις κουρελούδες τους, τις μπαντανίες και τις κουβέρτες τους καθώς και τα σαϊσματα για το παραγώνι, τα τράστα και τις γιούρτες (γυναικεία πανωφόρια). Με σπάρτο (φυτό), επίσης, έφτιαχναν διάφορα στρωσίδια που δεν υστερούσαν καθόλου σε εμφάνισh.
«Τα σκουτιά, που φτιάνανε, τα κάνανε με κεντίδια. Βάνανε κεντίδια στα φαντά πουκάμισα, στα μεσοφόρια και στα βελέσια και στις περσότερες κουβέρτες. Μερικές βάνανε πολλών λογιών κεντίδια, όπως λέει και το τραγούδι:
«Πέρασα π’ ένα χωριό κι είδα μια στον αργαλειό
Κι έφτιανε το σιγαϊτάνι, δεκοχτώ λογιών το φτιάνει».
Στ’ άλλα τα ρούχα βάνανε κορδέλες, πιέττες ή ντα(ν)μτέλλες (=δαντέλλες). Τα μεσοφόρια είχανε και κεντίδια και κορδέλα στο λαιμό με πιέττες κόκκινες και λαζούρι. Το βελέσι (=είδος μεσοφοριού) ήτανε φαντό με καμούφα (=βολάν) με λιανές (=λεπτές) ρίγες λαζούρι (=μπλέ) και κόκκινες.
Τα αντρικά εσώρουχα ήταν κι αυτά στον αργαλειό κεντημένα με δυο ζωνάρια μπρος και δυο πίσω και τα γυναικεία έξω από τα κεντίδια είχανε και νταμτέλλες……….
Στον αργαλειό, λοιπόν, με μαλλί έφτιαχναν τα απλάδια τους (στρωσίδια για τις καλές περιστάσεις της ζωής, π.χ. τους γάμους), τα σαλάπλαδα, τις κουρελούδες τους, τις μπαντανίες και τις κουβέρτες τους καθώς και τα σαϊσματα για το παραγώνι, τα τράστα και τις γιούρτες (γυναικεία πανωφόρια). Με σπάρτο (φυτό), επίσης, έφτιαχναν διάφορα στρωσίδια που δεν υστερούσαν καθόλου σε εμφάνισh.
Λαϊκός Βίος και Πολιτισμός της Πέρσαινας Ηλείας και της ευρύτερης περιοχής του οροπεδίου Φολόης. Χρυσούλας Δεπάστα Αργυρακοπούλου.
Πηγή:http://www.antroni.gr/cms/paradosi/2008-09-25-17-47-07/935-argaleios-roka
Πηγή:http://www.antroni.gr/cms/paradosi/2008-09-25-17-47-07/935-argaleios-roka
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.