Επιμέλεια: Ηλίας Τουτούνης
ΜΙΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΒΙΩΜΕΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΤΩΝ ΚΟΠΑΔΙΩΝ ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ
-Τι θα κάμουμε τώρα;
- Θα ντα φύγουμε για τον γκάμπο, από ’κει, κάτου.
Εκείνος [ο άλλος κτηνοτρόφος] ήτανε πιο ζόρικος. Μικρότερος από μένα κανά-δυο χρόνια, έσπρωξε τα δικά του πρόβατα μπροστά. Τα ’σπασ’ από τον κλοιό και πήρε δρόμο. Μπροστά επααίνανε αυτά, κοντά επααίνανε τα δικά μου. Είχαμε δυο καπότια[7] -που ήταν ραφτάδες και τα κάνανε- μάλλινα, από μαλλί, τα φορήγαμε. Τα –είχαμε παρμένα έτσι. Όταν πήγαμε στον Αγιοκωνσταντίνο– γιατί εκεί ’θελα ντα περάσουμε να πέσουμε από ’δω κατ’, προς τα κάτου- έρινε και φύσαγε. Εκεί αγναντεύω αυτόνε μπροστά, το πήρε το καπότι ο αέρας, τόσο δυνατός. Του το πήρε, αυτός τ’ άφηκε το καπότι. Έφυγε έτσι με το… Κι έρινε!!... Έφτασα και ’γω πιάνοντα από τις ασφάκες, εδώ-εκεί, εδώ-εκεί, εβγήκα και ’γω στο διάσελο, επέσαμε από ’δω. Έσμιξε ο θεός και η γη! Έρινε!!!... Τετρακόσια πρόβατα πααίνανε… Τα ποτάμια, τα νερά…. Τώρα, αν τύχει τούτ’ η νεολαία και περάσει μία… θα πεθάνουνε ούλοι!
Εμείς, αφού τελοσπάντων έριξε, δεν εφυλαγόμαστ’ από τίποτα. Έμπαινε το νερό από ’δώ [απ’ το λαιμό] κι έβγαινε κάτου. Καλά! Εφτάσαμε στο Σταυροδρόμι.[8] Εκεί είχε ένας κάνει μια χαμοκέλα κ’ είχε ένα μαγαζάκι μέσα. Του λέμε,
-Μωρέ, σπίρτα έχεις;
- Έχω, λέει.
- Δο-μας ’να κουτί σπίρτα.
Μου τα φέρνει. ’Κει μπροστά είναι δυο ποταμάκια, δώθε από το Σταυροδρόμι. Το λένε και στα «Διπόταμα». Εκεί έπρεπε να περάσουμε. Λέει, εφτού δεν περνάει. Είναι όξω [το νερό, πλημμυρισμένο]. Θα πάτε από του Μπάλκου* τα Χάνια, ψηλότερα κανά μισάωρο παραπάν’ και θα γυρίστε… Έτσι κι έγινε.
Ήτανε γιοφύρι ’κει, βγήκαμε σε μια τοποθεσία που πάντα εκεί το βράδυ μέναμε.
Ούλα τα βράδια. ¨Σωρό¨ λέγεται Λάκα[9] ’κει, γύρω-γύρω κλαριά βουνά, αλλά κάμπος. Εφτάσαμε ’κει τέτοια ώρα [περίπου μεσάνυχτα]. Εκράτησε κι ο Θεός, δεν έβρεξ’ άλλο, εδεκεί εσταμάτησε. Σκέψου, έρινε εικοσιτέσσερις ώρες! Τα σπίρτα τα –είχα ’γω και τα ’χα ’δεπά στην αμασχάλη βαλμένο και το χέρι το -είχα έτσι [σφιχτό, ν’ ακουμπάει στο πλευρό], ήτανε στεγνό στην αμασχάλη.
Εφτάσαμε ’κει, του λέου,
-Τι θα κάνουμε, μωρέ! Θα πεθάνουμ’ απόψε!
-Ποιος το είπε;
Κείνος δεν λογάριαζε τίποτα!
-Πάψε, ρε, μου λέει. Εκεί που ελέγαμε, κολλάει [ανεβαίνει] απάνου σ’ ένα πλάι, ηύρε ρείκια, ξερά. Τα ρείκια, μια στιγμή να κρατήσει [να σταματήσει η βροχή] στεγνώνει. Κι έκοψε μια αγκαλιά ρείκια και ροβόληκε ’κει κάτου. Και πάαινε τον ανήφορο, στην άκρη στην λάκα. Και τα πρόβατα ’κει, τα πααίναμ’ οι δυο μας. Εκεί ένας από του Μαστραντώνη, είχε κόψει τριάντα φορτώματα ξύλα από σκίντα[10]-ξύλο δεν μπορείς να βρεις εκεί- και τα είχε παρμένο. Τον πάει ο θεός και τα ηύρηκε τα ξύλα.
-Έλα εδώ, μωρέ, μου λέει.
-Τι θες;
-Ρε, έλα ’δω, έλα ’δω!
Καλά… Αρπάζουμε ’κει και κουβαλάγαμε εκεί που ’ταν το δρομάκι, είχε κάτι σκίντα στρογγυλά, έφκιασε ένα σωρό σαν καμίνι, σκιντάρια χοντρά, βάνει τα ρείκια απού κάτου, του δίνω τα σπίρτα, τ’ ανάβει αυτός απουκά, άναψ’ ο θεός και η γη!!... Αφού καιγότανε οχτώ ημέρες ’κείνη η φωτιά! Εβγάλαμε τα σακάκια, βγάλαμε τις φανέλες, τα βγάλαμε ούλα, τα στεγνώσαμε ’κει γίναμε!..
-Ε τώρα, μου λέει, κοιμήσου εσύ, εγώ θα τηράου. Ήσαντε ζούδια, τσακάλια, μην φάν’ τα πρόβατα. Τα απαράτηκα ’γω. Ήτανε λεύτερος αυτός. Το κόβω ύπνο ’κει στα σκίντα, καιγότανε κει, φώτισε.
Από ’δω είν’ ένα χωριό, το λένε Κερασίτσα[11], από ’κει θελά περάσουμε. Επεράσαμε από την Κερασίτσα**, μας γνωρίζανε ούλοι εκεί, είχε μαγαζί ένας Βγενόπουλος πάρα ’δω, φέρνει ρέγγους, φέρνει κρασί, μας ’φέραν ψωμί εκεί, μας δώκανε από ούλα. Είμαστε
νηστικοί από το προηγούμενο βράδυ.
Τα πρόβατα τα κρατήσαμ’ εκεί, απόξω από το μαγαζί, ήπιαμε κρασί. Εφάγαμε καλά, εγώ, ήτανε κοντά στην Κερασίτσα τα λιβάδια μου, προς του Κάλφα.[12] Ετράβηξα να φύγω. Φτάσαμε κάνα τέταρτο, μισή ώρα, ’θαλα χωρίσουμε. Εκείνος θα ’ρχότανε ’δω στο βουνό, στις Πόρτες[13] εγώ πάαινα ’κείθε. Τα πρόβατα επειδής εξέρανε τα λιβάδια, εχωρίσανε μοναχά τους, χωρίς να ντα παλέψουμε κανένας.
Νταν! Στο ένα! Τα δικά μου πάαιναν έτσι, εκεινού πααίνανε έτσι. Πάει…-Έλα, μου λέει, τράβα, σε πεντέξι μέρες θα σμίξουμε ’κει όσο να… Τα πήγα στο λιβάδι τα πρόβατα (…)
Με κάτι βασταγούρια, κάτι άλογα, φορτώσανε ότι είχανε ’κει, και κοντά, πίσω, άλλοι κτηνοτρόφοι, τους έσφιξα ντα χρόνια κι ερχόσαντε, αλλά βρίσκανε τη φωτιά ούλοι. Η φωτιά δεν έσβηνε ’κείνη. Εκεί λέγανε, «οι Μαστοραίοι τη βάλανε και γλυτώσαμε». Κοιμόσαντε κι άλλοι εκεί τα βράδια. Ε, αν εμέναμε [στο βουνό], τα πρόβατα -τα χιόνια φτάσανε ένα μέτρο στο βουνό, στον Αγιοκωνσταντίνο- δε μπερνάγαμε! Ήτανε καλοκαιριά, και λέγαμε να μη χαλάσουμε τα λιβάδια στον γκάμπο, ας περάσουμ’ ακόμα όσο μπορούμε, ’δω κοντά είμαστε. Κι όπως είμαστε κοντά, και τα κατεβάσαμε. Οι άλλοι που ήσαντε μακριότερα, βρήκανε κομμένο το δρόμο την άλλη μέρα…»
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή, περιοδικό Επτά ημέρες, Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2001, άρθρο της Ελένης Ψυχογιού (Λαογράφου, ερευνήτριας στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών), σελ. 28.
Παρατηρήσεις Ηλία Τουτούνη:
*Εδώ νομίζω έχει απομαγνητοφωνηθεί λάθος, διότι δεν υπάρχει Μπάλκου Χάνια, αλλά Μπάλιου Χάνια.
**Εδώ, έχει πάλι από λάθος, απομαγνητοφωνηθεί τ’ όνομα του οικισμού. Ο οικισμός παλιά ονομαζόταν Κρασέτζα και όχι Κερασίτσα.
Σημείωση: Η ορθογραφία του κειμένου παρέμεινε ως είχε.
ΜΙΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΒΙΩΜΕΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΤΩΝ ΚΟΠΑΔΙΩΝ ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ
Ο
Οκτώβρης είναι ο μήνας που οι ποιμένες, οδηγούμενοι από τον οικολογικό
καταναγκασμό, κατεβαίνουν με τα κοπάδια από τα αλπικά λιβάδια των βουνών
στους κάμπους, να ξεχειμωνιάσουν. Όσο αισιόδοξο και άνετο είναι το
ανέβασμα ανθρώπων και ζώων μέσα στην ανοιξιάτικη φυσική αλλά και ψυχική
ευδία, τόσο αγωνιώδες και επίπονο είναι το κατέβασμα μέσα στη
φθινοπωρινή συγκυρία, οπότε η μέρα έχει μακρύνει, τα ζώα εγκυμονούν, οι
καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες[1].
Αντί άλλης διαπραγμάτευσης για μια τέτοια κοπιώδη πορεία παραχωρούμε το λόγο στην παραμυθιακή αφήγηση ενός κτηνοτρόφου. Μαρτυρία[2]
ανοικτή σε πολλαπλές αναγνώσεις, αναδεικνύει εδώ -μέσα από την
πυκνότητα και παραστατικότητα της προφορικότητας, και κυρίως μέσα από
την ίδια βιωμένη γνώση- το πόσο κυριολεκτικός είναι εν τέλει ο τίτλος
«Οι δρόμοι των νερών και κοπαδιών».
«…Στο
βουνό σ’ ανεβάζει η εποχή. Κατά τον Μάιο μήνα, θα φύγεις για τα βουνά.
Κι όσα πρόβατα είναι μαθημένα για το βουνό, θέλουνε να φύγουνε. Θέλ’νε,
κι άμα ο κτηνοτρόφος τα βγάλει όξω στον δρόμο, φεύγουνε μοναχά τσου και
πάνε για την τοποθεσία ’κει. Φεύγουνε, ξέρουνε τον δρόμο. Πάλι όταν
θέλουνε να φύγουνε, που τα ζορίζει το κρύο εκεί, πάλι το καταλαβαίνουνε.
Γιατί το πρόβατο, κάθε πράμα[3],
είναι νοητό σαν τον άνθρωπο. Κι ας μην έχει μιλιά. Ξέρει, καταλαβαίνει.
Πώς να στο ειπώ (…) είναι όπως ο άνθρωπος, που πάει σπίτι του (…).
Μια φορά, εγώ ο ίδιος μ’ ένα ξάδερφό μου, τα είχαμε [τα πρόβατα] ’κει, στον Αγιοκωνσταντίνο[4], κάτου, που είν’ το ποτάμι[5]
(…) Επαραμείναμε ’κεί, κείνος είχε διακόσα είκοσι πρόβατα, εγώ εκατόν
ογδόντα. Είδαμε τον καιρό που εχάλασε έτσι. Τ’ άλλα βράδια τ’ αφήναμε
ψηλά [τα πρόβατα] κείν’ το βράδυ τα κατεβάσαμε ’κει κάτου. Όπως τέτοια
ώρα [απόβραδο], εφάγαμε ψωμί ’κει στη χαμοκέλα[6], είχαμε φωτιά, ούλα, βγαίνει όξω ’κείνος εκεί, έρινε χιόνι.
-Τι λες, μωρέ! Του λέω.
-Ναι, μου λέει, τι θα γίνουμε;
Εμείς
δεν μπαθαίναμε τίποτα ’κει, τέλος πάντων. Δεν κοιμηθήκαμε το βράδυ.
Εξενυχτήσαμε εκεί, μέσα-όξω, τηράγοντας. Τα πρόβατα, τα ’χαμ’ ο ένας
εκεί, ο άλλος εκεί. Το πρωί εντέλει ξημέρωσε. Χιόνι, χιόνι,
χιόνι!..Χιόνι που ’ρινε, και ψιχάλα, και σε βάρηγε και σε πέρναγε στην
άλλη μεριά! Τα πρόβατα είχανε κάμει ένα χορό μες το χιόνι, δεν είχανε
που να τρουπώσουνε, αλλά ερχόσαντε τροΰρω και ήτανε σαν όργωμα κάτου!-Τι θα κάμουμε τώρα;
- Θα ντα φύγουμε για τον γκάμπο, από ’κει, κάτου.
Εκείνος [ο άλλος κτηνοτρόφος] ήτανε πιο ζόρικος. Μικρότερος από μένα κανά-δυο χρόνια, έσπρωξε τα δικά του πρόβατα μπροστά. Τα ’σπασ’ από τον κλοιό και πήρε δρόμο. Μπροστά επααίνανε αυτά, κοντά επααίνανε τα δικά μου. Είχαμε δυο καπότια[7] -που ήταν ραφτάδες και τα κάνανε- μάλλινα, από μαλλί, τα φορήγαμε. Τα –είχαμε παρμένα έτσι. Όταν πήγαμε στον Αγιοκωνσταντίνο– γιατί εκεί ’θελα ντα περάσουμε να πέσουμε από ’δω κατ’, προς τα κάτου- έρινε και φύσαγε. Εκεί αγναντεύω αυτόνε μπροστά, το πήρε το καπότι ο αέρας, τόσο δυνατός. Του το πήρε, αυτός τ’ άφηκε το καπότι. Έφυγε έτσι με το… Κι έρινε!!... Έφτασα και ’γω πιάνοντα από τις ασφάκες, εδώ-εκεί, εδώ-εκεί, εβγήκα και ’γω στο διάσελο, επέσαμε από ’δω. Έσμιξε ο θεός και η γη! Έρινε!!!... Τετρακόσια πρόβατα πααίνανε… Τα ποτάμια, τα νερά…. Τώρα, αν τύχει τούτ’ η νεολαία και περάσει μία… θα πεθάνουνε ούλοι!
Εμείς, αφού τελοσπάντων έριξε, δεν εφυλαγόμαστ’ από τίποτα. Έμπαινε το νερό από ’δώ [απ’ το λαιμό] κι έβγαινε κάτου. Καλά! Εφτάσαμε στο Σταυροδρόμι.[8] Εκεί είχε ένας κάνει μια χαμοκέλα κ’ είχε ένα μαγαζάκι μέσα. Του λέμε,
-Μωρέ, σπίρτα έχεις;
- Έχω, λέει.
- Δο-μας ’να κουτί σπίρτα.
Μου τα φέρνει. ’Κει μπροστά είναι δυο ποταμάκια, δώθε από το Σταυροδρόμι. Το λένε και στα «Διπόταμα». Εκεί έπρεπε να περάσουμε. Λέει, εφτού δεν περνάει. Είναι όξω [το νερό, πλημμυρισμένο]. Θα πάτε από του Μπάλκου* τα Χάνια, ψηλότερα κανά μισάωρο παραπάν’ και θα γυρίστε… Έτσι κι έγινε.
Ήτανε γιοφύρι ’κει, βγήκαμε σε μια τοποθεσία που πάντα εκεί το βράδυ μέναμε.
Ούλα τα βράδια. ¨Σωρό¨ λέγεται Λάκα[9] ’κει, γύρω-γύρω κλαριά βουνά, αλλά κάμπος. Εφτάσαμε ’κει τέτοια ώρα [περίπου μεσάνυχτα]. Εκράτησε κι ο Θεός, δεν έβρεξ’ άλλο, εδεκεί εσταμάτησε. Σκέψου, έρινε εικοσιτέσσερις ώρες! Τα σπίρτα τα –είχα ’γω και τα ’χα ’δεπά στην αμασχάλη βαλμένο και το χέρι το -είχα έτσι [σφιχτό, ν’ ακουμπάει στο πλευρό], ήτανε στεγνό στην αμασχάλη.
Εφτάσαμε ’κει, του λέου,
-Τι θα κάνουμε, μωρέ! Θα πεθάνουμ’ απόψε!
-Ποιος το είπε;
Κείνος δεν λογάριαζε τίποτα!
-Πάψε, ρε, μου λέει. Εκεί που ελέγαμε, κολλάει [ανεβαίνει] απάνου σ’ ένα πλάι, ηύρε ρείκια, ξερά. Τα ρείκια, μια στιγμή να κρατήσει [να σταματήσει η βροχή] στεγνώνει. Κι έκοψε μια αγκαλιά ρείκια και ροβόληκε ’κει κάτου. Και πάαινε τον ανήφορο, στην άκρη στην λάκα. Και τα πρόβατα ’κει, τα πααίναμ’ οι δυο μας. Εκεί ένας από του Μαστραντώνη, είχε κόψει τριάντα φορτώματα ξύλα από σκίντα[10]-ξύλο δεν μπορείς να βρεις εκεί- και τα είχε παρμένο. Τον πάει ο θεός και τα ηύρηκε τα ξύλα.
-Έλα εδώ, μωρέ, μου λέει.
-Τι θες;
-Ρε, έλα ’δω, έλα ’δω!
Καλά… Αρπάζουμε ’κει και κουβαλάγαμε εκεί που ’ταν το δρομάκι, είχε κάτι σκίντα στρογγυλά, έφκιασε ένα σωρό σαν καμίνι, σκιντάρια χοντρά, βάνει τα ρείκια απού κάτου, του δίνω τα σπίρτα, τ’ ανάβει αυτός απουκά, άναψ’ ο θεός και η γη!!... Αφού καιγότανε οχτώ ημέρες ’κείνη η φωτιά! Εβγάλαμε τα σακάκια, βγάλαμε τις φανέλες, τα βγάλαμε ούλα, τα στεγνώσαμε ’κει γίναμε!..
-Ε τώρα, μου λέει, κοιμήσου εσύ, εγώ θα τηράου. Ήσαντε ζούδια, τσακάλια, μην φάν’ τα πρόβατα. Τα απαράτηκα ’γω. Ήτανε λεύτερος αυτός. Το κόβω ύπνο ’κει στα σκίντα, καιγότανε κει, φώτισε.
Από ’δω είν’ ένα χωριό, το λένε Κερασίτσα[11], από ’κει θελά περάσουμε. Επεράσαμε από την Κερασίτσα**, μας γνωρίζανε ούλοι εκεί, είχε μαγαζί ένας Βγενόπουλος πάρα ’δω, φέρνει ρέγγους, φέρνει κρασί, μας ’φέραν ψωμί εκεί, μας δώκανε από ούλα. Είμαστε
νηστικοί από το προηγούμενο βράδυ.
Τα πρόβατα τα κρατήσαμ’ εκεί, απόξω από το μαγαζί, ήπιαμε κρασί. Εφάγαμε καλά, εγώ, ήτανε κοντά στην Κερασίτσα τα λιβάδια μου, προς του Κάλφα.[12] Ετράβηξα να φύγω. Φτάσαμε κάνα τέταρτο, μισή ώρα, ’θαλα χωρίσουμε. Εκείνος θα ’ρχότανε ’δω στο βουνό, στις Πόρτες[13] εγώ πάαινα ’κείθε. Τα πρόβατα επειδής εξέρανε τα λιβάδια, εχωρίσανε μοναχά τους, χωρίς να ντα παλέψουμε κανένας.
Νταν! Στο ένα! Τα δικά μου πάαιναν έτσι, εκεινού πααίνανε έτσι. Πάει…-Έλα, μου λέει, τράβα, σε πεντέξι μέρες θα σμίξουμε ’κει όσο να… Τα πήγα στο λιβάδι τα πρόβατα (…)
Με κάτι βασταγούρια, κάτι άλογα, φορτώσανε ότι είχανε ’κει, και κοντά, πίσω, άλλοι κτηνοτρόφοι, τους έσφιξα ντα χρόνια κι ερχόσαντε, αλλά βρίσκανε τη φωτιά ούλοι. Η φωτιά δεν έσβηνε ’κείνη. Εκεί λέγανε, «οι Μαστοραίοι τη βάλανε και γλυτώσαμε». Κοιμόσαντε κι άλλοι εκεί τα βράδια. Ε, αν εμέναμε [στο βουνό], τα πρόβατα -τα χιόνια φτάσανε ένα μέτρο στο βουνό, στον Αγιοκωνσταντίνο- δε μπερνάγαμε! Ήτανε καλοκαιριά, και λέγαμε να μη χαλάσουμε τα λιβάδια στον γκάμπο, ας περάσουμ’ ακόμα όσο μπορούμε, ’δω κοντά είμαστε. Κι όπως είμαστε κοντά, και τα κατεβάσαμε. Οι άλλοι που ήσαντε μακριότερα, βρήκανε κομμένο το δρόμο την άλλη μέρα…»
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή, περιοδικό Επτά ημέρες, Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2001, άρθρο της Ελένης Ψυχογιού (Λαογράφου, ερευνήτριας στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών), σελ. 28.
Παρατηρήσεις Ηλία Τουτούνη:
*Εδώ νομίζω έχει απομαγνητοφωνηθεί λάθος, διότι δεν υπάρχει Μπάλκου Χάνια, αλλά Μπάλιου Χάνια.
**Εδώ, έχει πάλι από λάθος, απομαγνητοφωνηθεί τ’ όνομα του οικισμού. Ο οικισμός παλιά ονομαζόταν Κρασέτζα και όχι Κερασίτσα.
Σημείωση: Η ορθογραφία του κειμένου παρέμεινε ως είχε.
[1]
Για την εποχική κινητικότητα των κτηνοτρόφων παραπέμπεται ο αναγνώστης
και στο σχετικό άρθρο της γράφουσας «Μάη στους δρόμους των κοπαδιών»
στις «Επτά Ημέρες» για τον μήνα Μάιο.
(«Η Καθημερινή», Κυριακή 6/5/2001).
[2]
Η μαρτυρία αποτελείται από αποσπάσματα μαγνητοφωνημένης συνομιλίας που
έγινε στα Μαστορέικα στον κάμπο, και στην Κρυόβρυση (Δερβινή), κατά
κορυφήν του Αστρά (Ερύμανθος) Ηλείας, τον Αύγουστο του 1989 (βλ. ΚΕΕΛ,
Αρχείο Χειρογράφων, αρ. 4400, σ. 217-227: επιτόπια έρευνα –ηχογράφηση
απομαγνητοφώνηση Ελένη Ψυχογιού).
Διηγείται
ο -συγχωρεμένος τώρα- Ασημάκης Μάστορας, με την κριτική παρουσία του
–επίσης θανόντος- αδελφού του, Μήτσου (71 και 68 χρονών αντίστοιχα, την
εποχή της έρευνας) και μερικών άλλων. Τα δυο (από τα τέσσερα συνολικά)
αδέρφια υπήρξαν μεταβατικοί κτηνοτρόφοι, με μόνιμο ορεινό χωριό την
Κρυόβρυση και χειμαδιό σε διάφορα κατά καιρούς λιβάδια στους κάμπους της
Δύνης και της Τριταίας Αχαΐας αλλά και της Γαστούνης Ηλείας, όπου
εγκαταστάθηκαν τελικά μόνιμα, ιδρύοντας τον ομώνυμο οικογενειακό
οικισμό, ως εδραίοι αγροκτηνοτρόφοι πλέον.
[3] Πράμα, πληθ. πράματα = τα εκτρεφόμενα ζώα.
[4] Τοπωνύμιο και χαλάσματα ομώνυμου ξωκκλησιού στην κορυφή του Ερυμάνθου.
[5] Αναφέρεται στις πηγές του ηλειακού Πηνειού, στις κορυφές του Ερυμάνθου, κοντά στην Κρυόβρυση.
[6] Χαμοκέλα = πέτρινο καλύβι.
[7] Καπότι, πληθ. καπότια = υφαντές ποιμενικές κάπες με κουκούλα.
[8] Χωριό της Τριταίας, οδικός κόμβος στις υπώρειες του Ερυμάνθου.
[9] Λάκα = αβαθές, εκτεταμένο κοίλωμα του εδάφους.
[10] Σκίντα = σχίνα.
[11] Το χωριό Αγία Βαρβάρα στην Τριταία.
[12]
Χωριό στα βόρεια*** του κάμπου της Τριταίας, στις υπώρειες του βουνού
Σανταμέρι (Σκόλλις). Το βουνό ξεκομμένο από τον όγκο του Ερυμάνθου, μαζί
με την συνεχόμενη λοφοσειρά Μόβρη στη Δύμη, αποτελεί το ΒΑ σύνορο του
νομού Ηλείας προς τον νομό Αχαΐας και έχει φιλοξενήσει για ξεχειμώνιασμα
στις λοφώδες του υπώρειες χιλιάδες γιδοπρόβατα, διαχρονικά.
***Εδώ χρειάζεται μια διόρθωση: Το Κάλφα δεν βρίσκεται βόρεια του κάμπου της Τριταίας αλλά νοτιοδυτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.