Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Κοτζαμπάσηδες εναντίον οπλαρχηγών κατά την επανάσταση του 1821

[despotis-salwnwn-trapezi.JPG]

Κατά τον μεγάλο κατατρεγμό της κλεφτουριάς το 1804, επακολούθησε η εξόντωση και ο καταστρεπτικός αφανισμός της. Όσοι δε από τους κλέφτες, κατόρθωσαν και γλίτωσαν, διέφυγαν εξόριστοι για τα Επτάνησα, όπου την εποχή εκείνη βρίσκονταν υπό δυτική κυριαρχία. Η τάξη των κοτζαμπάσηδων που ήταν πάντοτε φιλική με την τουρκική εξουσία, έμεινε ισχυρή και κυρίαρχη, μέχρι λίγο πριν αρχίσει η ο επαναπατρισμός των κλεφτών από τα Επτάνησα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΣΙΝΗΣ
Κατά την έναρξη της μεγάλης επανάστασης του 1821, η συγκέντρωση των κλεφτοκαπεταναίων έφερε μια σημαντική αλλαγή εδώ στον Μοριά. Αρχίζοντας η επανάσταση με την άφιξη κι άλλων κλεφτών, προήχθηκε και αμβλύνθηκε σημαντικά η τάξη των κλεφτοκαπεταναίων, διότι γύρω τους άρχισε να συσπειρώνεται ο δεινοπαθημένος λαός. Και όπου υπάρχουν δυο τάξεις αντίζηλοι, εκεί εντοπίζονται και οι μεγάλες διενέξεις. Και πραγματικά μόλις άρχισε ο αγώνας να γέρνει υπέρ των επαναστατημένων, ξέσπασαν έντονα οι διενέξεις των δύο τάξεων, δηλαδή των κοτζαμπάσηδων από την μια πλευρά και των κλεφτοκαπεταναίων και του λαού από την άλλη.
Οι κοτζαμπάσηδες βλέποντας να επικρατεί η επανάσταση, θέλησαν να διαδεχθούν την εξουσία και ν’ αντικαταστήσουν αυτοί τους Τούρκους, που για πολλά χρόνια μοιράζονταν την εξουσία του τόπου. Νόμισαν ότι αυτοί ήσαν οι κανονικοί διάδοχοι και κληρονόμοι και ότι είχαν φυσικά δικαιώματα, παρόλο που με την επανάσταση μαζί με την τουρκική εξουσία είχε καταλυθεί και η νομιμότητα των δικών τους προνομίων. «…Εκλιπόντος του Κράτους του Σουλτάνου -γράφει ο Μένδελσον- έκαστος προεστός ήρχιζε να νομίζει τον εαυτόν του Σουλτάνον και να αντιποιείται άπαντα τα Σουλτανικά προνόμια. Οι Χριστιανοί δε εκείνοι πασάδες παρεσκευάζοντο να συνεχίσουν απαράλλακτα, το έργον των Τούρκων προκατόχων των…». Γι’ αυτό δεν είδαν καθόλου με καλό μάτι, την παρουσία των κλεφτοκαπεταναίων, που ξεφύτρωσαν ξαφνικά από το πουθενά και έλαβαν την θερμή υποδοχή από τον λαό και πήραν πάλι τα παλιά καπετανλίκια των επαρχιών τους. Και έτσι, άρχισε να δυναμώνει αλματωδώς η λαϊκή τάξη και μοιραίως απόβαινε πολύ επικίνδυνη για τους κοτζαμπάσηδες.
Η άρχουσα τάξη που αποτελούταν κυρίως από τους κοτζαμπάσηδες θέλησε από την αρχή ν’ αφαιρέσει την αρχηγία των όπλων από τους καπεταναίους, να τους εξουδετερώσει κι εκμηδενίζοντας τους επίφοβους αρχηγούς προσπάθησε να κρατεί σε υποταγή και εξάρτηση τον λαό. Για αυτό κατά κύριο λόγο ενδιάφερε τους κοτζαμπάσηδες, πώς να περιορίσουν το επικίνδυνο για την τάξη τους ορμητικό ξεσήκωμά τους και να μείνει απόλυτα κυρίαρχη η δική τους τάξη.
Οι πλείστοι των αρχηγών της Πελοποννήσου- γράφει ο Σπηλιάδης- άμα λαβόντες τα όπλα, εφαντάσθησαν να συστήσουν τον τιμαριωτισμόν εις την Ελλάδα  αμειβόμενοι με την εξουσίαν και δύναμιν των Τούρκων Τοπαρχών εις τας επαρχίας έκαστος αντί της εξουσίας και δυνάμεως την οποίαν είχον οι προεστώτες εις τους Τούρκους… Εφαντάσθησαν λοιπόν να έχωσιν υπό την διοίκησιν των τα όπλα των επαρχιών να κατακυριεύσωσι εις αυτάς αποκαθιστάμενοι βασιλίσκοι και ν’ αρπάζωσι δια των όπλων τα δημόσια εισοδήματα και δια τούτων να διατηρώσι και τα όπλα αυτά και την πολιτικήν εξουσίαν εις ευατούς»  
Η γρήγορη επιτυχία των Ελλήνων τις πρώτες εβδομάδες της Επαναστάσεως έριξε την διαχείριση των περισσοτέρων πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων στα χέρια των προεστών και των δημογερόντων. Οι προεστοί που ασκούσανε κιόλας μεγάλη εξουσία, αυτοστιγμεί σφετερισθήκανε την εξουσία που μέχρι τότε ασκούσανε οι βοεβόδες και οι μπέηδες που εξοντώθηκαν. Κάθε προεστός αγωνίσθηκε να γίνει ένας μικρός ανεξάρτητος δυνάστης.
Ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος γράφει: «Επειδή οι αντιδρώντες προς την συνέχισιν της εξουσίας της παλαιάς προνομιούχου τάξεως ήσαν προς το παρών οι στρατιωτικοί, ο αγών εφαίνετο διεξαγόμενος μεταξύ πολιτικών και των στρατιωτικών, ενώ πράγματι ήτο μεταξύ των κοτζαμπάσηδων που επροσπαθούσαν να δημιουργήσουν από την τάξιν των κληρονομικήν αριστοκρατίαν, που θα είχε αποκλειστικώς το δικαίωμα να διευθύνη τα κοινά, και των λαϊκών που εννοούσαν να έχουν και αυτοί τα δικαιώματά των».
Και για να επιτύχουν να εξουδετερώσουν τους κατά τόπους καπεταναίους και να κυριαρχήσουν τον λαό, έλαβαν την απόφαση ν’ αναλάβουν οι ίδιοι την αρχηγία των όπλων και να διατηρήσουν τους καπεταναίους σαν απλούς βοηθούς, υποταγμένους πάντοτε στην θέλησή τους. Όσοι από τους κλεφτοκαπεταναίους, δεν θέλησαν να υπακούσουν στις βουλές τους και δεν συμπορεύθηκαν μαζί τους, προσπάθησαν με δόλιους τρόπους να τους εξοντώσουν και να ηγηθούν οι ίδιοι του αγώνα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα είχαν στα χέρια τους, όχι μόνο την δύναμη των αρμάτων, αλλά και το σπουδαιότερο θα μπορούσαν να εισπράττουν το εισοδήματα των επαρχιών για λογαριασμό τους.
Για αυτούς τους λόγους, όχι μόνο κοτζαμπάσηδες, αλλά και δεσποτάδες οι οποίοι έτρεφαν πολύ μίσος κατά των κλεφτοκαπεταναίων, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Κερνίκης Προκόπιος, που σύντομα μεταμορφώθηκαν σε στρατιωτικοί αρχηγοί.
Το ίδιο έπραξαν ο Πετρόμπεης στην Μάνη, ο Α. Κοπανίτσας και ο Παναγιώτης Κρεββατάς στον Μιστρά. Στην Καρύταινα ο Κανέλλος Δεληγιάννης προσπάθησε να συστήσει στρατόπεδο υπό την αρχηγία του, αλλά επειδή οι Καρυτινοί δεν έδειχναν προθυμία να πολεμήσουν μαζί του «έμεινε με ένδεκα νομάτους» και αναγκάσθηκε στις 23 Απρίλη 1821, ν’ αναγνωρίσει αρχηγό των όπλων τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Γιωργάκη Πλαπούτα στην Λιοδώρα.
Στην Αχαΐα ο Σωτήρης Χαραλάμπης, και οι άλλοι κοτζαμπάσηδες στα Καλάβρυτα Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας και Θεοχαρόπουλος παρόλο που είχαν στον τόπο τους ικανότατους οπλαρχηγούς, θέλησαν να πάρουν την αρχηγία των όπλων διατηρώντας τους Πετιμεζαίους σαν απλούς υποτακτικούς των. Το παράδειγμά τους μιμήθηκαν στην Βοστίτσα και στην Πάτρα οι προύχοντες Ανδρέας Λόντος και Μπενιζέλος Ρούφος, παρόλο που και εκεί ήταν η πολεμική οικογένεια των Κουμανιωταίων και ο περίφημος Παναγιώτης Καρατζάς.
Εδώ στην Ηλεία, το αυτό επεδίωξε και ο αξιοπρεπέστατος κοτζάμπασης της επαρχίας Γαστούνης Γεώργιος Σισίνης. Με την πρώτη σπίθα της έναρξη της επανάστασης, πέταξε τον μανδύα του κοτζαμπάση και ενδύθηκε με τα σκουτιά του καταπιεσμένου σκλάβου και στην συνέχεια με την στολή του στρατηγού των επαναστατημένων όπλων. Στην συνέχεια για να μην χάσει τα οικογενειακά προνόμια, στην νέα τάξη πραγμάτων που σχηματιζόταν εκείνη την ταραγμένη εποχή, προσπάθησε και έχρισε αξιωματικούς και τους δυο γιους του, τον Χρύσανθο και Μιχάλη.
Το πρόγραμμα των κοτζαμπάσηδων ήτο η βαθμιαία ανάληψη των στρατιωτικών αξιωμάτων υπ’ αυτών των ιδίων ώστε να εκμηδενισθούν οι παλαιοί στρατιωτικοί… οι περισσότεροι από αυτούς χωρίς να έχουν πολεμικήν πείραν επήραν την στρατιωτικήν αρχηγίαν. (Δ. Κόκκινος, τόμος Β΄, σελ. 204- 205).

Όσοι από τους κοτσαμπάσηδες δεν μπόρεσαν να συμπορευθούν με τους αρχηγούς των επαναστατημένων όπλων, προσπάθησαν με διάφορες δολοπλοκίες να τους εξουδετερώσουν. Εδώ στην Ηλεία και ιδιαίτερα στην επαρχία Γαστούνης καταγράφηκαν αρκετές απόπειρες, δολοπλοκίες εξουδετέρωσης, αλλά και φόνοι αρκετών επιφανών οπλαρχηγών, από τον κοτζαμπάση της επαρχίας Γαστούνης Γεώργιο Σισίνη, με απώτερο σκοπό, να απομείνει ο μόνος στην επαρχία, που θα διαφέντευε τον τόπο, σύμφωνα με τις συνήθειες που είχε κληρονομήσει από την τουρκική εξουσία.

Απόπειρα Γεωργίου Σισίνη, κατά Χαράλαμπου Βιλαέτη.

Κατά τις πρώτες ημέρες της έναρξης της επανάστασης στον Μοριά, επικρατεί μεγάλη 
αναστάτωση στην Ηλεία. Οι Τούρκοι γι’ ασφάλεια δεν πολεμούν τους εξεγερθέντες, αλλά κλείνονται στα κατά τόπους κάστρα. Στις 27 Μαρτίου 1821, οι Τούρκοι της Γαστούνης κλείνονται στο Κάστρο Χλεμούτσι. Εκεί πολιορκούνται από τον Γεώργιο Σισίνη, σε συνεργασία με τον Χαράλαμπο Βιλαέτη. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας, πληγώνεται στο χέρι ο Χαράλαμπος Βιλαέτης, αρχηγός των Ηλειακών στρατευμάτων, από αδέσποτη σφαίρα. Για αυτό το επεισόδιο, κατηγορείται ευθέως ο Γεώργιος Σισίνης, για ηθική αυτουργία και ότι θέλησε να τον σκοτώσει, από τον υπερβολικό φθόνο που έτρεφε προς το πρόσωπο του Βιλαέτη. Για τούτο τον τραυματισμό του Χαράλαμπου Βιλαέτη, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γράφει στα απομνημονεύματά του: «Τότε, ενώ συνεγένοντο, Έλλην τις από την Κάπελην επιστόλισε τον Βιλαέτη και τον επλήγωσεν εις την χείρα. Λέγεται ότι ήτο διατεταγμένος από τον Σισίνη ή από τους Τούρκους να τον φονεύσει όντα ικανό εις τα του πολέμου».

(Γενναίου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1955, σελίδα 34).

Σημείωση: Από την τοπική προφορική παράδοση έχει αναφερθεί, ότι ο στρατιώτης που έκανε απόπειρα δολοφονίας κατά του Χαράλαμπου Βιλαέτη, λεγόταν Τζερλεμές ή Τζερεμές και καταγότανε από την Γορτυνία, ήταν όμως σώγαμπρος στο χωριό Αντρώνι, κατ’ άλλους στο Κούμανι.

Ο Φιλήμων στο «Ιστορικόν Δοκίμιον» για το συμβάν τούτο, αθωώνει εντελώς τον Γεώργιο Σισίνη γράφοντας: «Κατ’ αυτήν επληγώθη το αξιολογώτερο πρόσωπον ο Χαραλάμπης Βιλαέτης τον δεξιόν βραχίονα εκ τούτου: Δύο Κερβεσαίοι εφιλονίκουν δεινώς δι’ έν τουρκικόν πυροβόλιον, αξιούντες αυτό ως λάφυρον, επιχειρούντες να το πάρει ο καθένας δια λογαριασμό του. τούτο ανάπτει και ο Βιλαέτης πλησίον τυχών πληγώνεται …ίνα να ανεραίσωμεν την γεννηθείσαν τότε κατά του Σισίνη συκοφαντίαν επί αποπείρα δολοφονίας».

(Φιλήμονος Ι., Ιστορικόν Δοκίμιον, τόμος Γ΄, σελίδα 415, υποσημ. α΄).

       Πληγωμένος ο Βιλαέτης δεν ήταν δυνατόν να θεραπευθεί και αναχώρησε για την Ζάκυνθο. Όμως δεν έγινε δεκτός από τις Αγγλικές Αρχές του Νησιού και του τέθηκε ρητή προθεσμία να το εγκαταλείψει. Στις 10 Μαΐου 1821, σαράντα τρεις (43) ημέρες μετά από αυτό το θλιβερό επεισόδιο, ο Χαράλαμπος Βιλαέτης ο αρχηγός των όπλων της επαναστατημένης Ηλείας, πέφτει νεκρός στο χωριό Λαντζόι, μετά από μια άνιση μάχη που έδωσε με τους Λαλαίους Τουρκαλβανούς. Ο Χαράλαμπος Βιλαέτης, τον οποίον οι Λαλαίοι αποκαλούσαν «Φραγκοπαλλίκαρο» πρότεινε να περιορίσουν τους Λαλαίους στην περιοχή τους. Αμέσως συνεννοήθηκε με τον Γεώργιο Σισίνη να συνεκστρατεύσουν κατά του Λάλα. Ο Γεώργιος Σισίνης τον προέτρεψε και του υποσχέθηκε την αμέριστη βοήθειά του.

Κάποιος άγνωστος συγγραφέας, του υπ’ αριθμόν 250 χειρόγραφου των Γ.Α.Κ. γράφει:
«….Ο Γεώργιος Σισίνης προτρέπει τον Βιλαέτη να σπεύση υπέρ αυτών επικουρικώς, αλλά δεν παρακολουθεί τον φιλότιμον και ακράτητον Βιλαέτην, σπεύσαντα με μόνους 27 Πυργίους, τον εγκαταλείπει και φονεύεται παρά των Λαλαίων εντός αύλακος τινός, την οποίαν είχε προκαταλάβει αμυνόμενος εις τον φθόνον και την αντιζηλίαν του Γ. Σισίνη κατά του ικανού τούτου πολεμιστού αποδίδει η γενική ιδέα τον θάνατον του…».

Απόπειρα Γεωργίου Σισίνη, κατά Γεωργίου Γιαννιά.
Έπειτα από επτά ημέρες, από τον θάνατο του Χαράλαμπου Βιλαέτη, σειρά είχε ο Γεώργιος Γιαννιάς, ο δεύτερος στην σειρά υπαρχηγός των επαναστατημένων Όπλων της Ηλείας. Ο Γιαννιάς με εκατό παλικάρια, από τις παρυφές του Ερυμάνθου προκαλούσε και παρενοχλούσε σημαντικά τους Λαλαίους. Οι Λαλαίοι μεθυσμένοι από την νίκη τους και την εξόντωση του αρχηγού των επαναστατημένων δυνάμεων της Ηλείας, θέλουν να ξεκαθαρίσουν σιγά- σιγά τους επικίνδυνους οπλαρχηγούς. Η επομένη κίνησή των Λαλαίων, ήταν το επόμενο επικίνδυνο κεφάλαιο που λεγόταν Γιώργης Γιαννιάς. Με την χαρά της νίκης και με ακμαιότατο ηθικό, κινήθηκαν προς συνάντηση του Γεωργίου Γιαννιά, που ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα επικίνδυνος εχθρός τους, σ’ όλη την Βόρεια Ηλεία. Ο σκοπός όμως της εκστρατείας των ήταν τριπλός.
1. Θα επιχειρούσαν να ξεκαθαρίσουν το κεφάλαιο που λεγόταν Γιαννιάς.
2. Να τρομοκρατήσουν τους Χριστιανούς κατοίκους της Πηνείας, της Βόρειας ορεινής Ηλείας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής
3. Αντιλαμβανόμενοι ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο καλά, αποφάσισαν να βγουν για ζαϊρέ, δηλαδή να μαζέψουν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης.
Μια πανστρατιά αποτελούμενη από 1500 πεζούς και καβαλαραίους, οι Λαλαίοι εκστράτευσαν κατά του Γιαννιά. Την 16ην Μαΐου 1821 ξεκινώντας από το Λάλα και πλιατσικολογώντας έφθασαν στο χωριό Τσίπιανα[1] όπου και διανυχτέρευσαν. Σε έκτατη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε το ίδιο βράδυ, οι οπλαρχηγοί της βόρειας ορεινής Ηλείας, για ν’ αντιμετωπίσουν μια τόση υπέρογκη δύναμη, ο Γιαννιάς πρότεινε να κλείσουν όλα τα στενά περάσματα και να τους αποδεκατίσουν. Την άλλη ημέρα, κατά παράδοξο τρόπο, οι επίλεκτες ομάδες της  στρατιάς των Λαλαίων κινήθηκαν προς την θέση Τσάχλη, αμυντική θέση που επιλέχθηκε από τον Γεώργιο Γιαννιά[2] και είχε αναλάβει να την υπερασπίσει ο ίδιος με τα παλικάρια του. Επίσης κατά παράδοξο πάλι τρόπο κατά τις ισχυρές επιθέσεις που δέχθηκε τα χαράματα ο Γιαννιάς με τα παλικάρια του, είδε ότι οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί δεν συνέδραμαν, για βοήθεια. Μετά από πολλές λυσσαλέες επιθέσεις, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει σταδιακά, στην Πολίτσα και στην συνέχεια στα Στενά του Κατσαρού να όπου δέχθηκε το άνισο τελειωτικό χτύπημα από τις δυνάμεις των Λαλαίων Τουρκαλβανών. Εκεί αποκλεισμένος πια και πολεμώντας σαν θηρίο έπεσε νεκρός στις 17 Μαΐου 1821, στα ριζοβούνια του Ωλενού (Ερυμάνθου).
 Συγκεχυμένες οι πληροφορίες που έχουμε για αυτή την μάχη που αποσοβήθηκε από τους ιστορικούς, και όχι μόνο. Τα ερωτήματα πολλά, οι απαντήσεις μηδαμινές. Αρκετοί ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Γιαννιάς τυχαίως συναντήθηκε με την στρατιά των Λαλαίων. Αυτό νομίζω ότι δεν ισχύει διότι ένας οπλαρχηγός με μια συγκροτημένη και ετοιμοπόλεμη μονάδα κλεφτών που είχε τα λημέρια του επάνω στις βουνοκορφές θα ήταν αδύνατον να μην αντιληφθεί μια στρατιά χιλίων πεντακοσίων στρατιωτών να ανεβαίνει στις κακοτράχαλες και αδιαπέραστες βουνοπλαγιές. Εξάλλου η αποστολή του Γιαννιά ήταν να παρενοχλεί και όχι να αντιπαρατεθεί με μια ετοιμοπόλεμη στρατιά πολλαπλάσια των δυνάμεων που διέθετε.

Δολοφονία Γεωργίου Κρασάκη.
 Οι αδελφοί Κωσταντής και Γεώργιος Κρασάκης ή Κρασάκιας, ήσαν οπλαρχηγοί και καταγόταν από το χωριό Νεμούτα της Φολόης. Πριν και κατά την περίοδο της παλιγγενεσίας του 1821, έδρασαν στην περιοχή της Πηνείας, έχοντας συγκροτήσει στρατόπεδο στην Δάφνη (Ντάμιζα) και Παλιοντάμιζα του σημερινού δήμου Ήλιδος. Τον Μάρτη του 1821 συγκρότησαν τα πρώτα στρατόπεδα της Πηνείας στον λόφο Σκουρντέμπεη και στο χωριό Καλαθά. Παρά τις έντονες αντιδράσεις του Γεωργίου Σισίνη, αρχηγός των επαναστατημένων όπλων της Πηνείας, ορίσθηκε ο καπετάν Γιωργάκης Κρασάκης. Ο Γ. Σισίνης ήθελε να χρησθεί ο ίδιος αρχηγός των επαναστατημένων όπλων της Ηλείας, χωρίς να έχει καμιά παλαιότερη ανάμιξη αλλά και σχέση με τα όπλα.
Κατά την ιστορική μάχη στη θέση Πούσι της Δάρδιζας κοντά στο Λάλα, στις ελληνικές δυνάμεις έχουν ενσωματωθεί και όλοι οι Πηνειώτες με αρχηγό τον Γεώργιο Κρασάκη. Έλαβε εντολή από τον Γεώργιο Σισίνη μαζί με τους στρατιώτες του, να καταλάβει τη αμυντική θέση στην τοποθεσία Μποτίνι Μνήμα, του χωριού Πέρσαινα, να κατασκευάσουν ταμπούρια για ν’ αντιμετωπίσουν τυχόν επίθεση των Λαλαίων.
Από τον Γεώργιο Σισίνη ειδικά επιλέχθηκε η θέση Μποτίνι, η οποία θεωρείτο η πιο ευάλωτη όπου και διατάχθηκε για να οχυρωθεί και να την υπερασπισθεί ο Γεώργιος Κρασάκης.
       Το δεύτερο έτος της επανάστασης ο Γεώργιος Σισίνης επιλέγει τον Κωσταντή Κρασάκη και τον αποστέλλει στην Ρούμελη με τους εκατόν είκοσι στρατιώτες του, με σκοπό ν’ αποδυναμώσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Γιωργάκη. Στην συνέχεια επιχειρεί εναντίον του και με την βοήθεια του συνεργάτη του, Θανάση Καραμέρου από το Γαλούπι Ήλιδας, με δόλο του στήνει ενέδρα στην οικία του κουμπάρου και τον φονεύει. Έτσι ο Σισίνης έμεινε μόνος κυρίαρχος στην επαρχία της Γαστούνης.

Αποστολή στρατευμάτων στην Ρούμελη.
Κατά τα τέλη Φεβρουαρίου ανέφεραν οι προύχοντες και οι οπλαρχηγοί της Δυτικής Ελλάδος στην Κυβέρνηση, ότι στην Άρτα συρρέουν πλήθος τουρκικών στρατευμάτων και κάμνουν μεγάλες ετοιμασίας, και έλαβαν την βεβαιότητα ότι έχουν διαταγές να εισβάλουν εις την Ακαρνανία και Αιτωλία. Οι οπλαρχηγοί απαιτούσαν από την Κυβέρνηση να διορίσει δύο χιλιάδας Πελοποννησιακό στρατό με επισήμους και έμπειρους αρχηγούς, να φθάσουν εκεί όσον το συντομότερο, και να προκαταλάβουν το Μακρυνόρος, ώστε ν’ απαντήσουν σ’ αυτό το επικίνδυνο κίνημα. Έλεγαν δε, ότι εάν δεν υπάγουν τα Πελοποννησιακά στρατεύματα, εκείνοι μη δυνάμενοι να εμποδίσουν την εισβολή των εχθρών, θ' αποσυρθούν στα βουνά και στα δάση για να σώσουν τας οικογενείας των από την αιχμαλωσία, και ότι ακολουθήσει εις την Πελοπόννησο να είναι εκτός ευθύνης κτλ.


Εκστρατεία στη Δυτική Ελλάδα

Επιστρέφοντος το Κολοκοτρώνη από την Κόρινθον εις το στρατόπεδο τής Πάτρας, ως είρηται, κατά τας αρχάς Μαΐου έφθασε και ό Μαυροκορδάτος κατά τα μέσα ιδίου διορισμένος πολιτικός και στρατιωτικός διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος διά βουλεύματος τής Βουλής και με έγκριση και διαταγήν του Εκτελεστικού έφερε μεθ’ εαυτού το τότε τακτικόν σώμα συγκείμενον εκ τετρακοσίων περίπου ανδρών, διοικούμενων από τους ένδοξους εκείνους Συνταγματάρχας, τον Δάνιαν και τον Ταρέλαν, ήτον και έως 150 Φιλέλληνες, άνδρες εκλεκτοί έθελονταί έκ διαφόρων μερών τής Ευρώπης. Ήτον δέ και μ' άλλους τόσους Κεφαλλήνας ό Σπυρίδων Πανάς, το όλον υπέρ τους 700. Ήλθε συνοδευόμενος και από τον Μάρκον Βότσαρην επιστρέφοντα εις Κόρινθον και διορισμένων και αυτόν εις την αυτήν εκστρατεία. Είχε διατάξει ή Κυβέρνησις καί τον Παναγιωτάκη Γιατράκον να συνεκστρατεύση μετ’ εμού εις την Δυτικήν Ελλάδα και είχε φθάσει και αυτός εις Πάτρας προ ολίγων ήμερών με περίπου των χιλίων. Επίσης και τον Κυριακουλην Μαυρομιχάλην και είχε φθάσει συγχρόνως με τριακόσιους Μανιάτας. Ήλθε επίσης και ό Κρασάκης καπετάνιος του Σισίνη διορισμένος δια την αυτήν εκστρατείαν με εκατόν είκοσι. Τον μεν Μαυροκορδάτον, ως άνω είρηται, τον είχον διορισμενον πολιτικόν και στρατιωτικόν Διευθυντή της εκστρατείας εκείνης, εμέ δε άρχηγόν όλων των Πελοποννησιακών σωμάτων τα οποία εσύγκειντο έγγιστα τρεις χιλιάδες.

Τα ορισθέντα Στρατεύματα διαπεραιούνται, στη Δυτική Ελλάδα.
Βλέποντες λοιπόν αυτήν την ραδιουργία και επιβουλή και ότι διωργάνιζον οι άνω ειρημένοι διά τίνων διεφθαρμένων Επτανησίων να διαλύσουν και τον τακτικό στρατό, τους Φιλέλληνας και τους του Σπύρου Πανά, αποφασίσαμε μετά του Κυριακούλη και Γιατράκου και ανεχωρήσαμε από το στρατόπεδο της Πάτρας μετά του Μαυροκορδάτου και Μάρκου Βότσαρη εις τας 18 και 19 Μαΐου και φθάσαντες εις την παραλίαν του Πάπα εμπαρκαρίσθημεν αμέσως εις πέντε Ύδραιοσπετσιώτικα πλοία, άτινα μας περίμεναν εκεί και περάσαμε αυθημερόν εις το Μισολόγγι. Έφεραν δε μεθ’ εαυτού και εικοσιοκτώ φορτώματα φουσέκια εδικά μου, δέκα ως έγγιστα χιλιάδες δεκάρια.
Σκεφθέντες δ’ εκεί περί της εκστρατείας μας απεφασίσθη εκ συμφώνου ότι ό μεν Κυριακούλης με τους εδικούς του 230, τού έδωκα και εγώ 100 επίλεκτους εδικούς μου Καρυτινούς και τον υπό την οδηγία μου Κρασάκην με τους 120 Γαστουναίους το όλον 450, να απέλθουν εις την Σπλάντζαν ή Φαναράκι του Σουλίου προς επικουρία των εκεί πολεμούντων αδελφών μας Σουλιωτών. Έδωκα δε προς τον Κρασάκην χίλια πεντακόσια γρόσια και δύο χιλιάδες εις τους εδικούς μου προς εξοικονόμηση τους εφοδίασα μ’ αρκετά πολεμοφόδια και παρευθύς αναχώρησαν, και φθάσαντες εκεί έλαβον αμέσως μέρος εις τας ακατάπαυστους εκείνας μάχας και πολεμήσαντες αρκετές ημέρας απτοήτως, έπεσε θύμα ό Κυριακούλης, εν μια εξ αυτών ένδόξως πολεμήσας υπέρ της πατρίδος. Αλλά εις αυτήν την ιδίαν μάχην έφονεύθη πλησίον εις τον Κυριακούλην και ό διαβόητος εκείνος Κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, ό καταστρέψας την Αργολιδοκορινθίαν και ελευθερωθείς με τα χαρέμια των Βεζυράδων. Έφονεύθηκαν και άλλοι 16 στρατιώται του Κυριακούλη, αλλά από τούς εχθρούς φονεύθηκαν υπέρ τούς τετρακόσιους. Και τον μεν νεκρόν του Κυριακούλη τον μετέφερον εις το Μισολόγγι και τον ενταφίασαν μ’ απαρηγόρητο θρήνον των κατοίκων, ό δε Κρασάκης και οι στρατιώται μου μείναντες άνευ αρχηγού και προστασίας πέρασαν εις την Αγίαν Μαύραν και μετά δύο μήνους μόλις έφθασαν εις την πατρίδα τους εις την πλέον άθλιεστέραν κατάσταση.

Ενδεικτική είναι η καταγγελία των καπεταναίων της Κάπελης και της ορεινής Ηλείας για τους κατατρεγμούς των συμπατριωτών τους κατά τη μετεπαναστατική περίοδο προς το μέλος του Εκτελεστικού Σώματος, Ανδρέα Ζαΐμη. Επιρρίπτουν δε ευθέως την ευθύνη στον Γεώργιο Σισίνη, για τους κατατρεγμούς συμπατριωτών τους στα χωριά της Κάπελης, για τις αγριότητες την τυραννική συμπεριφορά σε βάρος συμπατριωτών τους και για συνεργασία με τους Καραμεραίους από το χωριό Γαλούπι, με σκοπό τη φυσική εξόντωση αγωνιστών, όπως του Γεωργίου Κρασάκη, του Λάμπρου από το χωριό Καρδιακαύτι και του καπετάν Ιωάννη από το Βαρθαλομιό και την αρπαγή της περιουσίας των.

Ένα έγγραφο της 30 Οκτωβρίου 1823, που καταγγέλλει τις βιαιότητες του Γεωργίου Σισίνη. Υπογράφουν οι επαρχιώτες της Γαστούνης.

«Αναφερόμεθα δια της παρούσης μας ταπεινώς οι υπογεγραμμένοι προς την εκλαμπρότητά σας. Ημείς απ’ αρχής του ιερού τούτου αγώνος γνωρίσαντες καλώς το προς την πατρίδα χρέος μας, εστάθημεν με άκρον ζήλον και ενθουσιασμόν και ετρέξαμεν εναντίον του εχθρού με πολλούς στρατιώτας των χωρίων μας με έξοδα εδικά μας. Αντεπαρατάχθημεν εις πόλεμον προκρίνοντας να θυσιάσομεν και την ιδίαν την ζωή μας δια την διαυθέντευσιν της πατρίδος, καθώς είναι γνωστόν και μαρτυρημένον από πολλούς. Αφού εσυστήθη η διοίκησις, εστάθημεν υπήκοοι εις τας σεβαστάς διαταγάς της, ετρέξαμεν εις την Ρούμελην εναντίον των εχθρών. Δεν ελείψαμεν ποτέ από το χρέος όπου ανήκει εις κάθε ειλικρινή πατριώτην, κατεξωδεύθημεν υπέρ την δύναμίν μας, παρακινούμενοι από μόνον ειλικρινήν πατριωτισμόν προς το κοινό όφελος. Ερχάμενος ο απεσταλμένος έπαρχος παρά της διοικήσεως εις την επαρχίαν μας, εφάνημεν εις αυτόν ευπειθείς, τον εβοηθήσαμεν κάθ’ όλα, θέλοντες μια κοινήν ευταξίαν εις την επαρχίαν μας, καθότι γνωρίζομεν, χωρίς διοίκησιν κανένα πράγμα δεν λαμβάνει καλόν τέλος. Τώρα δε εσχάτως, βλέποντες με πόνον της ψυχής μας μιαν αδιαφορίαν της επαρχίας μας κατά του εχθρού και καθ’ ημέραν τους εχθρούς να καταπατούν την επαρχίαν μας και να κατασκλαβώνουν τους αδερφούς μας χριστιανούς και να τους κατασφάττουν απεφασίσαμεν να εκστρατεύσομεν με αρκετούς στρατιώτας. Επιάσαμεν τις αναγκαίας θέσεις δια να προφυλάξωμεν την επαρχίαν μας και να αντιπαραταχθώμεν κατά των εχθρών, αν ήθελε τολμήσουν και άλλην φορά εναντίον του τόπου μας. Εις τούτο παρεκινήθημεν, καθώς και έξ’ αρχής, όχι από άλλο ειμή από καθαρόν πατριωτισμόν αφήσαμεν οπίσω εις την επαρχίαν μας τον καπ. Γεωργάκην Κρασάκη, δια να μας προμηθεύη και να μας στέλνη τον αναγκαίον ζαερέ εις το στράτευμα.
Ο κύριος Γεώργιος Σισίνης, από τι παρακινούμενος (αυτό το αφίνωμεν εις την κρίσιν της σεβαστής διοικήσεως), στέλνει τους Καραμεραίους ανθρώπους, γνωστούς εις όλους δια την κακίαν τους εις το χωρίον Μπουχιώτης και θανατώνουν αιφνιδίως αυτόν τον μακαρίτην, μαζεύουν τους κατοίκους του κάμπου, άλλους με βία και άλλους με ταξίματα, και κατατρέχουν τα χωρία της Κάπελης, φωνάζοντες ότι έχουν διαταγήν της διοικήσεως εις τούτο. Κατασπάραξαν το πράγμα όλον του Κρασάκη και δια να φανερώσουν το πράγμα του έκαψαν την μητέρα του με λάδι, εκρέμασαν τον παπά του χωρίου του, επίασαν τον Παναγιωτάκην Βελανιδιώτην, τον κρέμασαν, του έκαυσαν τα τρία σπίτγια του, κατηφάνησαν όλα τα χωρία, κατάρπασαν το πράγμα τους, καθώς του παπά- Στάθη από Τατάραλη του επήραν όλον το πράγμα του, έτι και μετρητά είκοσι δύο πουγγία, ομοίως και του παπά- Λαγανιώτη κατάρπασαν το πράγμα του…

Στην συνέχεια της αναφοράς των επαρχιωτών της Γαστούνης γίνεται και αναφορά για την δολοφονία του καπετάν Λάμπρου από το χωριό Καρδακαύτι και του καπετάν Ιωάννη από το Βαρθολομιό.

…Αφίνομεν πόσα άλλα κακά επροξένησαν εις την επαρχίαν μας, τα οποία δεν ήθελε τα κάμουν ούτε οι άγριοι Αφρικανοί. Είναι γνωστόν έτι και ο θάνατος του Λάμπρου από του Καρδιακάυτη οπού δια συνεργείας του κυρίου Γεωργίου Σισίνη ηκουλούθησεν ομοίως και του καπετάν Ιωάννη από Βαρθαλαμιό…

Παραθέτω ένα δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην δολοφονία του καπετάν Λάμπρου από το Καρδιακαύτι.

ΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΔΙΑΚΑΥΤΙ

Μαύρα μαντάτα φτάσανε, απόψε στου Καρδιακαύτι,
τον Λάμπρο εσκοτώσανε μες στ’ Αγγελή τ’ αυλάκι.
- Δε στο ’πα, Λάμπρο καπετάν, δε στο ’πα ξαδερφούλη,
δε στο ’πανε οι φίλοι σου κι οι συγγενείς σου ούλοι;
Στου Γιώργη, μην μπερδεύεσαι, μην έχεις αναμπιστοσύνη,
(ν)- ο Γιώργης σε κατηγόραγε μέσα στη Γαστούνη.

(Σημείωση: Διατηρείται η ορθογραφία των κειμένων και τραγουδιών ως είχε).

 …Αφίνομεν και των άλλων πατριωτών τον θάνατον. Αυτά ας τα στοχασθή η Σεβαστή Διοίκησις και ας κρίνη τα καλά έργα του κυρίου Σισίνη, όστις δε αποβλέπει εις άλλο ειμί να γενή ένας τεράστιος τύραννος. Ημείς, ευρισκόμενοι εις την πολιορκίαν Πατρών δια την προφύλαξην της επαρχίας μας, μανθάνοντας αιφνιδίως τον θάνατον του Κρασάκη, τα ειρημένα κακά εις τα χωρία μας, ελύσαμεν την πολιορκίαν και ήλθομεν να ιδούμεν ποία είναι τα αίτια αυτών των βαρβαρικών αταξιών και να διαυθεντεύσωμεν τον τόπον μας από κάθε κακόν εναντίον. Ακούομεν από τους εναντίους ότι όλοι αυτοί οι κατατρεγμοί εις τα χωρία μας είναι με διαταγήν της Διοικήσεως. Ημείς ετραβήχθημεν εις τα χωρία μας, δια να μην ανάψωμεν μεγαλύτερα κακά, ακούγοντες ότι είναι διαταγή της Διοικήσεως να κατατρεχθώμεν, και απεφασίσαμεν να κριθώμεν εις την Διοίκησην και, αν είμεθα πταίσται, να παιδευθώμεν, ειδεμή να παιδευθούν οι ενάντιοι, κατά το δίκαιον, και να διαμαρτηθούν οι αδικημένοι. Αυτά τα αναφέρομεν εις την εκλαμπρότηταν σας και σας παρακαλούμεν να τα φανερώσετε όπου ανήκει, επειδή απορούμεν μεγάλως δια ποίαν αιτίαν να κατατρεχώμεθα ημείς όπου απ’ αρχής εθυσιάσαμεν την ζωή μας, την κατάστασίν μας και όλα μας δια την πατρίδα και να θριαμβεύουν άλλοι οι οποίοι κοίταζαν μόνον τα νιτερέσα τους. Παρακαλούμεν την Σεβαστήν Διοίκησιν να λάβη τα μέτρα δια την επαρχίαν μας, να στοχασθή ότι εβρισκόμεθα εις μεγάλον κίνδυνον, επειδή και οι εχθροί πλησίον μας. Παρακαλούμε να βάλη μίαν ευταξίαν εις τα άρματα της επαρχίας μας, καθώς είναι και εις πολλάς άλλας, δια να την διαυθεντεύσωμεν από τους εχθρούς. Εις το εναντίον δε, όπου ποτέ δεν ελπίζομεν, να μην λάβη πρόνοιαν η Διοίκησις, θέλουν ακολουθήσει μεγάλες σύγχησις και αγιάτρευτα κακά, διότι ο εχθρός θέλει εύρει καιρό να καταφανίση την επαρχίαν και ο λαός θα κατατρώγεται, με το παραβλέπωνται τα δίκαια του. Είμεθα εις χρηστάς ελπίδας ότι η Διοίκησις θέλει λάβει μεγάλην προμήθειαν δια ταύτην την επαρχίαν και άμποτε να ιδούμεν και το καλόν τέλος.
Μένωμεν με όλον το σέβας».

Οι επαρχιώται Γαστούνης και Καπεταναίοι
Στάθης Ταταραλιώτης, Αναγνώστης Παλιοπολίτης, Θεοχάρης, Φώτης Λουκαβιτζιώτης, Αποστολάκος Λουκαβιτζιώτης, Βασίλης Μαυροειδής, Νικολάκης Αντρονιώτης, Γιώργος από Χαλαμπρέζα, Νικολός από Σινούζι, Φίλιππος Καλοπηδιώτης, Δημήτρης Λίβανος, Σπήλιος Κουμανιώτης, Ζώης Λαγανιώτης, Δημήτρης Κατζαλιάρης, Κυριακούλης Κουμανιώτης, Συλάϊδος Τζαούσης Κουμανιώτης, Θανάσης Καρκούλας Κουμανιώτης, Αγγελής Γιαρμενίτης, Γεραναστάσης από Κάλφα, Γιάννης Πανουτζόπουλος, Ρόδης Καρατζάς από Ντζίπιανα, Θεόδωρος από Πέτα, Νάνος Κουμανιώτης, Θανάσης Διβριώτης, Πάνος Αντρονιώτης, Κώστας Κουμανιώτης, Αντρίκος Παλάσκας, Κωνσταντής, Νικολός, Χριστόδουλος ούλα τ’ αδέλφια, Κωστάκης Κρασάκης, Κυργιάκος Πόπολης, Δημητράκης Πόπας, Κώστας Πουρτανίτης, Γιώργος Δερβινιώτης, Παλ. Κάμος, Τζιαουσάκης Κανέλης, Αδάμης Λαγός, Παναγιώτης Βελανιδιώτης, και ένας από Αγραπιδοχώρι, Αναστάσης Χατζιώτης, Νικολός Πουλούπασης, Γερο- Νικολός από Τελεπελή.

Παραθέτω δύο δημοτικά τραγούδια αναφερόμενα στην δολοφονία του Γιωργάκη Κρασάκη.

ΤΟΥ ΚΡΑΣΑΚΗ
Στου Μπουχιώτη και στου Σώστι
και στου Μέραγα τον εξώστη.
Σκότωσαν τον Κρασάκη,
και τον καπετάν Γιωργάκη.
Τον βαρέσανε οι τρεις Γαλουπαίοι
κι άλλοι δυο Καραμεραίοι.
- Ρε κουμπάρε, ρε μπαμπέση
γιατί κούνησες το φέσι.
Εσύ τους έδωκες σινιάλο
και με στείλανε, «στον διάολο»...

Βασίλης Νασόπουλος από το χωριό Ήλιδα (Παλαιόπολη) του δήμου Αμαλιάδας.

ΤΟΥ ΚΡΑΣΑΚΙΑ 
Στα Καλύβια και στου Σώστη,
πάρα πέρα στου Μπουχιώτη,
εσκοτώσαν τον Κρασάκη
και τον καπετάν Γιωργάκη.
- Βρε, Θανάση Καραμέρο,
δεν μου το ’λεγες να ξέρω;
Να μην πάω στου Μπουχιώτη,
στα Καλύβια και στου Σώστη.

(Νικολάου Ι. Λάσκαρη, «Η Λάστα και τα μνημεία της», μέρος E΄, Πύργος Ηλείας 1909, τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, σ. 449, αρ. 12).

Ο Γεώργιος Σισίνης τον Μάιο του 1824, σύστησε μια αρχή που θα επέβλεπε τα κοινά και την αποκάλεσαν «Κοινόν της Επαρχίας Ήλιδος». Θέλοντας να διαδραματίσει τον πρωτεύοντα ρόλο στα νέα δεδομένα ο Σισίνης ζήτησε μια έγγραφη διαβεβαίωση από τους ελεγχόμενους από αυτόν πρόκριτους.

Σεβαστή Διοίκησις.
Άδικον είναι και αμάρτημα μέγιστον όταν εις τους φιλογενείς και κοινωφελείς άνδρες δεν αποδίδεται η προσήκουσα ευχαρίστησης και ο άξιος έπαινος για τους καθημερινούς αγώνας οπού δοκιμάζουν υπέρ της ευνομίας και αρίστης Διοικήσεως των καθηκόντων παντός του γένους μας και κατά μέρος της τοπικής επαρχίας και ανταμοιβήν των τοσούτων τους θυσιών και κόπων, και εις παράδειγμα. Δια τούτο και ημείς όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας Γαστούνης, αν σιωπήσωμεν τους κόπους, μόχθους, αγώνας, και την άγρυπνον μέριμναν υπέρ της αρίστης διοικήσεως της επαρχίας μας, του φιλογενεστάτου ημών αρχηγού κυρίου Γεωργίου Σισίνη (μ’ όλον οπού η φιλαυτία και οι έπαινοι κοντά εις την ευγένειάν του καμμίαν χώραν δεν έχουσιν).
Βέβαια ο δικαιοκρίτης Θεός θα μας κολάσει ως αχαρίστους, και οι γνωρίζοντες απαθώς τας αρετάς του αρχηγού μας, και τας τριετείς γενικάς εκδουλεύσεις του εξαποφάσεως ήθελε μας κατακρίνουν. Χρέος λοιπόν άφευκτον και απαραίτητον εκπληρούντες, αναφέρομεν πανσεβάστως εις την υπερτάτην διοίκησην την μεγάλην ευχαρίστησιν οπού έχομεν άπαντες μικροί και μεγάλοι υπέρ του αρχηγού μας για να ευχηθεί την φιλογένειαν του και ημείς οι οποίοι και μένομεν ευσεβάστως Δούλοι ταπεινοί.

Τη 5η Μαΐου 1824 εκ Γαστούνης
Οι Δημογέροντες:
(Τ.Σ.) Ιωάννης Σισίνης, Διονύσιος Παπαγιαννόπουλος, αποστόλης μολοχτός, παναγιότης σισίνης, Μαυρομάτης Παυλόπουλος, αβράμος πεπελάσης, γιάνος γάλος, διαμαντής δημακόπουλος, μήτρος γάλος, κωνσταντίνος στανκούκος, αθανάσιος ιερύς ο οικονόμος, Γρηγόριος ιερομόναχος, άνθιμος ιερομόναχος, θεοδωράκης γιατρόπουλος, αντρίκος λάτζης, νικολούτζος γιορντανόπουλος δημήτρης ζεύκης, γιοργάκης μπακαναστάσης, σταμάτις αβραμόπουλος.

Αγηλιάδες: κονσταντής παναγόπλος.
Αγραπιδοχωρι: νικόλαος ιερεύς.
Ακοβίτι: πανάος.
Αλποχώρι: νικολος καλημέρης.
Ανδραβίδα: Θανάσης καραθανασόπλος, αντριάς καραθανάσης.
Ανδρώνι: καπετάν πανος, αναγνωστις.
Απάνω Καβασιλα: Δημήτρις λαγκαδιανός.
Αρβανίτη: αντώνης.
Βαλακα : αποστολης
Βαρθαλαμίον: γιάννης Τζερδήλος, γιάννης μακριδίμας.
Βλαχερνα: ηγουμενος αγαπηος.
Βολαντσα: παπαναγος, αναγνωστης γερανης.
Βούναργο: αντώνιος ιερεύς, αναγνώστης.
Βρανά: γιόργης μίτρας.
Γεράκι: γερο κωσταντής.
Γουμερο: στεργιος.
Δαούτια: δημιτρακις χρονοπουλος.
Δαφνιώτισα: κοσταντης.
Δερβινή: γερομιχαλις.
Δερβίς τσελεπή: αναγνώστης.
Δίβρι με περίχωρα: ασημάκις μπερτος, γιανις κοκαλιαρης.
Δούκα Μηλιές: παπαμιχάλης, αναγνώστης παπά αντώνης.
Επάνω Ξενίαις: γιοργακης.
Ζονγκα:
Ζουλατικα:
Καγκαδι: θανασις κρηνκος.
Καλίτζα: κωνσταντής μαστρογιάννης, αναγνόστης.
Καλολετση: διαμαντής.
Καλύβια επάνω: φάνης ιερεύς, κοστατης κοβάς.
Καλύβια: διμίτρις σπανιόλος.
Καπελετου: παναγιοτης καφετζης.
Καρακούζι: παρασκευάς χρόνις.
Καρατουλα: βασίλης.
Καρδαμάς: νικολας καραμουζης.
Καρδιακάφτι: Χρίστος κλαμαριάς.
Κατσαρου: δαμάσκος.
Κάτω καβάσηλα: ανδρίκος σπηλιότης, γιάννης σιλάΐδης.
Κάτω Ξενίαις: παναγιοτης.
Κελεβη: φοτης κλονης.
Κλινδιά: αντρικος μπαλασκας, νικολος κουντουρης.
Κλυσούρα: γαλανάκος.
Κολοκυθα: νικόλαος.
Κουκουρα: γιανακης ρουσης.
Κούλουγλη: γιοργακις γραματικο πλος.
Κούμανι: κοστας γαγος.
Κουρτικι: γερολιας.
Κρεκούκι; Αναγνώστης.
Λαγανά: παναγιότης στραβόλεμος, μίτρο κολοβούρης.
Λάνθι: κωνσταντής.
Λαντσοϊ: αντωνις χοντρογιανοπουλος.
Λατα: κοσταντής βασιλοπλος.
Λεχαινά: Γληγόρης Χατζηγιάννης, αναστάσης κουρτέσης.
Λοπεσι: θομας.
Λουκαβιτσες: φοτης κανελοπλος, αποστολις αποστολοπλος.
Λυγιά: θοδορίς μιτρόπουλος.
Μαλαπασι: δημητρακις μαραθιας.
Μαλικι: νικολος.
Μαμουτσαούσι: τάσος κανελόπουλος.
Μανωλαδα: παναγος μιτροπουλος.
Μαρινακι: νικολός γιανόπουλος.
Μαρκόπουλο: ανδριάκος.
Μάχου: πανάγος τζεκούρας.
Μιράκα με περιχωρα: αντωνης.
Μισολογγακι: νικολας.
Μοναστηρι Ελεουσα: ηγούμενος κοσταντιος.
Μοναστηρι φραγκοπήδημα- μοναστηρι κρεμαστή: ηγουμενος καλλινικος.
Μουζακι: βασίλης.
Μουζίκα: αντονης.
Μουσουλούμπεη: διονίσιος διμόπουλος, λιάκος διαμαντόπλος.
Μπαρμασενες: παπαθανάσιος παπά.
Μπάστα: αντρικος.
Μπεζαΐτι: κισταντης ματζονιας.
Μπεντενι: νεροπανος.
Μπεντενια: γεροθανος.
Μπεσερέ: αντώνις.
Μπορσι: γεοργακις πανουτζοπουλος.
Μπρατι: θανασις αληβιζοπλος.
Μπρούμα: αναγνώστις κοκορακης.
Νιοχώρι: γιώργις ψυχογιός.
Ξυλοκέρας: αναστάσης μπαπάλης.
Παληοπολις: αναγνωστης αναστοπλος, θεοχαρις σπιλιοπλος.
Περα Μετοχι: γκοφανος.
Πλατανος: σωτηρις.
Πουρνάρι: αναστασις σπιλιωπουλος.
Πυρι: σπηρο….
Ρετεντού: νικολός.
Ρετουνη: αναστασης γωτης.
Ριολος: μίχος.
Ρουπακιά: παναγιοτης.
Ρωμεσι: παπαδημακις, η μιχας.
Σαβάλια: πανάγος ταμπακόπλος, θεδορίς μπουρσός.
Σαμπάναγα: φότις τζιτζινας, γερο αντριας.
Σελήμ τσαούση: καραγιάννης
Σιμοπουλο με περίχωρα: βασηλης αντριοπουλος.
Σκιαδά: νικολός αβραμοπουλος.
Σκληρού: νικολος παπαδοπλος.
Σκλιβα: γιοργος κοτσομητρος.
Σούλι: αναγνωστης παπαδοπουλος.
Στρεφι: πανάγος.
Στρούσι: νικολός λατας.
Σώπι: γιανακης.
Σωστη: πανουτζος
Ταταραλη: γεροσταθης.
Τραγανό: αναγνωστης βοτζος.
Τρουμπέ: διονισιος λαμπρόπουλος, σπιρος βαλμάς.
Φεγγαρακι: μιτρος.
Φλοκα: ανδρεας.
Χατζηδες: νικόλας.
Χελιδόνι: ιωάνις.
Χελμη: νικολος αλεξοπουλος.
Ψαρι: βασιλις σμιρνιοτις.
Ώλενα: κωσταντης κούρβης.

Σημείωση: Η ορθογραφία παρέμεινε ως είχε, ενώ τα χωριά έχουν καταχωρηθεί με αλφαβητική σειρά.

Εδώ αναφέρω χωριά και μονές που ανήκαν στην επαρχία Γαστούνης, όπου οι δημογέροντες των, δεν θέλησαν να συνυπογράψουν και ν’ αναγνωρίσουν τον Γεώργιο Σισίνη, πρώην κοτζαμπάση της επαρχίας και να του αναθέσουν την αρχηγία δίνοντάς του όλα τα πρωτεία.

Αγιανάννα, Αγιάννης, Αγιώργης, Αγουλινίτσα, Αναζήρι, Άνω Λουκάβιτσα, Βάλμη, Βελανίδι, Βίλιζα, Βυδιάκι, Γιάρμενα, Γερμοτζάνη, Γεροπέτρου, Γλαρέντζα, Ερμοχώρι, Κακαρούκα, Καλαθά, Καλοπαιδί, Καλότυχο, Καλύβια Βαρθολομιού, Καλύβια Παλιόπολις, Κάλφα, Καραγιούζι, Καρακασίμι, Καραλή, Καρόσι, Καρυά, Κάστρο, Κάτω Καβάσιλα, Καυκανιά, Κακοτάρι, Κερέσοβα, Κερτίζα, Κόκλα, Κουκλάκι, Κοκλασίμιζα, Κρασέτζα, Κριεκούκι, Κουτσοχέρας, Λαγάτουρα, Λάλα, Λαμπέτι, Λάσδικα, Λούβρος, Λουκά, Λυγιά, Μάζι, Μαλαπάσι,, Μαστραντώνη, Ματαράγκα, Μαζαράκι, Μηλιές, Μοιράκα, Μονή Νοτενάς, Μονή Σωτηρούλας, Μονή Αϊ Βλάση, Μουζάκι, Μουζίκα, Μουσουλί, Μπαλί, Μπουκοβίνα, Μπουρτάνου, Μπουχιώτη, Μυρτιά, Ντάμουζα, Ντάρτιζα, Νταούτι, Ντάρα, Ντελημπαλί, Ντρούβα, Πέρσαινα, Πέτα, Πόθου, Πορετσό, Πύργος, Ρενεσάκι, Ρένεσι, Ροβιάτα, Σινούζι, Σιόρμαινα, Σκαφιδιά, Σκούρα, Σκουροχώρι, Σμίλα, Σουλεϊμάναγα, Σουληνάρι, Σπάτα, Στραβοκέφαλο, Τζίπιανα, Τζόγια, Χάβαρι, Χαλαμπρέζα.

Πάρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα ανακύπτουν, όσον αφορά την συμπεριφορά των Ελλήνων έναντι των Λαλαίων, αλλά και για τις αλλεπάλληλες απώλειες των εκλεκτών οπλαρχηγών της Ηλείας.
Ερωτήματα: Ποιος ο λόγος που οι καπεταναίοι του Ωλονού και της Κάπελης δεν συνέδραμαν να βοηθήσουν τον Γεώργιο Γιαννιά;
Γιατί η διοίκηση και οι οπλαρχηγοί μετά την μάχη στο Πούσι, άφησαν τους Λαλαίους να αποχωρήσουν αμαχητί για την Πάτρα; Γιατί μια τόσο ευάλωτη ανθρωποπομπή, δεν εισέπραξε ούτε μια τουφεκιά σε μια απόσταση περίπου εκατόν πενήντα χιλιομέτρων. Όπου αφέθηκε να πλιατσικολογεί να σκοτώνει να καίει τα σπαρτά και να κινείται μαζί με τόσο άμαχο πληθυσμό εντός των επαναστατημένων χωρών της Ηλείας;
Γιατί έμεινε η Πάτρα τόσα χρόνια μετά την επανάσταση ακόμη σκλαβωμένη. Ποιος την τροφοδοτούσε;
Γιατί δεν ήθελαν να την ελευθερώσουν;
Γιατί δόθηκαν πλαστά πιστοποιητικά εκδουλεύσεων σε άκαπνους μαχητές;

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Βαγενάς Θάνος, «Απομνημονεύματα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», γενική επιμέλεια, Παναρκαδική Ομοσπονδία Ελλάδος- Κέντρο Κολοκοτρωνικών Ερευνών, Αθήναι 1970.
- Παπατσώνης Παναγιώτης, «Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄», επιμέλεια. Εμμαν. Γ. Πρωτοψάλτη, Αθήνα 1957.
- «Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Νάστου.
- Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις Μπούρας, Αθήνα.
- Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, «Διήγησις συμβάντων».
- Γριτσόπουλος Τάσος, «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836».
- Φιλήμων Ιωάννης, «Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Αθήνα 1860.
- Φραντζής Αμβρόσιος, «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», Αθήνα 1839.
- Τουτούνης Ηλίας, «Η Ηλεία στο δημοτικό τραγούδι», Αμαλιάδα 2008.
- Τουτούνης Ηλίας- Παπαντωνόπουλος Κώστας, «Γιάννης και Γιώργης Γιαννιάς- Οι Σταυραετοί του Ωλενού», εκδόσεις ΚΟΚΛΑΚΙ, Αμαλιάδα 2010».
- Σταματόπουλος Τάκης, «Ο εσωτερικός αγώνας», Αθήνα 1957.
- Κυριακόπουλος Κωνσταντίνος, «Ο Πύργος και η Ηλεία στην επανάσταση και στα χρόνια του Καποδίστρια», Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ηλείας, 2003.
- Φωτόπουλος Αθανάσιος, «Οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί», Εταιρεία Ηλειακών Σπουδών, τόμος Β΄.
- Δεληγιάννης Κανέλλος, «Απομνημονεύματα».
- Φίνλεϋ, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»,
- Άννινος Μπάμπης, «Ιστορικά Σημειώματα».
- Τρικούπης Σπυρίδων, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».
- Γεωργίου Φίνλαιυ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».
- Ζεύγος Γιάννης, «Νεοελληνική Ιστορία», μέρη Α΄ και Β΄.
- Χάου Σάμουελ Γκρίντλεϋ, «Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης» εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1997.
- Κρεμμύδας Βασίλης, «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής κοινωνίας (1700 - 1821)»,  εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1988.
- Ροτζώκος Νίκος, «Επανάσταση Εμφύλιος στο Εικοσιένα». Εκδόσεις Πλέθρον/Δοκιμές, Αθήνα 1997».
- Σακελλαρόπουλος Θ., «Οι κρίσεις στην Ελλάδα 1830-1857. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις», τόμοι Α΄ και Β΄, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1994.
- Αυγητίδη Κ., «Η Ρωσία και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού λαού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2000.



[1] Αξιοσημείωτο είναι ν’ αναρωτηθούμε γιατί οι Λαλαίοι ανέβηκαν στα Τσίπιανα και διακινδύνευσαν να περάσουν τόσο κακοτράχαλο τόπο και να νυχτωθούν σε ένα τόσο μικρό χωριό. Εξάλλου ένας έμπειρος κλεφτκαπετάνιος σαν τον Γιαννιά που εκπαιδεύθηκε και διαβίωσε στα βουνά ποτέ δεν θα επέλεγε ν’ αντιμετωπίσει, μια στρατιά 1500 ετοιμοπόλεμων και σκληροτράχηλων Λαλαίων, με εκατό περίπου παλικάρια.

[2] Πρέπει ν’ αναφερθεί, ότι οι Λαλαίοι κατά την κάθοδο τους, δεν επέλεξαν την πορεία ανόδου που ακολούθησαν την προηγούμενη ημέρα να φθάσουν στο χωριό Τσίπιανα, δηλ. από Χάνι Πανόπουλου, Κακοτάρι, Διπόταμο, Κερέσοβα, Κερτίζα, Τσίπιανα.

Πηγή: www.antroni.gr

1 σχόλιο:

  1. Nα είσαι καλά που κόπιασες για να βρούμε εμείς τις ρίζες μας έστω και μέσα απο μια τέτοια συγγραφή.
    Νίκος Μπαλάσκας με καταγωγή απο του Κλινδιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.