Κουνάβι, κουνάδι, ατσίδι, πετροκούναβο, ή ικτίς η γνήσια (Martes Foina).
Σαρκοφάγο της οικογενείας των Μουστελιδών. Προστατεύεται από την σύμβαση της Βέρνης και από το KB- IUCN. Είναι ένα ζώο νυκτόβιο, μικρόσωμο με αναπτυγμένη ελαστικότητα και ευλυγισία, έχοντας μήκους περίπου από 50-70 cm, ύψους 15cm, ουρά 20-25 cm και βάρος 1,5-2,5 kgr. Το δέρμα του είναι πολύ μαλακό και καλύπτεται από πυκνό και λεπτό τρίχωμα, σκούρο καφέ, στη ράχη και ανοικτότερο στη κοιλιακή χώρα, με μια τριγωνική πορτοκαλί κηλίδα κάτω από τον λαιμό. Το τρίχωμα του, κατά τους χειμερινούς μήνες είναι πολύ πιο πλούσιο, ιδίως από τον Οκτώβριο μέχρι και το τέλος Απρίλη. Οι χωρικοί το ονομάζουν και διάβολο της νύκτας, λόγω των συχνών και καταστρεπτικών επιδρομών στα κοτέτσια τους. Το κουνάβι μυρίζει άσχημα (βρωμάει). Επίσης με σωρό κοπράνων του, σημαδεύει και οριοθετεί το μέρος που κυνηγάει και διαβιώνει.
Ζει κυρίως στα δάση και σε θαμνώδεις εκτάσεις, σε βραχώδη μέρη και τώρα τελευταία σε εγκαταλελειμμένα λατομεία, όπου κυνηγάει και τρέφεται κυρίως με αγριοκούνελα, σκίουρους, λαγούς, σκουλήκια, αυγά πουλιών, νεοσσούς αγρίων πτηνών, ποντικούς, βατράχους, ερπετά και πτηνά. Επίσης συμπληρώνει το γεύμα του τρώγοντας κυρίως βελανίδια, καρύδια, κάστανα, κεράσια, αχλάδια και άλλα οπωρικά, που ευδοκιμούν στην περιοχή όπου διαβιώνει. Θεωρείται σαν ένα από τα πιο επικίνδυνα και καταστρεπτικά ζώα για τα οικόσιτα πτηνά και κουνέλια. Το ίδιο απειλείται και αποτελεί μια καλή τροφή για λύκους, τσακάλια, αλεπούδες, αετούς και γεράκια. Είναι ένα πανέξυπνο ζώο, ταχύτατο στο περπάτημα, στην κολύμβηση και στην αναρρίχηση. Κινείται και κυνηγάει κυρίως στο έδαφος, είναι πολύ σκληρό και κυρίως αιμοδιψές ζώο. Έχουν αναφερθεί τεράστιες καταστροφές κυρίως σε κοτέτσια, όπου όταν εισέρχεται, όσα κοτόπουλα εντοπίσει, τα δαγκώνει στον λαιμό και στην συνέχεια ρουφάει το αίμα τους.
Για να κατασκευάσει την φωλιά του, αναζητεί κοιλώματα (κουφάλες) των δένδρων (κυρίως πλατανιών) και τρύπες απότομων βράχων, τις οποίες με την σειρά του μεθοδικά και με επιδεξιότητα τις επενδύει με βρύα, φύλλα και χόρτα. Συνήθως κύριο μέλημά του, είναι και επιζητεί, ώστε η φωλιά του, για λόγους ασφαλείας να έχει δύο ή και περισσότερους εισόδους.
Είναι μοναχικό ζώο (εκτός της εποχής του ζευγαρώματος). Ζευγαρώνει κατά τον μήνα Ιανουάριο και το θηλυκό μετά από κυοφορία δύο μηνών περίπου (62) ημερών, γεννάει 2 ως 4 τυφλά νεογνά, τα οποία θηλάζει επί 2 μήνες, μετά συνεχίζει να τα ταγίζει κρέας έως ότου δυναμώσουν και αρχίσουν να κυνηγάνε μόνα τους. Όταν αυτά ενηλικιωθούν, τα γυμνάζει κατάλληλα, μέχρι να γίνουν ικανοί θηρευτές και να εξοικειωθούν με το περιβάλλον, να γνωρίσουν κυρίως τον τόπο και τον τρόπο διαβίωσης και να προφυλάσσονται από τους εχθρούς τους.
Από το πολύτιμο δέρμα τους, κατασκευάζονται κυρίως γουναρικά. Παρά το γεγονός αυτό, σήμερα οι κυνηγοί δεν προτιμούν να τα κυνηγούν, άλλωστε σήμερα ο πληθυσμός τους, είναι σημαντικά μειωμένος και υπάρχει άμεσος κίνδυνος συν τον χρόνο να εξαφανισθούν.
Το κυνήγι του είναι πολύ δύσκολο και για να συλληφθεί ένα κουνάβι, χρειάζεται μια ιδιαίτερη τεχνική και τακτική. Κυνηγιέται κυρίως για την γούνα του, ενώ τελευταία ο άνθρωπος, το κυνηγάει με διάφορα μέσα, για ν’ απαλλαγεί από την καταστροφική του μανία στα οικόσιτα ζώα και πτηνά. Ενώ, οι κυνηγοί που ενδιαφέρονται μόνο για την γούνα του, όταν το κυνηγούν αποφεύγουν να το τουφεκίσουν, διότι με τον πυροβολισμό το δέρμα του τρυπιέται, αχρηστεύεται και τοιουτοτρόπως δεν είναι εμπορεύσιμο.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του κουναβιού σήμερα είναι ο άνθρωπος. Οι κάτοχοι οικόσιτων μικρών ζώων και πουλερικών τα κυνηγούν, συνήθως με πυροβόλα όπλα, όπου κι όταν τα συναντήσουν ή και τα συλλαμβάνουν στήνοντας διάφορες αυτοσχέδιες παγίδες (δόκανα, πλαστικές σωλήνες, πλακοπαγίδες, καρφοπαγίδες) και βρόγχους (θηλιές). Όταν συλληφθεί κυρίως με δόκανο, δεν διστάζει ακόμη να κόψει και το πόδι του για να απελευθερωθεί. Σήμερα η τεχνολογία έχει δώσει λύσεις στις επιθέσεις των κουναβιών, χρησιμοποιώντας την μέθοδο του ηλεκτρικού φράκτη.[1] Η χειρότερη μέθοδος εξόντωσης των κουναβιών, είναι η ανεξέλεγκτη και ακαταλόγιστη χρησιμοποίηση διαφόρων απαγορευμένων δηλητηριωδών φυτοφαρμάκων, κυρίως άοσμων, για την άμεση και επώδυνη εξόντωσή τους.
Παλαιότερα, ήταν ένα είδος επικηρυγμένο και δίδονταν μια καλή αμοιβή, η επειδή γούνα του θεωρείτο πολύτιμη. Κυνηγιόταν εντατικά, επειδή υφίστατο ένα καλό εισόδημα των κυνηγών και των ξωμάχων. Η αξία του δέρματος ήταν πολύ καλή, όταν αυτό δεν είχε τεμαχιστεί ή είχε διάφορες σχισμές ή τρύπες. Για τον λόγο αυτό οι κυνηγοί του κουναβιού κύριο μέλημά τους ήταν να το συλλάβουν ζωντανό, χωρίς να προξενήσουν εκδορές στο δέρμα του.
Έχω βιώσει μια παραδοσιακή και καταπληκτική μέθοδο κυνηγιού που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί Κουναβιού στο δάσος της Κάπελης, κατά την δεκαετία του ’70. Οι εκάστοτε κυνηγοί που θήρευαν κουνάβια, διέθεταν και τα ανάλογα σκυλιά, τα λεγόμενα κουναβόσκυλα. Αυτά ήσαν εκπαιδευμένα να κυνηγούν μόνο και μόνο κουνάβια. Όταν τα εντόπιζαν, τα κυνηγούσαν μέχρι αυτά να βρουν μέρος να κρυφθούν. Συνήθως όταν ήσαν κοντά στην φωλιά τους κρύβονταν εντός αυτής, ενώ όταν είχαν απομακρυνθεί, κρύβονταν σε κοιλώματα (κουφάλες) δένδρων. Μόλις το εντόπιζαν οι κυνηγοί, άρχιζε μια ειδική διαδικασία σύλληψης. Κατ’ αρχάς έψαχναν να βρουν αν το δένδρο έχει άλλες τρύπες διαφυγής. Όσες έβρισκαν τις παγίδευαν με σκούτινα σακιά[2], δηλαδή έπαιρναν ένα σακί, το τοποθετούσαν στην έξοδο της τρύπας και το κρατούσε κάποιος από την ομάδα. Όταν το κουνάβι χρησιμοποιούσε αυτή την έξοδο διαφυγής τότε έμπαινε στο σακί και εκεί παγιδευόταν.
Εφόσον παγίδευαν όλες τις πιθανές εξόδους διαφυγής, τότε έβαζαν στην χαμηλότερη τρύπα φωτιά με πολλά άχυρα, ή φύλλα, όχι για να κάψουν το δένδρο, αλλά για να δημιουργήσουν και να διοχετεύσουν καπνό εντός της στοάς. Όταν εισέρχονταν αρκετός καπνός τότε το κουνάβι προσπαθούσε να διαφύγει από την έξοδο και έπεφτε μέσα στο σακί και παγιδευόταν. Στην συνέχεια, έσβηναν την φωτιά και έπνιγαν το κουνάβι, πριν το βγάλουν από το σακί φοβούμενοι μην τους διαφύγει ή επιτεθεί με τα νύχια ή και τα δόντια του. Αφού το έπνιγαν, στην συνέχεια το έγδερναν με μεγάλη προσοχή, για να μην χαλάσουν το πολύτιμο δέρμα του. Το κρέας του κουναβιού το χρησιμοποιούσαν για τροφή των κουναβόσκυλων, ώστε αυτά να γεύονται και να γνωρίζουν την μυρωδιά του.
Το κυνήγι του κουναβιού ήταν επίπονο και χρειάζονταν αρκετός χρόνος μέχρι να το εντοπίσουν, αλλά και μέχρι να το παγιδεύσουν. Είναι ένα ζώο ταχύτατο και παμπόνηρο και κάθε λανθασμένη κίνηση, ή ο παραμικρός θόρυβος μπορούσαν να αποβούν μοιραία και να τους ξεφύγει.
Ο Διάβολος κι ο ξωμάχος
Κάποτε λέγεται, ότι την θερινή περίοδο ένας χωρικός διέμενε στην εξοχή. Εκεί είχε τα ζωντανά και τα περιβόλια του. Επειδή ήταν ανύπαντρος, ζούσε μοναχική ζωή, πάντα στο κτήμα του απασχολημένος με τις διάφορες εργασίες του ξωμάχου. Μια φορά μετά από την ολοήμερη κόπωση, έφαγε το βραδινό φαγητό του και ήπιε αρκετό κρασί και έγειρε να πλαγιάσει κάτω από μια καρυδιά που ήταν έξω από την χαμοκέλα του.
Κατά τα μεσάνυκτα ο ξωμάχος ένιωσε ένα δυνατό δάγκωμα στον λαιμό. Ενστικτωδώς και με ταχύτητα, έφερε τα χέρια στον λαιμό του και έπιασε ένα μαλλιαρό πράγμα. Προσπάθησε με απεγνωσμένες προσπάθειες να το απομακρύνει, αλλά αυτό ήταν αδύνατο, διότι ήταν γαντζωμένο με τα μπροστινά του πόδια γύρω από τον λαιμό και ταυτόχρονα τον δάγκωνε προκειμένου να ρουφήξει αίμα. Μετά από αρκετές προσπάθειες, ο ξωμάχος κατάφερε και το απομάκρυνε. Αυτό στην συνέχεια χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ο ξωμάχος, παρά το σόκ και τον επικίνδυνο τραυματισμό του, παράτησε την εξοχή και ολονυκτίς πήγε στο χωριό του, εκεί που είχε και την κύρια οικία του. Την άλλη ημέρα στους χωριανούς του ισχυριζόταν ότι του επιτέθηκε ένας μαλλιαρός διάβολος και προσπάθησε να του κόψει τον λαιμό και να του πιεί το αίμα. Μερικοί δε αφελείς, ισχυρίζονταν ότι του επιτέθηκε βρικόλακας, διότι εκεί που κοιμόταν παλιά είχε γίνει κάποιο αποτρόπαιο έγκλημα. Κάποιος κουναβοκυνηγός από τους συγχωριανούς αφού είδε την δαγκωματιά στον λαιμό του (επειδή και ο ίδιος πιο παλιά συμμετείχε σε κυνήγι κουναβιού είχε νιώσει τα δόντια του), κατάλαβε ότι του επιτέθηκε γεννημένο και πεινασμένο κουνάβι, επειδή μυρίστηκε αίμα. Αλλά που να το εμπεδώσει ο δόλιος ξωμάχος, μέχρι που γέρασε και πέθανε δεν ξανακοιμήθηκε στην εξοχή, ενώ συνέχεια ισχυρίζονταν, ότι του επιτέθηκε ο διάβολος και όχι κουνάβι.
Διάφορες παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις, όσον αφορά το κουνάβι:
- Όταν κάποιος άναβε φωτιά και αυτή προξενούσε πολύ πυκνό καπνό, έλεγαν ότι αυτός βγάζει κουνάβι.
- Έσκασε σαν το κουνάβι.
- Ξετρούπωσε το κουνάβι.
- Πήγε για ελάφια και μας έφερε κουνάβια
- Στα λαγούμια κρύβονται τα κουνάβια
- Τα κουνάβια με τον καπνό βγαίνουν από την τρούπα τους
- Έπεσε κουνάβι
- Τρούπωσε σαν το κουνάβι.
- Πετάχθηκε σαν το κουνάβι.
Λεξιλόγιο:
Κουναβόσκυλο, το = σκυλί εξασκημένο να κυνηγάει κουνάβια.
[1] Ο ηλεκτρικός φράκτης είναι γυμνοί αγωγοί ρεύματος χαμηλής τάσης, που τοποθετούνται στο επάνω μέρος της φράκτης. Το κουνάβι αναρριχείται στον φράκτη για να εισέλθει εντός αυτού, μόλις έλθει σε επαφή με τον αγωγό του ρεύματος, το εκτινάσσει, χωρίς όμως να το θανατώνει και αυτό εκφοβισμένο πλέον απομακρύνεται, χωρίς άλλη προσπάθεια
[2] Τα σακιά αυτά τα ύφαιναν οι γυναίκες στους αργαλειούς και τα έφτιαχναν στενόμακρα, ειδικά για το κυνήγι του κουναβιού. Το σακί στο άνοιγμά του είχε προσαρμοσμένο ένα σχοινί με το οποίο το έδεναν γύρω από τον κορμό για ασφάλεια, και λίγο πιο κατά από το άνοιγμα είχαν προσαρμόσει ένα άλλο σχοινάκι που μόλις έμπαινε μέσα το κουνάβι, τραβούσαν αυτό το σχοινάκι και το εγκλώβισε μέσα στο σακί χωρίς να έχει την δυνατότητα να ξεφύγει μέχρι να λύσουν το σχοινάκι που κρατούσε το στόμιο του σακιού προσαρμοσμένο στο στόμιο της τρύπας.
Πηγή: www.antroni.gr
Πηγή: www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.