Άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς, και ηυλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην κατακυριεύσατε αυτής»
Πολλές συνήθειες, ήθη και έθιμα περί του γάμου, εκ των οποίων κατά καιρούς καταγράφονται, και δημοσιεύονται, ανήκουν στην αρχαία εποχή. Σταδιακά όμως πολλά από αυτά καταργούνται ή μεταβάλλονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, θεωρούμενα από την νέα γενιά, άχρηστα και αντικαθιστώνται με νεώτερα και ξενόφερτα ήθη και έθιμα, εμπορικής σημασίας. Αυτά που οι πρόγονοί μας, τα κράτησαν για εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια, η συνεχής επιταχυνόμενη καταστροφική εξέλιξη, τα κατάργησε μέσα σε λίγα χρόνια. Δια τούτο νομίζω, πολλά από αυτά έχουν ήδη πέσει στην λήθη του χρόνου. Ευτυχώς που διάφοροι λαογράφοι, κυρίως ερασιτέχνες, έχουν διασώσει αρκετά στοιχεία περί του γάμου που έχουν τεράστια αξία. Δια τούτο σήμερα, όταν τα συναντάμε, πρέπει να τα καταγράφουμε και να τα μεταδίδουμε στις νεότερες γενιές.
Σ’ αυτό το πόνημά μου, προσπάθησα να δημοσιεύσω διάφορα περιστατικά, παροιμίες και τραγούδια του γάμου που καταγράφηκαν κατά την διάρκεια της εκδήλωσης αυτών των μυστηρίων. Αυτά τα τραγούδια, τραγουδιόταν κατά την διάρκεια του γάμου, δηλαδή από την στιγμή που ξεκινούσε το προξενιό μέχρι και τα πιστρόφια. Τα τραγούδια εξυμνούσαν το κάλλος την ευγένεια, τις αρετές, και τα προσόντα των μελλονύμφων.
Τα τραγούδια αυτά έχουν μια ιδιαιτερότητα, δηλαδή δεν είναι κάποια τυχαία ή τα συνηθισμένα τραγούδια, που ακούγονταν στους γάμους ή στα διάφορα γλέντια, αλλά είναι τραγούδια που γράφθηκαν και μελοποιήθηκαν από ανθρώπους που κατά τρόπο τινά, ήθελαν να σατιρίσουν τους φίλους κατά την διεξαγωγή του γάμου, αρχής γενομένης από τα προξενιά μέχρι και τα πιστρόφια. Δια μέσου αυτής της ιδιαιτερότητάς τους, υποδουλώνουν τις διάφορες σκέψεις, προθέσεις και πράξεις των μελλονύμφων, των συμπεθέρων, των τραγουδοποιών, των συνδρομητών αλλά και των προξενητάδων.
Οι άμεσα εμπλεκόμενοι σ’ αυτό το μυστήριο με την γλώσσα του ύμνου, μετέφεραν και μετέδιδαν, αυτά που δεν θα ήθελαν να μεταδώσουν με την απλή γλώσσα της καθημερινότητάς τους.
Αυτά τα πονηρά «γαμοτράγουδα», ακούγονταν κυρίως τις «τρανές ώρες», όπως έλεγαν οι παλιοί, και σε γάμους γνωστών και φιλικών προσώπων, κυρίως για ν’ αποφευχθεί το φαινόμενο του θυμού και της παρεξήγησης. Τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια μπορούμε να τα κατατάξουμε στα σκωπτικά.
Γενικά οι παλαιοί, δεν περίμεναν τα παιδιά τους να περάσουν τα 18 ή τα 20 έτη για να τα παντρέψουν, από την ώρα που τ’ αγόρια μαλλιάζανε και τα κορίτσια έφτιαχναν βυζιά, έλεγαν την παροιμιώδη φράση: «Νιο με μουστάκι και κοπέλα με βυζιά, μην τα λογαριάζεις για παιδιά».
Όταν κάποιος ή κάποια περνούσε τα είκοσι και δεν είχαν παντρευτεί, άρχιζαν να τους πολιορκούν οι διάφοροι προξενητάδες και συμπεθεροκόποι, με σκοπό να τους ωθήσουν να βάλουν μπροστά για γάμο, λέγοντας και την παροιμιώδη φράση: «Ή μικρός- μικρός παντρέψου, ή τρανός καλογερέψου». Τοιουτοτρόπως ξεκινώντας από τους ανύπανδρους, που για διαφόρους λόγους δεν ήθελαν να παντρευτούν, με τον τρόπο τους τραγουδούσαν την αμέλεια για την παντρειά.
Κάποιος ανύπανδρος, που δεχόταν συνεχείς πιέσεις από τους φίλους και οικείους του για να πανδρευτεί, έλεγε αυτό το τραγούδι με σκοπό ν’ αποποιηθεί των ευθυνών του και να δείξει, ότι δεν έχει ανάγκη για σεξουαλικές συνευρέσεις με γυναίκες.
Μπερμπάτη με φωνάζουνε,
γυναίκα δεν μου δίνουν.
Ας είν’ καλά οι γειτόνισσες
που έτσι δεν μ’ αφήνουν….
Άλλο:
Ανύπαντρος βασιλικός,
όπου να πάει μυρίζει
Και παντρεμένος γάιδαρος,
όθε να πάει γκαρίζει.
Άλλο:
Καλόγερος θε να γενώ
ν’ αγιάσει η ψυχή μου,
μα δεν μ’ αφήνει ο διάβολος
που έχω στο βρακί μου.
Άλλο:
Ήθελα να ’μουνα παπάς,
πέρα στον Αγιαντώνη
Μα δεν μ’ αφήνει ο διάβολος
που ’χω στο παντελόνι.
Όταν αποφάσιζε ο γιος να πανδρευτεί η μάνα του, έλεγε το ακόλουθο τραγούδι:
-Γιώργη, σαν θες να παντρευτείς και να ’μορφοδιαλέξεις
έλα εδώ κοντά σε μένα, να σου πω ποιά ’ναι για σένα.
Κοντή γυναίκα να μην πάρεις, μωρέ βουτσί του ταβερνιάρη,
το βουτσί του ταβερνιάρη, πάντα μεθυσμένους βγάνει.
Ψηλή γυναίκα, μην πάρεις, μωρέ, καρυά ξεκλωνισμένη,
η καρυά η ξεκλωνισμένη, πάντα κακοραβδισμένη,
Μέτρια γυναίκα να πάρεις, να ’χει και μαύρα μάτια,
μαύρα μάτια και μεγάλα, ζυμωμένα με το γάλα,
κι αν αρρωστήσει κι αν χαλάσει, πάντα μαύρα μάτια θα ’χει.
Για την τεμπέλα γυναίκα έλεγαν το ακόλουθο:
Καλότυχος καλόμοιρος ποιος έχει να με πάρει
τον ύπνο δεν τον αγαπώ, μον’ το κρασί μ’ αρέσει.
Καρδάρι πίνω το πουρνό, σίκλα το μεσημέρι
και προς το γύρμα του ηλιού στραγγίζω το βαγένι.
Κρύψε με, μάνα μ’, πίσ’ από τα βαγένια
με γλέπει η ρόκα κ’ έρχεται, τ’ αδράχτι κι’ αρεντεύει,
και το σφοντυλοκύλιντρο πέφτει και με πλακώνει.
Όταν κάποιος ερωτοτροπούσε με μια κοπέλα και αυτή ανταποκρινόταν στο κάλεσμα του για γάμο, το κορίτσι έλεγε το ακόλουθο τραγούδι:
-Βρε Παναγιωτάκη, κι αμάν αμάν βρε Παναγιωτάκη
κι αν μ’ αγαπάς, τι περνοδιαβαίνεις και δεν μιλάς.
Στείλε συμπέθερους στην μάνα μου
και προξενητάδες στον μπάρμπα μου.
Κι αν σου πουν δεν σε θέλουνε
έλα να με πάρεις και σε παντρεύομαι….
Σκωπτικό τραγούδι, το λέγανε κυρίως τις αποκριές, αλλά και πολλές φορές για τις κοπέλες που ήθελαν παντρειά πριν την ώρα τους.
- Μάνα κάθουμε στο σκαμνί και με τρώει με τρώει το μνί.
μάνα θέλει παντριγειά, ή στειλιάρι με βαριά.
- Ξύστο κόρη μου το μνί, για να βγάλ’ λίγο μαλλί.
- Κάθε μέρα μάνα μ’ το ξύνω, μάνα μου θ’ απογίνω.
- Κόρη μου είσαι μικρή, κλείστο μνί μες το κουτί.
Βάλτο μέσα κλείδωσέτο, τι δεν σε παντρεύω φέτο
- Το ’βαλα μάνα στη φυλακή, πάλε βγήκε το μνί.
Το μνί δεν είναι αρνί να το κλείσεις στο μαντρί
το μνί θέλει παιχνίδια, πιπερίτσες και κρομμύδια.
Όταν κάποια διάλεγε και ξεδιάλεγε και ο καιρός περνούσε οι φιλενάδες της έλεγαν το τραγούδι της Γιωργούλας:
Καυχιέται η Γιωργούλα μας το ποιος θα τη φιλήσει,
τάχατις να ’ναι ομορφονιός και να ’ναι ηλιοκαμμένος;
Τάχατις να ’ναι γαλανός, ντόπιος ή και για ξένος;
Τάχατις να ’ναι και ψηλός, κορμός κυπαρισσένιος;
Τάχατις να ’ναι δυνατός και σα θεριό φτιασμένος;
Τάχατις να έχει κι άλογο και μπασουρό βαρβάτο;
Κι αν τάχατις είν’ άσκημος, το φίλημα δεν θέλω,
εγώ παντρειά ονειρεύομαι, ομορφονιό γυρεύω.
Η κόρη παροτρύνει την μάνα της να πάει για προξενιό.
- Σύρε μάνα, πες του Γιάννη
θα με πάρει τι θα κάνει;
- Δεν σε παίρνει, δεν σε θέλει
Τούλα μου, σε κοροϊδεύει.
- Τάξε μάνα και τ’ αμπέλι
το κρασί και το βαρέλι.
Τάξε μάνα και το σπίτι
για να μη με παρατήκει.
Τάξε του και την σταφίδα
και την λάγια προβατίνα.
- Δεν σε παίρνει, δεν σε θέλει,
Τούλα μου σε κοροϊδεύει.
Στα ιδώματα, αν άρεσε ο γαμπρός, ο πατέρας της νύφης έλεγε το τραγούδι:
Αφού αυτοί με προτιμάνε και θέλουν το παιδί μου
κι εγώ αυτό το δέχομαι και δίνω την ευχή μου.
Στα ιδώματα, αν αρέσει η νύφη ο γαμπρός λέγει:
Εγώ για χείλη κόκκινα εγώ για μαύρα μάτια,
εγώ για την αγάπη σου γίνουμαι δυο κομμάτια.
Για μαύρα μάτια χάνουμαι, για γαλανά πεθαίνω
για τα δικά σου τα γλαρά σκίζω την γης και μπαίνω.
Σκίζω την γης και μπαίνω, στον Άδη κατεβαίνω.
Περιπαιχτικό τραγούδι για γάμο, το τραγούδι αναφέρεται σε φτωχό που προσπαθούσε να πείσει την υποψήφια κοπέλα για να γίνει γυναίκα του.
Έλα μωρή, στο σπίτι μου, να ’χεις χαρά μεγάλη,
να περπατείς ξυπόλυτη, σαν είχα και μιαν άλλη.
Έλα μωρή στο σπίτι μου, να ’δεις το ’σωχωρό μου,
να ’δεις και το καλύβι μου που ’χω τον γάιδαρό μου.
Έλα μωρή με ’μένανε, βασίλισσα να γένεις,
εγώ να κουβαλώ νερό και ’συ να ξενοπλένεις.
Να πάμε και στο σπίτι μου, να ιδείς και να θαυμάσεις
μήτε σκουτί να σφουγκιστείς, μήτε σκαμνί να κάτσεις.
Να ιδείς και το κασόνι μου, που φέγγουν τα πλευρά του,
π’ αν πέσει μέσα ποντικός, ραπίζει τα πλευρά του.
Κατά τον αρραβώνα μετά το γλέντι, ο γαμπρός και οι συμπεθέροι δεν αποχωρούσαν από το σπίτι της νύφης, έλεγαν δε τα κάτωθι τραγούδια, με σκοπό να καθυστερήσουν, αλλά και για να ιδούν την νοικοκυροσύνη της νύφης.
Κι αν δεν μας μωρέ,
κι αν δεν μας, κι αν δεν μας κεράσει η νύφη,
κι αν δεν μας κεράσει η νύφη,
εμείς δεν φεύγουμε από το σπίτι.
Τότε η νύφη έπαιρνε την μποτσόνα και γιόμιζε τα ποτήρια σ’ ολόκληρο το τραπέζι. Μετά από λίγη ώρα έλεγαν το ακόλουθο:
Κι αν δεν μας μωρέ,
κι αν δεν μας, κι αν δεν μας φέρει γλυκό,
κι αν δεν μας φέρει γλυκό,
εμείς δεν φεύγουμε από εδώ.
Η νύφη έφερνε γλυκό, συνήθως μπακλαβά, για να ιδούν την νοικοκυριά της. Μετά έλεγαν πάλι:
Κι αν δεν μας μωρέ,
κι αν δεν μας,
κι αν δεν μας φτιάξει καφέ,
κι αν δεν μας φτιάξει καφέ,
εμείς δεν φεύγουμε ποτέ.
Αφού έπιναν και τον καφέ τους, στα χαράματα αποχωρούσαν από το σπίτι των συμπεθέρων, έχοντας σχηματίσει την πλήρη εικόνα για την μέλλουσα νύφη.
Αν ακούστηκαν κακές κουβέντες για τον γαμπρό στους αρραβώνες, κάποιος από τη συγγένεια του γαμπρού τραγούδαγε:
Γλέντα καημένη μου καρδιά, τα νιάτα και την λεβεντιά.
Πώς να γλεντήσω και να χαρώ, εδώ σε τούτο το χωριό;
Με κακοτρέχει η γειτονιά κι ούλα του κόσμου τα παιδιά,
με κακοτρέχουν οι εχθροί, οι συγγενήδες και οι δικοί.
Φίδια να φάνε τα στόματα, που λεν’ τ’ ανακατώματα,
φίδια να φάνε και σένανε, που λες κακό για μένανε.
Αν τα λόγια τα είπανε συγγενείς τότε λέγει το τραγούδι ο γαμπρός:
Με κοκοτρέχει μανούλα μου, με κακοτρέχει η γειτονιά,
Με κακοτρέχει το χωριό, όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς.
Με κακοτρέχει ο μπάρμπας μου, ο αδερφός της μάνας μου.
Με κακοτρέχουν συγγενείς, φίλοι και γνωστοί….
Αν η μάνα της νύφης δεν ήθελε τον γαμπρό, ο γαμπρός έλεγε το τραγούδι:
Μη με μαλώνεις Γιώργαινα, μη με πολυχουγιάζεις,
Τι θα σε κάνω πεθερά, την κόρη σου θα πάρω,
Θα πάρω την μικρότερη, που χει και μαύρα μάτια,
Που ξέρει ρόκα κι αργαλειό, που ξέρει να κεντάει….
Η νύφη το Σάββατο στο τραπέζι όταν επρόκειτο να παντρευτεί στα μακρινά παρά την θέλησή της έλεγε:
- Σου είπα μάνα πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με
και στα ξένα μη με δώσει, γιατί θα το μετανιώσεις.
Τι στα ξένα κι αν αρρωστήσω, τίνος μάνα να μιλήσω.
- Να μιλήσεις της κουνιάδας και της πρώτης συννυφάδας.
- Η κουνιάδα δεν αδειάζει, συννυφάδα κουβεντιάζει….
Η νύφη, προτού να φύγει από το σπίτι της για την εκκλησία, έλεγε το παραπονιάρικο τραγούδι:
Μωρέ, θα φύγω μάνα και μην κλαις και μην παραπονιέσαι
θα φύγω μάνα μακριά, αλλού θα πά να ζήσω.
Μείνε με τα άλλα σου παιδιά και μένα ξέχασέ με.
Εμένα το είχε η τύχη μου, μακριά να παντρευτώ.
Ο πατέρας της νύφης, όταν έφευγε η νύφη από το σπίτι να πάει στην εκκλησία τραγουδούσε συνήθως την Βαμπακιά.
Η βαμβακιά συμβόλιζε την αγνή και παρθένα γυναίκα, επίσης το άσπρο συμβόλιζε την καλοπέραση της κοπέλας αναφέροντας ότι είναι άσπρη και αδούλευτη, δηλαδή ότι εργαζόταν μόνο μέσα στο σπίτι της, με την ασχολία του αργαλειού, του πλεξίματος και του κεντήματος της προίκας της.
Άσπρη βαμβακιά είχα στην πόρτα μου,
μου την πήρανε την Παναγιώτα μου.
Μου την πήρανε και την εκλέψανε
σ’ άλλη γειτονιά την φυτέψανε.
Μου την πήρανε και με τις ρίζες της
μου ’μειναν και εμένα οι πίκρες της.
Μου την πήρανε και με τους κλώνους της
άφησαν για με τους πόνους της.
Μετά το μυστήριο του γάμου τον πρώτο χορό τον έσερνε ο παπάς του χωριού της νύφης.
Ένα τραγούδι θα σας πω επάνω στην δεκάρα
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμπάρα.
Ένα τραγούδι θα σας ειπώ απάνου στο λεμόνι,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι όλοι.
Ένα τραγούδι θα σας ειπώ απάνω στο κεράσι
να ζήσει η νύφη κι γαμπρός να ζήσει να γεράσει....
Μετά τον γάμο τον πρώτο χορό που χόρευε συνήθως ο γαμπρός, εξυμνώντας τα κάλλη της νύφης.
- Πες μου ποια μάνα ποια μαντζουράνα, ποια μαντζουράνα
πες μου ποια μάνα σ’ έκανε και σ’ έστειλε σε μένανε.
- Η πάπια, η χήνα, μωρ’ η Κωνσταντίνα, μ’ έκανε
- Πες μου ποιο μήνα, μωρ’ Κωνσταντίνα
πες ποιο μήνα σ’ έκανε και σ’ έστειλε σε μένανε.
- Τον Μάη μήνα με έκανε, τον Μάη μήνα μια φορά
που φτιάχνουν τα πουλιά φωλιά….
Μετά το μυστήριο οι συνοδοί του γαμπρού καθώς καβάλαγαν τ’ άλογα για να επιστρέψουν στο χωριό τους με την νύφη έλεγαν:
Μη σας εκακοφάνηκε που ’ρθαμε στο χωριό σας
εμείς την νύφη πήραμε και το χωριό δικό σας.
Εμείς δεν ήρθαμε ως εδώ να φάμε και να πιούμε
Μόνο την νύφ’ να πάρουμε και το χωριό να ιδούμε.
Επίσης όταν ήδη απομακρύνονταν συνέχιζαν και έλεγαν:
Σας πήραμε, σας πήραμε, φλουρί Κωνσταντινάτο.
Όταν νύφη ήταν όμορφη, αλλά και κουβεντιασμένη και δεν την ήθελε κανείς από το χωριό για γυναίκα του, οι συγχωριανοί της που ξέρανε για του λόγου της, απαντούσαν στην συνοδεία του γαμπρού:
Μας πήρατε, μας πήρατε βαγένι δίχως πάτο.
Μόλις μπαίνει η νύφη στην πόρτα του άνδρα της, η πεθερά χόρευε το ακόλουθο τραγούδι:
Νυφούλα καλωσόρισες στης πεθεράς την πόρτα,
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν δέντρο να ριζώσεις
και σαν μηλιά γλυκομηλιά τους κλώνους σου ν’ απλώσεις.
Να σέβεσαι την πεθερά κι ούλους τους συγγενήδες.
Να σέβεσαι τον άντρα σου, για καλοπερνάς μαζί του.
Να ζήσετε χρόνους εκατό και να τους ξεπεράστε.
Μόλις έμπαινε η νύφη στο σπίτι του γαμπρού, οι συγγενείς του γαμπρού τραγουδούσαν:
Νύφη μου εδώ που σ’ έφεραν, σ’ ανώγεια και κατώγεια,
την πεθερά σου ν’ αγαπάς και να ’χεις λίγα λόγια.
Εύθυμη ιστοριούλα
Κάποτε κάποια νύφη μόλις πρωτοέμπαινε στο σπίτι του γαμπρού, οι παρευρισκόμενοι στον γάμο, υποδείκνυαν στην νύφη, να μπει με το δεξί πόδι μέσα. Εν τω μεταξύ, άλλοι ισχυρίζονταν με το αριστερό, άλλοι με το δεξί για το ριζικό του σπιτιού, για να ριζώσει και να στεριώσει ο γάμος.
Η νύφη μπερδεύτηκε με το αριστερό και με το δεξί και μιας και ήταν και λίγο πεταχτούλα πετάγεται σε μια στιγμή και λέει:
- Τι με το αριστερό, τι με το δεξί, λέτε ότι έχω σκοπό να πολυκαιρίσω εδώ μέσα σε τούτο το κονάκι;
Όταν κάθονταν στο τραπέζι που γινόταν στο σπίτι του γαμπρού μετά το μυστήριο του γάμου, έλεγαν αυτό το τραγούδι:
Ένα μήλο κόκκινο σε τούτο το τραπέζι,
πέφτουν τ’ άνθη, πέφτει ο μόσχος
και μοσχοβολάει ο τόπος.
Και φιλώ το γείτονά μου,
Τον ….(όνομα) που ναι κοντά μου.
Λεγόταν στο τραπέζι του γάμου. Ένας- ένας που το τραγουδούσε, γύριζε και φιλούσε τον διπλανό του, μέχρι που έφταναν στα νιογάμπρια, τα οποία φιλιούνταν λίγο παρατεταμένα τελευταία μεταξύ τους.
Το μήλο, είναι σύμβολο της ομορφιάς, αγάπης και ευφορίας, επίσης χρησιμοποιείται και σε πολλά τραγούδια της αγάπης.
Όταν περνούσανε τα μεσάνυχτα και το ανδρόγυνο έπρεπε να πάει για το κρεβάτι η νύφη έλεγε:
Αϊτέ μου που ’σαι περήφανος και κοσμοξακουσμένος.
Δείξε και σε μένανε την περηφάνια σου, δείξε μου τα καλά σου
πόσο ψηλά πέτεσαι και χαμηλαγναντεύεις.
Να ’χα την χάρη σου αϊτέ κι ούλη την περηφάνια σου….
Εύθυμη ιστοριούλα
Μια φορά σε κάποιο γάμο, η νύφη αποχώρησε από το τραπέζι και πήγε στο δωμάτιό της να φρεσκαρισθεί, για να υποδεχθεί για πρώτη φορά τον γαμπρό στο κρεβάτι. Μόλις θα ήταν κατάλληλα «σενιαρισμένη», καλούσε τον γαμπρό να κοιμηθούνε.
Η νύφη, καθώς ξεντύθηκε και καλλωπιζόταν, κοίταζε απέναντι στο καθρέφτη και θαύμαζε από μόνη της τα κάλλη και την ομορφιά της και ταυτόχρονα αναρωτήθηκε από μόνη της.
Τι τάχα της ζήλεψε ο γαμπρός και με παντρεύτηκε. Από την μια, έλεγε ότι της ζήλεψε την ομορφάδα και το ωραίο φιδίσιο κορμί της, ενώ από την άλλη, ισχυριζόταν ότι της ζήλεψε το πράμα (μ…νι) της.
Μπά, μπά, μπα… έλεγε, πρέπει ζήλεψε τα μάτια μου, τα κόκκινα μάγουλα, τα χείλη και τα ωραία μαλλιά μου.
Κοίταγε πάλι το πράμα της και ξανά έλεγε: Αποκλείεται να με πήρε για την ομορφιά, για το πράμα μου με πήρε ο μπαγάσας, που θελά βρει τέτοιο ωραίο πράμα στο χωριό του;
Και δώστου να έχει, έλεγε και ξέλεγε, ώσπου πιάστηκε ένας πόλεμος μεταξύ των σωματικών χαρισμάτων, που δεν είχε τελειωμό. Τα ταβούλια, έξω στην αυλή του σπιτιού βαράγανε του καλού καιρού και ο χορός των καλεσμένων, καλά κρατούσε.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα, ο γαμπρός ανησύχησε, επειδή αργούσε η νύφη να βγει. Τι να κάνει, δεν κρατιόταν ο μαύρος, είκοσι χρόνια περίμενε τούτη την ώρα. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα.
- Τι έγινε, της λέγει, γιατί αργοπορείς τόσο πολύ, μην σου συμβαίνει τίποτα μάτια μου;
- Όχι, όχι άνδρα μου! Αλλά εδώ και λίγη ώρα μου, γεννήθηκε μια απορία και θέλω να μου την λύσεις, αν μπορείς εδώ και τώρα.
- Πες μου.
- Δεν μου λες γιατί με παντρεύτηκες, και θέλω να μου πεις την αλήθεια. Τι τάχα ζήλεψες περισσότερο, την ομορφιά μου ή το πράμα μου;
Ο γαμπρός έπεσε από τα σύννεφα, ποτέ του δεν περίμενε μια τέτοια ερώτηση από την αγαπημένη του, αλλά ετοιμόλογος καθώς ήταν και δίχως να τα χάσει θέλοντας να ισορροπήσει τα πράγματα της λέει, γεμάτος ευθυμία:
- Άκου γυναίκα: «Την ημέρα σε θέλω για τα μούτρα σου και την νύχτα για την τρούπα σου».
Τώρα ήρθε η σειρά της νύφης να μείνει σύξυλη από την απάντηση του γαμπρού.
- Δεν κατάλαβα, καλά την ημέρα με τα μάτια σου θα με βλέπεις και θα με καμαρώνεις, την νύκτα άντρα μου, με τι μάτια θα βλέπεις;
- Γυναίκα! «Άλλα τα μάτια του αετού…. (Και της έδειξε τα μάτια του) κι άλλα της κουκουβάγιας». (Δείχνοντας κάτω από τον αφαλό του, εκεί που βρίσκεται το πράμα του).
Εννοούσε ότι ο αετός βλέπει πολύ καλά την ημέρα, ενώ η κουκουβάγια βλέπει άριστα μόνο την νύκτα. «Ο νοών νοείτω».
Η κακομοίρα, έκανε ότι κατάλαβε όμως, αν και προσπάθησε, δεν μπόρεσε εκείνη την στιγμή να λύσει την απορία της.
Πριν πάνε οι νεόνυμφοι στον κοιτώνα για ύπνο, ο γαμπρός και η νύφη ήσαν ήταν υποχρεωμένοι να τραγουδήσουν από κοινού την Μαυρομάτα και πρώτος άρχιζε το τραγούδι ο γαμπρός:
-Απόψε μαυρομάτα μου θα κοιμηθούμε αντάμα.
Στρώσε το στρώμα σου για δυο, διπλά τα μαξιλάρια.
Η νύφη απαντούσε τραγουδιστά στις ερωτοτροπίες του γαμπρού.
-Κι αν κοιμηθείς λεβέντη μου τι λες πως θα μου κάνεις;
Ο γαμπρός κι αυτός με την σειρά του έδινε την απάντηση στην νύφη.
-Θα σου ξηλώσω τα κουμπιά, μετρώντας τις ελιές σου.
Η νύφη χαρούμενη καθώς ήταν, τραγουδούσε με χάρη
-Κουμπάκια είναι και κόβουνται, ελίτσες και μετριούνται.
Απαντούσε ο γαμπρός.
-Θα σε φιλήσω στο λαιμό, στα άσπρα σου βυζάκια.
Κι αν το θελήσεις Μαυρομάτα μου, (ή έλεγε το όνομα της νύφης) με μέλι θα σ’ αλείψω.
Και προτού αποχωρήσουν, η νύφη έκλεινε το τραγούδι:
-Αν δεν θελήσω δε φιλείς, κι απάνω χεράκι μ’ δεν απλώνεις.
Κι αν δεν θελήσω λεβέντη μου (ή έλεγε το όνομα του γαμπρού), απόψε μην θυμώνεις….
Οι φίλοι του γαμπρού, την στιγμή που αποχωρούσε ο γαμπρός από το τραπέζι για τον κοιτώνα έλεγαν τα σκωπτικά τραγουδάκια:
Απόψε κυρά νύφη, θα παίξει ο μάνταλος
τα δυο κουπιά του Μπάρκα κι ο παρασάνταλος.
Απόψε κυρά νύφη, της πεθεράς σου ο γιος
θα μπει ξεσπαθωμένος, σαν φίλος σαν οχτρός.
Απόψε η κλειδωνιά σου, με μια θα τσακιστεί
κι η πόρτα της αυλή σου θα στέκει ανοιχτή.
Άλλο:
Γαμπρέ μου την πιστόλα σου
μην την πολυκουρντίζεις.
Γιατ’ είναι η νύφη μας μικρή
και τηνε φοβερίζεις.
Όταν η νύφη ήταν παρθένα και δεν άντεχε λόγω πόνου και φόβου, τις πρώτες ερωτικές περιπτύξεις με τον γαμπρό (δηλαδή δεν τον άφηνε να την πλησιάσει), ο γαμπρός της έλεγε το τραγουδάκι:
Τρικαλινή μου πέρδικα και χαμαϊδή τρυγόνα
σ’ ούλο τον κόσμο ήμερη σ’ εμένα κάνεις τ’ άγριο.
Χαμήλωσε την αγριότη σου κι έλα κάτσε κοντά μου….
Αν η νύφη ακόμη για διαφόρους λόγους αντιδρούσε να έλθει σε ερωτική περίπτυξη, ο γαμπρός έβγαινε έξω καθώς γλεντούσαν και περίμεναν τα αποτελέσματα έλεγε το τραγούδι.
Περδικούλα ημέρευα κι εκείνη μ’ αγριευότανε.
Την έπιασα την έδειρα και στα βουνά την έστειλα
και στα βουνά τα πετρωτά, τα μολυβδοσκεπαστά.
Μια Λαμπρή, μια Κυριακή την ακώ να κελαηδεί
την ακώ να κελαηδεί μες του εχθρού μου την αυλή….
Όταν όμως όλα πήγαιναν καλά, λόγω της πρώτης νύκτας μετά από συνεχείς ερωτικές πράξεις, ο οργανισμός του γαμπρού εξασθενούσε και κοιμόταν μέχρι αργά. Η νύφη που ξυπνούσε το πρωί τον καλούσε να συνεχίσουν ακόμα, λέγοντας αυτό το τραγούδι:
Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πε-, καλέ, οι πέρδικες,
τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε:
Ξύπνα, αφέ-, καλέ, ξύπνα, αφέντη μου,
ξύπνα, αφέντη μου, ξύπνα, καλέ μ’ αφέντη,
ξύπνα, αγκά-, καλέ, ξύπνα, αγκάλιασε,
ξύπνα, αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο
κι άσπρονε, καλέ, κι άσπρονε λαιμό
κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια σα λεμόνια.
Ξύπνα αγά-, καλέ, ξύπνα, αγάπη μου….
Η άτιμη νύφη
Νύφη γιατί είσαι βαρετή, γιάτ’ είσαι πικραμένη;
Δεν σ’ άρεσαν τα σπίτια μας, τα πέντε στην αράδα;
Δεν σ’ άρεσαν οι συγγενείς, τ’ αδέρφια τα ’ξαδέρφια;
Δεν σ’ άρεσε κι η πεθερά που ’ναι σαν την κανέλλα;
Στο τραγούδι δείχνεται ολοκάθαρα ο πόνος και η ανησυχία της νύφης για το μέλλον του γάμου της, διότι γνωρίζει τις συνέπειες της αποκάλυψης της ατιμωσύνης. Στα πιο παλιά χρόνια η τιμή του κοριτσιού, ήταν ταυτόσημη με την παρθενιά της. Το βράδυ του γάμου, η πεθερά αναλάμβανε το έργο της διαπίστωσης της παρθενιάς της νύφης. Της πήγαινε ένα σεντόνι ή μια πουκαμίσα και περίμενε να τα πάρει ματωμένα, για να τα επιδείξει ως επιβεβαίωση της τιμής της. Στην αντίθετη περίπτωση μπορούσε να αποπεμφθεί το ίδιο βράδυ στο πατρικό της σπίτι.
Εύθυμη ιστοριούλα
Λέγεται ότι κάποτε ένας πατέρας είχε δυο παιδιά. Το πρώτο παιδί παντρεύτηκε πλούσια γυναίκα, αλλά όχι παρθένα και για να μην ντροπιαστούν στην κοινωνία, χρησιμοποίησαν την μέθοδο του κόκορα[1]. Ο δεύτερος παντρεύτηκε αργότερα μια φτωχή αλλά τίμια γυναίκα. Μια φορά πατέρας και δεύτερος γιος, ήρθανε σε ρήξη μεταξύ τους για την γυναίκα του. Γυρίζει ο πατέρας και του λέει:
- Γυναίκα πήρες ορέ! Ούτε βρακί στο κώλο της δεν είχε, ενώ τι να ειπώ, η πρώτη νύφη μου, λεβεντιά και περιουσία είχε και λεφτά μας έφερε.
- Ναι πατέρα. Του απαντάει ο δεύτερος γιός. Αλλά που είναι ο κόκορας που είχες για έχα στο κοτέτσι;
Τι να ειπεί ο γέρος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια του και δεν ξαναείπε κουβέντα για καμιά νύφη, μέχρι που γέρασε και πέθανε.
Στα πιστρόφια, όταν η νύφη είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας με τον γαμπρό και δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του γαμπρού έλεγε το ακόλουθο τραγούδι:
Μάννα, με μικροπάντρεψες, χωρίς να με ρωτήσεις,
σε γέρο άντρα μ’ έδωσες για να με τυραγνήσεις.
Με φόρτωσες, μανούλα μου, σε τσίλικη φοράδα,
δυο-τρία τα χαλκώματα και μια παλιαπλάδα.
Περνάνε οι γειτόνισσες, όλες με τους λεβέντες,
για μένα οι κουτσομπόλισσες λένε πολλές κουβέντες.
Να χέσω μες στα πλούτη του, στα στάρια, στα τυριά του,
να χέσω στα παλάτια του και στα νοικοκυριά του.
Καλύτερα καλόγρια, τα μαύρα να φορέσω,
παρά σε γέρου αγκαλιά εγώ να ξαναπέσω.
Όταν η νύφη τα έβρισκε σκούρα και ήταν αποφασισμένη να εγκαταλείψει τον γαμπρό.
Σαν το πουλάκι κάθομαι κοντά στη γωνιά σου
και καρτερώ το χάραμα να φύγω από κοντά σου.
Άλλο:
Μη με μαλώνεις βρε πουλί και μη με βαλαντώνεις,
εγώ πολύ δεν κάθουμαι σε τούτο το παραγώνι.
Είναι γεγονός ότι η προσφυγιά και οι ξενιτεμένοι πάντοτε εκτός των άλλων συναντούν την ρατσιστική νοοτροπία των ντόπιων κατοίκων της κάθε περιοχής. Ιδίως μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1922, περίπου 1.500.000 κάτοικοι της Μικράς Ασίας, εξαναγκάσθηκαν να ξεριζωθούν και να διασκορπισθούν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Αν και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου έγιναν αιτία προόδου, όμως ο ρατσισμός έδειξε τα δόντια του, σ’ αυτούς τους ξεριζωμένους ανθρώπους, σε όλο το μεγαλείο του.
Ο έντονος ρατσισμός, οδηγεί την μάνα του γαμπρού, στο αποτρόπαιο έγκλημα, προκειμένου να μην παντρευτεί ο γιος της προσφυγούλα.
Το τραγούδι τραγουδιέται στους γάμους, όταν θέλουν να διαμηνύσουν στην νύφη, την ύπαρξη της κακής πεθεράς.
Ομορφονιός, παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Και η μάνα του, σαν τ’ άκουσε πολύ της βαρυφάνη, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Πιάνει δυο φίδια ζωντανά στο μάγειρα τα δίνει, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Έλα, νύφη, έλα, να φας ψωμί, ψαράκια στο τηγάνι, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Πρώτη μπουκιά, που βούτηξε η κόρη φαρμακώθη, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Λίγο νερό, για το θεό να πλύνω το φαρμάκι, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Εδώ νερό, δε βρίσκεται κρασάκι δεν πουλιέται, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Αρκετές φορές, παρόλο που οι γυναίκες μετά τα ’πιστρόφια, δεν ήθελαν να επιστρέψουν στο σπίτι του γαμπρού, για διαφόρους λόγους, οι γονείς της και τα αδέρφια της, τις πίεζαν και τις έστελναν πίσω στο σπίτι του γαμπρού δια της βίας. Το επόμενο τραγούδι το έλεγε η νύφη, εκφράζοντας τον πόνο του διωγμένου παιδιού από το πατρικό σπίτι. Σ’ αυτό τον διωγμό ο λαός μας, είδε την «διάρρηξη» των πατρικών δεσμών της οικογένειας.
Μια Παρασκευή, ένα Σαββάτο βράδυ,
μάνα με έδιωχνε από το αρχοντικό μας
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παρακαλιώντας.
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι
βρίσκω ένα δεντρί, ψηλό σαν κυπαρίσσι.
- Δέξου με, δεντρί, καλοκαρτερεσέ με.
- Να, ο ίσκιος μου να πέσεις να πλαγιάσεις….
Υπήρχαν ακόμη αρκετά τραγούδια που τραγουδιόταν ανάλογα με το διάπλαση του σώματος των νεόνυμφων, ή με τις συνήθειές τους.
Αυτό το τραγούδι το έλεγαν όταν η νύφη ήταν υπέρβαρη.
Την Αντώνα την πλατώνα και τη μαρμαροκολόνα
θέλω να την κάνω νύφη στου πατέρα μου το σπίτι.
Πήγαν και την φέρανε κι η πόρτα δεν την χώραγε.
Πρώτο βράδυ που την πήρα, μου ’φάγε μια προβατίνα
και την δεύτερη βραδιά, ρώταγε την πεθερά.
- Πεθερά να σε ρωτήσω, που να πάω να κατουρήσω;
- Έβγα από όξω από το χαγιάτι, το ένα αμόλα τ’ άλλο κράτει.
Και της απολύθηκε ούλο, κι έπνιξε τον κόσμο ούλο.
Παν τα σπίτια σαν καράβια, κι άνθρωποι σαν τα ψάρια.
Κι ένας μύλος ο καημένος, πέντε χρόνους στερεμένος
τώρα άρχισε ν’ αλέθει και σταματημούς δεν έχει.
Αρκετές φορές, την ασχήμια την πάντρευε η περιουσία και το χρήμα, ενώ αντίθετα η φτώχεια πάντρευε την ομορφιά.
Έχω κατά γράψει δυο παροιμίες που μας δίνει μια πλήρη εικόνα αυτών των δύο παντρειών.
1. Όμορφή μου κι όμορφέ μου, τι θα φάμε απόψε;
2. Άσχημή μου κι άσχημέ μου, τι θα πρωτοφάμε απόψε;
Η ομορφιά στον γάμο δεν έχει σημασία όταν το ζευγάρι πένεται (η ομορφιά κι ο έρωτας δεν τρώγονται) αντίθετα ένα πλούσιο ζευγάρι, μολονότι άσχημο, δύναται να καλοπερνάει στον γάμο του αφού είναι οικονομικά ανεξάρτητο.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν ανέφερα και τις «δώδεκα χρυσές εντολές» που έδιναν για να στεριώσει ο γάμος.
Οι Δώδεκα εντολές προς τον άνδρα:
1. Να αγαπάς την γυναίκα σου ωσάν το χιόνι στον κόρφο σου.
2. Είσαι υποχρεωμένος να την κερατώνεις όποτε εσύ το θέλεις.
3. Να μην την σέβεσαι και να μην της δίνεις λογαριασμό που παγαίνεις και πότε θα γυρίσεις στο κονάκι σου.
4. Απαγορεύεται να ξέρει τα νιτερέσα και τα λεφτά σου και ποτέ μην της απλώνεις ούτε πεντάρα.
5. Να μην της έχεις αναμπιστοσύνη, ακόμη κι όταν πλαγιάζει σιμά σου.
6. Να την στέλνεις να κάνει ούλες τις δουλειές σου και να την ξυλοφορτώνεις καθημερινώς και μέρα παρά μέρα να την αφήνεις νηστική.
7. Στο χέρι σου είναι να την διώχνεις από τ’ αρχοντικό σου και να σπιτώνεις όποια εσύ γουστάρεις και για όσο καιρό θέλεις.
8. Μην δυνηθείς ποτέ να τις ψωνίσεις σκουτιά και παπούτσια, ας πάει στις γειτόνισσες να φορέσει ότι αυτές πετάνε.
9. Αν έχει προίκα, τήρα να την κειώσεις την πρώτη χρονιά παντρειάς.
10. Αν σου πάρει η γυναίκα τον αέρα, να το ξέρεις θα είσαι μια ζωή πρόβατο.
11. Μην γίνεις ποτέ σεξουαλικός μετανάστης (σώγαμπρος), γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνα σου το γάλα.
12. Αν δυνηθεί η γυναίκα και σε κερατώσει, κάφτο το πράμα της με την μασιά.
Οι Δώδεκα εντολές προς την γυναίκα:
1. Ν’ αγαπάς τον άνδρα σου, ωσάν το φίδι στον κόρφο σου.
2. Να μην καταδέχεσαι να σ’ απαυτώνει, όποτε εκείνος το θέλει.
3. Να μην σε βρίσκει στο σπίτι σου, την ώρα που γυρίζει από την δουλειά.
4. Να μην του πλένεις, μπαλώνεις, ζυμώνεις και να μην του μαγειρεύεις.
5. Να τρώγεις μόνη σου, πριν έλθει ο άνδρας σου.
6. Να μην τον σέβεσαι και να μην του ομολογάς την αλήθεια ποτέ.
8. Τήρα να του ξαφρίζεις το πουγκί, και να κάνεις κουμάντο για το κομπόδεμά σου.
9. Να μην τον αφήνεις να παγαίνει σε καφενέδες, κρασοπουλειά, καταγώγια και σε πανηγύρια.
10. Να φουρλατίζεις ούλη την ημέρα στην ρούγα για κοτσομπολιό, για να μαθαίνεις πρώτη τα χαμπέρια. Απαγορεύεται να του δίνεις το δικαίωμα να ξέρει τις παρέες και πούθενες σεργιανίζεις.
11. Τίμα τους γονείς σου και τα αδέρφια σου, και το σόι του ανδρός σου «στείλτο στον διάβολο».
12. Ότι κάνει και ότι ράνει η πεθερά σου, να ξέρεις σ’ εσένα θα τα φορτώσει, γι’ αυτό λάβε τα μέτρα σου.
Παραθέτω ένα προικοσύμφωνο του 1743.
1743 κερπινί αγούστου 15
+. Στοονομα του Θεου και της παναγιας και του μεγαλομαρτιρος προκοπειου αν ειναι θελειμα Θεου και τις παναγιας να παντρεψω τιν θειγατερα μου τιν φωτεινει εγο ο διμιτρις τζουλουχας και θελω να τι δοσο του Θοδορι Γιαννοπουλου από γλανιτσια να εχω να τις διδο το προικιοτις μπολιαις και μαντιλια τριαντα στροματα δυο ματαρατζι ενα αντρομιδα μια προβατα τριαντα γελαδα μια με το μουσκαρι τις ενα δαμαλει και χοραφια στις κοτιναις κοματι ενα στου λαμπιανου ταλωνει κοματι ένα και στο ποταμει στο νισι κοματι ενα και αποξο απο το νισι κοματι ενα και στι λαχιδα κοματι ενα αμπελει απουκατο στο σπιτι ξειναρεια τρια ουτος εγινε το παρον προικοσυμφονον και αν ηθελε τις κρατησο τιποτα απο οτι γραφο να υμε του αναθεματος παλιν ανισοστας και μου ερθι θανατος και δεν τα δοσουνε τα παιδια μου να εχουν τιν καταρα του Χριστου και τις παναγιας και τι δικει μου και εγινε το παρον προικοσυμφονο εμπροστεν εις ξειοπιστους μαρτιρους και εις τα παιδια μου στο βασιλει και Γιανι και Ρηγα και αποστολι και για καλι του σιγουριτα εγινε το παρον γραμα δι αμπιστοσεινι και εδοθη εις χειρας του γαμπρου Θοδορει και βεβεονο τανωθεν.
γραφο τους μαρτυρας
διμιτρις σιριος και βασιλεις Κουτσογερος απο γλανιτσια μαρτυρουμε την αληθια και εγω ο αναγνοστις του γερο-σταθι ειπο χειρος μου μαρτιρο.
(«Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και εθίμων του Ελληνικού Λαού ιδία δε του της Πελοποννήσου», Π. Παπαζαφειρόπουλου, σελίδα 28, εν Πάτραις 1887).
Σημείωση: Η αντιγραφή διατηρήθηκε ως είχε το κείμενο.
Υπήρχαν και αρκετές περιπτώσεις, όπου οι γονείς κυρίως οι μανάδες με διαφόρους τρόπους και δικαιολογίες δεν άφηναν τα παιδιά τους να παντρευτούν.
Υπάρχει ένα ωραίο τραγουδάκι, που αναφέρεται στο μεγάλο παράπονο του παιδιού, όπου η μάνα του τον κρατούσε ανύπαντρο. Ο υιός, αν και ζούσε σε στενό περιβάλλον, έβλεπε τους φίλους του που είχαν αποκτήσει οικογένεια και ρίχνει τις ευθύνες στην μάνα του για αυτή την εξέλιξη της ζωής του.
Άϊντε, τι με κρατάς μανούλα μου, ανύπαντρο ακόμα.
Οι φίλοι μου παντρεύτηκαν, κι εγώ τι περιμένω.
Στείλαν παιδιά στον δάσκαλο, κορίτσια στην δασκάλα….
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις για τον γάμο:
-Αγάλι- αγάλι τούμπανα, τι είναι φτωχός ο γάμος.
-Αγκυλώθηκε η νύφη στου αλευριού την θήκη .
-Αγκυλώθηκε η νύφη στο ζυμάρι.
-Ακριβό κουστούμι φτωχός ο γαμπρός.
-Αλλού βαράνε τα βιολιά κι αλλού κοιτάει η νύφη.
-Αλλού της νύφης τα πιπέρια κι αλλού της πεθεράς.
-Αν δεν βαρέσουν τα όργανα και δεν σφαγεί ο τράγος δεν το πιστεύει η ορφανή πως είναι δικός της ο γάμος.
-Αν δεν πλαγιάσει η νύφη ο γάμος δεν δένει.
-Αν έχει η νύφη βήχα; ρωτάτε τους γειτόνους.
-Από γενιά να ‘ναι ο γαμπρός, να ‘ναι φημισμένος.
-Από την χαρά της η κουνιάδα, είπε την νύφη αγελάδα.
-Ας ξαναγίνω νύφη μωρ’ πεθερά, να ιδείς πως προσκυνάνε.
-Βάσανο της πεθεράς το στόλισμα της νύφης.
-Γαμιέσαι νύφη χαίρεσαι, να σε ιδώ και στην γέννα.
-Γάμος δίχως παπά κλάφτον.
-Γάμος δίχως παπά, κουκόφυλλα δίχως κουκιά.
-Γάμος και τσουκάλι θέλει αναγκάσει μεγάλη.
-Γάμος που δεν ταιριάζει συμπεθεριό δεν γίνεται.
-Γάμος στα γέρατα η θάνατος η κέρατα.
-Γαμπρό σε κάνω, πολυζώη δεν σε κάνω.
-Γαμπρός γιος δεν γίνεται και νύφη θυγατέρα.
-Γαμπρός που προίκα γυρεύει θέλει και καλογερεύει.
-Για της νύφης το σεντόνι στραβωθήκανε οι γειτόνοι.
-Γυναικείος γάμος γύφτικο μνημόσυνο.
-Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος.
-Έκλασε η νύφη σχόλασε ο γάμος.
-Εσένα τα λέγω πεθερά για να τα ακούσει η νύφη.
-Η νύφη έγινε βαμβάκι έπεσε στο κεφάλι της πεθεράς και πάλι βαριά της φάνηκε.
-Η νύφη ετοιμάζονταν για γάμο κι ο γαμπρός δεν είχε ιδέα.
-Η νύφη καμαρώνει και η πεθερά τα χώνει.
-Η νύφη μου η σκούκια, μας έφερε καινούρια χούκια.
-Η νύφη όντας θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει.
-Η πεθερά αρχόντισσα κι η νύφη κατουρλού.
-Η πεθερά φτιάνει και η νύφη κλάνει.
-Θέλει και ο γαμπρός το κουφέτο του.
-Και ο μεγάλος γάμος και ο μικρός ταβούλια έχουν.
-Και ο μεγάλος και ο μικρός γάμος έχουνε κούρταλα.
-Κάλιο το μάτι του παιδιού, παρά τ’ αρχίδι του γαμπρού.
-Κορδωτή η νύφη ζουμπάς ο γαμπρός.
-Μετάνοιες της νύφης, χαρές της πεθεράς.
-Μήτε γάμος δίχως κλάματα μήτε λείψανο χωρίς γέλια.
-Ντύνουν την Κώτσαινα νύφη (ψευτοδουλειές).
-Νύφη άναψε κερί να σε ψειρίσω.
-Νύφη και πεθερά οι δυο μονομάχοι.
-Νύφη και πεθερά πάνω στις πολεμίστρες.
-Νύφη μην πας στην Πλατιάνα και σώγαμπρος στου Μπρούμα και τσοπάνης ποτέ κατά του Δρούβα.
-Νύφη χωρίς φτιασίματα στην εκκλησιά δεν πάει.
-Νύφης προκοπή η πεθερά ζηλεύει.
-Ξεπόρτισε η νύφη, σηκώθει η πεθερά και νίφτει.
-Ξεπόρτισε η νύφη; Έγιανε η πεθερά.
-Ο γάμος θέλει τούμπανα και η εκκλησιά ψαλτάδες.
-Ο καλός γαμπρός θέλει την νύφη και ο κακός την προίκα.
-Ο μουρλός γαμπρός όσα βλέπει στο σπίτι του πεθερού τα λέγει όλα δικά του.
-Ο προικοθήρας γαμπρός τον πεθερό επιταγή τον βλέπει.
-Όποιος βρίσκει και φιλεί, τύφλα του κι αν παντρευτεί.
-Ο σώγαμπρος και το μαστορικό γαϊδούρι είναι το ίδιο.
-Ο Χάρος όταν ήλθε στην πόρτα όλοι την νύφη κοίταγαν.
-Όλ' ανάποδα κι ο γάμος την Τετράδη.
-Όλα τα στραβά καρβέλια η νύφη μας τα φτιάνει.
-Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
-Όπου ακούς μεγάλα νταούλια, ψωριάρης γάμος γίνεται.
-Όπου γάμος και βαφτίσια η Μαλάμω πρώτη.
-Όπου γάμος και φαΐ, δέξου και τον κυρ-Κωστή.
-Κάπου τα όργανα βαρούν κάπου γάμος γίνεται.
-Κάπου τα όργανα βαρούν κάπου γάμος γίνεται.
-Όσο αργεί η νύφη τόσο χωλαίνει ο γαμπρός.
-Όσο ζητάει ο γαμπρός, τόσο αγκομαχάει ο πεθερός.
-Όσο η κόρη και να κρυφτεί, θα ’ρθει ο γαμπρός για να την βρει.
-Όσο πίνει η νύφη, τόσο γλυκοχαιρετάει.
-Όσο στραβοκοιτάζει η πεθερά τόσο γαργαλίζεται η νύφη.
-Όταν ήμουνα νύφη μου έφταιγε η πεθερά, τώρα που έγινα πεθερά μου φταίει η νύφη.
-Ότι πάρει η νύφη στην καβάλα.
-Ότι πάρει η νύφη στο νυφοστόλι.
-Ούλα ανάποδα κι η νύφη γκαστρωμένη.
-Πάει η μάνα πάει και η κόρη πάει και ο γαμπρός στη πόλη.
-Πάντα ξεχνά η πεθερά πως κάποτε ήταν νύφη.
-Παχιά η νύφη νηστικός ο γαμπρός.
-Πέσε και πέσε η πεθερά, μας την έσκασε την νύφη.
-Πήγε για γαμπρός και βρέθηκε κουνιάδος.
-Πίνει η νύφη το κρασί κι ο γαμπρός μεθεί.
-Πιο πολλά ‘ναι τα έξοδα του γάμου, παρά η προίκα της νύφης.
-Πρώτα στραβώνεται ο γαμπρός με το βρακί της νύφης και μετά στραβώνεται η νύφη, για να το κοιτάξει ο γαμπρός.
-Σαν έρθει η νύφη στο χωριό, μην βιαστείς να την δεις.
-Σαν ήρθε η ώρα της νύφης, κάστρα δεν την χωράνε.
-Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να έχει η πεθερά κι ο πεθερός.
-Σαν πάρει η νύφη τον αέρα, αλίμονο στην πεθερά.
-Σαν την νύφη την Δευτέρα.
-Στολίστηκε η νύφη κι απόμεινε.
-Τα είδε ο γαμπρός και βρήκαμε τον διάβολο μας.
-Τάξε –τάξε ο πεθερός, τον γάμησε ο γαμπρός.
-Τη νύφη στο νυφοστόλι ,μαθαίνεις τα χούκια της.
-Το γλυκό της νύφης στη πεθερά πικρίζει.
-Το δεξί σου πόδι νύφη, λες και θα πολυκάτσω.
-Το σκόρδο έγινε νύφη και η βρώμα του σαράντα μέρες και δεν έφυγε.
-Του πεθερού το αλώνι, δείχνει ο γαμπρός και καμαρώνει.
-Τρούπα θέλει ο γαμπρός, προίκα ο συμπέθερος.
-Χαρά εδώ χαρά εκεί χαρά στο πανηγύρι, χαρά στης νύφης το μουνί και στου γαμπρού το αρχίδι.
-Χασμουριέται η νύφη μας, για νυστάζει για πεινά, για άλλο τίποτα ζητά.
-Ψωριάρης είσαι σώγαμπρε, ψωριάρα νύφη πήρες.
-Ωραία τα κουλούρια κι ας είναι από την νύφη.
-Ωραία τα προικιά, μα η νύφη μας κουτσή.
-Ωραία τα προικιά, μα στραβή η νύφη.
-Ωραίος ο γαμπρός μόνο που είναι μυξιάρης.
-Ωριάρα η νύφη, μπάχαλο το κονάκι.
-Ώσπου να γαμηθεί νύφη, έσκασε ο γαμπρούλης.
-Ώσπου να γδυθεί η νύφη, βγήκαν τα μάτια του γαμπρού.
- Ως πότε να είσαι ανύπαντρη, για να βροντά η ποδιά σου; Να παντρευτείς, να γκαστρωθείς, να ιδώ την λεβεντιά σου.
[1] Καλού κακού οι πεθερές, πολλές φορές, παίρνανε ένα κόκορα από το κοτέτσι και τον φυλάκιζαν στο κατώγι του σπιτιού τους. Για να μην λαλήσει ο κόκορας και προδοθούν, του φορούσαν μια κάλτσα στο κεφάλι να μην βλέπει και να μην μπορεί ν’ ανοίξει το στόμα του και λαλήσει στην ακατάλληλη στιγμή. Τον κόκορα τον φυλάκιζαν και τον είχαν έτοιμο για παν ενδεχόμενο. Δηλαδή, αν η νύφη δεν ήταν παρθένα, έκρυβαν το μυστικό τους ενδοοικογενειακά και στην συνέχεια έσφαζαν τον κόκορα για να ματώσουν το σεντόνι ή την πουκαμίσα, για να επιδείξουν στους συγγενείς την αγνότητα της νύφης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.