Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟ ΠΗΝΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΒΟΗΤΗ ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
ΟΙ ΡΕ(Ν)ΤΖΑΙΟΙ
Στο χωριό Πέτρα που βρίσκεται ενδιάμεσα της Πρέβεζας και των Ιωαννίνων, κατά τον Ιούνιο του 1926, σημειώθηκε μία από τις χειρότερες, αλλά και πιο αιματηρές, ληστείες που συνέβησαν στα ελληνικά ποινικά χρονικά. Οι δράστες ήταν δέκα σεσημασμένοι παράνομοι της εποχής. Την ιδέα και την διοργάνωση όλης αυτής της επιχείρησης ήσαν οι περιβόητοι αδελφοί Ρετζαίοι.
Ο μεγαλύτερος εκ των αδελφών Ρέτζου, ο Γιάννης, γεννήθηκε στο χωριό Ανώγι Πρέβεζας το 1896 και το 1899 ο Θύμιος. Κατά την άνοιξη του 1909, ο πατέρας τους που ήταν κτηνοτρόφος, δολοφονήθηκε άγρια από τρεις ζωοκλέφτες. Το 1917 ενώ υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία πληροφορήθηκαν την ταυτότητα των δραστών της δολοφονίας του πατέρα τους. Η οργή τους ξεχείλισε, με αποτέλεσμα να λιποτακτήσουν, να ανέβουν στο βουνό και να πάρουν εκδίκηση σκοτώνοντας μόνο τους δύο πρώτους, αφού διαπιστώθηκε πως ο τρίτος είχε διαφωνήσει με την δολοφονία του πατέρα τους και δεν έλαβε μέρος σ' αυτήν. Περνώντας οριστικά στην παρανομία ως το 1925, η δράση τους σημαδεύτηκε από δολοφονίες και σύμφωνα με τον τύπο της εποχής έφτασαν στις σαράντα επτά, ενώ κατ' άλλες πηγές στις ενενήντα οκτώ, επίσης διέπραξαν αναρίθμητες κλοπές και ληστείες, καθώς και απαγωγές για την είσπραξη λύτρων.
Στις 14 Νοεμβρίου 1925, η κυβέρνηση του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, χορήγησε αμνηστία, σύμφωνα με την οποία απαλλασσόταν «....πάσης ποινής ο ληστής, φυγόδικος ή φυγόποινος ή υπόδικος, όστις μόνος ή μετά πολιτών ή τη συμπράξει δημοσίας δυνάμεως συνέλαβε και προσήγαγε ή εφόνευσε ληστήν επικεκηρυγμένον, αφιέμενος ελεύθερος άμα τη πιστοποιήσει τούτου υπό της Αστυνομικής Αρχής...». Το διάταγμα αφορούσε σε αξιόποινες πράξεις που είχαν διαπραχθεί στην περιοχή της Ηπείρου, αλλά η ισχύς του μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες περιοχές, με νέο διάταγμα του υπουργείου Εσωτερικών. Οι αδελφοί Ρετζαίοι σκοτώνοντας τους παλιούς συντρόφους τους Στ. Σιντόρη και Κοντογιώργο, κατάφεραν να περιληφθούν στα ευεργετικά μέτρα και να εγκατασταθούν μόνιμα στην πόλη των Ιωαννίνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την είσοδό τους στην πόλη, πλήθος λαού τους υποδέχτηκε, μεταξύ αυτών και εκπρόσωποι των τοπικών αρχών, ακόμη και ο Αστυνομικός Διευθυντής των Ιωαννίνων.
Έγραφε σχετικά ο δημοσιογράφος Αντώνης Σβώκος το έτος 1928 της εφημερίδας «Η Ελληνική»: «...Η είδησις της αμνηστεύσεως διεδόθη αστραπιαίως εις ολόκληρον την πόλιν των Ιωαννίνων. Αι εντόπιοι εφημερίδες ωργίασαν εις παραρτήματα περιγράφοντα τα των διαπραγματεύσεων με τους ληστάρχους και τα των φόνων των Σιντόρη και Κοντογιώργη. Οι ληστοτρόφοι έξαλλοι από χαράν διετυμπάνιζον ασυστόλως ότι και αυτοί εβοήθησαν τους Ρετζαίους να πάρουν αμνηστείαν. Έκαστος εφρόντιζε να εξασφαλίση υπέρ εαυτόν την φιλίαν των Ρετζαίων οι οποίοι ήδη ήσαν πλούσιοι. Όλοι εποδοπατούντο να κάνουν προετοιμασίας δώρων δια τους ληστάρχους... Είναι ανώτερον πάσης περιγραφής τι έγινεν όταν οι Ρετζαίοι εμπήκαν εις τα Γιάννενα συνοδευόμενοι από πεντηκοντάδα αυτοκινήτων. Όλος ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί εις την πλατείαν για να ιδή τα παλληκάρια. Ένα αίσθημα θαυμασμού και τρόμου συγχρόνως εκίνει ολόκληρον εκείνον τον κόσμον. Ήθελον να ιδούν τους ανθρώπους που ετρομοκράτουν επί έτη ολόκληρα την Ήπειρον. Φιλομειδείς οι λήσταρχοι εσκορπούσαν χαμόγελα προς τον αφελή κοσμάκη που τους εκύκλωνε. Εποδοπατήθηκαν ποιος να τους πρωτοπεριποιηθή. Αι προσκλήσεις κατέφθανον σωρηδόν εις το ξενοδοχείον όπου κατέλυσαν οι λήσταρχοι. Η δόξα των είχε θαμβώσει τον κοσμάκην. Αι Αρχαί υπεκλείνοντο με σεβασμόν. Τα πάντα ήσαν εις την διάθεσιν των ληστάρχων.... Το μεσημέρι οι δύο Ρετζαίοι έφαγαν στο σπίτι του φίλου των Βασιλειάδη. Το γλέντι εσυνεχίσθη έως αργά την νύκτα. Εκείνη τη νύκτα ητόνισεν ακόμη και η διαταγή περί ασκόπων πυροβολισμών...».
Οι αδελφοί Ρετζαίοι κατάφεραν να περιληφθούν στα ευεργετικά μέτρα και να εγκατασταθούν μόνιμα στα Ιωάννινα και εγκαταστάθηκαν σε κεντρικό μέγαρο της πόλης, όπου ζούσαν πλουσιοπάροχα από τα τεράστια κέρδη που είχαν αποκομίσει το προηγούμενο διάστημα και συναναστρέφονταν με τα μέλη της υψηλής κοινωνίας.
Παρ' όλα αυτά δεν ξέχασαν τις συνήθειες και τις παρανομίες τους.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον βουλευτή Μιχ. Γούδα, τους επόμενους μήνες οι Ρετζαίοι «....εχρησίμευσαν ως ημιεπίσημα αστυνομικά όργανα του Κράτους, συμπαρεδρεύοντες εις την αστυνομίαν και παρέχοντες πληροφορίες», ενώ κατά τον βουλευτή Χρ. Χρηστοβασίλη «ήσαν διορισμένοι υπό του κράτους˙ ο εις με τον βαθμόν του αξιωματικού της χωροφυλακής και ο άλλος με τον βαθμόν του ενωμοτάρχου και επομένως εμισθοδοτούντο υπό του κράτους...». (Από τη συζήτηση στη Βουλή στις 10 Δεκεμβρίου 1926).
Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Στις 7.30 το πρωί της Κυριακής 13 Ιουνίου 1926, στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας στην Πρέβεζα, ένα αυτοκίνητο, σταμάτησε μπροστά στο κτίριο. Τοποθέτησαν τις τσάντες σε ένα άδειο ξύλινο κιβώτιο, που βρισκόταν στην οροφή του αυτοκινήτου. Στο αυτοκίνητο είχαν επιβιβάστηκαν συνολικά 9 άτομα. Γύρω στις 8.30 το πρωί και ενώ το αυτοκίνητο βρισκόταν στη θέση «Πέτρα», σε απόσταση 30 χλμ. από την Πρέβεζα, κοντά στο χωριό Λούρος της Φιλιππιάδας, ο οδηγός του αυτοκινήτου μετά από μια απότομη στροφή, διέκρινε έναν κορμό δένδρου τοποθετημένο κάθετα στον δρόμο και σταμάτησε, αλλά πριν αυτοί προλάβουν να αντιδράσουν, το αυτοκίνητο δέχτηκε καταιγιστικά πυρά από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι πρώτες σφαίρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον οδηγό Απ. Δράκο και ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο. Οι εννιά επιβάτες, εγκλωβισμένοι στο αυτοκίνητο, προσπάθησαν να ανταποδώσουν τα πυρά, αλλά η αντίστασή τους κάμφθηκε εντός ολίγου. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και η επιχείρηση είχε τελειώσει. Ο απολογισμός ήταν, νεκροί πέντε από τους επιβάτες, ενώ δύο βαριά τραυματισμένοι. Ο Β. Λαζαρίδης, μετά τους πρώτους πυροβολισμούς πρόλαβε και πήδηξε από το αυτοκίνητο, ενώ μαζί του πήδηξε και ο χωροφύλακας Λειβαδίτης, αλλά αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών. Ωστόσο, αν και τραυματισμένος ο Λειβαδίτης, με υπεράνθρωπες προσπάθειες, που κατέβαλε, κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας στην πυκνή βλάστηση προς την πλευρά του ποταμού Λούρου.
Όταν οι δράστες διαπίστωσαν πως δεν υπήρχε, πλέον, καμία αντίσταση, κατέβηκαν και αποτελείωσαν τον τραυματία, απέσπασαν τις δύο τσάντες με τα χρήματα και απομακρύνθηκαν ταχύτατα προς το δάσος της περιοχής. Ο δε Λαζαρίδης κατάφερε και γλίτωσε επειδή θεωρήθηκε νεκρός, καθώς ήταν σκεπασμένος με πτώματα και γεμάτος αίματα.
Τις επόμενες ώρες, όταν έγινε γνωστή η αποτρόπαια πράξη των ληστών, στον τόπο της ληστείας κατέφθασαν πολυάριθμα αποσπάσματα της χωροφυλακής και του στρατού.
Οι πληροφορίες που είχαν δώσει, κατά την ανάκρισή τους, οι διασωθέντες Λαζαρίδης και Λειβαδίτης ήταν περιορισμένες και ελλιπείς. Ο πρωτότυπος τέλειος σχεδιασμός και η επαγγελματική εκτέλεση της ληστείας, αλλά και οι πληροφορίες που γνώριζαν οι ληστές για την επικείμενη χρηματαποστολή και το προκαθορισμένο δρομολόγιο, δημιούργησαν έντονο προβληματισμό στις διωκτικές αρχές. Λέγεται ότι τις πληροφορίες τις έδωσε κάποια φιλενάδα του Ρέτζου η οποία εργαζόταν στην Εθνική Τράπεζα Πρέβεζας.
Οι επόμενες ημέρες έρευνας και ανάκρισης, από σημαντικά ανακριτικά λάθη, αντί να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας των δραστών συσκότισαν ακόμα περισσότερο την υπόθεση. Παράλληλα, σημειώθηκε σωρεία προσαγωγών και προσωρινών συλλήψεων χιλιάδων χωρικών της περιοχής, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στο χωριό Λούρος και ανακρίθηκαν επί δεκαήμερο, χωρίς κανένα αναμενόμενο αποτέλεσμα. Προκειμένου να τους αποσπάσουν κάποια πληροφορία, οι αρχές χρησιμοποίησαν βία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλέσουν την οργή και τις διαμαρτυρίες των κατοίκων, του Τύπου αλλά και εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου.
Με βάση τις πληροφορίες του ηγούμενου παπά-Γιάννη και άλλα στοιχεία που είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν, οι χωροφύλακες εξακρίβωσαν την ταυτότητα όχι μόνο των οκτώ δραστών, αλλά και των οργανωτών της ληστείας που δεν ήταν άλλοι από τους περιβόητους αδελφούς Γιάννη και Θύμιο Ρέτζο. Οι αδελφοί Ρετζαίοι είχαν δημιουργήσει θρύλο γύρω από το όνομά τους κι έτσι μετά την αιματηρή ληστεία της Πέτρας, η σύλληψή τους αποτέλεσε ζήτημα τιμής για τις αρχές ασφαλείας.
Η λαϊκή μούσα δεν έμεινε αμέτοχη σ' αυτή την μεγάλη ληστεία. Η περιβόητη ληστροφονική πράξη των Ρετζαίων τραγουδήθηκε και τραγουδιέται ακόμη και σήμερα, όχι μόνον στην Πρέβεζα, αλλά και σ' ολόκληρη την Ελλάδα.
ΟΙ ΡΕΝΤΖΑΙΟΙ
Α). «Τι ειν' το κακό που έγινε στης Πρέβεζας την Πέτρα,
βαρέσανε εννιά ψυχές και το σωφέρη δέκα.
Τα δυο ανήμερα θεριά οι αδελφοί Ρετζαίοι,
από καιρό σκοπεύανε της Πέτρας το καρτέρι.
Πιάνουν και κάνουν μια γραφή σ' αυτό τον Λάμπρο Στάθη,
να συναχτούν οι συνεργοί στα Γιάννενα να πάνε.
Κι οι συνεργοί μαζεύτηκαν στα Γιάννενα να πάνε,
τον Θύμιο ανταμώσανε κι όλο τον ερωτάνε.
Θύμιο εσύ μας έγραψες πες μας το τι μας θέλεις,
κι οι συνεργοί ειν' έτοιμοι το έγκλημα να κάμουν.
Κι ο Θύμιος τους 'φωδίασε φυσίγγια και ντουφέκια,
και το Σαββάτο αποβραδύς βρεθήκανε στην Πέτρα.
Κι εκεί καρτέρι στήσανε και ξάπλα περιμένουν
κι ο Λάμπρο Στάθης φώναξε, παιδιά μου μη φοβήστε
το δένδρο ρίξτε γρήγορα κι όλοι πυροβολήστε».
Β). Πολύ κακό που έγινε στην Πρέβεζα στην Πέτρα
Σκοτώσανε εννιά ψυχές και το σωφέρη δέκα.
Ο τραπεζίτης φώναξε, ο τραπεζίτης λέει:
Παιδιά μ' πάρτε τα χρήματα τον κόσμο μην βαρείτε.
Γ). Όσα κακά κι αν έκαμες, βρε Γιάννη Ρέντζο μου,
Όλα συμπαθημένα,
Κι ένα κακό που έκαμες συμπάθεια δεν έχει,
Που λήστεψες την Τράπεζα με δεκαοχτώ χιλιάδες
Και σκότωσες εννιά παιδιά και το σωφέρη δέκα
Και πήρες δίπλα τα βουνά.
Επικεφαλής όλης της επιχείρησης ήταν ο διαβόητος λήσταρχος της εποχής Λάμπρος Στάθης και Δ. Παππάς ή Μερεμέτης. Ο τελευταίος, συνελήφθη τις επόμενες μέρες μαζί με τους Κ. Μητροκώστα, Ανδ. Κάτση, Φερεντίνο, Κ. Δόση και Αντ. Καψάλη και μεταφέρθηκαν στα Ιωάννινα, στις φυλακές Ακραίου. Μεταξύ των συλληφθέντων, ήταν και ο Ι. Νάκιου ή Πάπα-Γιάννης ηγούμενος της Ιεράς μονής του Προφήτη Ηλία, επειδή θεωρήθηκε ότι επανειλημμένα προσπαθούσε να παραπλανήσει τις διωκτικές αρχές.
Στο μεταξύ, τον Οκτώβριο του 1928, οι ελληνικές αρχές, εντόπισαν τους αδελφούς Ρέτζου, στη Βάρνα της Βουλγαρίας. Είχαν εγκατασταθεί εκεί ως Αλβανοί υπήκοοι, έχοντας δημιουργήσει μια τεράστια επιχείρηση με αντικείμενο το χονδρεμπόριο σιτηρών, με κύριο συνεργάτη τους τον Ι. Ματσάγκο, όπου και συνελήφθησαν.
Η δίκη των αδελφών Ρετζαίων για τη ληστεία της Πέτρας πραγματοποιήθηκε το 1929, στο Πενταμελές Εφετείο (Κακουργιοδικείο) της Κέρκυρας. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε πραγματοποιηθεί στο ίδιο δικαστήριο και η δίκη των πέντε άλλων δραστών της ληστείας. Πρόκειται για του Αντ. Καψάλη, του Δ. Παππά ή Μερεμέτη, τον Ι. Νάκιου ή Πάπα-Γιάννη, τον Στ. Στάθη, Ανδ. Κώτση και Στ. Κοτσιώρη, πολλοί από τους οποίους είχαν καταδικασθεί σε θάνατο. Την έκτη (6) Οκτωβρίου 1929, το δικαστήριο ομόφωνα καταδίκασε σε θάνατο τον Γιάννη και τον Θύμιο Ρέτζο, ως ηθικούς αυτουργούς της ληστείας, καθώς και τρεις από τους φυσικούς αυτουργούς, ενώ επέβαλε ποινή ισοβίων δεσμών στον Ι. Ματσάγκο.
ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Η εξιχνίαση του εγκλήματος στην περιβόητη ληστείας της «Πέτρας», συνδέεται, άμεσα με την αστυνομική δράση του ανθυπασπιστού χωροφυλακής Νικολάου Γεωργίου Κατεργάρη, με πατρική καταγωγή από την Κάτω Κλειτορία (Μαζέϊκα) Αχαΐας, γεννημένος δε στον οικισμό Κατεργαρέϊκα, που βρίσκεται δυτικά από το χωριό Σιμόπουλο Πηνείας. Ο Νικόλαος Κατεργάρης, τότε έφερε τον βαθμό του, όπως έκρινε το 1930 ο Υπουργός Στρατιωτικών, προσέφερε σπουδαία υπηρεσία στη δημόσια ασφάλειαν και τάξη και ως έκρινε το Συμβούλιο Επικρατείας κατά αυτό το έτος, κατά την εξιχνίαση και καταδίωξη των παρανόμων κατά την ληστεία της Πέτρας. Ο ανθυπασπιστής τότε, Νικόλαος Γεωργίου Κατεργάρης στη υπ' αρ. 971/29-3-1930 αίτησή του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ακυρώσεως της υπ' αρ. 12554/ 28-2-1930 πράξεως του Υπουργού των Στρατιωτικών περιγράφει λακωνικώς, με ιδιόχειρο χειρόγραφο, όλες μέχρι του 1926 διακεκριμένες υπηρεσίες του, στην δημόσια τάξη και ασφάλεια. Στο κεφ. (7) εκθέτει την συμβολή του, στην εξιχνίαση της ληστείας και του εγκλήματος της Πέτρας και γράφει:
«Κατά τον Ιούνιον του 1926, ότε εγένετο το έγκλημα της Πέτρας, ενεργήσας δραστηρίως και λίαν επιτυχώς, κατορθώσας την σύλληψιν του εκ των αυτουργών του εγκλήματος της Πέτρας, Γεωργίου Μερεμέτη, του καταδικασθέντος βραδύτερον εις θάνατον, εκ της συλλήψεως δε ταύτης του Μερεμέτη ανεκαλύφθησαν και άπαντες οι αυτουργοί του στυγερού εγκλήματος της Πέτρας».
Επίσης ο Ν. Κατεργάρης παραχώρησε συνέντευξη σε συντάκτη της εφημερίδας «Ήπειρος των Ιωαννίνων» και δημοσιεύθηκε στο υπ' αρ. 2274/423/30-6-1926 φύλλο αυτής αναφέροντας: «Ο ανθυπασπιστής Νικόλαος Γεωργίου Κατεργάρης ή Κωνσταντίνου, κατά την εποχήν της ληστείας της Πέτρας είχε αφθάστως ησκημένον αστυνομικόν δαιμόνιον αποδειχθέν εμπράκτως.......Συγκεκριμένως την 29ην Μαΐου 1924 επέτυχεν με κίνδυνον της ζωής του, την σύλληψιν του επικηρυγμένου ληστού Γεωργίου Σταυρόπουλου ή Γιώργα εκ του χωρίου Λάνθι Ηλείας, δι' ήν πράξιν του κατά τα λεπτομερώς αναγραφόμενα εν τη από 4 Ιουνίου 1924 εκθέσει του ενεργήσαντος ανακρίσεις του ειρημένου ληστού ταγματάρχου της Χωροφυλακής Χρ. Σταθοπούλου προτάθη υπ' αυτού δια τον βαθμόν του ανθυπομοιράρχου».
Κατά την περίοδο 1922-1926, η δράση του στην Ηλεία προς πάταξης της ζωοκλοπής απέσπασε τα συγχαρητήρια των ανωτέρων του στις εκδοθείσες εμπιστευτικές διαταγές της Διοικήσεως Χωροφυλακής υπ' αριθμόν 2156/2 και την υπ' αριθμόν 238 διαταγή της Ανωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακής Πελοποννήσου και την υπ' αριθμόν 270 διαταγή του Αρχηγείου Χωροφυλακής. Η επ' αυτοφώρω σύλληψη και παράδοση στην Δικαιοσύνη την 13/1/1926 δύο κακούργων, οι οποίοι είχαν στήσει ενέδρα στο Δελήμπαλη (σημ. Εφύρα Πηνείας) και αποπειράθηκαν να τον φονεύσουν.
Αυτός λοιπόν ο αστυνομικός, αφού έλαβε διαταγή, πρώτος έσπευσε έφιππος με το απόσπασμά του, από την Πρέβεζα στην Πέτρα. Μόλις πραγματοποιήθηκε η ληστεία, εντός της εβδομάδας, οι υποψίες του Κατεργάρη κινήθηκαν προς τον Γεώργιο Μερεμέτη, κουμπάρο των Ρετζαίων, όπου από αυτόν εντόπισε την άκρη του μίτου του εγκλήματος της Πέτρας.
Μάλιστα δια λόγους που ακόμη δεν γνωρίζουμε, από την διοίκησή του, αφαιρέθηκε η αρμοδιότητα και δεν τον άφησαν να φέρει εις πέρας το έργο του, δηλαδή να συλλάβει όλους όσους είχαν συμβάλλει στο έγκλημα και την ληστεία της Πέτρας. Η περιφερειακή ηγεσία της Χωροφυλακής τον απομάκρυνε και τον διέταξε να συλλάβει τους ληστές Ιωάννη Κογκόλη και Γεώργιο Καραμπάτση και έτσι απομακρύνθηκε άδοξα, όταν ήδη είχε ανακαλύψει τα ίχνη των Ρετζαίων. Ο ίδιος ισχυριζόταν, ότι κάποιος ανώτατος αξιωματικός της διοίκησης θέλησε να χρεωθεί την σύλληψη, καθόσον είχε ήδη αρχίσει ήδη να ξετυλίγεται ο «Μίτος της Αριάνδης», από τον Κατεργάρη, όσο αφορά το μεγάλο έγκλημα κατά την περίφημη ληστεία της Πέτρας.
Στην Ηλεία και συγκεκριμένα δυτικά από το χωριό Σιμόπουλο Πηνείας, υπάρχει οικισμός με τ' όνομα Κατεργαρέϊκα. Ο οικισμός έλαβε τ' όνομα, από την οικογένεια Κατεργάρη, πρόγονοι του υπομοιράρχου Νικολάου Κατεργάρη, από την Κλειτορία Αχαΐας, που μετοίκησαν κοντά στο χωριό Σιμόπουλο.
Πηγές:
(- Αφήγηση της Γεωργίας Κωνσταντίνου ή (Κατεργάρη), κόρη του Νικολάου Κατεργάρη, από την Πεύκη Αττικής στις 16 Ιουνίου 2012.
- Γιάννη Β. Κραμπή- Παντελή Σ. Παπαστάθη, «Η Φλωριάδα και τα τραγούδια της», Αθήνα 1984.
- «Περιοδικό Ιστορία», άρθρο του Πέτρου Νικ. Κωνσταντίνου, αρ. τεύχος 112.
- Αρχείο εφημερίδων «Ήπειρος», «Η Ελληνική», «Καθημερινή» και «Εμπρός».
- Κολιόπουλου Γιάννη, «Περί λύχνων αφάς», Θεσσαλονίκη 1996.
- Βασίλη Ι. Τζανάκαρη: «Τα παλικάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα 2002.
- Χαλατσάς Χρ. Δημήτρης, «Ληστρικά Τραγούδια», Εστία Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2000.
- Πάνου Ι. Νίκου, «Ρεντζαίοι – Οι βασιλείς της Ηπείρου», Φιλιππιάδα 2006.
- Περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά», τεύχη 132 – 140 [15/11/1958 – 15/3/1959].
- Σβώκου Αντωνίου, «Οι λήσταρχοι Ρεντζαίοι και η ληστεία της Πέτρας» [λαϊκό μυθιστόρημα], εκδόσεις Παπαδημητρίου, Αθήνα 1928).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.